in

Μια έρευνα αρωγός στη διεκδίκηση για ένα ισχυρό ΕΣΥ

Της Χριστίνας Κυδώνα

Διάβασα τη μελέτη του ΚΕΠΥ και του Eteron για την πορεία του ΕΣΥ τα τελευταία 15 χρόνια με αγωνία. Τα στοιχεία που προέκυψαν, μετά από ενδελεχή έρευνα, για το πως χτυπήθηκε το δημόσιο σύστημα υγείας – πρώτα από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και κατόπιν από την πανδημία – δικαιώνουν όσους επιμένουμε να μιλάμε δημόσια για την οδυνηρή πραγματικότητα, που μακράν απέχει από την ειδυλλιακή εικόνα που προβάλει η κυβέρνηση. Η έρευνα καταδεικνύει τεκμηριωμένα ότι στη  δεκαετία 2009-2019, η δημόσια δαπάνη για την υγεία στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 43,3%, συμπαρασύροντας και τη συνολική χρηματοδότηση των νοσοκομείων του ΕΣΥ η οποία ελαττώθηκε αντίστοιχα κατά 36,3%.

Τα νούμερα βέβαια, αν και καταγράφουν, με σαφήνεια, την κατάσταση υποχρηματοδότησης και απαξίωσης του ΕΣΥ,  δεν αποκαλύπτουν τα μικρά και μεγάλα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομα αυτών των πολιτικών.  Για παράδειγμα, ενώ αναφέρεται ότι το ΕΣΥ απώλεσε το 13,6% των νοσοκομείων του, μέσω κλεισίματος ή συγχωνεύσεων και το 23,5% των νοσοκομειακών του κλινών,  μέσα από τα νούμερα δεν μπορούν να φανερωθούν οι δραματικές επιπτώσεις  στις ζωές όλων εκείνων των ανθρώπων της επαρχίας που διέτρεχαν ολόκληρους νομούς  πασχίζοντας  να αντιμετωπίσουν ένα οξύ πρόβλημα υγείας.

Οι αριθμοί, λοιπόν, δεν μπορούν να μιλήσουν για την αγωνία των αρρώστων, την απελπισία καθενός που έμεινε ακάλυπτος  και ένιωσε ανυπεράσπιστος στην πιο δριμεία, ίσως, στιγμή της ζωής του. Ούτε  βέβαια μιλούν για το δράμα των οικείων και των αγαπημένων του που ζουν από κοντά το φόβο, την αδικία και την ανασφάλεια, αναζητώντας μάταια πολλές φορές ατομικές διεξόδους.  Ούτε, προφανώς, βγαίνουν στο φως τα ηθικά διλήμματα που αντιμετωπίσαμε και το μεγάλο ψυχικό βάρος που αισθανθήκαμε, όταν ως γιατροί έπρεπε να κάνουμε «σκληρές» εισαγωγές (μόνο οι άκρως απαραίτητες) και «επιθετικά» εξιτήρια (πιο γρήγορα από ότι απαιτεί η ανάρρωση), προκειμένου να εξασφαλίσουμε κενές κλίνες για την επόμενη εφημερία, αφού τα νοσοκομειακά κρεβάτια είχαν μειωθεί και δεν επαρκούσαν.

