Οι ανθρωπιστικές καταστροφές δεν είναι καταστροφικές για όλον τον κόσμο. Αμέσως μόλις δημιουργηθεί ένας καταυλισμός προσφύγων, πλακώνουν γραφεία συμβούλων, πωλητές καρτών πληρωμών και κολοσσοί του επίπλου. Όλοι τους επιθυμούν να επωφεληθούν από τη «βιομηχανία της ανθρωπιστικής βοήθειας», της οποίας ο ετήσιος τζίρος υπερβαίνει τα 25 δισ. δολάρια.
[Μετάφραση: Βασίλης Παπακριβόπουλος]
Όπως συμβαίνει σε όλες τις διεθνείς εκθέσεις, τα περίπτερα είναι γεμάτα αφίσες με έντονα χρώματα, ελκυστικές φωτογραφίες και όμορφες κοπέλες. Κομψοί κοστουμαρισμένοι κύριοι ανταλλάσσουν επιδεικτικά τις επαγγελματικές κάρτες τους. Στα περίπτερα, μεγάλες μακέτες με καλοστοιχισμένα κοντέινερ: «Μπορώ να σας στείλω όλες τις σχετικές πληροφορίες για τους καταυλισμούς μας. Για μεταλλευτικές, πετρελαϊκές, στρατιωτικές εγκαταστάσεις ή για πρόσφυγες», ανακοινώνει γεμάτη περηφάνεια η Κλάρα Ραμπάρτα, εκπρόσωπος της ΑRPA, ισπανικής εταιρίας logistics, σε έναν κύριο που απλώς δηλώνει απεσταλμένος «μιας αφρικανικής κυβέρνησης». Πίσω από τον πάγκο της, μια μεγάλη φωτογραφία ενός καταυλισμού-υποδείγματος, όπου παρουσιάζονται σκηνές και ελικόπτερα διάφορων τύπων. «Η κύρια δουλειά μας είναι η προμήθεια εξοπλισμού για το ισπανικό Υπουργείο Άμυνας. Ωστόσο, είμαστε εδώ για να κατανοήσουμε την αγορά της ανθρωπιστικής δράσης. Πρόκειται για μια εξαιρετικά πολύπλοκη αγορά, στην οποία δραστηριοποιούνται κάθε είδους οργανισμοί».
Η έκθεση αυτή, που διοργανώθηκε παράλληλα με την πρώτη Παγκόσμια Ανθρωπιστική Διάσκεψη Κορυφής του ΟΗΕ τον Μάιο του 2016 στην Κωνσταντινούπολη, μέσω μιας μεγάλης διαφημιστικής προβολής συγκέντρωσε περισσότερους από 600 εκθέτες από ολόκληρο τον κόσμο. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας εξέλιξης που έχουν αποδεχθεί οι επιφορτισμένες με τη διαχείριση προσφυγικών καταυλισμών διεθνείς οργανώσεις: την ολοένα στενότερη διασύνδεση του ιδιωτικού τομέα με την ανθρωπιστική δράση. Αρκετές φορές τον χρόνο, στο Ντουμπάι ή στις Βρυξέλλες, σε γιγάντιες εμπορικές εκθέσεις, συναντώνται οι μεγάλοι οργανισμοί του ΟΗΕ, οι παραδοσιακές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και ιδιωτικές εταιρείες, από τη νεότευκτη τοπική επιχείρηση ώς τις μεγαλύτερες πολυεθνικές. Στην Κωνσταντινούπολη, τα περίπτερα των πωλητών φωτοβολταϊκών φωτιστικών, διατροφικών πακέτων ή drones βρίσκονταν δίπλα σε εκείνα εταιρειών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, όπως η Mastercard Worldwide, ή μεγάλων γραφείων συμβούλων επιχειρήσεων και περιορισμού δαπανών, όπως η Accenture και η Deloitte Consulting. Για να μην αναφέρουμε και την παρουσία εκπροσώπου της εταιρείας διαδικτυακής αξιολόγησης τουριστικών προορισμών TripAdvisor στις συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης που ήταν αφιερωμένες στις μετακινήσεις των προσφυγικών πληθυσμών.
