Ήρθε, λοιπόν, και η πολυαναμενόμενη έκθεση του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος. Και, όπως ήταν απολύτως λογικό, το χρέος της Ελλάδας χαρακτηρίζεται εξαιρετικά μη-βιώσιμο. Η κυβέρνηση στραβομουτσούνιασε για άλλη μια φορά στο μέτρο που έχει η ίδια αφομοιώσει την ιδέα πως η «ολοκλήρωση του προγράμματος», η περάτωση της «δημοσιονομικής προσαρμογής» και η πλήρης εφαρμογή των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» αποτελεί λύση στο ελληνικό πρόβλημα. Με άλλα λόγια έχει αφομοιώσει την άποψη, όπως και οι σαμαροβενιζέλοι πριν από αυτήν, πως η μνημονιακή πολιτική είναι αποτελεσματική, έστω κι αν έχει άδικες πλευρές (sic).
Προφανώς, η κυβέρνηση λέει χοντρές μαλακίες. Όλοι –μα όλοι- οι σοβαροί άνθρωποι, ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσανατολισμού, ξέρουν πως «αυτό δεν βγαίνει με τίποτε». Υπάρχουν εκατοντάδες άρθρα που το τεκμηριώνουν –πολλά και σε αυτήν την ιστοσελίδα. Εξάλλου, αν κάποιος θέλει να δει γιατί το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο δεν έχει παρά να επικαλεστεί τις αναλύσεις του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι και το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2015. Αυτή η ατράνταχτη εκτίμηση, άλλωστε, και όχι ο υπερβάλλων αριστερισμός ήταν που στήριζε την άποψη πως μόνο μια καθαρή και μεγάλη διαγραφή χρέους θα μπορούσε να δώσει τη δυνατότητα στην ελληνική οικονομία για μια νέα εκκίνηση.
Το ξέρουν κι οι πέτρες. Το γεγονός πως η κυβέρνηση δεν το αποδέχεται, γελοιοποιούμενη στην πραγματικότητα γι’ άλλη μια φορά, οφείλεται στο γεγονός πως μια τέτοια παραδοχή θα σήμαινε πως όλες της οι επιλογές, τα δύο τελευταία χρόνια, υπήρξαν, το λιγότερο, εσφαλμένες. Δηλαδή εγκληματικές απέναντι στον κόσμο της εργασίας, όσο κι αν διάφοροι υπουργοί βαυκαλίζονται πως «γι’ αυτόν τα κάνουν όλα».
Μια τέτοια παραδοχή θα σήμαινε πως η κυβέρνηση διαχειρίζεται απλώς μια πολιτική, που της επιβάλλεται και δεν έχει πιθανότητες να φέρει αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, συμμετέχει, από πρωταγωνιστική θέση, στα διαρκή βασανιστήρια που υφίσταται η κοινωνική πλειοψηφία χωρίς καμιά προοπτική επιτυχίας έστω κάποιων βελτιώσεων.
Γι’ αυτό είναι αδύνατο να αποδεχτεί την εκτίμηση του ΔΝΤ για το εξαιρετικά μη-βιώσιμο του δημόσιου χρέους.
Κι έτσι, ξαναλέω, γελοιοποιείται με το να υποστηρίζει πως, με πρωτογενή πλεονάσματα 3.5% για πέντε χρόνια και 2% για άλλα τριανταοκτώ, «θα έλθει η ανάπτυξη» και θα είναι, μάλιστα, και «δίκαιη». Όπως σημειώνει σχετικά ο, υπεράνω υποψίας για αντικυβερνητισμό, Κωστής Χατζημιχάλης, «[π]ού το βρήκαν, λοιπόν, οι δικοί μας αυτό το «δίκαιη»; Εκτός από τη βιασύνη τους να βρουν ένα επίθετο που να ακούγεται ευχάριστα και δεν το έχουν πει άλλοι, δεν πέρασε από το «αριστερό» μυαλό τους ότι είναι μια κραυγαλέα αντίφαση; Ένας ανέφικτος στόχος για τον οποίο θα πέσει πολύ γέλιο και αγανάκτηση αν αρχίσω και απαριθμώ το «δίκαιη» ανάπτυξη που υλοποιούν με τις διάφορες άδειες «επενδύσεων» που δίνουν και με τις απαράδεκτες εργασιακές σχέσεις που ισχύουν» («Δίκαιη ανάπτυξη», Εποχή, 16 Ιουλίου 2017).
