in

Men in Dark Times. Του Χρήστου Λάσκου

Χάννα Άρεντ , Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς, Νησίδες, σελ. 172 (μετάφραση: Βασίλης Τομανάς)

[Ο] Θεός μπορεί να σου δώσει κατά την Ημέρα της Κρίσεως μόνο δάκρυα ντροπής, απαγγέλοντας από στήθους τα ποιήματα που θα έγραφες, αν η ζωή σου ήταν καλή’

Ου. Χ. Ώντεν

Η Χάννα Άρεντ είναι διάσημη ως πολιτική φιλόσοφος -στους περισσότερους ως θεωρητικός του ολοκληρωτισμού. Σε φανατικούς των βιογραφιών, επίσης, γνωστή και πολυσυζητημένη είναι η σχέση της, όχι μόνο πνευματική, με τον δάσκαλό της, τον πολύ Μάρτιν Χάιντεγκερ. Στην εν γένει δημοσιολογία, δε, εμφανίζεται ως η εισηγήτρια της κατηγορίας της «κοινοτοπίας του κακού», όπου, με αφορμή την υπόθεση Άιχμαν, υποστήριξε την πραγματικά  τρομακτική ιδέα πως οι χειρότεροι εκτελεστές στην Ιστορία ίσως δεν ήταν παρά «μέσοι άνθρωποι, που κάναν το καθήκον τους», πράγμα που σημαίνει πως ακόμη και η ολοκληρωτική εξάλειψη των προφανών τεράτων δεν μας διασφαλίζει από τις χειρότερες τερατωδίες.

Η Άρεντ, ωστόσο, υπήρξε και ενδιαφέρουσα ποιήτρια, αλλά και δοκιμιογράφος μοναδική.   Ωραίο δείγμα της τελευταίας της ιδιότητας είναι οι «Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς», όπου σχολιάζει, με λεπτότητα και βάθος, πώς έζησαν τη ζωή τους, πώς κινήθηκαν μέσα στον κόσμο κάποιοι άνθρωποι των Dark Times, γεννημένοι ανάμεσα στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Στην ελληνική έκδοση, θαυμάσια από κάθε άποψη, όπως όλες των «Νησίδων», επιλέχθηκε να παρουσιαστούν κάποια από τα κεφάλαια της αμερικανικής έκδοσης του 1968, αυτά που αφορούν τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και τον Μπέρτολτ Μπρεχτ.

Επιλέχτηκαν, δηλαδή, τρία πρόσωπα των ζοφερών, των σκοτεινών καιρών, τους οποίους βάζει στο στόχαστρο η Άρεντ, που υπήρξαν επαναστάτες, κατά τον τρόπο του ο καθείς και η καθεμιά, και αποτυχημένοι, χωρίς αμφιβολία, λούζερς ολκής κατά περισσότερους από έναν τρόπους.

Όταν αναφέρεται η Άρεντ σε «ζοφερούς καιρούς» δεν εννοεί ειδικά τις απίστευτες τερατωδίες του 20ου αιώνα, οι οποίες αποτελούν πραγματικά φρικτή καινοτομία στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Δεν εννοεί κάτι μοναδικό και καινούργιο, ούτε κάτι σπάνιο στην ιστορία.

«Τίποτε απ’ αυτά δεν είναι καινούργιο», θα πει. Και μαζί με τον Σαρτρ θα υποστηρίξει πως ένα κριτήριο των επαναλαμβανόμενων ζοφερών καιρών είναι πως είναι, μεταξύ άλλων, τότε που «όλοι όσοι χαίρουν δημόσιου σεβασμού είναι salauds [καθάρματα]».

Έχουμε έτσι έναν επιπλέον δείκτη, για να αναγνωρίσουμε τη ζοφερότητα,  το βαθύ σκοτάδι των δικών μας καιρών -τα πολλά δημόσια καθάρματα.

