Basim Khandaqji [Μπάσιμ Χαντάκτσι], Μια μάσκα στο χρώμα του ουρανού, (μτφρ.: Πέρσα Κουμούτση, Βίκυ Μπούτρη), Σάλτο 2024
Στην εκπνοή του 2024, ένα χρόνο και λίγους μήνες από την εισβολή των Ισραηλινών στη Λωρίδα της Γάζας και την προμελετημένη και συστηματική γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού, εκδόθηκε στην ελληνική γλώσσα ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, αντιπροσωπευτικό της Λογοτεχνίας του τραύματος, της μνήμης και της αντίστασης.
Το βιβλίο του Παλαιστίνιου Μπάσιμ Χαντάκτσι με τον τίτλο «Μια Μάσκα στο χρώμα του ουρανού» γράφτηκε σε ισραηλινή φυλακή. Η ιστορία του αναπτύσσεται στην πολύ πρόσφατη περίοδο (πανδημία) και δίκαια τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Αραβικής Λογοτεχνίας 2024. Θα εξηγήσω παρακάτω τους λόγους. Αρχικά, όμως, λίγα βιογραφικά στοιχεία για τον συγγραφέα, γιατί στην περίπτωση του βαραίνουν σημαντικά στην πρόσληψη, την κατανόηση και τον σχολιασμό του βιβλίου.
Ο πεζογράφος και ποιητής Μπάσιμ Χαντάκτσι γεννήθηκε το 1983 στη Δυτική Όχθη, στην πόλη Ναμπλούς, όπου και σπούδασε Δημοσιογραφία και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Αλ Νάτζα. Από το 2004 είναι έγκλειστος σε ισραηλινή φυλακή, καταδικασμένος τρεις φορές από στρατιωτικό δικαστήριο σε ισόβια κάθειρξη με την κατηγορία της τρομοκρατίας, ποινή που εφαρμόζει το ισραηλινό κράτος στο πλαίσιο της πολιτικής του απαρτχάιντ. Μέσα στη φυλακή συνέχισε τις πανεπιστημιακές σπουδές στις Πολιτικές Επιστήμες (πανεπιστήμιο Αλ Κουντς) και εκπόνησε διατριβή στις Ισραηλινές Σπουδές.Ταυτόχρονα έγραφε και εξέδιδε πεζογραφία και ποίηση και δημοσίευε άρθρα για τη λογοτεχνία, την πολιτική, τις ακτιβίστριες Παλαιστίνιες και κρατούμενες στις ισραηλινές φυλακές αλλά και για άλλα θέματα.
Το εύρος των γνώσεών του, το βάθος της καλλιέργειάς του και η πολιτική του συγκρότηση είναι εμφανή στο παρόν μυθιστόρημα. Αυτά τα γνωρίσματα είναι σημαντικά, αλλά δεν επαρκούν από μόνα τους για να συνθέσει κανείς ένα συναρπαστικό αφήγημα με λογοτεχνικές αρετές. Ο Χαντάτσκι τα διαθέτει όλα, κυρίως όμως κατέχει την τέχνη του μυθιστορήματος. Αυτό φαίνεται από τον αξιοθαύμαστο τρόπο που εγκιβωτίζει στην κύρια αφήγηση τη διαδικασία συγγραφής ενός άλλου μυθιστορήματος, αυτό που σκοπεύει να γράψει ο κεντρικός ήρωάς του, και αποτελεί το βασικό κίνητρο της δράσης του εντός της μυθοπλασίας.
