Μια αναγκαία προϋπόθεση

 

Το εκλογικό αποτέλεσμα αποτελεί σε κάθε περίπτωση ήττα της αριστεράς και νίκη (έστω και οριακή) του συστήματος. Αυτή η παραδοχή είναι κατά την γνώμη μου απαραίτητη για οποιαδήποτε σοβαρή αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος. Πρέπει επιτέλους το κριτήριο με βάση το οποίο θα εννοιολογήσουμε την έκβαση ενός αγώνα με όρους νίκης/ήττας να βασιστεί σε μια ψύχραιμη αποτίμηση των πραγματικών διαστάσεων της δυναμικής της συγκυρίας, του πεδίου δυνατοτήτων που διανοίγεται και αναδιαμορφώνεται κάθε στιγμή μπροστά μας και της στρατηγικής που ακολουθήθηκε για να πετύχουμε τον στόχο μας. Και ο στόχος αυτός δεν ήταν και ούτε θα μπορούσε να ήταν τίποτα λιγότερο από την νίκη. Με δυο λόγια: τέλος στην ηττοπάθεια που μονίμως αναγνωρίζει μεγαλειώδεις νίκες εκεί που το μόνο που υπάρχει είναι αξιοπρεπείς ήττες.

Υπό αυτή την έννοια η μόνη γενική αποτίμηση του αποτελέσματος των εκλογών που αναλογεί στο αναντίρρητο γεγονός πως μπορούσαμε να νικήσουμε είναι το εξίσου αναντίρρητο γεγονός πως χάσαμε. Η παραδοχή της ήττας μας, η παραδοχή πως χάθηκε μια μοναδική ιστορική ευκαιρία για μια αναίμακτη κατάληψη της εξουσίας από την αριστερά, η οποία προφανώς δεν πρόκειται να παρουσιαστεί ξανά με τους ίδιους όρους, αποτελεί τον υπαρξιακό όρο της βαθιάς πεποιθησής μας πως μπορούσαμε (και μπορούμε ακόμα) να κερδίσουμε. Κάθε κουβέντα περί νίκης αυτή την στιγμή εμπεριέχει στον πυρήνα της την ουσία της ηττοπάθειας, την παραδοχή πως «ως εδώ είμασταν», αυτό το γαμημένο το «πάλι καλά». Και αυτό είναι το τέλος της ελπίδας που τόσο σωστά επιλέχθηκε ως κεντρικό σύνθημα και διακύβευμα αυτής της αναμέτρησης.

Γιατί στην τελική ποιός ήταν αυτός ο κρίσιμος παράγοντας που ξαφνικά μετέτρεψε ένα μικρό αριστερό κόμμα του 5%, χωρίς πραγματική και οργανωμένη δύναμη στον δρόμο, στον συνδικαλιστικό χώρο και στο φοιτητικό κίνημα, σε εμπροσθοφυλακή μιας τεράστιας δυναμικής ανατροπής με ευρωπαική αν όχι παγκόσμια εμβέλεια; Τίποτα άλλο από το γεγονός πως μια εμβριθής και σοβαρή πολιτική ανάλυση της ιστορικής συγκυρίας συνδυάστηκε με μια στρατηγική που (επιτέλους) ανέλαβε την ευθύνη να πεί πως «ναι θα το κάνουμε». Ανέλαβε δηλαδή την ευθύνη και το τεράστιο ρίσκο να μετατρέψει την ρευστή συγκυρία σε μια από αυτές τις γαλήνιες στιγμές κινδύνου, σε μια ιστορική στιγμή υφασμένη από την αβεβαιότητα της συμβαντικής έκλαμψης όπου πάμε για όλα ή τίποτα. Και δεν υπάρχει σαφέστερος μάρτυρας για την επιτυχία αυτής της μετατόπισης της εννοιολόγησης του πραγματικού από τον ιερό τρόμο και την εμφυλιακή συστράτευση όλων των συνιστωσών ενός λαβωμένου και γι’ αυτό ακόμα πιο επικίνδυνου, συστήματος εξουσίας που προφανώς δεν έχει πει ακόμα την τελευταία του λέξη. Γιατί δεν πρέπει να υπάρχει καμμία αμφιβολία πως σε περίπτωση που το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν το αντίστροφο, το διακύβευμα δεν θα ήταν τίποτα λιγότερο από μια ταλάντευση ανάμεσα σε μια (επιτέλους πραγματικά) μεγαλειώδη επικράτηση που δεν θα είχε τίποτα να ζηλέψει από τις ενδοξότερες στιγμές του επαναστατικού κινήματος και σε μια ζοφερή ήττα που θα αποδιάρθρωνε πλήρως και για μεγάλο χρονικό διάστημα το σύνολο αυτού που ονομάζουμε αριστερά στην ελλάδα. Όμως ποιός είπε πως η δυνατότητα της δικαίωσης τόσων αγώνων, τόσων νεκρών, τόσων χαμένων ευκαιριών είναι μια απλή υπόθεση;