Είναι, όμως, καλός τρόπος το να επιχειρούμε να καταλάβουμε την εποχή μέσα από τους ανθρώπους που την κατοικούν, έστω κι επιλέγοντας κάποιους ανάμεσά τους; Για την Άρεντ δεν υπάρχει αμφιβολία:

«Το ότι ως και στους πιο ζοφερούς καιρούς έχουμε το δικαίωμα να περιμένουμε μια κάποιαν έκλαμψη, και το ότι μια τέτοια έκλαμψη ενδέχεται κάλλιστα να έρθει λιγότερο από θεωρίες και περισσότερο από το αβέβαιο, τρεμουλιάρικο και συχνά ασθενικό φως, που ορισμένοι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, θ’ ανάψουν με τη ζωή και το έργο τους ό,τι κι αν γίνει και θα το σκορπίζουν όσο ζουν -η πεποίθηση αυτή αποτελεί το αδιατύπωτο υπόβαθρο, που πάνω τους ζωγράφισα τούτες τις προσωπογραφίες. Μάτια τόσο μαθημένα στο σκοτάδι όπως τα δικά μας, θα δυσκολευτούν να πουν αν το φως τους ήταν το φως ενός κεριού ή του φεγγοβόλου ήλιου» (σελ. 11).

Παρ’ όλα αυτά σε αυτό, σε αυτούς κι αυτές, σε τέτοιες και τέτοιους, ίσως, υπήρξε -κι έτσι, ίσως, υπάρχει ακόμη ελπίδα.

Η Άρεντ δεν είναι κομμουνίστρια. Μερικές φορές, υπήρξε, κατά κάποιο τρόπο, και αντικομμουνίστρια. Πράγμα που κάνει αυτήν την επιλογή των ανθρώπων, που στέλνουν φως να διαπεράσει τους ζοφερούς καιρούς, της Ρόζας, του Βάλτερ και του Μπέρτολτ ακόμη πιο ενδιαφέρουσα.

Ζούμε ξανά σε ζοφερούς καιρούς. Η Άρεντ μας βοηθάει να προσανατολιστούμε, έστω μερικώς. Επιλέγοντας να μας πει για τους ανθρώπους αυτούς μας δίνει έναν πολύτιμο οδηγό ύπαρξης. Δεν είναι η «πολιτική ανάλυσή» της το ενδιαφέρον στοιχείο. Και δεν προσφέρει σημαντικά πράγματα και, την ίδια, δεν είναι αυτή που την απασχολεί. Η «πολιτική ανάλυση» εμφανίζεται μόνο γιατί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είναι αυτοί που είναι.

Άλλα στοιχεία είναι πολύ σημαντικότερα. Όπως, π.χ., η κραυγαλέα έλλειψη φιλοδοξίας και «επιθυμίας για καριέρα» στην περίπτωση της Λούξεμπουργκ, που διαμορφώνει την άγρια περιφρόνησή της για τους καριερίστες και τους κοινωνικούς αναρριχησίες του γερμανικού κόμματος –«που αναγάλλιασαν όταν έγιναν δεκτοί στο Ράιχσταγ».

«[Κανείς] πραγματικά «φιλόδοξος» άνθρωπος [δεν] θα μπορούσε να έχει τη δική της μεγαλοψυχία[.] Μια φορά σε ένα διεθνές συνέδριο ο Ζωρές έκλεισε μια εύγλωττη ομιλία του «χλευάζοντας τα αποπροσανατολισμένα πάθη της Ρόζας Λούξεμπουργκ», μα ξαφνικά δεν βρέθηκε κανείς να μεταφράσει τα λόγια του. Η Ρόζα πετάχτηκε όρθια και μετέφρασε τα δηκτικά του λόγια από τα γαλλικά σε εξίσου εκφραστικά γερμανικά» (σελ. 26). Άλλωστε, στην «ομάδα ίσων», όπου ανήκε ήδη από την πατρίδα της (περίεργη λέξη για τη Ρόζα, βέβαια), την Πολωνία, πράγματα όπως φιλοδοξία, καριέρα, κοινωνικό κύρος, ως και απλή κοινωνική επιτυχία, ήταν γι’ αυτούς αυστηρότατα ταμπού.

Οι άνθρωποι αυτοί αγαπούσαν πολύ τη ζωή. Την αγαπούσαν, όμως, με το μόνο ισορροπημένο τρόπο: σαν μικροί καθημερινοί άνθρωποι, καθόλου ξεχωριστοί από τους άλλους. Κι αν οι ζοφεροί καιροί και η στάση που πήραν μέσα τους τούς έκανε να ζουν σαν «νεκροί με αναστολή», όπως το έθεσε ο για όλη της της ζωή σχεδόν σύντροφος της Ρόζας, ο Λέο Γιόγκισες, την αγαπούσαν πολύ τη ζωή. Πράγμα που, σε ένα βαθμό, εξηγεί και την μόνιμη «αποτυχία» τους. Ίσως την επεδίωκαν! Πώς αλλιώς να καταλάβουμε το γεγονός πως η Ρόζα «φοβόταν πολύ περισσότερο μια διαστρεβλωμένη επανάσταση από μιαν αποτυχημένη επανάσταση» (σελ. 38). Καλύτερα να μην κυβερνήσουμε ποτέ παρά να κυβερνήσουμε έτσι.

Πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα «αν ήταν νικητές στη ζωή εκείνοι που νίκησαν τον θάνατο», σημειώνει κάπου ο Κικέρων. Δεν ξέρω αν ο Βάλτερ Μπένγιαμιν νίκησε ή θα νικήσει, τελικά, τον θάνατο. Αν, όμως, ήταν «νικητής στη ζωή» θα ήταν άλλος ο κόσμος. Θα ήταν ένας κόσμος γεμάτος από πλάνητες (flaneurs), που σεργιανούν άσκοπα, ακατάτακτους, «εχθρούς της χρησιμότητας»,  οπαδούς της «ακατέργαστης σκέψης», σαν αυτή που περιέχεται στις παροιμίες. Ένας κόσμος γεμάτος από λάτρες των μικρών, μικροσκοπικών πραγμάτων, πολύ κοντά  στο Urphänomen του Γκαίτε, εκεί που εμφάνιση και ουσία, λέξη και πράγμα συμπίπτουν.

Ο Μπένγιαμιν ήταν από τους πιο παράξενους μαρξιστές. Δεν αγαπούσε την πρόοδο, την αντιμετώπιζε, ως γνωστόν, ως τον άνεμο που φυσάει από τον παράδεισο -προς την κόλαση; Δεν ξέρει «προς τα πού», αλλά ισχυρίζεται πως ο «άγγελος της ιστορίας» κινείται προς το μέλλον, αλλά έχει στραμμένο το πρόσωπό του προς το παρελθόν.

Σημείωνε στην 9η από τις «Θέσεις για την φιλοσοφία της ιστορίας»:

«Εκεί που σ’ εμάς παρουσιάζεται μια αλυσίδα συμβάντων, εκείνος βλέπει μόνο μια καταστροφή, που εξακολουθεί να στοιβάζει ερείπια επί ερειπίων και να τα εκσφενδονίζει μπροστά στα πόδια του. Ο άγγελος θα ήθελε να σταθεί, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να συναρμολογήσει όσα έγιναν συντρίμμια […] Αλλά μια θύελλα μαίνεται απ’ τον παράδεισο και ακαταμάχητα, τον προωθεί προς το μέλλον στο οποίο έχει γυρισμένη την πλάτη του, ενώ ο σωρός των ερειπίων μπροστά του υψώνεται ως τα ουράνια. Αυτό που ονομάζουμε πρόοδο είναι ακριβώς αυτή η θύελλα».

Η επανάσταση, λοιπόν, δεν απαιτείται για να «φέρει το λαμπρό μέλλον», αλλά για να σταματήσει, αν ακόμα γίνεται, αυτήν την τρομερή καταστροφή. Και, επιπλέον, απαιτείται ως χρέος απέναντι σε όλους εκείνους που χάθηκαν καθημαγμένοι στα χιλιάδες χρόνια ταξικής κυριαρχίας που προηγήθηκαν και μας φέραν ως εδώ. Η επανάσταση περισσότερο σαν φρένο παρά σαν ατμομηχανή.

Κι άλλες παράξενες ιδέες και πρακτικές από παράξενους ανθρώπους, λοιπόν. Που κι αυτοί νιώθαν καλύτερα να είναι «μικροί» και «συνηθισμένοι». Και που ήταν κακότυχοι, πολύ κακότυχοι, αλλά καθόλου μεμψίμοιροι. Ένα από τα πιο δυνατά σημεία του δοκιμίου της Άρεντ για τον Μπένγιαμιν αφορά τον «καμπουράκο», τον ήρωα των γερμανικών παραμυθιών που έφτιαχνε τις κακοτυχίες κι επικαλούνταν οι Γερμανίδες μαμάδες, για να κάνουν τα παιδιά τους προσεκτικά.

