Τους τελευταίους μήνες, έχει γίνει φανερό ότι το πρόβλημα της πείνας που ανέκυψε στα καμπ με ευθύνη της κυβέρνησης, αντί να επιλύεται, φαίνεται να επιδεινώνεται. Πρόκειται για μια διαδικασία εντεινόμενης εξαθλίωσης των προσφύγων που έχουν απομείνει στη χώρα μας, που έχει ξεκινήσει χρόνια πριν και αφορά όλα τα επίπεδα ζωής τους από τη στιγμή που φτάνουν στη χώρα. Ουσιαστικά αφορά το σχέδιο της πολιτικής της αποτροπής, προκειμένου κανείς και καμία να μην αντέχει να ζήσει στην Ελλάδα και να αναγκάζεται σε νέα προσφυγιά. Η ανέγερση φραχτών στα καμπ, η έξωση των προσφύγων από τα σπίτια που διαμένουν σε συνδυασμό με την απουσία ενίσχυσης της όποιας εκπαιδευτικής διαδικασίας λειτουργούν απαγορευτικά σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο ένταξής τους στην κοινωνία μας. Τις φανερές αλλά και τις υπόγειες διαδικασίες που καθιστούν αόρατους τους πρόσφυγες και κάποιες χιλιάδες από τα παιδιά τους «χαμένες γενιές» μάς περιγράφει η Σόνια Βλάχου, Συντονίστρια Εκπαίδευσης στη Φιλιππιάδα.
Ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί στα προσφυγικά στρατόπεδα της περιοχής σε σχέση με το πρόβλημα της πείνας;
Αυτό που συμβαίνει, τουλάχιστον εδώ και ένα χρόνο, είναι ότι στα προσφυγικά στρατόπεδα έχουν δημιουργηθεί πολλές υποκατηγορίες μη-δικαιούχων πόρων και υπηρεσιών. Η παρούσα κυβέρνηση έχει αυστηροποιήσει τόσο τη συνθήκη της διαμονής, όσο και της απολαβής των βοηθημάτων και φαγητού, έτσι ώστε πολλοί από τους ανθρώπους αυτούς να μην πληρούν πλέον τα κριτήρια. Κατά συνέπεια, πολλοί από τις/τους πρόσφυγες πλέον είτε δε δικαιούνται τα κοινά αγαθά που θα έπρεπε να παρέχονται απροϋπόθετα και χωρίς εξαιρέσεις σε κάθε ευνομούμενη κοινωνία, όπως η διατροφή η διαμονή, η περίθαλψη και η εκπαίδευση, είτε τα απολαμβάνουν μόνο σποραδικά, μετά από πολύ κόπο και μόνο επιφανειακά. Για παράδειγμα, σε πολλά στρατόπεδα δεν υπάρχουν εδώ και χρόνια γενικοί γιατροί ή παιδίατροι και η διαδικασία πρόσβασης στις δομές του ΕΣΥ είναι δαιδαλώδης. Ακόμα, η εκπαίδευση των παιδιών γίνεται μετά πολλών εμποδίων, με μικρότερο σχολικό έτος, χωρίς εκπαιδευτικούς για τη διδασκαλία των ελληνικών ως ξένης γλώσσας στα δημόσια σχολεία, χωρίς σχολικές μετακινήσεις κτλ.
Όσον αφορά στο θέμα της σίτισης, όταν μια οικογένεια λαμβάνει είτε θετική- είτε δεύτερη απορριπτική απάντηση στα αιτήματα ασύλου των μελών της παύει να δικαιούται σίτιση μαζί με οποιαδήποτε άλλη παροχή υπηρεσιών, το αργότερο ένα μήνα μετά την επίσημη επίδοση της απόφασης αυτής (εφόσον ο νόμος προβλέπει ότι θα πρέπει να έχουν αναχωρήσει το πολύ εντός διαστήματος ενός μηνός από τις δομές διαμονής αιτούντων άσυλο. Ωστόσο, η θέση αυτών που έχουν λάβει δεύτερη απορριπτική είναι ίσως η πιο δύσκολη όλων, καθώς χάνουν την ελπίδα για καλυτέρευση των όρων διαβίωσής τους, τους κατάσχονται τα ατομικά τους ταυτοποιητικά έγγραφα και δέχονται ταυτόχρονα πολλές πιέσεις για να επιλέξουν τον αποκαλούμενο «εθελοντικό επαναπατρισμό». Εναλλακτικά, προσπαθούν να διαφύγουν κρυφά μέσα από επικίνδυνα περάσματα, προκειμένου να γλιτώσουν τις απελάσεις. Σε κάθε περίπτωση, καθίστανται πλέον αόρατες/-οι και αναστέλλεται η οποιαδήποτε πρόσβαση τους σε παροχή βοήθειας, μέχρι να περάσει η διορία που τους έχει δοθεί να εγκαταλείψουν τη χώρα. Εξυπακούεται ότι αν δεν το κάνουν, καθίστανται εφεξής και παράνομες/-οι.