Σχεδιάγραμμα του προσφυγικού καταυλισμού της Αγκαντέρα στην Κένυα
«Αποτελεί σήμερα έναν τεράστιο οικονομικό κλάδο. Ορισμένοι τον αποκαλούν “βιομηχανία της βοήθειας”. Γνωρίζουμε ότι αντιπροσωπεύει τουλάχιστον 25 δισ. ευρώ ετησίως. Προφανώς, από εμπορική άποψη, μπορεί βγει χρήμα, ενώ παράλληλα αυτή η βιομηχανία θα πρέπει να επιδείξει μια νέα αποτελεσματικότητα», παρατηρεί ο Μπεν Πάρκερ, διευθυντής μέχρι το 2013 του Γραφείου για τον Συντονισμό των Ανθρωπιστικών Υποθέσεων του ΟΗΕ (UNOCHA) στη Συρία και στην Ανατολική Αφρική.
Σε περίοπτη θέση ανάμεσα στους εκατοντάδες εκθέτες, ένα περίπτερο συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των επιχειρηματιών και μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τη λογική που επικρατεί. Εκεί διακρίνουμε μια σκηνή για πρόσφυγες, η οποία περιλαμβάνει ένα ψεύτικο σερβίτσιο τσαγιού και τη φωτογραφική αναπαραγωγή, σε φυσικό μέγεθος, μιας ιδιαίτερα χαμογελαστής οικογένειας Σύριων. Το περίπτερο ανήκει στον μεγαλύτερο διαχειριστή προσφυγικών καταυλισμών σε ολόκληρο των κόσμο, την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR). Η σκηνή χρηματοδοτείται από τη διάσημη μάρκα σουηδικών επίπλων IKEA. Ο Περ Χέγκενες, πρόεδρος του ιδρύματος του σουηδικού ομίλου και επικεφαλής του προγράμματος, δεν παύει να υμνεί το νέο του προϊόν, που θυμίζει τα συναρμολογούμενα έπιπλα της εταιρείας: «Δεν είναι διαφανής όπως οι υπόλοιπες σκηνές και συνεπώς διαφυλάσσει καλύτερα την αξιοπρέπεια των προσφύγων. Οι πόρτες κλείνουν, υπάρχουν παράθυρα και μόνωση. Προσφέρει μια πολύ διαφορετική ποιότητα ζωής σε άτομα που αναγκάζονται να ζήσουν μακριά από τον τόπο τους για μεγάλο χρονικό διάστημα. (…) Είναι το πιο γερό μοντέλο: συνεπώς, μακροπρόθεσμα, η επένδυση στις σκηνές μας κοστίζει φθηνότερα στην UNHCR».
Από το 2010, το Ίδρυμα IKEA, με έδρα την Ολλανδία, χρηματοδοτεί πλήρως μια επιχείρηση κοινωνικής ευθύνης με έδρα την Σουηδία: την Better Shelter («Ένα καλύτερο καταφύγιο»). Αυτή η εταιρία έχει υπογράψει με την UNHCR ένα συμβόλαιο για 30.000 σκηνές, συνολικού ύψους περίπου 35 εκατομμυρίων ευρώ. Η συναρμολογούμενη σκηνή-σπιτάκι της IKEA έχει ήδη αποσταλεί σε καταυλισμούς προσφύγων της UNHCR σε Αιθιοπία, Ιράκ, Νότιο Σουδάν και Κένυα. Για τον Χέγκενες, αυτή η εμπορική συνεργασία δεν είναι διόλου ασύμβατη με το ανθρωπιστικό πνεύμα: «Για μένα, δεν πρόκειται για μια αντίθεση ανάμεσα στο “βγάζω κέρδος” και στο “επιδίδομαι σε ανθρωπιστική δράση”: έχουμε μάλλον την περίπτωση “κερδίζω προωθώντας ταυτόχρονα την ανάπτυξη” (…). Σε κάθε περίπτωση, τα κέρδη της Better Shelter οφείλουν να επανεπενδυθούν στην κοινωνική επιχείρηση ή στο ίδρυμά μας».
«Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσα βιογραφικά λαμβάνω κάθε μέρα»
Αν και ο σουηδικός γίγαντας κεφαλαιοποιεί επικοινωνιακά την επιτυχία αυτής της συνεργασίας κάνοντας εκτεταμένες αναφορές στους καταλόγους με τα έπιπλά του, ο Πάρκερ εκφράζει αρκετές αμφιβολίες για τη σημασία της συμβολής της εταιρείας στους καταυλισμούς: «Όταν δούλευα στην Κένυα το 2011, σημειώθηκε σοβαρότατη ξηρασία στην περιοχή του Ντανταάμπ, όπου βρίσκεται ο μεγάλος καταυλισμός για τους Σομαλούς πρόσφυγες. Μας είπαν εκείνη την εποχή ότι, μόνο για το Ντανταάμπ, η IKEA θα έδινε 60 εκατομμύρια δολάρια. Η δωρεά αφορούσε αυτό το μοντέλο σκηνής, αυτά τα μαγικά καταφύγια που θα κατασκευάζονταν για να προσφέρουν στους πρόσφυγες καταπληκτικές συνθήκες ζωής. Χρειαζόταν άραγε το Ντανταάμπ εκείνη την εποχή νέες ντιζαϊνάτες κατοικίες; Ειλικρινά, δεν το νομίζω. Στις μέρες μας, μερικές φορές ο ιδιωτικός τομέας προσπαθεί να εκμεταλλευθεί νέες αγορές μέσα από τον τομέα της φιλανθρωπίας: αυτό πιθανώς συμβαίνει και στην περίπτωση της IKEA. Είναι πολύ καλό για τους μετόχους –για τους πρόσφυγες, δεν είμαι και τόσο σίγουρος». Το 2016, η IKEA δεν ήταν μονάχα προμηθευτής σκηνών, αλλά και ο σημαντικότερος ιδιώτης δωρητής της UNHCR, με 32 εκατομμύρια ευρώ.
Στη Γενεύη, το εντυπωσιακό γυάλινο κτίριο όπου εδρεύει η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες στεγάζει 1.000 εργαζόμενους, οι οποίοι είναι κατά κύριο λόγο επιφορτισμένοι με τη διαχείριση των προσφυγικών καταυλισμών για λογαριασμό των κρατών που δεν είναι σε θέση να αναλάβουν όλο αυτό το έργο επιμελητείας. Με μια σημαντική ιδιαιτερότητα: αν και επισήμως ο οργανισμός αυτός εξαρτάται από τον ΟΗΕ, στην πραγματικότητα χρηματοδοτείται από ορισμένες μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες και υπαγορεύουν την πολιτική και τις προτεραιότητές του. Το 2016, οι Ηνωμένες Πολιτείες επωμίζονταν σχεδόν το 40% ενός προϋπολογισμού που αγγίζει τα 7 δισ. ευρώ. Παραδοσιακά, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία και η Σουηδία καλύπτουν κάθε χρόνο τον υπόλοιπο προϋπολογισμό. «Αναπτύσσουμε τώρα συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα, ώστε να υπάρξει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα», εξηγεί η Μελίσα Φλέμινγκ, εκπρόσωπος Τύπου του οργανισμού στη Γενεύη. «Σε έναν βαθμό, αυτό σημαίνει ότι η δουλειά μας αποκτάει περισσότερο επαγγελματισμό. Το ανθρωπιστικό σύστημα έχει αναπτυχθεί: η ανθρωπιστική δράση έχει γίνει επάγγελμα».