Μα πώς, λένε από την κυβέρνηση; Έχουμε θετικές εξελίξεις σε μια σειρά από δείκτες, ενώ με τη Συμφωνία της 15ης Ιουνίου πετύχαμε να διώξουμε την αβεβαιότητα –που ο Τσίπρας, ως παλαιόθεν μαρξιστής, κατάλαβε πως είναι «το βασικό» («Η οικονομία είναι πρώτα από όλα ψυχολογία» -ναι μια «ψυχολογία», όμως, που στον καπιταλισμό φτιάχνεται μόνο με εκμετάλλευση των μεν και κέρδη για τους άλλους).
Θέλετε άλλη μια, εκτός πάσης υποψίας για αντικυβερνητισμό, σοβαρή εκτίμηση; Πάλι από την κυβερνητική Εποχή, ο Νίκος Θεοχαράκης σημειώνει: «Παρακολουθώ τους μικρούς θετικούς οικονομικούς δείκτες, αλλά του βλέπω ως Αλκυονίδες μέρες χωρίς να σημαίνει καλοκαίρι. Πώς, π.χ., μπορεί να παραδεχτεί η υπουργός Εργασίας ότι η τρομακτική αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, που μετατρέπει την Ελλάδα σε εργοδοτικό κράτος, είναι κάτι που θα βοηθήσει την ελληνική οικονομία;». Έλα, ντε. «Προσποιούνται πως οι υποχρεώσεις που ανέλαβε η Ελλάδα είναι υλοποιήσιμες, ενώ δεν είναι […] Είναι σαν να σε υποχρεώνουν να φας σαπούνι και να πρέπει να δηλώσεις –αφρίζει ξαφρίζει- ότι είναι τυρί». («Άσκηση αριθμητικής χωρίς υποκείμενη οικονομική λογική η νέα συμφωνία», Εποχή, 9 Ιουλίου 2017).
Έτσι έχουν τα πράγματα. Δεν υπάρχει σοβαρός άνθρωπος –κυβερνητικός ή αντικυβερνητικός, δεξιός ή αριστερός- που να μην καταλαβαίνει πως αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα «δεν υπάρχει».
Προφανώς, λοιπόν, το ΔΝΤ έχει δίκιο όταν χαρακτηρίζει το ελληνικό δημόσιο χρέος εξαιρετικά μη-βιώσιμο. Οι σκοπιμότητές του δεν μεταβάλλουν αυτήν την αλήθεια.
Το ζήτημα είναι, επιπλέον, ότι όχι μόνο το χρέος, αλλά ολόκληρη η χώρα τείνει να εξελιχθεί σε εξαιρετικά μη-βιώσιμη. Η συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών την οδηγεί σε απόλυτο αδιέξοδο και διαμορφώνει μια απόλυτη συνθήκη «χωρίς επιστροφή». Η κυβέρνηση, επομένως, διαχειριζόμενη αυτήν την συνθήκη, δεν την συντηρεί απλώς, αλλά την ενδυναμώνει, την ενισχύει ως καθεστώς και την κάνει όλο και περισσότερο αλώβητη. Όπως έλεγαν παλιά κάποιοι από τους σημερινούς υπουργούς και κομματικούς υπεύθυνους, η πολιτική αυτή πρέπει να τελειώσει «χθες».
Χρειάζονται, λοιπόν, ριζοσπαστικές παρεμβάσεις, με όλα τα ρίσκα που συνεπάγονται αυτές. Είναι, όμως, εφικτές πιά; Μετά από όσα έχει κάνει τα δύο τελευταία χρόνια αυτή η κυβέρνηση, νομιμοποιώντας τη μνημονιακή καταστροφή ως μονόδρομο και καταστρέφοντας το τεράστιο κινηματικό και πολιτικό δυναμικό, που, με πολύ αγώνα και κόπο, είχε συσσωρευτεί είναι εφικτή η αναγκαία, με όρους ζωής ή θανάτου, ριζική στροφή;
Δεν ξέρω. Το βέβαιο είναι πως, χωρίς αυτή, η εξαιρετικά μη-βιώσιμη χώρα μετατρέπεται ραγδαία σε απολύτως αποτυχημένο κράτος, μια πραγματική κοινωνική έρημο. Η αριστερά δεν μπορεί να μείνει με σταυρωμένα χέρια. Η ευρύτατη ενότητα για την αντίσταση καταρχήν, για την επίθεση στη συνέχεια, είναι υποχρέωση όλων. Οι μικρές διαφορές –γιατί μικρές είναι μπροστά σε όσα διακυβεύονται- θα πρέπει να πάψουν να έχουν μεγάλες συνέπειες. Πρόκειται για υποχρέωση μπροστά σε μια ιστορία που, ίσως αποδειχτεί, πως κάθε άλλο παρά τελειωμένη είναι.
Ο αγώνας, τουλάχιστον αυτός, είναι χωρίς τελειωμό.