Την Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου αθωώθηκαν στο Γ΄ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης τρεις φοιτητές, που κατηγορούνταν για επεισόδια τα οποία έλαβαν χώρα σε πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο στις 21 Ιανουαρίου 2021. Λίγες μέρες προηγουμένως, η κυβέρνηση είχε ανακοινώσει την κατάθεση νομοσχεδίου για την ίδρυση «Πανεπιστημιακής Αστυνομίας» (ΟΠΠΙ) και την καθιέρωση Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής για την είσοδο στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Η συγκέντρωση, την οποία οργάνωσαν φοιτητικοί σύλλογοι και πανεπιστημιακοί, ήταν ειρηνική, με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να φορούν μάσκες ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος διασποράς του Covid. Μόλις όμως οι φοιτητές πήγαν να βγουν στο δρόμο, διμοιρίες ΜΑΤ μπήκαν μπροστά τους και τους εμπόδισαν αναιτιολόγητα. Στην ένταση που επικράτησε τα ΜΑΤ έκαναν χρήση ασπίδων και χημικών, τραυματίζοντας τρεις φοιτητές, οι οποίοι κατόπιν συνελήφθησαν και τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για βία κατά υπαλλήλων, διατάραξη κοινής ειρήνης και απείθεια.
Το ιδιαίτερο στη συγκεκριμένη υπόθεση, όπως το ανέδειξε εξαρχής ο συνήγορος υπεράσπισης των κατηγορουμένων Χαράλαμπος Κουρουνδής, ήταν ότι η εντολή που δόθηκε στα ΜΑΤ από το Κέντρο Επιχειρήσεων να εμποδίσουν την κάθοδο των διαδηλωτών στο οδόστρωμα λόγω των υγειονομικών μέτρων ήταν παράνομη και αντισυνταγματική. Συγκεκριμένα, οι δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις, η άσκηση των οποίων κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Συντάγματος, εξαιρούνταν ρητά από τις ΚΥΑ που εκδίδονταν κάθε βδομάδα εκείνη την περίοδο και όριζαν τα περιοριστικά μέτρα λόγω του covid. Επίσης, η συγκεκριμένη συνάθροιση δεν είχε απαγορευθεί για οποιονδήποτε λόγο. Στη διαδικασία στο ακροατήριο, η αλήθεια αυτή αποδείχθηκε πανηγυρικά, καθώς οι ίδιοι οι αστυνομικοί απλώς ψέλλιζαν ότι «εκτελούσαν εντολές». Ο ένας από τους τρεις αστυνομικούς μάλιστα, ο οποίος είχε καταδικαστεί πειθαρχικά με την ποινή της επίπληξης για τη βία που άσκησε σε έναν από τους κατηγορούμενους, κατέθεσε ότι η βία των αστυνομικών ασκήθηκε για να μην αυτοτραυματιστεί (!) ο φοιτητής.
Η αθώωση των φοιτητών ήταν μάλλον αναμενόμενη μετά την ακροαματική διαδικασία και την ανεπιφύλακτα αθωωτική πρόταση της Εισαγγελέως. Ωστόσο, κάποια ερωτήματα παρέμειναν ανοιχτά: πώς προστατεύονται οι πολίτες από την de facto κατάργηση των δικαιωμάτων τους μέσω μιας αυθαίρετης εντολής ενός αστυνομικού Κέντρου Επιχειρήσεων; Είναι αρκετή η αθώωση των κατηγορουμένων όταν τα κρατικά όργανα που παραβίασαν το Σύνταγμα και προκάλεσαν επεισόδια δεν αντιμετωπίζουν καμία συνέπεια; Ιδίως αν θυμηθούμε πως αυτές οι πρακτικές άνθησαν μέσα σε μια συνθήκη εργαλειοποίησης της πανδημίας από την κυβέρνηση. Γενικότερα, αυτή η υπόθεση μας δείχνει πολλά για εκείνη την περίοδο, μια περίοδο απαιτητική για τις δημοκρατικές ελευθερίες και το κράτος δικαίου, κατά την οποία η ελληνική κυβέρνηση και Αστυνομία πέρασαν κάτω από τον πήχη.