Ο Μπένγιαμιν, μέχρι και την αυτοκτονία του, είχε συνεχώς τον καμπουράκο του πάνω από τον ώμο. Πράγμα που, εκ πρώτης όψεως, δεν μπορεί να ειπωθεί για τον Μπρεχτ.

Να, όμως, που έμελλε αυτός να είναι ο ποιητής των ανθρώπων, που ζουν στους ζοφερούς καιρούς.

«Γενιά ελαφρόμυαλη, στρωθήκαμε σε σπίτια /που λέγαμε πως θα κρατήσουνε παντοτινά

Έτσι χτίσαμε τα ψηλά σαρδελοκούτια του Μανχάταν/και τις λιγνές κεραίες που ο Ατλαντικός αναγελά

Από τις πολιτείες αυτές δεν θ’ απομείνει/ παρά ό,τι ανάμεσά τους φύσηξε: ο άνεμος!

[…]

Ξέρουμε δα πως είμαστε περαστικοί/ και τίποτε αξιομνημόνευτο δεν θα ‘ρθει μετά από μάς».

Χωρίς πικρία, χωρίς αίσθηση «άδικου», χωρίς προσωπική απογοήτευση. Μέσα και μαζί με τους άλλους ανθρώπους.

«Το ό,τι ο Μπρεχτ δεν λυπήθηκε ποτέ τον εαυτό του -δεν πολυνοιάστηκε ποτέ για τον εαυτό του- ήταν μια από τις μεγάλες του αρετές» (σελ. 125).

Αυτό, νομίζω, συνδέεται με την εξαιρετική αποστροφή του προς κάθε είδους φασαρία.

«[Σ’] αυτό υπήρχε κάτι περισσότερο από την φυσική αντιπάθεια ενός πολύ έξυπνου και πολύ καλλιεργημένου ανθρώπου για τους κακούς πνευματικούς τρόπους του καιρού του. Ο Μπρεχτ ήθελε με πάθος να είναι (ή τουλάχιστον να τον θεωρούν πως είναι) συνηθισμένος άνθρωπος -να μην θεωρείται διαφορετικός επειδή κατείχε ιδιαίτερα χαρίσματα, αλλά να είναι σαν όλους τους άλλους, [με ισχυρότατη κλίση] προς την ανωνυμία και την φυσιολογικότητα» (σελ. 128).

Γιατί αυτή η κοινή σε όλους άρνηση της «επιτυχίας»; Λόγω της βαθιάς πεποίθησής τους πως οι χειρότεροι είναι πάντα αυτοί που «πετυχαίνουν». Μέχρι και ο Πρίμο Λέβι θα συμφωνήσει λέγοντας κι αυτός πως, ακόμη και στο Άουσβιτς, οι καλύτεροι εξοντώθηκαν μέχρις ενός. Όσοι επέζησαν, κι ο ίδιος μέχρι την αυτοκτονία του, δεν ήταν από τους καλύτερους! Τι ακραία εκδοχή της απέχθειας προς την «επιτυχία»! και τι αφόρητη υπαρξιακά συνθήκη!

Χωρίς, όμως, ξαναλέω, πικρία. Μόνο με «ενοχή» δέσμευσης απέναντι στην ανθρωπότητα.

«Έτσι πέρασε ο καιρός, που μου δόθηκε επί γης./…Σεις, όσοι γλυτώσετε από τον κατακλυσμό, που έπνιξε εμάς

να θυμάστε, όταν μιλάτε για τις αδυναμίες μας/ τους ζοφερούς καιρούς που ξεφύγατε.

…Αλίμονο, εμείς, που θελήσαμε να προετοιμάσουμε/ το έδαφος για την καλοσύνη, δεν ήμασταν καλοί.

…Να μας θυμάστε με επιείκεια».

Ζούμε σε ζοφερούς καιρούς.

Μπορούμε πολλά να μάθουμε από τους καλύτερους προγόνους μας, που έζησαν σε ζοφερούς καιρούς. Περισσότερο ή λιγότερο μόνο το μέλλον θα μας πει -ή ούτε αυτό.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καθοδηγούμενες οι φασιστικές επιθέσεις – Στοιχεία για την ταυτότητα των ακροδεξιών έδωσαν εργατικά σωματεία και σύλλογοι

Εκδήλωση μνήμης για την Χρυσή Περπερίδου