Όταν άρχισε η σκληρή λιτότητα, περικόπηκε το 40% των εισοδημάτων των γιατρών του ΕΣΥ (από μισθούς/εφημεριακή απασχόληση/δώρα), ενώ ο φόρτος εργασίας αυξανόταν συνεχώς και επικίνδυνα. Οι νεόπτωχοι, θύματα των μνημονίων, αναζητούσαν το Δημόσιο, ενώ μέχρι πρότινος καλύπτονταν ιδιωτικά. Ζήσαμε τότε πρωτοφανείς καταστάσεις, όπως για παράδειγμα να διασώζεται 20χρονος νέος από διαβητικό κώμα στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, αλλά μετά το εξιτήριο να μην έχει καμία δυνατότητα να προμηθευτεί δωρεάν την ινσουλίνη του (ως ανασφάλιστος, άνεργος και φτωχός), με συνέπεια να επανεισάγεται στο νοσοκομείο μετά από 5 μέρες. Οι ανασφάλιστοι (κοντά δύο εκατομμύρια άνθρωποι) συνέρρεαν στις εφημερίες του ΕΣΥ, γιατί μόνο σε φάση επείγοντος μπορούσαν να δουν γιατρό δωρεάν. Προσέρχονταν όμως, για να λύσουν χρόνια προβλήματα και όταν τους προτείναμε εισαγωγή έφευγαν, διότι δε μπορούσαν να επωμιστούν το κόστος. Συνέβη να αναζητούμε το πρωί ασθενείς που είχαν εξέλθει λάθρα το προηγούμενο βράδυ, μόλις αισθάνονταν καλύτερα, για να αποφύγουν τους υπαλλήλους του γραφείου κίνησης που θα τους ζητούσαν, κατά το εξιτήριο, το χρέος της νοσηλείας. Και βέβαια, το τραγικότερο όλων, ήταν οι παραμελημένες καταστάσεις νοσηρότητας που βλέπαμε για πρώτη φορά εξαιτίας της μη πρόσβασης σε πρωτοβάθμια περίθαλψη. Όσους ακρωτηριασμούς διαβητικών ποδιών είδα στη σκληρή τετραετία 2011-15, δεν τους είδα σε όλη την 30χρονη καριέρα μου. Σίγουρα θα είχαμε πολύ περισσότερα θύματα αν δεν άνθιζε το κίνημα των Κοινωνικών Ιατρείων πανελλαδικά, μια σύμπραξη μαχόμενων υγειονομικών και ενεργών πολιτών. Μια πρωτοβουλία βάσης που γιάτρεψε, παρηγόρησε και διεκδίκησε την καθολική δωρεάν πρόσβαση στο ΕΣΥ χωρίς αποκλεισμούς. Όλη αυτή η φρίκη σταμάτησε το 2015 με την αλλαγή πολιτικής, το άνοιγμα των νοσοκομείων σε όσους το χρειάζονταν χωρίς κόστος και την πλήρη ιατροφαρμακευτική κάλυψη όλων των ανασφάλιστων (Ελλήνων και μεταναστών) μαζί με την διαγραφή των χρεών τους, που είχαν συσσωρευτεί από τις δαπάνες υγείας. Την τετραετία 2015-19 όντως έγινε μια εξισορρόπηση του συστήματος, με την έννοια ότι άρχισαν πάλι να εισρέουν τα υλικά στα νοσοκομεία και σταμάτησε η μαζική φυγή προσωπικού, αφού άλλαξε ο κανόνας 1:5 σε 1:1 (δηλαδή μία πρόσληψη για κάθε μια αποχώρηση). Ενδεικτικά, το υγειονομικό προσωπικό των νοσοκομείων του ΕΣΥ ελαττώθηκε κατά 20,1% μεταξύ 2009-15, αυξήθηκε κατά 9,1% μεταξύ 2015-19, παρουσιάζοντας τελικά μια αθροιστική μείωση 12,9% μεταξύ 2009-19.

