Είναι παράξενο να παίρνεις συνέντευξη από ένα άτομο με το οποίο σε συνδέει εκτός από την επαγγελματική συνεργασία και μια μεγάλη φιλία. Πολλές φορές νιώθεις ότι τα ξέρεις όλα γι’ αυτόν, πράγμα που φυσικά δεν ισχύει. Αφορμή γι’ αυτή τη συζήτηση στάθηκε η παρουσίαση του φωτογραφικού project του «Διάβα» για τους μετακινούμενους κτηνοτρόφους, που απέσπασε το βραβείο Athens Photo World 2021, στη Θεσσαλονίκη την Παρασκευή 7 Απριλίου στη Stereosis. Γιατί φωτογραφίζει κανείς; Τι γνώρισε όταν το δικό του διάβα συνάντησε το διάβα των κτηνοτρόφων; Η φύση είναι ένας ανέγγιχτος παράδεισος ή ένα πεδίο που καταστρέφουμε; Πόσο έχει επηρεάσει ο καταναλωτισμός της εικόνας το μάτι μας;
Ο Δημήτρης Τοσίδης ξεκίνησε επαγγελματικά τη φωτογραφία το 2011 στην Κάλυμνο, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο Τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Ήταν τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης με τα Μνημόνια και τα μέτρα λιτότητας να έχουν επιβληθεί στη χώρα. Ο ίδιος ήταν επίσης άνεργος όταν του έγινε μια πρόταση για εργασία στην τοπική τηλεόραση του νησιού, όπου είχε βρεθεί για διακοπές.
«Στην τηλεόραση έκανα τα πάντα, ειδήσεις, μοντάζ και φωτογράφιζα ερασιτεχνικά εξαιτίας και της επαφής που είχα με το μέσο της φωτογραφίας από τη σχολή. Φωτογράφιζα πράγματα που θα τα λέγαμε “παραδοσιακά”, όπως παλιά επαγγέλματα που χάνονται κ.ά. Στο νησί είχα ένα τεράστιο νέο πεδίο να ψάξω αυτή την “αγάπη”, μπορούσα να φωτογραφίζω ψαράδες, σφουγγαράδες κ.ά, την αναρρίχηση φυσικά και στη συνέχεια τις αναρτούσα στο διαδίκτυο. Ήταν κάπου στα μέσα του 2012 όταν ένας φίλος μου φωτορεπόρτερ, ο Άλκης Κωνσταντιντίδης, μου είπε “ε καλά τραβάς που τραβάς στείλε καμιά στο πρακτορείο (ΑΠΕ)”. Έτσι, τον Σεπτέμβριο, όταν άνοιγαν τα σχολεία πήγα απέναντι από την Κάλυμνο σε ένα μικρό νησάκι των 40 περίπου κατοίκων, την Τέλενδο, να καλύψω τον αγιασμό. Το σχολείο είχε τρεις μαθητές. Έστειλα τη φωτογραφία στο ΑΠΕ και μετά την επόμενη μέρα τα ξημερώματα ο Άλκης μου στέλνει “τρέχα στο περίπτερο!”. Ήταν πρωτοσέλιδο σε μια εφημερίδα η φωτογραφία μου. Ωστόσο και στο ξεκίνημα αυτό τα πράγματα δεν ήταν εντελώς αθώα. Είχαν πειράξει τη λεζάντα μου. Είχαμε κυβέρνηση Σαμαρά, οι δάσκαλοι αντιδρούσαν στις κυβερνητικές πολιτικές και στο συγκεκριμένο σχολείο δεν είχε διοριστεί ακόμη δασκάλα. Μάλιστα η δασκάλα που ήρθε για να κάνει τον αγιασμό ήταν η περσινή που πήγε απλά για να ανοίξει το σχολείο. Η ίδια το δήλωσε αυτό λέγοντας ότι ακόμη δεν είχε διοριστεί. Η εφημερίδα έγραφε στο πρωτοσέλιδο ότι ακόμη και στην Τέλενδο έκαναν αγιασμό, κάτι που δεν ίσχυε ολότελα παρ’ ότι εγώ είχα γράψει την αλήθεια. Έτσι ακόμη και αυτή η πρώτη φωτογραφία με έφερε αντιμέτωπο με ηθικά διλήμματα. Μπήκα πολύ βαθιά σε αυτόν τον κόσμο συνειδητοποιώντας το μέγεθος της ευθύνης που έχει αυτή η διαδικασία: πώς δηλαδή με την παραποίηση μιας λεζάντας αλλάζει ολόκληρη η “πραγματικότητα” που μεταφέρει μια φωτογραφία».
