in

Μεταφασισμοί και Νεοφασισμοί . Του Χρήστου Λάσκου

Πέτρος Παπακωνσταντίνου, Το γκρίζο κύμα, Τόπος 2024, σελ. 292

Το να χάσεις τους εργάτες δεν είναι σοβαρό πρόβλημα

Φρανσουά Ολάντ

Η άποψη, που διατυπώνει ο Ολάντ, είναι ενδεικτική του τρόπου, που αντιλαμβάνονται τα ζητήματα της κοινωνικής εκπροσώπησης οι κεντρώοι. Ο διαβόητος Στρος-Καν θα συμφωνήσει ρητά πως οι Σοσιαλιστές θα πρέπει να πάψουν να ασχολούνται με τα πιο ευάλωτα λαϊκά στρώματα ώστε “να στραφούν κατά απόλυτη προτεραιότητα στα μεσαία στρώματα της χώρας”.

Αυτή η πεποίθηση υπήρξε, επί πολλά χρόνια, ο άξονας γύρω από τον οποίο διαμορφώθηκε η πολιτική του Κέντρου διεθνώς. Στη διάρκεια των  αμερικανικών εκλογών του 2016, όταν πρωτοεκλέχθηκε ο Τραμπ, ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία Τσακ Σούμερ ισχυρίζονταν ότι “[γ]ια κάθε Δημοκρατικό εργάτη που χάνουμε στη δυτική  Πενσυλβάνια, κερδίζουμε δύο μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνους στα (εύπορα) προάστια της Φιλαδέλφειας”.

Η Χίλαρι Κλίντον, τότε υποψήφια των Δημοκρατικών, «έμμισθο μέλος των διοικητικών συμβουλίων δύο πολυεθνικών, της Walmart και της Lafarge […] ήταν η επιτομή της παγκοσμιοποίησης. Εκπρόσωπος της αυτάρεσκης ελίτ, που θεωρούν ότι ζουν στον πιο όμορφο από τους δυνατούς κόσμους και ότι όσοι δεν το καταλαβαίνουν είναι οι καθυστερημένοι, οι “loοsers”, έβγαλε όλη την αλαζονεία της στο τηλεοπτικό ντιμπέιτ με τον Τραμπ, όταν χαρακτήρισε την λαϊκή βάση του τελευταίου “ένα άθυρμα αξιοθρήνητων” (a basket of deplorables)» (σελ. 190).

Την περίοδο εκείνη, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ξεκάθαρα ότι ο Μπέρνι Σάντερς, με την επίμονη αναφορά του στην εργατική τάξη και την προβολή, ως κύριων, των δικών της συμφερόντων, ήταν πολύ πιθανό ότι θα κέρδιζε τον Τραμπ. Η ηγεσία των δημοκρατικών έκανε τα πάντα προκειμένου να μην επικρατήσει στις προκριματικές ο Σάντερς. Ταξικά, άλλωστε, βρισκόταν πολύ κοντύτερα στον Τραμπ παρά στον αριστερό σοσιαλδημοκράτη.

Το Κέντρο, σήμερα, είναι καταστατικά η πιο pro-capitalist πολιτική οικογένεια. Όπως έλεγε ο Έντσο Τραβέρσο στα «Νέα πρόσωπα του Φασισμού» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), «[ο] Μακρόν […] ενσαρκώνει, απλώς, τον homo economicus που μπήκε στον χώρο της πολιτικής. Δεν θέλει να αντιπαραθέσει τον λαό στην ελίτ, προτείνει στο λαό την ελίτ ως πρότυπο». Πρόκειται για αγριανθρωπικό αντουανετισμό. Γιατί δεν γίνεστε σαν εμάς; Είστε άξιοι της μοίρας σας.

Το Κέντρο, άλλωστε, υπήρξε ο κατεξοχήν προωθητής της παγκόσμιας επικράτησης της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, όπως και του νεοϊμπεριαλισμού, όπως διαμορφώθηκε μετά από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Έχει επικρατήσει, εδώ και καιρό, να μιλάμε για ακραίο Κέντρο. Η γνώμη μου είναι πως το επίθετο, πλέον, συνιστά πλεονασμό. Δεν υπάρχει Κέντρο, που να μην είναι ακραίο, όπως και, σήμερα πλέον, δεν υπάρχει φιλελευθερισμός, που να μην είναι νεοφιλελευθερισμός.