Δυστυχώς ο φόβος δεν είναι προνόμιο των ηλικιωμένων νοικοκυραίων που ψήφισαν Σαμαρά, ούτε ο αριστερός συντηρητισμός, του οποίου το μεγαλύτερο όραμα είναι η διάσωση των ελάχιστων κεκτημένων, ενοικεί αποκλειστικά στο εξημερωμένο και πεισιθανάτιο  μουρμουρητό του «υπεύθυνου συντρόφου» Κουβέλη. Ο φόβος και ο συντηρητισμός είναι που καθοδήγησαν την σκέψη μας τις στιγμές που έντρομοι καθηλωθήκαμε (και νομίζω πως το κάναμε όλοι) μπροστα στην υπαρκτή πιθανότητα να τα χάσουμε όλα, ευχόμενοι ενδόμυχα το αποτέλεσμα να είναι αυτό που τελικά ήταν. Η ακινησία ως προϋπόθεση της κατοχύρωσης και της ενδυνάμωσης μιας πάντα/ήδη δοσμένης θέσης είναι τόσο ελκυστική ακριβώς επειδή το άλμα προς τα εμπρός είναι ένα άλμα στο κενό. Και όποιος το επιχειρήσει γνωρίζει πολύ καλά πως την στιγμή που τα πόδια του θα αποχωριστούν την στέρεη βεβαιότητα της κόψης του γκρεμού τίποτα (συμπεριλαμβανομένου του ιδίου) δεν θα είναι πια το ίδιο.

Και εννοείται πως η ασφάλεια της περιχαρακωμένης και στενά περιφρουρημένης ταυτότητας δεν εγκαταλείπεται ποτέ εύκολα, αναίμακτα και χωρίς κόστος. Έτσι θα ήταν γελοίο να υποστηριχθεί πως ο φόβος μπροστά στο άγνωστο δεν αρμόζει σε οποιονδήποτε αναλαμβάνει μια τόσο μεγάλη ευθύνη εντος μιας τόσο ρευστής κατάστασης. Γιατί προφανώς κανένας δεν μπορούσε να κρίνει με βεβαιότητα αν το κοινωνικό ρεύμα που πύκνωσε τις γραμμές του συριζα, δινοντάς του αυτή την τεράστια ευκαιρία, ήταν ένα ρεύμα τόσο συνειδητά αριστερό, ώστε να πλαισιώσει δυναμικά και δημιουργικά τόσο τις τεράστιες συγκρούσεις που διαγράφονταν στον ορίζοντα όσο και τις απαιτήσεις μιας συνολικής αποδόμησης και επανασύστασης του κοινωνικού.

Το ερώτημα αυτό ωστόσο, ακριβώς επειδή αποτελεί τον όρο δυνατότητας της ανατροπής, είναι καταδικασμένο να μείνει αναπάντητο για όσο δεν βρίσκουμε το θάρρος να το θέσουμε στην ίδια την ζωή, αναλαμβάνοντας το ρίσκο η απάντηση να είναι αρνητική. Έτσι ακριβώς όπως το υπερβολικό θάρρος αλλά και η δειλία δεν αποτελούν παρά κακή εκτίμηση των πραγματικών κινδύνων, έτσι και η υπεύθυνη και ριζοσπαστική κίνηση προς τα εμπρός δεν μπορεί παρά να αναδύεται στο σημείο τομής του ζεύγους θάρρος/δειλία. Αρκεί αυτά να αναγνωρίζονται ψύχραιμα και ρητά ως αυτά που κάθε φορά είναι, ώστε να αποτελούν κίνητρο και εχέγγυο μιας απόφασης και όχι υπεκφυγή ώστε αυτή να μην χρειαστεί να παρθεί ποτέ. Το πολιτικό συμπέρασμα; Όχι στην ανακούφιση από το αποτέλεσμα των εκλογών. Η ανακούφιση αυτή δεν σημαίνει τίποτα άλλο από την υπαναχώρηση στην πρωτυτερή μας θέση. Μια θέση που δεν θα αργήσει να επιστρέψει στην δυναμική που της αρμόζει: Μια πολιτισμικά κυρίαρχη, αλλά πολιτικά αμελητέα, περιφρούρηση μετόπισθεν.

Ιάσονας Ξύγκης

Υ.Γ. Το κείμενο αυτό φιλοδοξεί να αποτελέσει μια μικρή συμβολή στον απαραίτητο διάλογο εντός της ευρύτερης αριστεράς σε σχέση με την αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος της 17ης Ιουνίου, ως προϋπόθεσης για την ψηλάφιση της δυνατότητας μιας ενιαίας και αποτελεσματικής στρατηγικής του κινήματος, ενόψει των άμεσων προκλήσεων που καλείται να αντιμετωπίσει. Ο συγγραφέας του αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μέρος αυτού του ευρύτερου χειραφετητικού κινήματος, το οποίο απαιτεί την συμβολή όλων μας  προκειμένου να διαυγάσει το πολιτικό σκεπτικό που θα εκβάλλει στην χάραξη μιας νικηφόρας στρατηγικής.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τι λέμε στους μαθητές για το φασισμό; του Βασίλη Συμεωνίδη

Απεργοί Χαλυβουργοί: “Εχουμε το δίκιο με το μέρος μας”