Ένα μυθιστόρημα, λοιπόν, μέσα στο μυθιστόρημα ξετυλίγει το νήμα της ιστορίας της πατρίδας του, καταγράφοντας σε τρία κεφάλαια τις υπαρξιακές, πολιτικές, φιλοσοφικές αγωνίες του πρωταγωνιστή –συγγραφέα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Στο πρώτο κεφάλαιο ο νεαρός Παλαιστίνιος από τη Ραμάλα, Νουρ (το όνομά του τιτλοφορεί και το κεφάλαιο) καταγράφει ηχητικά στο κινητό του τους προβληματισμούς του και το πλάνο (πρόσωπα, ονόματα, δομή, ύφος) για ένα μυθιστόρημα που σχεδιάζει να γράψει και το οποίο έχει ως θέμα του τη ζωή της Μαρίας Μαγδαληνής. Δηλωμένη επιθυμία του να απαντήσει στον Νταν Μπράουν και τον «Κώδικα Ντα Βίντσι», που το θεωρεί ως τη δυτική, αποικιοκρατική θεώρηση της ιστορίας της Παλαιστίνης και του βίου της Μαρίας Μαγδαληνής. Η ηχητική αυτή εγγραφή –όπως και οι υπόλοιπες που θα ακολουθήσουν στη ροή του βιβλίου– με πρωτοπρόσωπη γραφή, επέχει θέση εσωτερικού μονολόγου που συνδιαλέγεται και συμπληρώνει την ελεύθερη πλάγια αφήγηση, φωτίζοντας ενδοσκοπικά τις σκέψεις του ήρωα. Ουσιαστικά έχουμε δύο αφηγηματικές φωνές στο βιβλίο: τον ήρωα που εξομολογείται τις αλάλητες σκέψεις στο κινητό του (μονόλογοι-επιστολές) και τον αφηγητή (τριτοπρόσωπη γραφή), που παρακολουθεί την πορεία του.
Εξαιρετικό, πράγματι, εύρημα που χαρίζει τη δυνατότητα διαφορετικής οπτικής εστίασης και ανοίγει ποικίλα πεδία ανάγνωσης των κινήτρων και των συναισθηματικών μεταπτώσεων.
Από την αρχή επίσης πληροφορούμαστε πως αυτές οι ηχητικές εγγραφές απευθύνονται ως επιστολές σε έναν επιστήθιο φίλο και συναγωνιστή του Νουρ, τον Μουράντ, που είναι φυλακισμένος για την αντίστασή του στον σιωνισμό, τις μέρες της δεύτερης Ιντιφάντα. Ο Μουράντ δεν αποκτά φωνή στο βιβλίο, είναι ο αποδέκτης των εξομολογήσεων αλλά απών από τη δράση. Δεν μπορούμε παρά να τον θεωρήσουμε ως το alter ego του έγκλειστου συγγραφέα, τη φωνή της συνείδησης του, τη φωνή του λαού του που διώκεται, φυλακίζεται και αντιστέκεται.
Σε πλάγιο λόγο μαθαίνουμε πως ο Νουρ, παιδί προσφύγων στη Ραμάλα, ορφάνεψε από μητέρα, αφού αυτή πέθανε στη γέννα του, και πέρασε τα παιδικά του χρόνια με τη γιαγιά του που τον ανάθρεψε. Ο πατέρας του φυλακισμένος για χρόνια, λόγω της συμμετοχής του στην πρώτη Ιντιφάντα, μετά την αποφυλάκιση, επιστρέφει στο σπίτι τους, παντρεύεται την αδελφή της μητέρας του που δεν μπορεί να τεκνοποιήσει, και βυθίζεται στη σιωπή της κατάθλιψης από τη ματαίωση του αγώνα του και τη διάψευση των προσδοκιών του. Ο συγγραφέας αφήνει να διαφανεί η αντίθεσή του (κι αντίθεση πολλών αγωνιστών) στη Συμφωνία του Όσλο που είχαν υπογράψει ο Γιάσερ Αραφάτ και ο Γιτζάκ Ράμπιν για τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους στη Δυτική Όχθη, περιοχή που συνεχώς εποικιζόταν από Εβραίους. Οι τωρινές εξελίξεις δικαιώνουν όσους είχαν εκφράσει αντιρρήσεις για τη βιωσιμότητα ενός τέτοιου περιορισμένου κράτους και με δεδομένη την αποκοπή και περιχαράκωση της Λωρίδας της Γάζας, που ως και την ώρα που γραφόταν αυτό το κείμενο ισοπεδωνόταν από τις ισραηλινές δυνάμεις.