Ο Δημήτρης Τοσίδης που, όπως συχνά λέει, αγαπά να φωτογραφίζει «αυτά που είναι πολύ καλά κρυμμένα» ήρθε στην Κάλυμνο σε επαφή με την αρχή της προσφυγικής κρίσης, η οποία ακόμη δεν είχε δείξει τις πραγματικές της διαστάσεις. «Φωτογράφισα κάποιες αφίξεις προσφύγων, στους/ις οποίους/ες μέρος της τοπικής κοινωνίας και κυρίως η “Πρόοδος”, ο πολιτιστικός σύλλογος στον οποία ήμουν τότε ενεργός στο νησί, προσφέραν τροφή, στέγη και περίθαλψη. Από μια πιο ντοκιμαντερίστικη οπτική που συνήθιζα να έχω στο νησί, επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη το 2013 πέφτοντας με τα μούτρα στο πολιτικό ρεπορτάζ και τις κινητοποιήσεις. Δούλεψα αρχικά σε ένα πρακτορείο με το οποίο συνεργαζόταν ο “Αγγελιοφόρος”, έναν χρόνο πριν κλείσει. Η δουλειά αυτή ήταν καθημερινή, είχε πολλές απαιτήσεις. Άπειρος στην αρχή, είχα μια πιο ακτιβιστική ματιά. Έβλεπα δηλαδή τα πράγματα πιο πολύ από τη πλευρά του διαδηλωτή, μου πήρε χρόνο να βρω μια πιο δική μου ματιά. Όχι ότι έγινα κυνικός αλλά συνειδητοποίησα ότι στην εικόνα δε χρειάζεται να δείχνεις άμεσα τη θέση σου. Έτσι και αλλιώς η παρουσία σου σε ένα θέμα δηλώνει έμμεσα τη θέση σου. Το πώς, όμως, θα φωτογραφίσεις κάτι έχει να κάνει με άλλα κριτήρια» εξηγεί.
Η προσφυγική κρίση και ιδιαίτερα η κατάσταση στην Ειδομένη με χιλιάδες πρόσφυγες εγκλωβισμένους ήταν για όλες/ους μας μια πολύ έντονη συνθήκη, τόσο ως βίωμα όσο και ως μέρος της δουλειάς μας. Ωστόσο, όπως λέει και ο ίδιος, για πολλά Μέσα η προσφυγική κρίση ήταν ένα θέαμα. «Στην Ειδομένη δέσαμε ως παρέα με πολλούς/ες συναδέλφους-ισσες. Ήταν ένα τεράστιο διεθνές ζήτημα, μια ανθρωπιστική κρίση ωστόσο και για πολλά Μέσα ένα θεαματικό γεγονός. Μέσα από το προσφυγικό η ματιά και η προσωπικότητά μου πέρασε από διάφορες φάσεις. Συνέχισα να έχω μια ακτιβιστική στάση αλλά απέκτησα και μια πιο αποστασιοποιημένη ματιά που θεωρώ ότι με βοήθησε να μεταφέρω την εικόνα των ανθρώπων αυτών πιο αληθινά».
