in

Μια «σκέψη», παλιά όσο η φεουδαρχία

Του Νίκου Νικήσιανη

«Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα μου δίνετε την ευκαιρία να πω μια σκέψη. Εμείς έχουμε φτιάξει κάποιες τεράστιες δομές κράτησης, εγκλεισμού των μεταναστών. Την ίδια ώρα, όπου και να βρεθείτε στην ύπαιθρο και στα μεγάλα αστικά κέντρα, υπάρχει τεράστιο έλλειμμα εργατικών χωριών. Σε εργασίες που οι Έλληνες δεν επιθυμούν να εργαστούν. Αν εμείς θεωρούμε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να μην έχουμε άλλη αντιμετώπιση του μεταναστευτικού, και η Ευρώπη λέει «δεν περνάτε», εμείς να τους πούμε ότι έχετε δυο επιλογές αν έρθετε εδώ. Ή γυρνάτε πίσω, ή θα ενταχθείτε με τους όρους του ελληνικού κράτους. Που σημαίνει να μπείτε σε μια παραγωγική διαδικασία, να γεμίσει η ύπαιθρος εργάτες γης. Να μην κάθεστε για να πάρετε επιδόματα. Είναι ένα θέμα ταμπού που πρέπει να σπάσει».

(Αλέξης Τσίπρας, στη συνέντευξη τύπου στη ΔΕΘ, Κυριακή 18 Σεπτέμβρη).

Η παραπάνω «ιδέα» του Αλέξη Τσίπρα για τη λύση του «μεταναστευτικού», είναι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο βήμα, που κανείς ως τώρα δεν τόλμησε. Αμφισβητεί ακόμα και τη θεμελιώδη συνθήκη του καπιταλισμού, την ύστατη ελευθερία που προσφέρουν οι αστικές κοινωνίες: την ελευθερία του εργαζόμενου να επιλέξει αυτός που θα πουλήσει την εργασιακή του δύναμη.

Ο Αλέξης Τσίπρας προτείνει αντίθετα οι μετανάστες, οι μετανάστριες και οι πρόσφυγες, δηλαδή ένα τμήμα της εγχώριας εργατικής τάξης διαχωρισμένο με όρους φυλής, να μην έχουν αυτή την ελευθερία, αλλά να υποχρεούνται να εργαστούν σε ένα μόνο συγκεκριμένο τομέα (τον αγροτικό), σε συγκεκριμένες περιοχές (μακριά από τις πόλεις) και με τους «όρους» που θα θέσει το «ελληνικό κράτος». Σε διαφορετική περίπτωση, λέει, θα απελαύνονται.

Προσέξτε: όχι κίνητρα, ενημέρωση, πρόταση κοκ για το πού μπορούν να βρουν δουλειά, αλλά υποχρέωση να εργαστούν εκεί, αλλιώς απέλαση. Όχι μία διακρατική συμφωνία ή πρόσκληση συγκεκριμένων εργατών να έρθουν αν θέλουν για συγκεκριμένη εργασία, όπως ισχύει από το νόμο, αλλά υποχρεώση των μεταναστών που βρίσκονται ήδη εδώ να κάνουν μία συγκεκριμένη δουλειά, με τους όρους που θα τους επιβληθούν, θέλουν δεν θέλουν. Αλλιώς, απέλαση.

Πρόκειται για μια τόσο ακραία «σκέψη», που καμία ευρωπαϊκή ή εθνική νομοθεσία δεν έχει τολμήσει ακόμα να κατοχυρώσει, όσο αντιμεταναστευτική και να είναι. Πρόκειται για μία ρητή διάκριση κι ένα σαφή αποκλεισμό δικαιωμάτων με βάση τη φυλή – και όπως ξέρουμε, αυτός είναι ο ορισμός του θεσμικού ρατσισμού. Και μάλιστα, η σκέψη αυτή συνοδεύτηκε από αντίστοιχης αισθητικής επιχειρήματα, όπως ότι έτσι «δεν θα ζουν με επιδόματα».

Ακόμα περισσότερο, ο προτεινόμενος καταναγκασμός έρχεται υποτίθεται να καλύψει τις ανάγκες των Ελλήνων εργοδοτών, αφού αφορά «εργασίες που οι Έλληνες δεν επιθυμούν να εργαστούν». Μα αν οι Έλληνες δεν επιθυμούν να εργαστούν σε αυτές τις θέσεις, όπως και στον τουρισμό αντίστοιχα, είναι γιατί οι όροι εργασίας είναι απεχθείς. Με το να καταναγκάζεις μετανάστες να δεχθούν αυτούς τους όρους, υπό την απειλή της απέλασης, τότε αυτονόητα αναπαράγεις και διευρύνεις αυτούς τους όρους. Όπως λέει και το παλιό γνωμικό, ο ρατσισμός ρίχνει τα μεροκάματα – για όλους.

Η «σκέψη» του Αλέξη Τσίπρα είναι χαρακτηριστική για το τί τέρατα μπορεί να γεννήσει η προσπάθεια να συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα: να δώσεις μια “ρεαλιστική εναλλακτική” απέναντι στις απελάσεις, χωρίς να αναγνωρίσεις τα στοιχειώδη δικαιώματα των προσφύγων. Να ικανοποιήσεις και το δεξιό και το αριστερό σου κοινό.

Το τελευταίο λοιπόν παρακαλείται πολύ, αν θέλει τουλάχιστον να μην νομιμοποιεί πρακτικές που μας πάνε πίσω κι από τον καπιταλισμό, βαθιά στη φεουδαρχία, να ζητήσει ευγενικά από τον αρχηγό του να πάρει πίσω αυτή την πρωτότυπη «σκέψη». Ας μείνει έστω στην υπεράσπιση της ελληνοτουρκικής συμφωνίας, των καμπς, του φράχτη. Αυτά τουλάχιστον τα συνηθίσαμε.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ερωτήματα μιας κριτικής επιστήμης. Της Αθηνάς Παπανικολάου

Σε δίκη μέλη του κινήματος κατά των πλειστηριασμών