Το Κέντρο και η μέινστριμ Δεξιά είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα προκειμένου να υπερασπιστούν τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης -στο εσωτερικό της κάθε χώρας και διεθνώς. Τα πάντα, όμως. Είναι χαρακτηριστικό το πόσο εύκολα ο Μακρόν εισηγείται και  ψηφίζει, από κοινού με τη Λεπέν, αντι-μεταναστευτικά μέτρα ή οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες τα βρίσκουν μια χαρά με την ατζέντα του AfD -για να μη μιλήσουμε για την υπερταχεία προσαρμογή στην πολιτική κατεύθυνση, που επιβάλλει στον «ελεύθερο κόσμο» ο Τραμπ.

Η Ακροδεξιά βρίσκεται στην καλύτερή της στιγμή. Μετά από την νίκη του Τραμπ, ο παγκόσμιος Εθνοφιλελευθερισμός έχει κάνει πολλά βήματα στην κατεύθυνση ενός κόσμου, που βγαίνει από τους χειρότερους εφιάλτες της ανθρωπότητας. Ο κανιβαλικός νεοφιλελευθερισμός συμπλέκεται αδιαίρετα με τους κληρονόμους του ναζισμού οδηγώντας τα πράγματα σε ένα παρανοϊκό παροξυσμό. Η «ελευθερία» ως, πρώτα και πάνω από όλα, ελευθερία των ιδιοκτητών θα καθορίζει τα πάντα. Ο Μιλέι, λάτρης του Πινοσέτ, μαζί με τον Χάγεκ, ως προς αυτό, ουρλιάζει:

«Καθένας πρέπει να είναι ελεύθερος να πουλάει όργανα τους σώματός του και να αγοράζει ναρκωτικά […]

Η κοινωνική δικαιοσύνη είναι μια μπούρδα των πολιτικών που ληστεύουν τους πετυχημένους για να ευνοήσουν τους αποτυχημένους, μια αναδιανομή με τα λεφτά των άλλων. Καθένας μπορεί να είναι πόρνη με τα λεφτά των άλλων […]

Ο Πάπας Φραγκίσκος είναι ένας ηλίθιος […] ένας μπάσταρδος που κηρύσσει τον κομμουνισμό […] ο εκπρόσωπος του Σατανά τη Γη […]» (σελ. 226).

Αυτό το μοτίβο εκφράστηκε από τη μεταπολεμική Ακροδεξιά, σε διάφορες παραλλαγές. Υπήρξε, όμως, σταθερά του ακροδεξιού λόγου. Μετά από τις πρώτες εμφανίσεις νεοναζιστών και νεοφασιστών γόνων των μεσοπολεμικών καθαρμάτων, η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά απέκτησε, όλο και περισσότερο -και για μεγάλη περίοδο -τον χαρακτήρα της παράταξης των νοικοκυραίων. Ο Παπακωνσταντίνου αφιερώνει ολόκληρο το 2ο κεφάλαιο του βιβλίου του στις «Ακροδεξιές των νοικοκυραίων».

Η ιδεοτυπική περίπτωση αυτής της φάσης είναι η Γαλλική Ένωση Υπεράσπισης Εμπόρων και Επαγγελματιών, με ηγέτη τον Πουζάντ, η οποία, διεκδικώντας δραστική μείωση των φόρων και ελαχιστοποίηση του κρατικού παρεμβατισμού, έφτασε το 1956 στο 12% των ψήφων, ενώ, λίγο αργότερα θα προσέγγιζε το 20% -ανάμεσα στους 95 βουλευτές της, σε σύνολο 595, θα ήταν και ο Λεπέν. Χαρακτηριστική αυτής της φάσης της Ακροδεξιάς είναι η φράση του Δανού Μόουενς Γκλίστρουπ, του οποίου το Κόμμα της Προόδου, θα έπαιρνε 16%, ενώ το Σοσιαλδημοκρατικό έπεφτε στο 26% από 37%: «Οι άνθρωποι που φοροδιαφεύγουν είναι οι πραγματικοί ήρωες της εποχής μας».

Το κοινωνικό μίσος, που έθρεψε επί πολύ καιρό αυτό το πολιτικό ρεύμα εκρήγνυται σήμερα. Οι loosers πρέπει να παίρνουν αυτό που δικαιούνται: τίποτε.

Καταστατικά, ο οικονομικός φιλελευθερισμός, εν τέλει ο μοναδικός ιστορικά συνεκτικός φιλελευθερισμός και ο φασιστικός ρατσισμός μοιράζονται, ως ιδρυτική τους έννοια, τον κοινωνικό δαρβινισμό. Από τον Χέρμπερτ Σπένσερ στον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, η εξέλιξη των ιδεών είναι αμελητέα.

Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου αναλύει, με εξαιρετική διαύγεια, τον παγκόσμιο χάρτη της Ακροδεξιάς. Και με εντυπωσιακή εμβρίθεια και τεκμηρίωση. Παρουσιάζει τις μεταπολεμικές εξελίξεις  και απλώνει την έρευνά του σε ολόκληρο -κυριολεκτικά- τον κόσμο. Από τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, τη Σκανδιναβία, τη Βαλτική και την Ουκρανία, τη Ρωσία, τη Χιλή, τη Βραζιλία, την Αργεντινή, το Ελ Σαλβαδόρ και την Ινδία, την Αγγλία, την Ελλάδα, βέβαια, μεταξύ πολλών άλλων.

Το βιβλίο μας προσφέρει πρόσβαση σε γνώση, η οποία δεν βρίσκεται εύκολα. Σίγουρα, στα ελληνικά, αλλά όχι μόνο, αποτελεί μοναδική πηγή.

Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματά του είναι πως αναλύει την μετεξελισσόμενη κοινωνική βάση του φαινομένου. Εξηγώντας γιατί, παρ’ όλα τα προφανώς αντιλαϊκά χαρακτηριστικά της Ακροδεξιάς και τη γενεαλογία της, τείνει αυτή να γίνει -σε ένα περιβάλλον, βέβαια, όπου κυριαρχεί η αποχή από τις εκλογές ευρέων τμημάτων της εργατικής τάξης- η πρώτη εκλογική επιλογή των κατώτερων στρωμάτων. Δείχνοντας πόσο η ανεπάρκεια, η προσχώρησή, συχνά, στον αντίπαλη κοσμοθεώρηση, της Αριστεράς είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες των τρομακτικών εξελίξεων που επισυμβαίνουν και προδιαγράφονται.

Σημειώνει σχετικά ο Τραβέρσο: «Ο Μάρκο Ρεβέλι έχει δίκιο όταν ορίζει το [Μεταφασισμό] σαν «γεροντική ασθένεια» της φιλελεύθερης δημοκρατίας», μια εξέγερση των «συμπερειλημμένων» (“rivolta degli inglusi”), των μη-αποκλεισμένων, αν προτιμάτε, που όμως σπρώχτηκαν ξαφνικά στο περιθώριο […] Ο Μεταφασισμός δεν κινητοποιεί τις μάζες, αλλά προσελκύει ένα κοινό εξατομικευμένων ανθρώπων, πτωχευμένων και απομονωμένων καταναλωτών».

Ο Παπακωνσταντίνου συμφωνεί. Όπως συμφωνεί και στη χρήση του όρου Μεταφασισμός.

Ένα βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο της σημερινής Ακροδεξιάς είναι η έλλειψη μαζικών κομμάτων, ένα από τα κυριότερα στοιχεία της μεσοπολεμικής γιαγιάς της. Έτσι, κατά τη γνώμη του, όπως και του Τραβέρσο, η χρήση του όρου Φασισμός είναι παραπλανητική, σε κάποιο βαθμό.

Όπως γράφει, «η βασική απειλή για το μέλλον της Δημοκρατίας προέρχεται από το ίδιο το σύστημα και τις βασικές δυνάμεις του Ακραίου Κέντρου [του Κέντρου, δηλαδή, Χ.Λ.] που το διαχειρίζονται» (σελ. 279). Η Ακροδεξιά, σε όλη της την ποικιλία, δεν είναι η λύση που προκρίνει το σύστημα. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο εάν οι κυρίαρχες τάξεις βρεθούν αντιμέτωπες με σοβαρές απειλές ή αν η παγκοσμιοποίηση διαρραγεί για αν δώσει την θέση της σε αδυσώπητες συγκρούσεις μεταξύ αντίπαλων εθνικισμών.

Νομίζω ότι εδώ είμαστε. Στη νέα εποχή Τραμπ, ο παρανοϊκός ρατσισμός, η επιδίωξη του Lebensraum, του ζωτικού χώρου, που δικαιωματικά ανήκει στους Λευκούς αμερικανούς, οι πολεμικές απειλές, οι μαφιόζικες ιαχές δύσκολα κρύβουν τη γενεαλογία τους, την προέλευση τους και τους σκοπούς τους.

Πρόκειται για Φασισμό, τον Φασισμό της εποχής μας, που δεν χρειάζεται μαζικές οργανώσεις, μια και έχει πολύ ισχυρότερα μέσα, για να επιβληθεί.

Πρόσφατα υποστήριξα, από την Εφημερίδα των Συντακτών, ότι θα πρέπει να μιλάμε για Πλουτοφασισμό.  Εφάμιλλο του χιτλερικού -ο Μουσολίνι είναι πραγματικά γατάκι.