Όμως, πρόκειται για ένα επάγγελμα που πάσχει από έλλειψη πόρων. Προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα, ο οργανισμός δημιούργησε το 2012 ένα τμήμα με τον τίτλο «Εργαστήριο Καινοτομίας», που έχει ως αποστολή τη δρομολόγηση νέων συνεργασιών: με την IKEA για την κατοικία, με την αμερικανική εταιρία ταχυμεταφορών UPS για τον επείγοντα ανεφοδιασμό και, προσεχώς, με την Google για τη σχολική εκπαίδευση. Όταν ερωτάται για τον κίνδυνο να αποκτήσουν αυτές οι εταιρείες κυρίαρχη θέση στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, η UNHCR απαντάει μονότονα ότι η οικονομική συμμετοχή τους εξακολουθεί να είναι περιθωριακή σε σχέση με εκείνη των κρατών. Ωστόσο, οι συνεργασίες αυτές, αρχικά σχεδιασμένες ως απλές δωρεές, αρχίζουν να παίρνουν νέες μορφές. Σύμφωνα με τον Πάρκερ, ο οργανισμός έχει εμπλακεί σε γρανάζια από τα οποία πολύ δύσκολα θα κατορθώσει να απεμπλακεί: «Το Ίδρυμα IKEA υποσχέθηκε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια στην UNHCR. Και τώρα, έχει στείλει κάποιον στην Ελβετία για να δει πώς διατέθηκαν τα χρήματά του. Αρχικά, νομίζω ότι η UNHCR φανταζόταν ότι μπορούσε να αποκτά εθελοντικό προσωπικό και χορηγίες. Τώρα έχουν αρχίσει να κατανοούν ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν λειτουργεί με αυτόν ακριβώς τον τρόπο. (…) Οι επιχειρήσεις δεν θα έρθουν χωρίς ανταλλάγματα. Τι να πουν αν η IKEA, για παράδειγμα, αποφασίσει να πραγματοποιήσει δοκιμές υλικών μέσα στους προσφυγικούς καταυλισμούς;». Και πώς να αντιδράσουν όταν ορισμένοι ευρωβουλευτές αποκαλύπτουν, όπως ήδη έγινε τον Φεβρουάριο του 2016, ότι η IKEA εμπλέκεται σε ένα τεράστιο σκάνδαλο φοροδιαφυγής, αποφεύγοντας την καταβολή φόρου στα κράτη ακριβώς που χρηματοδοτούν την UNHCR («La Tribune», 13 Φεβρουαρίου 2016); Ούτε κουβέντα δεν ακούστηκε από την Ύπατη Αρμοστεία…
Πέρα από τη μεγαλύτερη ή μικρότερη χρησιμότητα των σκηνών IKEA, τίθεται το ερώτημα του οικονομικού μοντέλου και των πολιτικών δυνάμεων στη βούληση των οποίων υποτάσσεται σήμερα ο οργανισμός που χειρίζεται τις τύχες εκατομμυρίων εκτοπισμένων ανθρώπων ανά τον κόσμο. Στον κλειστό, και συχνά εμπιστευτικό, κύκλο της ανθρωπιστικής δράσης, οι French Doctors (1), οι γιατροί-υπερασπιστές αγνοημένων υποθέσεων που, τη δεκαετία του 1970, πήγαιναν στην Αφρική για να στήσουν ιατρεία, έχουν πλέον αντικατασταθεί από διαχειριστές με πτυχίο νομικής ή μάνατζμεντ από τις πανεπιστημιακές σχολές του παγκοσμιοποιημένου εκπαιδευτικού συστήματος. Η Φλέμινγκ επιβεβαιώνει: «Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσα βιογραφικά λαμβάνω κάθε μέρα. Ένας απίστευτος αριθμός ατόμων θέλει να κάνει αυτή τη δουλειά: κυρίως νεαροί που ψάχνουν ένα νόημα στη ζωή τους και έρχονται και μου λένε: “Το αποφάσισα, δεν θέλω πια να δουλεύω στην Γουόλ Στριτ”». Για αυτά τα νέα στελέχη της ανθρωπιστικής δράσης, συχνά γαλουχημένα με τις νεοκλασικές οικονομικές θεωρίες, η αντικατάσταση των παλαιού τύπου ΜΚΟ από ιδιωτικές εταιρείες, τις οποίες θεωρούν αποτελεσματικότερες, φαντάζει αυτονόητη.