Με αφορμή το «Διάβα» είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για το πώς επιδρά το βίωμα πλέον στην οπτική του σε συνθήκες όπου ο χρόνος δεν είναι πιεστικός όπως στις πόλεις: «Εμένα με βοήθησε η περίοδος του Covid, όπου κάπως έπεσαν οι ρυθμοί και ίσως είδα τα πράγματα με άλλο μάτι. Τότε άρχισα να δουλεύω και το “Διάβα” αντιλαμβανόμενος ότι ο χρόνος παίζει ένα τεράστιο ρόλο στο πώς προσεγγίζεις έναν άνθρωπο: αρχικά για να τον φωτογραφίσεις αλλά και για να καταλάβεις την ιστορία που έχει να σου πει. Έτσι και αλλιώς μέσα από την εμπειρία του καθημερινού ρεπορτάζ πίστευα και συνεχίζω να πιστεύω ότι είναι πολύ βίαιος ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους. Δεν προλαβαίνεις να γνωρίσεις έναν άνθρωπο σε τόσο περιορισμένο χρόνο και ειδικά κρυμμένες πτυχές που σου ανοίγονται σιγά σιγά. Δε θεωρώ ότι δούλευα σωστά και πάντα ήθελα να δω πώς επιτυγχάνεται αυτό αφιερώνοντας περισσότερο χρόνο σεβόμενος πράγματα και ανθρώπους που είχα απέναντι μου. Αυτό νομίζω ότι κατάφερα στο “Διάβα”».
Σύμφωνα με τον Δ. Τοσίδη η επαφή του με την Ποιμενική Κτηνοτροφία ήταν τυχαία, ωστόσο τον έβαλε σε ερευνητικές και φιλοσοφικές περιπέτειες. Το Διάβα (η μετακίνηση με τα πόδια) είναι μια πρακτική αιώνων που κρατήθηκε ζωντανή και εξακολουθεί να υπάρχει στα ψηλά βουνά της Βόρειας Ελλάδας. Μέσα απ’ τον χρόνο και τον τόπο τέτοιες μετακινήσεις βρίσκονταν στον πυρήνα της πολιτιστικής και κοινωνικής σύνθεσης των ορεινών αγροτικών κοινοτήτων, ενώ συνέβαλαν στη διαμόρφωση και ανάπτυξη του τοπίου των περιοχών όπου λάμβαναν χώρα. Έχοντας χρησιμοποιηθεί ως επί το πλείστον από γηγενείς εθνοτικές ομάδες της Ελλάδας, όπως οι Βλάχοι και οι Σαρακατσάνοι, η ποιμενική κτηνοτροφία αποτελούσε την κύρια πρακτική της χώρας μέχρι τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όταν άρχισαν να εμφανίζονται νέες γεωργικές τεχνολογίες.
«Στην αρχή γνώριζα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι στην περιοχή του Σμόλικα αλλά δεν ήξερα τίποτα για την ιστορία αυτή. Τους είχα γνωρίσει και φωτογραφίσει όταν περνούσα από το μέρος τους το καλοκαίρι. Δεν είχα ιδέα ότι τον χειμώνα έφευγαν. Αφορμή για να ερευνήσω περισσότερο το θέμα στάθηκε η είδηση το 2019 ότι η μετακινούμενη κτηνοτροφία έγινε μέρος της Παγκόσμιας Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco. Έτσι επέστρεψα στον Σμόλικα, αφού άρχισα να το ψάχνω και μέσω της βιβλιογραφίας λίγο περισσότερο. Εκεί η κυρία Ελένη μου είπε ότι τα τελευταία 60 χρόνια της ζωής της τα πέρασε στο βουνό. Το φθινόπωρο πηγαίνουν πίσω στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας που είναι το χωριό τους, και την άνοιξη, όταν λιώνουν τα χιόνια επιστρέφουν στο βουνό. Είδα ότι η Παραμυθιά Θεσπρωτίας ήταν 150 χλμ από εκεί που ήμασταν. Ρωτάω “με τα πόδια;” μου λένε “με τα πόδια”. Τώρα βέβαια την απόσταση αυτή την κάνουν με φορτηγό γιατί είναι ηλικιωμένοι. Ήρθα, επίσης, σε επαφή με τον Σύλλογο Μετακινούμενων Κτηνοτρόφων και διάβασα διάφορες ιστορίες για το θέμα. Διάβασα και το διδακτορικό του καθηγητή Λαογραφίας Βασίλη Νιτσιάκου που έχει κάνει μια τεράστια έρευνα για την μετακινούμενη κτηνοτροφία τη δεκαετία του ‘80. Βλέποντας παράλληλα και το έργο του Κώστα Μπαλάφα, που έχει φωτογραφίσει αυτήν την πρακτική τη δεκαετία του ‘60, θεώρησα ότι πρόκειται για ένα πράγμα που είναι κρυμμένο και με περιμένει να το ψάξω».