Ίσως, μάλιστα, οι τωρινοί φασίστες να είναι και πιο επικίνδυνοι. Αν ο Χίτλερ ήταν ο μεγάλος Ανθρωπάκος, οι Μασκ θεωρούν πως είναι οι Άρχοντες του Σύμπαντος. Και είμαι βέβαιος πως είναι ικανοί να τινάξουν τον πλανήτη στον αέρα για γούστο και μόνο.

Εδώ ο Τραβέρσο αστόχησε πανηγυρικά. Κατά τη γνώμη του, «οι μεταφασισμοί δεν θέλουν να ξαναστήσουν αποικιακές αυτοκρατορίες ούτε να υποκινήσουν πολέμους». Από ό,τι φαίνεται, θέλουν και παραθέλουν.

Δεν ξέρω αν είναι πλέον δυνατή η αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς. Η κατάσταση της Αριστεράς δεν εμπνέει την παραμικρή αισιοδοξία. Θεωρώ, όμως, βέβαιο ότι πρώτο μέλημα θα πρέπει να είναι η διαμόρφωση μιας ατζέντας, που θα μας ευνοεί.

Η AfD εκφράζει άνετα το “homomationalism” και το “femonationalism” -έναν εθνικισμό φιλικό προς τους ομοφυλόφιλους και τις γυναίκες. «Οικειοποιείται τις θεματικές της γυναικείας χειραφέτησης και σεξουαλικότητας με προεκλογικές αφίσες όπου φιγουράρουν γυναίκες με μπικίνι κατ’ αντιδιαστολή με τις μουσουλμάνες που φορούν μπούργκα» (σελ. 241). Η Βάιντελ είναι γυναίκα, λεσβία, ζευγάρι με «έγχρωμη». Γενικότερα, είναι εντυπωσιακό πόσο μεγάλη είναι η αναλογία των γυναικών στην ηγεσία της Ακροδεξιάς, σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες πολιτικές οικογένειες. Και πόσο «αντισυμβατικές» εμφανίζονται, εκτός από τη Βάιντελ, και η Λεπέν και η Μελόνι -αλλά και αρκετοί άντρες σύντροφοί τους. Την ίδια στιγμή, βέβαια, στο θεσμικό επίπεδο, είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν, με το μαχαίρι στα δόντια, τον πιο ακραίο συντηρητισμό -το ζήτημα των αμβλώσεων είναι από τα πιο χαρακτηριστικά.

Πάντως, η επιλογή του εδάφους των ταυτοτήτων, ως βασικού πεδίου για την αναμέτρηση με την Ακροδεξιά, της δίνει μεγάλο πλεονέκτημα. Είναι σαν το ψάρι στο νερό, δεδομένου ότι αποτελεί τον πιο προικισμένο χαμαιλέοντα στην παγκόσμια πολιτική ιστορία.

Σημαίνει αυτό κάποια υπαναχώρηση στο ζήτημα των ατομικών δικαιωμάτων, όπως κάνει, π.χ., η Βάγκενκνεχτ. Ακριβώς, το αντίθετο -όποτε τίθεται ζήτημα, η στάση της Αριστεράς πρέπει να είναι απολύτως αδιάλλακτη. Γιατί η επαναστατική της, ιδίως, πτέρυγα, είναι, ιστορικά, η μόνη πολιτική δύναμη, η οποία έχει υπερασπιστεί, χωρίς δεύτερη σκέψη,  τα δικαιώματα αυτά. Ήταν η Ρωσική Επανάσταση, που κατοχύρωσε τα περισσότερα από αυτά σε επίπεδα που σήμερα θεωρούνται απολύτως ουτοπικά.

Έχει, όμως, δίκιο ο Παπακωνσταντίνου όταν συμπεραίνει ότι «ο αντιφασιστικός λόγος θα γυρίζει σαν τροχός στον αέρα χωρίς αποτέλεσμα, αν δεν πασχίζει να ανατρέψει την ίδια την υλική πραγματικότητα που γεννά το μεταφασισμό. Αν δεν αναδεικνύει το βαθύ ρήγμα που χωρίζει τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, τους ανθρώπους του σωματικού και πνευματικού μόχθου ανεξάρτητα από εθνότητα, φυλή και χρώμα, από τους ολιγάρχες και τους πολιτικούς εκπροσώπους τους» (σελ. 281).

Όποιος δεν μιλάει για καπιταλισμό, ας το βουλώνει για τον Φασισμό.

Όποιος δεν στρατεύεται στον αντικαπιταλισμό, ας μη βαυκαλίζεται πως θα οργανώσει ένα νικηφόρο αντιφασισμό.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Η εξόρυξη αντιμονίου στη Χίο θα βλάψει ανεπανόρθωτα την υγεία τόσο του περιβάλλοντος όσο και του πληθυσμού