Όμως, η γενεαλογική ανανέωση δεν αρκεί για να εξηγηθεί η πρόοδος που σημειώνει η αγορά στους κόλπους ενός οργανισμού με ολοένα και πιο εκτεταμένες αρμοδιότητες. Η διαρκής επιρροή που ασκούν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο μεγαλύτερος δωρητής, οδηγεί σταδιακά τον οργανισμό να συμμορφώνεται με το κυρίαρχο μοντέλο μάνατζμεντ: ένα μοντέλο που στηρίζεται σε ακραίο βαθμό στην έννοια της αποδοτικότητας και στους πίνακες κερδοφορίας. Ο Μπένζαμιν Γουάιτ, ιστορικός του πανεπιστημίου της Γλασκόβης που ασχολείται με τους προσφυγικούς καταυλισμούς, παρατηρεί εδώ και μερικά χρόνια αυτόν τον μετασχηματισμό: «Καθιερώνοντας μια λογική χρηματοδότησης προγραμμάτων που υλοποιούνται μέσω μειοδοτικών διαγωνισμών, μέσω της διαρκούς συγκεκριμενοποίησης και ποσοτικοποίησης των αναγκών, τα κράτη, και κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ανάγκασαν τον οργανισμό να λειτουργεί ως επιχείρηση, με τμήματα μάρκετινγκ, “κοινωνικής ευθύνης” και αξιολόγησης, με σταθερό προϋπολογισμό. Οι μεγάλες ΜΚΟ όπως η CARE ή το Νορβηγικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (Norwegian Refugee Council) λειτουργούν με το ίδιο ακριβώς μοντέλο. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούμε να μιλάμε για ανθρωπιστικές επιχειρήσεις». Αν και ο οργανισμός αρνείται να παραδεχθεί επίσημα αυτήν την άμεση αμερικανική επιρροή στο μοντέλο της διαχείρισής του, η εκπρόσωπός του ομολογεί ότι ο κυριότερος χρηματοδότης του επιλέγει τις κρίσεις που θα αντιμετωπιστούν: «Δεν αποφασίζουμε εμείς. Μερικές φορές, την απόφαση λαμβάνουν οι δωρητές. Υπάρχουν καταστάσεις εξίσου τραγικές με εκείνη της Συρίας, για παράδειγμα στο Νότιο Σουδάν ή στην Κεντραφρικανική Δημοκρατία, όμως εμείς χρηματοδοτούμαστε μονάχα για τους Σύριους».
Εικονικές τραπεζικές κάρτες για τις καθημερινές αγορές
Στο ωχρό φως του πρωινού, ο άνεμος σηκώνει τεράστια σύννεφα σκόνης, κάνοντας να κυματίζουν τα ρούχα, απλωμένα σε σκοινιά στερεωμένα ανάμεσα στα κιτρινισμένα από την πολυκαιρία κοντέινερ. Τριγύρω, η αφιλόξενη έρημος. Τα παιδιά παίζουν σε μια αυτοσχέδια τραμπάλα, φτιαγμένη από παλιά λάστιχα. Καμία σχέση με τις λαμπερές εικόνες στις μακέτες της ανθρωπιστικής έκθεσης: ο καταυλισμός Ζαατάρι, οργανωμένος το 2012 από την UNHCR στην Ιορδανία, σε απόσταση μικρότερη των 15 χιλιομέτρων από τα σύνορα με τη Συρία, φιλοξενεί σήμερα περισσότερους από 80.000 Σύριους πρόσφυγες. Τρία χρόνια μετά τη δημιουργία του καταυλισμού, το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Σίτισης (World Food Programme, WFP) –οργανισμός του ΟΗΕ επιφορτισμένος με τη διανομή τροφίμων– αποφάσισε για πρώτη φορά στην ιστορία του να υιοθετήσει την οικονομία της αγοράς. Τα δέματα τροφίμων αντικαταστάθηκαν από δύο ανταγωνιστικά μεταξύ τους σουπερμάρκετ: το Safeway (απλή συνωνυμία με τον αμερικανικό γίγαντα) και το Tazweed (θυγατρική ενός κουβεϊτιανού ομίλου τροφίμων που ειδικεύεται στους καταυλισμούς προσφύγων). «Το γεγονός ότι υπάρχουν δύο σουπερμάρκετ με προφανή εμπορική λογική, στα οποία μπορείτε, με ένα δολάριο την ημέρα, να ξοδεύετε όσα έχετε και όσα θέλετε, μετέτρεψε τους ανθρώπους σε χαρούμενους καταναλωτές», διακηρύσσει ο Κίλιαν Κλάινσμιτ, που διηύθυνε τον καταυλισμό για λογαριασμό της UNHCR μεταξύ του 2013 και του 2016, ένθερμος υποστηρικτής αυτού του, κατά τη γνώμη του πολύ φθηνότερου, νέου συστήματος.