Ρωτήσαμε να μάθουμε πράγματα που γνώρισε σε αυτή την φωτογραφική περιπλάνηση με τους/τις κτηνοτρόφους:
«Μου φάνηκε εντυπωσιακό ότι το 2019 άνθρωποι μπορούν να περνούν ένα μήνα στο βουνό διαβιώντας έξω στη φύση. Όντας και εγώ άνθρωπος που μου αρέσουν τα βουνά, μού προξένησε την περιέργεια να βιώσω τη συνθήκη αυτή μαζί τους. Εκτός από το συγκλονιστικό της εμπειρίας, όμως, έμαθα και για τις προεκτάσεις αυτής της πρακτικής: οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι αναζητούν την κατάλληλη ποιότητα χορταριού για τα ζώα τους. Παράλληλα φροντίζουν να αφήσουν χορτάρι για την επόμενη χρονιά, μεριμνούν δηλαδή για τη διατήρηση των πόρων που τους προσφέρει η φύση». Σύμφωνα με τον Δ. Τοσίδη, η πρακτική αυτή έρχεται σε αντίθεση με την μαζική βιομηχανία της κτηνοτροφίας ωστόσο έχουν απομείνει πολύ λίγες οικογένειες που συνεχίζουν να την ακολουθούν. «Όσες όμως διατήρησαν αυτόν τον τρόπο δεν το έκαναν τόσο λόγω κάποιας οικολογικής συνειδητοποίησης- παρ’ ότι υπάρχει και αυτή- αλλά κυρίως για λόγους ανάγκης και βιοπορισμού. Η μετακινούμενη κτηνοτροφία μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά και την ακολουθούσαν οι άνθρωποι που είχαν κοπάδια γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να συντηρηθούν. Σήμερα η βιομηχανοποιημένη κτηνοτροφία χρειάζεται ζωοτροφές, βιομηχανικούς χώρους και ξοδεύει άπειρους φυσικούς πόρους. Η μετακινούμενη κτηνοτροφία χρησιμοποιεί λελογισμένα τους φυσικούς πόρους για να συντηρήσει τα ζώα. Ταυτόχρονα, δεν προτρέπει σε μια άκρατη κρεατοφαγία. Είναι απίστευτος, επίσης, ο σεβασμός προς τα ζώα αυτά καθαυτά. Κάποιος θα πει ότι τα ζώα θα καταλήξουν στη σφαγή αλλά αυτή είναι η δουλειά του κτηνοτρόφου εδώ και χιλιάδες χρόνια. Είναι ταυτόχρονα μια σκληρή πρακτική, που συνδέεται με τις αλλαγές των εποχών που αποτυπώνονται πάνω στους ανθρώπους. Ο πολιτισμός και η κουλτούρα τους συνδέεται με την μετακίνηση. Όταν φεύγουν το φθινόπωρο προς τα χειμαδιά στον κάμπο της Θεσσαλίας κάνουν το καθιερωμένο γλέντι στο χωριό. Τα χωριά της Πίνδου, η Σαμαρίνα, το Περιβόλι, το Μέτσοβο, και πολλά άλλα, που συνδέονται με την κτηνοτροφία, συμμετέχουν σε αυτή την παράδοση γιατί κάποτε όλοι οι κάτοικοι ήταν κτηνοτρόφοι. Όταν έφευγε κάποιος είθισται να κάνει μια προσφορά ζώου γιατί ερήμωνε το χωριό και θα ξανασμίγανε την άνοιξη».