Αυτός ήταν ο λόγος που το ΕΣΥ το 2020 υποδέχτηκε την πανδημική κρίση λαβωμένο μεν, αλλά σχετικά επαρκές. Ακριβώς σ’ αυτή τη  φάση, όταν οι ανάγκες σε προσωπικό ήταν μεγάλες, η Ν.Δ. επέλεξε – όπως «γλαφυρά» καταδεικνύει η έρευνα – να διοχετεύσει την αύξηση του προϋπολογισμού για την υγεία στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος, τον καιρό της πανδημίας, τότε που απειλείτο η δημόσια υγεία και η ανάγκη σε κλίνες ήταν τεράστια, είχε κλείσει τις πόρτες του ανεύθυνα, αναίσθητα και ερμητικά. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, την περίοδο 2019-24, «παρότι η δημόσια δαπάνη υγείας αυξήθηκε κατά 9,7%, η συνολική χρηματοδότηση των νοσοκομείων του ΕΣΥ μειώθηκε κατά 2,6%, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η πρόσθετη δημόσια δαπάνη υγείας κατευθύνθηκε κυρίως προς την αγορά υπηρεσιών από τον ιδιωτικό κερδοσκοπικό τομέα υγείας και όχι προς ενίσχυση του ΕΣΥ! Αντιστοίχως, παρότι την περίοδο 2019-24 το συνολικό υγειονομικό προσωπικό στα νοσοκομεία του ΕΣΥ αυξήθηκε κατά 9%, το μόνιμο προσωπικό στα νοσοκομεία του ΕΣΥ μειώθηκε κατά 0,5%, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι οι πρόσθετες προσλήψεις πραγματοποιήθηκαν με αποκλειστικό κριτήριο τη βραχυπρόθεσμη κάλυψη επειγουσών αναγκών με επικουρικό προσωπικό με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και όχι με κριτήριο τη μακροπρόθεσμη και βιώσιμη ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού στα νοσοκομεία του ΕΣΥ». Αυτό αποτελεί ξεκάθαρα μια ιδεοληψία του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος δεν αντιλαμβάνεται το κοινωνικό όφελος που θα προέκυπτε από τις απαραίτητες μαζικές προσλήψεις μόνιμου υγειονομικού προσωπικού, ενταγμένου οργανικά στη λειτουργία του ΕΣΥ. Η αποτελεσματικότητα των τμημάτων οφείλεται στην ομαδική δουλειά, στην οποία το κάθε γρανάζι έχει μια πολύ σημαντική θέση, που όταν λείπει, επηρεάζεται  η λειτουργία όλης της ομάδας. Υπάρχουν στιγμές, στο επείγον περιστατικό, που η συνεννόηση μεταξύ μας γίνεται κυριολεκτικά με μια ματιά, οπότε, αν σαμποτάρεις αυτό το δέσιμο με αποσπασματικές προσλήψεις ατόμων που έρχονται και φεύγουν, επηρεάζεις σαφέστατα το αποτέλεσμα, δηλαδή την ποιότητα της κλινικής δουλειάς. Έτσι εξηγείται και η μαζική φυγή γιατρών μετά την πανδημία. Όταν το κράτος επιβραβεύει τους ιδιώτες, που δεν διακινδύνευσαν τη ζωή τους, ούτε υπέφεραν από το burn out της υπερεργασίας και απαξιώνει τους δημόσιους λειτουργούς που έδωσαν ψυχή και σώμα στο ζοφερό καιρό των πρώτων κυμάτων του covid, τότε το μήνυμα καθίσταται σαφές: Ατομική λύση, προσωπικό κέρδος, «πολιτισμένα» ωράρια εργασίας. Η παραμονή στο ΕΣΥ σε πολλές περιπτώσεις κατέληξε να είναι ένα σωματικό και ψυχικό βασανιστήριο, που λίγοι πια μπορούν να αντέξουν. Και είναι να απορεί κανείς πως ένα κράτος υλοποιεί την ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ ακριβώς μετά από ένα μάθημα ζωής που γράφτηκε πάνω στα σώματα των ασθενών, ότι δηλαδή ένα εύρωστο δημόσιο σύστημα υγείας είναι απαραίτητο για τη διάσωση της κοινωνίας.

Εν κατακλείδι, η έρευνα αυτή είναι ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια μας, όσων τουλάχιστον έχουμε κατηγορηθεί ότι αποτελούμε τη «συμμορία της μιζέριας» και γκρινιάζουμε ενώ «το ΕΣΥ περνά την καλύτερη περίοδο του», σύμφωνα με τον τωρινό Υπουργό Υγείας. Η έρευνα δεν είναι μόνο αρωγός στις διεκδικήσεις μας, αλλά κάτι που μας δικαιώνει και μας προσφέρει  ψυχική ανακούφιση, αφού αποτυπώνει, με άλλο τρόπο, την ιστορία, τα βιώματα και τα παθήματά μας.  Εύχομαι να μη μείνει ένας ψίθυρος μέσα στη φασαρία, αλλά να αποτελέσει ένα όπλο στα χέρια όσων αγωνίζονται για ένα αξιόπιστο και ισχυρό ΕΣΥ, για ένα τόπο προστασίας και θαλπωρής όσων τον έχουν ανάγκη.

πηγή: eteron.org

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ξέρουμε άραγε να ζούμε τις ζωές μας;

Οι λαοί και οι πόλεμοι ανάμεσα στα κράτη. Tου Raúl Zibechi