Όμως και οι αιτούσες/-ντες άσυλο αντιμετωπίζουν προβλήματα στο να εξασφαλίσουν τα αναγκαία προς την επιβίωσή τους, καθώς το πενιχρό οικονομικό βοήθημα που ελάμβαναν από την Ύπατη Αρμοστεία μέσω της «cash card» μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2021 έχει μειωθεί στο μισό, μετά από το τετράμηνο Οκτωβρίου-Ιανουαρίου, όπου η επίδοσή του είχε ολοκληρωτικά ανασταλεί. Αντί του υπόλοιπου ποσού, το οποίο θεωρητικά αντιπροσωπεύει το κόστος της διατροφής τους, το κράτος έχει αναθέσει εδώ και κάποιους μήνες τη σίτιση των διαμενόντων σε στρατόπεδα ως εργολαβία σε μεγάλες εταιρείες catering, οι οποίες εν τέλει κοστίζουν περισσότερο από το μέρος του αρχικού βοηθήματος (150 για τους ενήλικες και 40 ευρώ για τα παιδιά, με ανώτατο όριο ωστόσο τα 500Ευρώ ανά οικογένεια) που έχει περικοπεί στο ήμισυ. Οι υπόλοιποι που δεν δικαιούνται σίτιση, ζουν μέσω της ελεημοσύνης των γειτόνων που συναισθανόμενοι το τι σημαίνει να πεινούν τα παιδιά σου, χωρίς να μπορείς τα να τους προσφέρεις ένα πιάτο φαί αναπτύσσουν κάποιες στοιχειώδεις δομές αλληλοβοήθειας.
Είναι γνωστό ότι για να επιβιώσουν πολλές οικογένειες καταφεύγουν σε χαμηλόμισθες εργασίες σε αγροτικές περιοχές. Τι επιπτώσεις έχει αυτή η συνθήκη στην καθημερινότητά τους;
Πολλοί/ές δουλεύουν με κάθε ευκαιρία ανασφάλιστοι/-ες και υποαμειβόμενοι/-ες σε επικίνδυνες κι επισφαλείς, περιστασιακές δουλειές, κυρίως στις εποχιακές συγκομιδές φρούτων με τη σειρά: ξεκινούν δηλαδή το Φθινόπωρο από τις ελιές και τα ακτινίδια και συνεχίζουν προς το Χειμώνα με τα κάστανα, τα μανταρίνια, τα πορτοκάλια, τα λεμόνια κλπ. Όλη η Ελλάδα έχει γίνει μια «Μανωλάδα»: στην πράξη, όλα τα φρούτα που τρώμε τα μαζεύουν πλέον σχεδόν αποκλειστικά αδήλωτοι/-ες εργάτες γης που είναι πρόσφυγες- αιτούντες/-ες άσυλο- μετανάστες/-τριες και πολύ συχνά παιδιά. Οι ντόπιοι κτηματίες έχουν βρει «το κόλπο» και δε δίνουν πλέον σταθερό μεροκάματο, αλλά πληρώνουν με το τελάρο (κατ’ αποκοπή), για να «αυξήσουν την παραγωγικότητα» των ανθρώπων. Ακόμα, κάποια από τα μεγαλύτερα αγόρια που βρήκαν ανά καιρούς δουλειές ως εσωτερικοί εργαζόμενοι, π.χ. σε μαντριά, μου περιέγραψαν τις σύγχρονες συνθήκες δουλείας που βίωσαν. Μου διηγήθηκαν δηλαδή ότι έπρεπε να κάνουν ότι τους ζητούσε ο εργοδότης από το πρωί μέχρι το βράδυ, χωρίς συγκεκριμένο αντικείμενο καθηκόντων, με ελάχιστες ώρες ξεκούρασης και πενιχρή αμοιβή και χωρίς δυνατότητα να φέρνουν αντίρρηση.
Αυτή η ακραία, καπιταλιστική, εκμεταλλευτική συνθήκη με τη σειρά της διαλύει την εκπαίδευση και θα εξηγήσω αμέσως το πώς και το γιατί: τα μεγαλύτερα παιδιά που βλέπουν την προσπάθεια των γονιών να δουλέψουν με μεγάλες ταχύτητες για να κερδίσουν κάτι παραπάνω από τα 20 με 25 Ευρώ το δεκάωρο (+ ένα κρουασάν περιπτέρου για μεσημεριανό), τα οποία βγαίνουν με τις τιμές που δίνουν οι εργοδότες τους ανά τελάρο, προσπαθούν κι αυτά να στηρίξουν την οικογενειακή προσπάθεια βιοπορισμού ή στην καλύτερη περίπτωση, να κάνουν κι ένα μικρό «κομπόδεμα» για τις δικές τους ανάγκες, πηγαίνοντας έτσι μαζί με τους γονείς τους στο χωράφι. Υπάρχουν και περιπτώσεις όπου τα πρωτότοκα ή/και τα μεγαλύτερα παιδιά πηγαίνουν στη δουλειά αντί των γονέων (συνήθως αντί του πατέρα) όταν οι τελευταίοι θεωρούνται πολύ ηλικιωμένοι (πχ άνω των 60) ή έχουν ιδιαίτερα προβλήματα υγείας. Ωστόσο, και στις περιπτώσεις όπου κάποιες/-οι μονογονείς πηγαίνουν στη δουλειά χωρίς τα μεγαλύτερα παιδιά τους, το μεγαλύτερο (συνήθως) κορίτσι αναλαμβάνει το ρόλο της μητέρας, πράγμα που σημαίνει ότι δε μπορεί να πάει πλέον στο σχολείο γιατί πρέπει να μαγειρεύει, να σιγυρίζει και συνήθως να φροντίζει τα μικρότερα αδέρφια. Μερικές φορές, το μεγαλύτερο παιδί καταφέρνει να κρατήσει μια σειρά στην οικογενειακή ρουτίνα, ώστε να πηγαίνουν τα μικρότερα στο σχολείο, αλλά όχι πάντα. Σε κάθε περίπτωση, είτε συνοδεύοντας τους γονείς, είτε μόνα τους στο χωράφι ή/και σε ρόλο φροντιστή/-τριας των μικρότερων αδελφιών στο κοντέινερ, η συντριπτική πλειοψηφία των εφήβων άνω των 12 ετών βρέθηκε και φέτος εκτός σχολικών τάξεων, είτε επειδή χρειάστηκε να βιοποριστεί λόγω της περικοπής βοηθήματος και συσσιτίου, είτε επειδή ανέλαβε αναγκαστικά ευθύνες ενήλικου στο οικιακό περιβάλλον.