Στις φωτογραφίες που συμπεριλαμβάνονται στο Διάβα αποτυπώνονται αυτές οι γιορτές καθώς και η προετοιμασία στο σπίτι με τις γυναίκες που ετοιμάζουν τα εφόδια για το διάβα, πίτες, ψωμιά κ.ά. Για τον Δημήτρη είναι τεράστια η συμβολή των γυναικών σε αυτή τη διαδικασία γιατί κρατούν όλα τα “logistics” της οικογένειας, φροντίζουν για την οργάνωση της ζωής. «Οι άνθρωποι είχαν ξαναφωτογραφηθεί. Η επιλογή μου ήταν να ζήσω μαζί τους, έτσι πέρασα είκοσι μέρες έως έναν μήνα με κάθε οικογένεια. Έπρεπε να βρω τους κώδικες για να επικοινωνήσω μαζί τους, να με βάλουν στις ζωές τους και μετά να ξεκινήσω τη φωτογραφική διαδικασία. Αυτό με βοήθησε να γίνω τόσο διακριτικός ώστε να μην τους επηρεάζω και αυτοί να μην μου επιδεικνύουν τι θα φωτογραφίσω. Με βοήθησε ο χρόνος και το βίωμα. Επιπλέον, επηρεασμένος και από την προσέγγιση του Β. Νιτσιάκου, προσεγγίζω πλέον κριτικά την πολιτική της Unesco να εντάσσει στην Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά πράγματα που είναι ακόμη εν ζωή. Θεωρώ ότι η πολιτική αυτή αντί να οδηγεί στην ενίσχυση της βιωσιμότητας της μετακινούμενης κτηνοτροφίας πολλές φορές την μετατρέπει σε έκθεμα και έχει σαν αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται ως βουκολικό θέαμα και να περνάει στην πλευρά της Ιστορίας»
Η απόδραση στη φύση είναι αποκλειστικά μια επιθυμία αισθητικής απόλαυσης ή συνδέεται και με κάποια πολιτικά προτάγματα;
«Η απόδραση στη φύση για ανθρώπους των πόλεων είναι σημείο των καιρών. Πολλοί άνθρωποι την αναζητούν γιατί οι ρυθμοί της πόλης έχουν γίνει ασφυκτικοί. Ως φωτογράφος έψαχνα να βρω κάτι αυθεντικό με ό,τι σημαίνει αυτό και χωρίς να μπορώ απόλυτα να το εξηγήσω. Στην ελληνική επαρχία τα πράγματα δεν είναι ιδανικά, ούτε εύκολα αλλά μου φαίνονται λίγο πιο απλά. Ειδικά για την πρωτογενή παραγωγή και για τους ανθρώπους που ασχολούνται με αυτήν, οι ανάγκες καθορίζονται και περιορίζονται από τις εποχές. Εμείς, ως παιδιά των πόλεων, είμαστε απομακρυσμένοι-ες από αυτήν την πλευρά, βλέπουμε τη φύση με ένα πιο τουριστικό μάτι. Η φύση, όμως, δεν είναι έκθεμα. Η ορεινή Βόρεια Ελλάδα, για παράδειγμα, είναι ένα τεράστιο πεδίο όπου έχουν συνυπάρξει στους αιώνες άνθρωποι διαφόρων πολιτισμών και θρησκειών και ανακαλύπτω ότι αυτό συνεχίζει να υπάρχει. Οι κτηνοτρόφοι της Πίνδου, που είναι Βλάχοι σε μεγάλο ποσοστό, μιλούν ακόμη την βλάχικη γλώσσα και αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να συνεννοούνται με Ρουμάνους που δουλεύουν μαζί στα κοπάδια. Έχω παρατηρήσει Έλληνες κτηνοτρόφους να επικοινωνούν με Αλβανούς κτηνοτρόφους με φράσεις στα αλβανικά και τα ελληνικά, μια επικοινωνία που δε συναντάς στην υπόλοιπη Ελλάδα, είναι σαν να έχουν καταργήσει τα σύνορα. Αυτό που θα έθετα σαν πολιτικό πρόταγμα σίγουρα έχει να κάνει με τον χρόνο. Θα ήθελα να ρυθμίζω τη ζωή μου με έναν διαφορετικό τρόπο και χρόνο για να σέβομαι και τη δουλειά μου και τον χρόνο των άλλων, να μην τους εργαλειοποιώ. Να είμαι πιο πολύ παρατηρητής παρά διεκπεραιωτής, να μην φωτογραφίζω από συνήθεια για να μεταφέρω εντυπωσιακές εικόνες»