Η παράλληλη οικονομία που αναπτυσσόταν σταδιακά από τους ίδιους τους πρόσφυγες στο αυτοσχέδιο παζάρι του Ζαατάρι βρέθηκε αντιμέτωπη με τους νέους παίκτες και την επιθετική οικονομική λογική τους. Μια εικονική τραπεζική κάρτα, στην οποία η UNHCR και το WFP πιστώνουν 50 δολάρια τον μήνα για κάθε Σύριο πρόσφυγα, αλλά δεν γίνεται δεκτή παρά μόνο στα δύο ανταγωνιστικά σουπερμάρκετ του Ζαατάρι, επιτρέπει στους νέους «πελάτες» να ξαναβρούν τις χαρές της κατανάλωσης στα μεγάλα εμπορικά κέντρα. «Ειδικευόμαστε στους καταυλισμούς. Έχουμε ήδη δουλέψει για την UNHCR στο Ιράκ και στην Υεμένη», δηλώνει, μπροστά στα κατάφορτα ράφια με προϊόντα που εισήχθησαν από το Κουβέιτ, ο Λαΐτ Αλ-Ζαζί, υπεύθυνος ανάπτυξης του ομίλου Tazweed. «Νομίζω ότι ο ανταγωνισμός είναι κάτι υγιές. Εγγυάται καλύτερες υπηρεσίες, φθηνότερες τιμές για τους πρόσφυγες ή μάλλον –αφήστε με να χρησιμοποιήσω αυτόν τον όρο– για τους δικαιούχους».
Δεδομένου ότι η πελατεία είναι πραγματικά αιχμάλωτη, το WFP διαβεβαιώνει ότι έχει περιορίσει τα κέρδη των δύο σουπερμάρκετ στο 5% του κύκλου εργασιών τους. Όμως ο Κλάινσμιτ, πλέον ένας ανεξάρτητος σύμβουλος με μεγάλη επιρροή στον χώρο, επιθυμεί να προωθήσει ακόμα περισσότερο αυτό το σύστημα υπεργολαβίας σε ιδιώτες και να τελειώνει με το ξεπερασμένο μοντέλο ανθρωπιστικής πρόνοιας. Γιατί να μην χρεώνονται άμεσα σε όσους πρόσφυγες ανοίγουν ένα μαγαζάκι μέσα στους καταυλισμούς οι ανθρωπιστικές υπηρεσίες που λαμβάνουν; «Κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ νοσηρό αυτό το σύστημα γενικευμένης βοήθειας. Δηλαδή τι; Θα γυρίσετε στις χώρες καταγωγής σας και θα ρωτάτε την κυβέρνησή σας: “Τι θα μου δώσετε τζάμπα;” Ας αποδεχθούμε ότι κάθε πράγμα έχει μια τιμή και ότι το υπάρχον οικονομικό σύστημα στηρίζεται στο γεγονός ότι κάθε υπηρεσία που σας παρέχεται οφείλει να αποτιμάται σε χρήμα».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, σε μια μαχητική παρέμβασή του για τους Βιετναμέζους «boat people» (2), ο Μισέλ Φουκώ δήλωνε: «Οι πρόσφυγες είναι οι πρώτοι που τους κλείνουν έξω!». Μπορούσε άραγε να φανταστεί ότι κάποτε θα έπρεπε και να πληρώνουν γι’ αυτό;
(Σ.τ.Μ.) French doctors (Γάλλοι γιατροί) είναι η συντομευμένη διεθνής αναφορά στη γαλλική ανθρωπιστική οργάνωση Γιατροί Χωρίς Σύνορα. Συχνά η αναφορά εκτείνεται και στους Γιατρούς του Κόσμου.
(Σ.τ.Μ.) Πρόκειται για τους πρόσφυγες που διέφευγαν από το Βιετνάμ με βάρκες και περίμεναν τη διάσωσή τους σε διεθνή ύδατα, μια κατάσταση που οδήγησε σε μείζονα ανθρωπιστική κρίση κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
* Nicolas Autheman, Δημοσιογράφος και σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ. Συν-σκηνοθέτης του «Réfugiés, un marché sous influence», Compagnie des phares et balises.
Πηγή: Monde Diplomatique, tvxs.gr