Πώς αντιδρά η τοπική κοινωνία στα προβλήματα αυτά;
Το τραγικό κατά την άποψή μου είναι ότι το αυτό το γεγονός της υπερεκμετάλλευσης των παιδιών μέσω σκληρής, αδήλωτης εργασίας δε συγκινεί σχεδόν κανέναν στις περιοχές όπου συμβαίνει. Τουναντίον, ακόμα και γηγενείς που έχουν συνομήλικα παιδιά κάνουν συχνά κυνικά σχόλια στη διαπίστωση αυτής της αλήθειας, περί της μεγάλης «τύχης» των παιδιών αυτών να βρίσκουν τουλάχιστον δουλειά ή περί του ότι τουλάχιστον κάνουν κάτι χρήσιμο αντί να μένουν άπραγα όλη μέρα… Η υποτίμησή τους δείχνει δηλαδή να έχει φυσικοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, βασιζόμενη σε μια βαθιά ρατσιστική αντίληψη που τα θεωρεί εξ’ ορισμού κατάλληλα για σκληρές, χειρωνακτικές εργασίες κι ως εκ τούτου, ανίκανα για μεγαλύτερα διανοητικά επιτεύγματα.
Εν γένει, ακόμη και σε στρατόπεδα που δεν έχουν ακόμα κλειστεί με φράχτες και λεπιδωτά σύρματα υπάρχει τέτοιος αποκλεισμός από τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο (τον «έξω κόσμο»), ώστε σχεδόν καμία και κανένας στις εγκατεστημένες κοινότητες δεν ενδιαφέρεται για τις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων εκεί. Μάλλον, αυτό καθεαυτό το γεγονός της θωράκισης των δομών τους γεννά την πεποίθηση, ότι εκεί φρουρούνται επικίνδυνοι εγκληματίες, οπότε δικαίως οι αρχές περιορίζουν τις κινήσεις τους.
Πώς επιδρά το επισιτιστικό πρόβλημα σε άλλα ζητήματα επιβίωσης και καθημερινής ζωής;
Όλο αυτό το πλέγμα προβλημάτων δημιουργεί έναν τεράστιο κοινωνικό αποκλεισμό. Οι υλικές και κοινωνικές στερήσεις, η αγωνία για το ενδεχόμενο μιας απορριπτικής απόφασης στα αιτήματα ασύλου τους, η εργασιακή εκμετάλλευση και η αντιμετώπιση εχθρικών συμπεριφορών στον καθημερινό τους περίγυρο ανεβάζει το στρες των ανθρώπων στα ύψη και στιγματίζει τα παιδιά και τους νέους στο άμεσο, σχολικό και κοινωνικό τους περιβάλλον . Συχνά ανακαλύπτουμε μαζί με τις ευαισθητοποιημένες συναδέλφους που τους διδάσκουν ελληνικά, ότι τα ελάχιστα παιδιά που φοιτούν τακτικά στο σχολείο παρακολουθούν τα μαθήματά τους πεινασμένα, μέχρι να επιστρέψουν το μεσημέρι στο στρατόπεδο. Επίσης, δεδομένου του ότι οι πρόσφυγες πρέπει να κρατήσουν όλα τα χρήματα που μαζεύουν από τη σποραδική εργασία τους είτε για τις βασικές τους ανάγκες επιβίωσης, είτε για το επόμενο ταξίδι που αναπόφευκτα θα κάνουν «προς τα μπρος» ή «προς τα πίσω», οι οικογένειες στερούνται τη δυνατότητα να αγοράσουν στα παιδιά τους ακόμα και τον πιο στοιχειώδη σχολικό εξοπλισμό, να τους δώσουν έστω ένα μικρό χαρτζηλίκι ή να τους παράσχουν οποιαδήποτε κοινωνική-ψυχαγωγική διέξοδο (πέρα από επισκέψεις στο τοπικό «one Euro Shop” την ημέρα των πληρωμών). Χαρακτηριστικά, όταν πραγματοποιούμε κάποιες εκδρομές μέσω εράνων και δωρεών, το να φάνε τα παιδιά μια πίτα με σουβλάκι αποτελεί γι’ αυτά μια εξωτική απόλαυση.