Ζητήσαμε από τον Δημήτρη Τοσίδη να μας σχολιάσει μια φράση της Susan Sontag για την φωτογραφία την εποχή των social media. Η Sontag γράφει στο βιβλίο της «Περί Φωτογραφίας»: «η ανάγκη για επιβεβαίωση της πραγματικότητας και για ισχυροποίηση της εμπειρίας με φωτογραφίες είναι ένας αισθητικός καταναλωτισμός, στον οποίο όλοι έχουν εθιστεί. Οι βιομηχανικές κοινωνίες εθίζουν τους πολίτες στις εικόνες· είναι η πιο ακαταμάχητη μορφή διανοητικής ρύπανσης». Υπάρχει φωτογραφία που να διακρίνει την πρόθεσή της από αυτήν τη συνθήκη;
«Ζούμε σε μια εποχή απόλυτου οπτικού πολιτισμού. Στα social media και τις ειδήσεις η εικόνα έχει πάντα τον πρώτο λόγο. Με ένα σκρολάρισμα βλέπουμε εκατοντάδες εικόνες. Ωστόσο όπως είχε πει ο Κώστας Μπαλάφας που μιλούσε για την περίοδο του ‘60 «δε λέει κάτι μια φωτογραφία με ανθισμένα χρυσάνθεμα ή ένα ηλιοβασίλεμα γιατί εδώ υπάρχει ένας λαός τρανταχτός και αυτόν τον λαό οφείλω να φωτογραφίσω». Τότε μιλούσε για την Εθνική Αντίσταση και μετέπειτα για τον τεράστιο αγώνα του λαού να ζήσει στην ελληνική επαρχία που αγαπούσε ο Μπαλάφας να φωτογραφίζει. Αυτό που θεωρούσε ο Μπαλάφας ότι υπήρχε τότε, υπάρχει και σήμερα, ίσως πιο κρυμμένο. Θεωρώ και δικό μου χρέος να διατηρήσω αυτό το βλέμμα. Αυτός είναι ίσως και ένας λόγος που εγκαταλείπω σιγά σιγά την πόλη, δεν προσπαθώ να μονάσω αλλά να καθαρίσω το βλέμμα μου από τις εικόνες που προσφέρει η πόλη, από έναν θόρυβο. Ταυτόχρονα θεωρώ υποχρέωσή μου όταν κάποιοι-ες αγωνίζονται διεκδικώντας κάτι να αποτυπώσω αυτή την προσπάθεια. Ο αγώνας αυτός υπάρχει και στην επαρχία, που συνήθως την συνοδεύουν πολλά κλισέ όπως φιλοξενία, ανέμελος τρόπος ζωής. Θέλω να απαλλαχτώ από τα στερεότυπα του αστικού βλέμματος στον οποίο συμβάλλει και η τουριστική κουλτούρα. Δουλεύουμε, δουλεύουμε, μετά ψάχνουμε να βρούμε την ησυχία μας στο πιο απομονωμένο νησί θεωρώντας ότι εκεί είναι ο ανέγγιχτος παράδεισος και αυτό έχει πάρα πολλές συνέπειες για πολλές περιοχές στην Ελλάδα και στις μικρές κοινωνίες των απομακρυσμένων περιοχών».
Φτάνοντας προς το τέλος της συζήτησης αφήσαμε τα ερωτήματα που απασχολούν καθημερινά όλες-ους που εργαζόμαστε στον Τύπο και έχουν να κάνουν με το αν η φωτογραφία μεταφέρει «αλήθεια» και κατά πόσο μας ενεργοποιούν ή μας αναισθητοποιούν οι ολοένα και αυξανόμενες εικόνες φρίκης.