Ο Χαντάκτζι περιγράφει αδρά και με μελανά χρώματα τη ζωή των κατοίκων, και ιδίως των νέων, στη Ραμάλα. Φτώχεια, μιζέρια, σκονισμένα σοκάκια, καθημερινός αγώνας για τον επιούσιο, διαλυμένες ζωές, περιορισμοί στις μετακινήσεις, συνεχείς έλεγχοι, ασφυκτικό περιβάλλον για όποιον ονειρεύεται μια ελεύθερη ζωή. Διαβάζοντάς τον, ένα αίσθημα πνιγμού με κυρίευσε, σα να ήμουν και γω εγκλωβισμένη σε μια πόλη φάντασμα. Ο ήρωας του, ο Νουρ, αναζητά την ταυτότητά του μέσα στη σιωπή του μοναχικού του δωματίου που γίνεται το άσυλό του: «Ποιος είμαι; Ποιος είναι ο πατέρας μου; Ποια είναι τα σοκάκια; Πού είναι η ταυτότητα μου; Πού είναι η σκιά μου; Πού είναι ο καθρέφτης μου; Τι κάνω εδώ;».
Τα βιβλία, η λογοτεχνία, η επιστήμη, η δίψα για γνώση, γίνονται το καταφύγιο του και η θεραπεία του τραύματος. Στη Ραμάλα όλοι φέρουν τραύματα και ο Νουρ πρέπει να ξεφύγει από τη δυσλειτουργική σχέση με τον πατέρα του, από το αδιέξοδο μιας ζωής με συντριμμένο από την ιστορία παρελθόν, με σκληρό παρόν και προδιαγεγραμμένο στην ίδια ράγα μέλλον. Η ευκαιρία θα έρθει με μία υποτροφία για σπουδές στην Ιερουσαλήμ και με μια πλαστή ταυτότητα που θα του ανοίξει την πόρτα στον κόσμο των άλλων, των σιωνιστών.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο το εβραϊκό όνομα Ουρ, ο αρχαιολόγος Νουρ βρίσκεται πλέον στην Ιερουσαλήμ, εργάζεται ως ξεναγός στην πόλη και στα περίχωρά της για να καλύψει τα έξοδα του, αλλά όχι με την παλαιστινιακή του ταυτότητα. Έχει δανειστεί την ξεχασμένη ταυτότητα (σε τσέπη παλτού) ενός ασκεναζίμ ισραηλινού, του Ουρ Σαπίρα. Φορώντας πλέον τη μάσκα του εβραίου, ο άραβας αρχαιολόγος θα ενταχθεί σε ξένη αρχαιολογική αποστολή που ανασκάπτει τα ερείπια καταυλισμού ρωμαϊκής λεγεώνας. Η συμμετοχή του στην ερευνητική ομάδα με την ταυτότητα του κατακτητή, θα του δώσει αρχαιολογικά δεδομένα για τη συγγραφή του μυθιστορήματός του. Αποκαλύπτει με τη σκαπάνη του τα στρώματα της ιστορικής Παλαιστίνης και τα ερείπια των αραβικών οικισμών που καταστράφηκαν στη Νάκμπα το 1948. Η συνύπαρξη με τους ισραηλινούς συναδέλφους του και τους κατοίκους των κιμπούτζ θα τον φέρει σε απόσταση αναπνοής με τον κόσμο και τη νοοτροπία των σιωνιστών και θα δοκιμάσει σφοδρά τον δικό του ψυχισμό, καθώς οι δύο ταυτότητες θα συγκρούονται σκληρά στον λογισμό του. Η σύγκρουση αυτή αποκαλύπτεται με ένταση και δραματικότητα στους μονολόγους των ηχητικών εγγραφών και στα γράμματά του προς τον Μουράντ. Ποιος είναι ο Νουρ και ποιος ο Ουρ, ποια μάσκα θα επικρατήσει, ποια προσωπικότητα σ΄αυτόν τον διχασμό;
Πού τελειώνει η ανάγκη της γραφής και πού αρχίζει το χρέος προς τους ομοεθνείς του που καταπιέζονται, διώκονται και εκτελούνται, αν δεν φυλακίζονται; Δεν είναι μια ύβρις προς τον λαό του αυτή η πλαστοπροσωπία; Και θα υπάρξει τιμωρία ή θα καταφέρει να ξεφύγει αλώβητος από την δεινή κατάσταση; Οι εσωτερικοί μονόλογοι και η αλληλογραφία του σ΄ αυτό το σημείο με τον έγκλειστο Μουράντ αποτυπώνουν ανάγλυφα τα διαχρονικά και οικουμενικά διλήμματα των διανοουμένων όταν αναμετρώνται με το χρέος προς έναν συλλογικό σκοπό που υπερβαίνει την προσωπική τους βούληση.
Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο, με τον τίτλο Σαμά, η Παλαιστίνια, με ισραηλινή όμως υπηκοότητα, Σαμά, συνάδελφός του στις ανασκαφές, θα λειτουργήσει καταλυτικά στις αποφάσεις του. Η Σαμά με μάτια στο χρώμα του ουρανού που υπερασπίζεται δημόσια και με σθένος το δίκαιο του λαού της, θα πάρει τελικά στην καρδιά του Νουρ τη θέση της Μαρίας Μαγδαληνής; Ας μην αποκαλύψω όμως το τέλος του βιβλίου, που κατά την άποψή μου, είναι και το αδύναμο σημείο του, καθώς θυμίζει κινηματογραφικό φινάλε αμερικάνικης ταινίας. Σαν να βιάστηκε να το ολοκληρώσει ο συγγραφέας, πιθανόν μην αντέχοντας άλλο το άχθος της σύγκρουσης των ταυτοτήτων. Ας υπολογίσουμε, βέβαια, και τις συνθήκες της φυλακής μέσα στις οποίες γράφτηκε και τα εμπόδια που συνάντησε (τα αναφέρει ο συγγραφέας στο βιβλίο, σελίδα-σελίδα βγαίνουν κρυφά έξω με το επισκεπτήριο των συγγενών) ώστε να φτάσει στα χέρια που θα το δημοσίευαν.
Επιλογικά, πρόκειται για ένα πολιτικό και συνάμα υπαρξιακό μυθιστόρημα (εδώ αντιστοιχεί η γνωστή ρήση πως το προσωπικό είναι πολιτικό) που φωτίζει το δράμα του ατόμου, του υποκειμένου της ιστορίας που συνθλίβεται στις μυλόπετρες των μεγάλων γεγονότων της, χωρίς η συνείδησή του να αποκόπτεται από τον κοινωνικό και εθνικό της υπόστρωμα και πλαίσιο. Ο Νουρ είναι ένας νέος άντρας που θέλει να ζήσει ελεύθερος, θέλει να μορφωθεί, να γνωρίσει το ιστορικό υπόβαθρο της πατρίδας του, όντας πρόσφυγας στην ίδια του την πατρίδα, που θέλει να χαρεί το άγγιγμα του έρωτα και του σαρκικού πόθου, που φαντασιώνεται, που αυνανίζεται, που κλαίει και οραματίζεται, που έχει φιλοδοξίες και δοκιμάζει απογοητεύσεις, που θέλει να ξεφύγει από τη σιωπή και δεν παύει να αγωνίζεται.
Ο Μπάσιμ Χαντάκτσι, στρατευμένος κυριολεκτικά και λογοτεχνικά στην υπόθεση της ελευθερίας του λαού του, έστειλε μέσα από τη φυλακή ένα μάθημα μυθοπλασίας και ένα δυνατό ανάγνωσμα με βιωματικά στοιχεία και σαφές ιστορικό πλαίσιο, ενσωματώνοντας δημιουργικά στη γραφή του μορφικά στοιχεία του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού. Εσωτερικοί μονόλογοι με τη μορφή ηχογραφήσεων, πλάγια αφήγηση, δημοσιογραφικά δεδομένα και πολλές διακειμενικές αναφορές: Έντουαρντ Σαΐντ, Μπιλ Άσκφροτ, Φραντς Φανόν, Ελιάς Χούρι, Ζίγκφριντ Μπάουμαν, Μαχμούτ Νταρουίς, Βίβλος, Κοράνι, Καινή Διαθήκη, Γνωστικά Ευαγγέλια.
Το μυθιστόρημά του συνιστά, εκτός από σπουδαία λογοτεχνική κατάθεση, και μια πράξη αντίστασης στην αποικιοκρατική θεώρηση και πολιτική, Δυτικών και Ισραηλινών, έναντι των Παλαιστινίων και των δικαιωμάτων τους στη γη και την ιστορία τους.