Πλέον στα περισσότερα καμπ, όπως και στου Κατσικά, έχουν ανεγερθεί ψηλά τείχη ενώ ετοιμάζονται και αυστηρότερα συστήματα ελέγχου. Υπάρχουν αντιδράσεις από τους πρόσφυγες;
Αυτή τη στιγμή, το μόνο στρατόπεδο όπου έχει ολοκληρωθεί η εγκατάσταση συστημάτων ελέγχου κι επιτήρησης βρίσκεται στη Σάμο. Αντιδράσεις υπάρχουν σίγουρα, αλλά είναι πολύ δύσκολο να εξωτερικευθούν, καθώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επισύρουν σοβαρές επιπτώσεις που θα στοχοποιήσουν τις/τους αντιρρησίες. Πριν την ανέγερση των τειχών και την τοποθέτηση των σεκιούριτι οι πρόσφυγες μπορούσαν να δεχθούν επισκέψεις από φίλες/-ους τους ή/και να τις/τους φιλοξενήσουν άτυπα έστω για λίγες μέρες. Τώρα πια υπάρχει μια πληθώρα συμβασιούχων σε υπηρεσίες «ασφάλειας του χώρου» που μπλοκάρουν την είσοδο. Οι –αποκαλούμενες/-οι- «ωφελούμενοι» αντιμετωπίζονται ως κρατούμενες/-οι, χωρίς το δικαίωμα να δέχονται επισκέψεις. Μπορούν να μπαινοβγαίνουν μόνο οι ίδιες/-οι και οι «έχοντες εργασία» με κάρτα η οποία ελέγχεται στην είσοδο, προς το παρόν, στα υπόλοιπα στρατόπεδα, χωρίς ακόμα να υποβάλλονται σε ηλεκτρονικό έλεγχο ή περιορισμό ωραρίου, αλλά κι αυτό έρχεται προσεχώς. Ζούμε πλέον σε δύο χωριστούς κόσμους όπου το «μέσα» χωρίζεται με ορατά και αόρατα τείχη από το «έξω» κι αυτό επιτείνεται παράλληλα με την απαγόρευση της εξόδου της πληροφορίας από εργαζόμενες/-ους, αλληλέγγυες/-ους, δημοσιογράφους και φυσικά, από τους ίδιους τους πρόσφυγες, που φοβούνται να μιλήσουν για όσα βιώνουν και δεν έχουν σε ποιαν/ποιον να τα πουν, γιατί μέσω του Apartheid που βιώνουν δεν τους δίνεται η ευκαιρία να δομήσουν σχέσεις εμπιστοσύνης με τον έξω κόσμο.
Εργάζεστε από το 2017ως Συντονίστρια Εκπαίδευσης Προσφύγων. Βλέπετε κάποια βελτίωση στην πρόσβαση των παιδιών προσφύγων στην εκπαίδευση; Πού βρισκόμαστε σήμερα σε σχέση με το 2016 και τις μεγάλες προσφυγικές ροές;
Η Φιλιππιάδα και το Ωραιόκαστρο της Θεσσαλονίκης ήταν περιοχές της ενδοχώρας όπου σημειώθηκαν αρχικά οι εντονότερες αντιδράσεις. Εκεί, οι συνήθεις «αγανακτισμένες/-οι», υποκινούμενοι κι από πυρήνες της Χρυσής Αυγής είχαν βγει μπροστά και προσπαθούσαν να εμποδίσουν την πρόσβαση των προσφυγόπουλων στο δημόσιο σχολείο. Ωστόσο, το 2017 το κλίμα ήταν αρκετά υποστηρικτικό από πλευράς της τότε κυβέρνησης για τη σχολική ένταξη των παιδιών- προσφύγων. Υπήρχε όμως ένα μεγάλο μπρα ντε φερ μεταξύ κάποιων Συλλόγων Γονέων και Διευθυντών σχολικών μονάδων που προσπαθούσαν να αποφύγουν την επιλογή των δικών τους σχολικών μονάδων για τη δημιουργία Τάξεων Υποδοχής προσφυγόπουλων, πετώντας ο ένας στον άλλον το μπαλάκι σχετικά με την ίδρυση ΖΕΠ και ΔΥΕΠ. Μέχρι το σχολικό έτος 2017-2018 είχαμε στην περιοχή αρμοδιότητάς μου βασικά απογευματινά τμήματα (ΔΥΕΠ) στα Δημοτικά σχολεία κι αποκλειστικά απογευματινά στην κατώτερη Δευτεροβάθμια (Γυμνάσια). Από το 2018 και μετά άρχισαν να δημιουργούνται περισσότερες πρωινές Τάξεις Υποδοχής (ΖΕΠ) και να αναπτύσσεται σιγά-σιγά και η ανώτερη Δευτεροβάθμια (Λύκεια). Στην πορεία αυτής της διαδικασίας η παρουσία των παιδιών-προσφύγων επαναξιολογήθηκε εν μέρει θετικά, τουλάχιστον με «χρηστικά κριτήρια», καθώς ενίσχυε τα δυναμολόγια των σχολείων, με όλα τα κοινωνικά οφέλη που εξυπακούεται αυτό, πχ, περισσότερα τμήματα, περισσότερο σταθερό προσωπικό στα σχολεία, μεγαλύτερες χρηματοδοτήσεις των μονάδων από τις σχολικές επιτροπές, τοποθέτηση υποδιευθυντ(ρι)ών κτλ.