«Το φωτορεπορτάζ οφείλει να υπηρετεί και την αλήθεια των γεγονότων αλλά και του δημιουργού. Ο κάθε άνθρωπος έχει το δικό του βλέμμα, και αν είναι ειλικρινής θα φανεί και στο έργο του. Κάθε μέρα βιώνουμε και βλέπουμε εικόνες ανθρώπινου πόνου, στον πόλεμο της Ουκρανίας, στο προσφυγικό, στα Τέμπη. Παρ’ ότι φαίνεται το μάτι μας να έχει συνηθίσει στη τραγωδία και τον θάνατο, υπάρχουν περιπτώσεις που μια εικόνα μέσα σε ένα σωρό χιλιάδων φωτογραφιών ενεργοποίησε τον κόσμο. Μια τέτοια είναι η εικόνα του μικρού Αΐλάν που ξεβράστηκε στις ακτές της Τουρκίας. Ξεχωρίζω επίσης την φωτογραφία του Άλκη Κωνσταντινίδη που βραβεύτηκε με το World Press Award. Είναι μια εικόνα θανάτου με μια γυναίκα να θρηνεί πάνω από το άψυχο σώμα του πατέρα της στην Ουκρανία. Ήταν ένας τυχαίος θάνατος με την έννοια ότι πήγε να αγοράσει ψωμί και σκοτώθηκε από ένα αδέσποτο βλήμα μπροστά στο σπίτι του. Ο Άλκης μας είπε την ιστορία του πολέμου μέσα από ένα ψωμί συμπυκνώνοντας την πραγματικότητα του πολέμου. Γνωρίσαμε τον άνθρωπο, ο οποίος δεν ήταν απλά ένας αριθμός».
Δεν θα μπορούσε να κλείσουμε παρά με ένα μικρό σχόλιο για το πώς ζουν οι φωτορεπόρτερ αλλά και το πώς στέκονται απέναντι στις επιθέσεις στην ελευθερία του Τύπου.
«Ενώ είναι ένα επάγγελμα μοναχικό και ανταγωνιστικό, το οξύμωρο είναι ότι στην Ελλάδα έχουμε καταφέρει η νέα γενιά να γίνουμε μια οικογένεια μέσα από δύσκολα βιώματα. Θεσμικά καταφέραμε να κάνουμε τη φωνή μας πιο δυνατή στην Ένωση Φωτορεπόρτερ Ελλάδος διεκδικώντας τα δικαιώματά μας που ήταν μηδαμινά. Πολλοί άνθρωποι δουλεύουν με μπλοκάκι, απουσία ρεπό και βάρδιας, με δικό τους εξοπλισμό, σε επισφαλείς συνθήκες. Με πρωτοβουλία του Γιώργου Μουτάφη, πρόσφατα φτιάξαμε και ένα άτυπο ταμείο αλληλεγγύης για να μπορούμε να αντικαταστήσουμε εξοπλισμό όταν πέφτουμε θύματα κλοπής. Όσον αφορά τώρα τις επιθέσεις, αυτές έχουν αυξηθεί ιδιαίτερα στην πανδημία καθώς η άσκηση του επαγγέλματός μας επιχειρείται συνεχώς να περιοριστεί. Τρανταχτό παράδειγμα ήταν τα γεγονότα του Έβρου τον Μάρτιο του 2021 όπου υπήρχε τεράστια σύγκρουση της πραγματικότητας με την κυβερνητική αφήγηση. Ωστόσο, η στάση μας μάς έχει φέρει πιο κοντά και στους ανθρώπους που διεκδικούν. Έχει αλλάξει και η ματιά των διαδηλωτών προς εμάς, παρ’ ότι υπάρχει η γενικότερη καχυποψία προς τα ΜΜΕ. Στις διαδηλώσεις η φωτογραφία είναι και μια προστασία των διαδηλωτών και έχει συμβεί αυτό σε περιστατικά αστυνομικής βίας. Οφείλουμε να είμαστε τα μάτια της κοινωνίας, προς το συμφέρον της οποίας αποσκοπεί η δουλειά μας».