Όπως συμβαίνει πάντα, το όλο εγχείρημα αποτελούσε μια μόνιμη διαπραγμάτευση, καθώς, πάντα κάποιοι από τους διευθυντές και τους συλλόγους εκπαιδευτικών ήταν πιο θετικά διακείμενοι απέναντι στην παρουσία των παιδιών- προσφύγων στα σχολεία από άλλους. Ωστόσο, εξ’ όσων γνωρίζω, στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας, υπήρχε μια διάχυτη, αδήριτη συμφωνία με τους συλλόγους γονέων τα παιδιά αυτά να εκπαιδεύονται χωριστά, έτσι ώστε να έρχονται -κατά το δυνατόν- σε λιγότερη επαφή με τα δικά τους. Γι’ αυτό, από πλευράς χωροταξικής κατανομής στα σχολικά κτήρια, οι αίθουσες όπου στεγάζονταν τα πρώτα συχνά βρισκόντουσαν σε κάποιο παράρτημα των σχολικών κτηρίων που δεν χρησιμοποιούνταν υπό κανονικές συνθήκες. Επίσης, λαμβανόταν μέριμνα, ώστε να μην χρησιμοποιούν συνήθως αίθουσες κοινής χρήσης ή πολλαπλών χρήσεων όπως το εργαστήριο πληροφορικής, το χημείο, τη βιβλιοθήκη κτλ . Έτσι, θεσμοθετήθηκε άτυπα, αλλά πολύ ουσιαστικά η χωριστή εκπαίδευση των δύο μεγαλύτερων ομάδων, δηλαδή της εθνικής ομάδας των γηγενών και αυτής των «διαφόρων άλλων». Αυτή η συνθήκη, πλαισιωμένη κι από άλλες ανεπάρκειες του συστήματος κατέληξε σε πολλά από τα σχολεία στο να παρακολουθούν εν τέλει οι μαθήτριες και μαθητές πρόσφυγες μόνο το τρίωρο της διδασκαλίας των ελληνικών ως ξένης γλώσσας και μετά να αποχωρούν, λόγω της αδυναμίας τους να παρακολουθήσουν τους χείμαρρους επεξεργασμένης γλώσσας που έρρεαν στις τάξεις της γενικής παιδείας τη απουσία εποπτικών μέσων ή/και οποιουδήποτε είδους παράλληλης στήριξης κι εφόσον οι εκπαιδευτικοί των μεικτών τάξεων δεν ήταν σε θέση να τους εξηγήσουν ούτε καν τα βασικά περιεχόμενα της διδασκαλίας.
Ανά καιρούς, πολλά παιδιά μου έχουν περιγράψει αυτή την αίσθηση της ανυπαρξίας τους στις σχολικές τάξεις και το αίσθημα της αδικίας που τους δημιουργούσε αυτή η κατάσταση, εξηγώντας μου ότι οι περισσότερες/-οι εκπαιδευτικοί όχι μόνο δεν τους απεύθυναν το λόγο, αλλά δεν επεδίωκαν καν οπτική επαφή μαζί τους. Δεν είναι άξιο απορίας λοιπόν το ότι δια μέσου των ετών που δουλεύω εγώ σ’ αυτό το πεδίο υπήρξε ανέκαθεν μεγάλη σχολική διαρροή.
Με το πέρασμα του χρόνου, φαίνεται πως στο δημόσιο σχολείο δεν παρέχεται πλέον κανένα υποστηρικτικό πλαίσιο στα συγκεκριμένα παιδιά. Η παρούσα εκπαιδευτική ηγεσία δείχνει πως αποδυναμώνει την τυπική τους εκπαίδευση, υποστελεχώνοντας πχ τις Τάξεις Υποδοχής με προσωπικό για τη διδασκαλία των Ελληνικών ως Ξένης Γλώσσας και μη διαθέτοντας σταθερά στις σχολικές μονάδες άλλες/-ους κοινωνικές/-ούς επιστήμονες που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην ποιοτική αναβάθμιση της εκπαίδευσής τους, ενώ παράλληλα μεταφέρει το κέντρο βάρους στη μη- τυπική, εκπαίδευση που τους παρέχεται σε μια υποτυπώδη επιφάνεια ωρών μέσα στα στρατόπεδα. Κατά την «ελληνική παράδοση» των τελευταίων τριών δεκαετιών, η κατάρτιση ολοκληρωμένων προγραμμάτων διαπολιτισμικής εκπαίδευσης δείχνει να μην ενδιαφέρει το Υπουργείο Παιδείας. Είναι αναμενόμενο λοιπόν πως διατηρώντας ένα αφιλόξενο κι εν πολλοίς, εχθρικό περιβάλλον στο δημόσιο σχολείο και δημιουργώντας μια σειρά από προσκόμματα για την πρόσβαση των προσφυγόπουλων σε αυτό αποκλείουμε αυτά τα παιδιά από το δημόσιο αγαθό της εκπαίδευσης και μάλιστα, με νομότυπο και νομιμοφανή τρόπο. Φτιάχνουμε δηλαδή τις Τάξεις Υποδοχής, εγγράφουμε τα παιδιά, αλλά στη συνέχεια δεν προσλαμβάνουμε προσωπικό για τη διδασκαλία των ελληνικών ή/ και δε βάζουμε σχολική μετακίνηση αφού τα ίδια τα παιδιά δείχνουν πως «δεν ενδιαφέρονται», χωρίς να εξετάζουμε πώς προκύπτει αυτή η φαινομενική «έλλειψη ενδιαφέροντος». Και όσο πιο πολύ διαπιστώνουμε πως «αυτά τα παιδιά δεν ενδιαφέρονται», τόσο κι εμείς σαν πολιτεία δεν τα ενισχύουμε, δεν τοποθετούμε δηλαδή εκπαιδευτικούς, ψυχολόγους ή διερμηνείς κτλ για την υποστήριξή τους και τανάπαλιν. Έτσι κάπως τίθεται έτσι σε κίνηση ένας ατέρμονος, φαύλος κύκλος αρνητικών, «αυτοεκπληρούμενων προφητειών» που τα καταδικάζει να γίνουν οι επόμενες «χαμένες γενιές».
Η προβληματικότητα της διαδικασίας αυτής δε γίνεται βέβαια κατανοητή αν κοιτάξει κανείς μόνο ποσοτικά κι «εκ των άνω» την κατάσταση, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος. Εκτός από το ότι τα στατιστικά μπορούν «να μαγειρευτούν» ποικιλοτρόπως, για να γίνει αντιληπτό το αποτέλεσμα θα πρέπει να ερευνηθούν, να καταγραφούν και να καταδειχθούν τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά- πρόσφυγες και οι οικογένειές τους σε όλα τα μέτωπα κάλυψης των βασικών τους αναγκών και να αναλυθεί ο συσχετισμός των παραγόντων που ακυρώνουν τις προσπάθειες τους να φοιτήσουν στο επίσημο σχολείο.
Πολλοί/ές κάνουν λόγο για πλήρη αποκλεισμό από την εκπαίδευση την περίοδο της πανδημίας…
Στην περίοδο της πανδημίας συνέβησαν τραγελαφικά πράγματα σε διάφορες περιοχές της χώρας. Είναι και πάλι δύσκολο να τεκμηριώσει κανείς αυτό τον ισχυρισμό επίσημα, πολύ περισσότερο όταν οι αυταρχικές ηγεσίες των εμπλεκόμενων Υπουργείων ανέχονται μόνο αφηγήματα επιτυχίας και δε θέλουν ν’ ακούσουν την αλήθεια. Ωστόσο, πολλές και πολλοί από εμάς τους ΣΕΠ γνωρίζουμε ότι έγιναν συμφωνίες κάτω από το τραπέζι μεταξύ ντόπιων παραγόντων και τοπικής αυτοδιοίκησης για να μη σταλούν λεωφορεία για τη μετακίνηση των προσφυγόπουλων από- και προς τα σχολεία. Αυτές οι πιέσεις είχαν άμεσο αποτέλεσμα, γιατί οι τοπικοί άρχοντες δε θα ρίσκαραν ποτέ ένα μεγάλο πολιτικό κόστος στις εκλογικές τους περιφέρειες για χάρη των μη- παραγωγικών, μη- ψηφοφόρων προσφύγων. Ως γνωστόν, ο ενδόμυχος φόβος των γηγενών γονιών απέναντι στα προσφυγόπουλα παραμένει πάντα και πρωταρχικά ο υγειινιστικός. Τα παιδιά αυτά δηλαδή γίνονται πάντα αντιληπτά ως φορείς σοβαρών, μολυσματικών νόσων λόγω των υποβαθμισμένων συνθηκών διαβίωσής τους, οι οποίες είναι βέβαια μια πραγματικότητα, κατά βάση, λόγω του συγχρωτισμού των πολυμελών οικογενειών σε μικρούς χώρους. Από την άλλη πλευρά ομως, στα στρατόπεδα υπήρχαν τουλάχιστον κλιμάκια του ΕΟΔΥ που διενεργούσαν τακτικά τεστ, οπότε τα συγκεκριμένα παιδιά ελεγχόντουσαν πραγματικά και τακτικά, αντίθετα ενδεχομένως με κάποιες/-ους από τις/τους γηγενείς ομηλίκους τους.
Αυτή η συνθήκη οδήγησε σε καταστάσεις πλήρους αποκλεισμού από την εκπαίδευση. Ειδικότερα, τα παιδιά αυτά αποκλείστηκαν και από την –επονομαζόμενη- «τηλεκπαίδευση», γιατί οι πολυμελείς οικογένειες τους διαθέτουν συνήθως ένα με δυο κινητά τηλέφωνα, που τα διεκδικούν όλα τα μέλη ταυτόχρονα, αλλά καθόλου άλλες ηλεκτρονικές συσκευές με συνδεσιμότητα (τάμπλετ ή υπολογιστές). Ακόμα, το σήμα στα στρατόπεδα ήταν τόσο αδύναμο ή/και ανύπαρκτο που δεν μπορούσε να σηκώσει την πλατφόρμα Webex και δεν υπήρχαν ούτε αρκετά μεγάλοι χώροι όπου να μπορέσουν τα παιδιά να καθίσουν για να παρακολουθήσουν τα εξ’ αποστάσεως μαθήματά τους κρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις. Στη Φιλιππιάδα συγκεκριμένα είχαμε επιστρατεύσει δύο μεγαλύτερους χώρους για τον σκοπό αυτό. Ωστόσο, ακόμα και σ’ αυτούς τους δύο μαζί χωρούσε βία το ¼ των παιδιών μόνο της Β’ βάθμιας. Έτσι, αναγκάστηκα να επιλέξω ποια κατηγορία παιδιών ήταν πιο κρίσιμο να παρακολουθήσει τα διαδικτυακά μαθήματα και βρέθηκα στη δυσάρεστη θέση να αποκλείσω εγώ η ίδια τα περισσότερα παιδιά, δίνοντας προτεραιότητα στις μαθήτριες και τους μαθητές Λυκείου, γιατί ήξερα ότι είχαν πολύ λιγότερο χρόνο μπροστά τους μέχρι να τεθούν εκτός του σχολικού ηλικιακού φάσματος. Κατάφερα λοιπόν συγκεντρώνοντας το ποσό με έρανο να προμηθευτώ δύο φορητά rοοters και κάρτες δεδομένων, έτσι ώστε να μπορούν να συνδέονται περίπου δέκα συσκευές στον κάθε χώρο. Κάτω από αυτές τις αντίξοες συνθήκες, τα περισσότερα από τα λυκειόπαιδα προσπαθούσαν καθημερινά να κάνουν μάθημα σε ακατάλληλους χώρους χωρίς καμία εκπαιδευτική στήριξη, χρησιμοποιώντας ως επί το πλείστον ανά δύο ή τρία ένα κινητό τηλέφωνο μαζί. Να υπογραμμίσω βέβαια ότι οι μαθήτριες/-τες του Γυμνασίου και του Δημοτικού που αποτελούν και την πλειονότητα των παιδιών εντός της δομής έμειναν εντελώς εκτός εκπαίδευσης.
Με αφορμή την αύξηση των προσφυγικών ροών από την Ουκρανία, Συντονιστές με ανοιχτή επιστολή τους εξέφρασαν την αντίθεσή τους στον κυβερνητικό λόγο που διαχωρίζει τους πρόσφυγες/φύγισσες σε «κανονικούς/ές» και «μη κανονικούς/ές». Πώς πραγματώνεται αυτός ο διαχωρισμός;
Στην παρούσα συγκυρία, έχει υπάρξει μια άνευ προηγουμένου κινητοποίηση, να βρούμε πόσοι/-ες ήρθαν, πού πήγαν, πώς στεγάστηκαν, ποιες είναι οι συνθήκες διαβίωσής τους και να τους βοηθήσουμε με τρόπους που ξεπερνούν τις δυνατότητές και τις αρμοδιότητές μας. Πραγματικά, μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα έχουν σταλεί μεταφρασμένα στα ουκρανικά όλα τα έγγραφα που αφορούν στα πρωτόκολλα COVID, στα self-test και στα εμβόλια, καθώς και το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτό δείχνει ότι το κράτος έχει τη δυνατότητα να δώσει άμεση πρόσβαση στην υγεία και στην εκπαίδευση όταν το θέλει, ωστόσο για τους μέχρι τώρα πρόσφυγες δεν έχει υπάρξει αυτού του βαθμού η πολιτική βούληση. Αυτό διατυπώνεται και ως επιμύθιο της επιστολής των Συντονιστών/στριών, γιατί διαπιστώσαμε ότι για τους Ευρωπαίους και χριστιανούς, φίλους των συμμάχων μας πρόσφυγες μπορούν να δημιουργηθούν ρήτρες θεσμικής διευκόλυνσης. Για τους υπόλοιπους όμως που κατέστησαν ανέστιοι επειδή βομβαρδίστηκαν από τους μεγάλους μας συμμάχους, όχι. Εμείς, απλά επαναλάβαμε την αμέριστη στήριξή μας σε όλους τους ανθρώπους που υποφέρουν σε συνθήκες εκτοπισμού και δίωξης και διεκδικήσαμε ισότιμες ευκαιρίες συμπερίληψης για όλα τα παιδιά, ασχέτως καταγωγής, πίστης, φύλου και φυσικής κατάστασης.
Παρατηρούμε πλέον ότι τα στρατόπεδα της ενδοχώρας αδειάζουν από οικογένειες με παιδιά σχολικής ηλικίας. Γνωρίζουμε ακόμα πως στα νέα –επονομαζόμενα Κλειστά Ελεγχόμενα Κέντρα (ΚΕΝ) και τα Προαναχωρησιακά Κέντρα Κράτησης (ΠΡΟΚΕΚΑ) της μεθοριακής ζώνης στοιβάζονται άνθρωποι που ίσως δικαιούνται οικογενειακή επανένωση, ή ακόμα και ευάλωτες ομάδες που δικαιούνται να έρθουν στην ενδοχώρα, αλλά για κάποιο λόγο κρατούνται εκεί. Ίσως αυτό να συμβαίνει γιατί το κράτος δεν έχει καμία πρόθεση να δώσει καν την ελπίδα της ένταξης στις συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες, αντίθετα με αυτό που επιχειρεί πλέον με τις τους Ουκρανές/-ούς . Μέσα σ’ αυτές τις «μαύρες τρύπες του κράτους δικαίου» κρατούνται κάτω από άγνωστες συνθήκες και «αόρατα παιδιά» που σαφώς αποκλείονται από την εκπαίδευση, με μοναδική προοπτική να επιστραφούν σε κάποια τρίτη-, υποτιθέμενα «ασφαλή χώρα». Κατ’ αυτό τον τρόπο, τα προσφυγόπουλα λιγοστεύουν στα σχολεία, μιας και τα υπάρχοντα αναχωρούν, χωρίς να αντικαθίστανται από καινούργια. Παράλληλα, καθώς από τα διαμερίσματα του ΕΣΤΙΑ γίνονται πλέον μαζικές εξώσεις, στα σχολεία των Ιωαννίνων υπάρχουν πλέον εγγεγραμένες/-οι και άστεγες/-οι μαθητές/-τριες που φιλοξενούνται συνήθως σε αποθήκες ή/και σε γκαράζ, ελπίζοντας να βρουν με κάποιο τρόπο τα μέσα να εγκαταλείψουν τη χώρα το γρηγορότερο δυνατόν. Είναι προφανές, ότι όποια μεμονωμένη προσπάθεια κι αν καταβάλλουν οι ΣΕΠ και οι λοιποί εκπαιδευτικοί να διατηρήσουν το ενδιαφέρον τους για τακτική, σχολική φοίτηση, τα τεράστια, ζωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν αυτά τα παιδιά υπερισχύουν, ανάγοντας την εκπαίδευση τους σε πολυτέλεια.
Ποια θα ήταν για σένα μια απάντηση της αλληλεγγύης απέναντι στην πολιτική του μίσους;
Αν δεν υπάρξει μια γενικότερη, ενταξιακή πολιτική προσανατολισμένη στην συμπερίληψη όλων των προσφύγων στο κοινωνικό γίγνεσθαι και των παιδιών τους σ’ ένα σχολικό περιβάλλον που να δημιουργεί πραγματικά το αίσθημα του ανήκειν, δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρξει ριζική αλλαγή στο φαινόμενο της σχολικής διαρροής και της ματαίωσης των προσπαθειών και των ελπίδων των συγκεκριμένων παιδιών. Οι άνθρωποι αυτοί τρέχουν διαρκώς να σωθούν από την καταστροφή που προκαλούν στις ζωές τους οι διακρατικές, ρατσιστικές πολιτικές . Έχοντας αφήσει τουλάχιστον μία καταστροφή πίσω τους, βιώνουν και πάλι μία δεύτερη εδώ. Αν πάρουμε σα δεδομένο ότι είναι εξ’ ορισμού ευάλωτες/-οι, ως ξεριζωμένες/-οι και απόκληρες/-οι , η πίεση που δέχονται φτάνοντας εδώ στη χώρα μας αυξάνει αυτή την ευαλωτότητα τους κατά πολύ. Όλα καταλήγουν λοιπόν νομοτελειακά στην επιβεβαίωση του ρητού «Μια φορά πρόσφυγας για πάντα πρόσφυγας», πράγμα σαφώς εξαιρετικά άδικο και θλιβερό.
Κατά την άποψή μου, η μόνη περίπτωση να ανατραπούν οι σημερινοί όροι καταστροφής δεκάδων, χιλιάδων ανθρώπινων ζωών είναι το να αναδυθεί ένα δυνατό κοινωνικό κίνημα που να καθιστά ξεκάθαρο το τι σημαίνουν όλα αυτά για όλους/ες μας. Τα βιοπολιτικά πειράματα ελέγχου που εκτελούνται σήμερα πάνω στις απογυμνωμένες από δικαιώματα ζωές των προσφύγων, επεκτείνονται σταδιακά και πάνω σε άλλα «πλεονάζοντα» κι ανυπάκουα κομμάτια του γενικού πληθυσμού, καταστρέφοντας συν τοις άλλοις το παρόν και το μέλλον της νεολαίας. Καιρός είναι ν’ αντιληφθούμε πως επιβαίνοντας στο όχημα του κοινωνικού αυτοματισμού ή/κι επιλέγοντας τη «μακαριότητα της άγνοιας» νομιμοποιούμε την εξαθλίωση των «άλλων», χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε οι επόμενες/-οι στη σειρά, εφόσον ανεχτήκαμε και δεχτήκαμε να συμβαίνουν όλ’ αυτά σε κάποιες/-ους δίπλα μας, αδιαφορώντας για την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους. Κι ας αναλογιστούμε πώς ονομάζεται το είδος του πολιτεύματος όπου πρέπει κανείς να σωπαίνει από φόβο μπροστά στην αδικία και να κρύβεται, προκειμένου να βοηθήσει ανθρώπους που υποφέρουν…