Τεοντόρ Αντόρνο -Χέρμπερτ Μαρκούζε, Διαμάχη για το γερμανικό φοιτητικό κίνημα (μετάφραση: Κώστας Δεσποινιάδης), Πανοπτικόν, σελ. 44
Μου είναι αδύνατον να μιλήσω για τον “Κινέζο στον Ρήνο”, τη στιγμή που οι Αμερικανοί έχουν εγκατασταθεί ήδη στον Ρήνο
Η διατύπωση που προηγείται φανερώνει ένα ουσιώδες στοιχείο για την “Διαμάχη”, στην οποία αναφέρεται το βιβλιαράκι που συζητάμε σήμερα (Ο “Κινέζος στο Ρήνο”, κατά την ειρωνική έκφραση του Χορκχάιμερ, είναι ο μαοϊκός με το “κόκκινο βιβλίο”). Περικλείει, όμως, πολύ περισσότερα, με αποτέλεσμα οι 28, όλες κι όλες, σελίδες μικρού σχήματος, να θέτουν κορυφαία ζητήματα σχετικά με τις πρακτικές των χειραφετητικών κινημάτων, που μας απασχολούν ακόμη.
Η “Διαμάχη” -και όχι “συζήτηση”- μεταξύ των δύο εμβληματικών μορφών της Σχολής της Φρανκφούρτης και της “κριτικής θεωρίας” δείχνει πλήρη ασυμβατότητα μεταξύ τους, σαν τίποτε κοινό να μην τους ενώνει σε ό,τι αφορά τα “βασικά”. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην άμεση πολιτική, στην πρακτική πολιτική, αλλά και στην θεωρία, όπου οι “χρήσεις” της διαλεκτικής δηλώνουν τόσο διαφορετικά περιεχόμενα, που η αναγνώστρια δεν μπορεί παρά να μένει άφωνη. Στην πραγματικότητα, βέβαια, πίσω απ’ όλα -ακόμη και την “καθαρή” θεωρία- βρίσκεται η πολιτική.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Τον Ιανουάριο του 1969, μια ομάδα της SDS, μιας από τις πιο σημαντικές εξωκοινοβουλευτικές -και “αντικοινοβουλευτικές”- αριστερές οργανώσεις στις μητροπολιτικές καπιταλιστικές κοινωνίες, με τεράστια επιρροή στη γερμανική, και όχι μόνο, νεολαία, πρωτοπόρα διεθνώς στην πάλη ενάντια στους εξοπλισμούς, αλλά και στην έμπρακτη συμπαράσταση στο Βιετνάμ, καταλαμβάνει μία αίθουσα στο Κτίριο του Ινστιτούτου, που στέγαζε την Σχολή της Φρανκφούρτης.
Ο Αντόρνο καλεί πάραυτα την αστυνομία, η οποία συλλαμβάνει τους καταληψίες και “τελειώνει” την κατάληψη. Μεταξύ των συλληφθέντων είναι και ο Χανς Γιούργκεν Κραλ, από τα πολύ δραστήρια μέλη της SDS, το ίδιο με τον Ρούντι Ντούτσκε, και, κατά κάποιο τρόπο, από τους “θεωρητικούς” του. Πράγμα που, αρχικά, και επί καιρό αναγνωρίζεται από τον ίδιο τον Αντόρνο, εφόσον τον έχει επιλέξει ως υποψήφιο διδάκτορα. Αυτό πρέπει να επισημανθεί γιατί, στις επιστολές προς τον Μαρκούζε, ο Κραλ εμφανίζεται ως οιονεί τυχοδιώκτης και προβοκάτορας. Η εξήγηση που δίνει ο Αντόρνο στο γεγονός της κατάληψης είναι πως ο Κραλ επεδίωκε τη δημοσιότητα, μέσω της σύλληψής του, στο μέτρο που οι φοιτητές ελάχιστα επηρεάζονταν πια από την SDS και, ακόμη λιγότερο, συμμετείχαν στο κίνημα διαμαρτυρίας.
Στις επιστολές ο Αντόρνο υπερασπίζεται την επιλογή του με μόνο επιχείρημα τη “αυτονόητη” βιαιότητα -σαν “μανιακοί” με γουρλωμένα μάτια- της κατάληψης, και του κινδύνου για την σωματική ακεραιότητα των μελών του Ινστιτούτου. Επίχρισμα μιας περισσότερο “θεωρητικής” εξήγησης είναι η επαναλαμβανόμενη άποψή του για τον “κτηνώδη πρακτικισμό” -γενικότερα, για την αδιαμεσολάβητη πρακτική, την πρακτική χωρίς θεωρία, σε μια εποχή, που, κατά τη γνώμη του, η πράξη είναι αδύνατη.
Να πώς το θέτει ο ίδιος: “Το επίκεντρο της διαμάχης μας [είναι] ήδη εμφανές […] Εσύ πιστεύεις ότι η πράξη -με την εμφατική της έννοια- δεν είναι ανέφικτη σήμερα -εγώ έχω διαφορετική γνώμη. Θα έπρεπε να αρνηθώ όλα όσα πιστεύω και γνωρίζω για την υποκειμενική τάση αν ήθελα να πιστέψω ότι το φοιτητικό κίνημα διαμαρτυρίας στη Γερμανία είχα έστω και την παραμικρή προοπτική να επιφέρει μια κοινωνική παρέμβαση. Επειδή, ωστόσο, δεν μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο, η επίδρασή του είναι αμφισβητήσιμη για δύο λόγους. Πρώτον, εφόσον υποδαυλίζει μια αμείωτη φασιστική δυναμική στη Γερμανία, χωρίς ούτε να νοιάζεται γι’ αυτό. Δεύτερον, στον βαθμό που φέρει εντός του τάσεις οι οποίες συγκλίνουν στον φασισμό […] Εδώ στη Φρανκφούρτη, και σίγουρα και στο Βερολίνο, η λέξη “καθηγητής” χρησιμοποιείται συγκαταβατικά για να απορρίψουν κάποιον, ή όπως τόσο ωραία το θέτουν “για να τον μειώσουν”, ακριβώς όπως οι Ναζί χρησιμοποιούσαν τη λέξη Εβραίος στην εποχή τους [!!!!, Χ. Λ.]” (σελ. 26).
Η επιμονή στα φασιστικά στοιχεία του φοιτητικού κινήματος είναι πραγματικά απίστευτη. Ο ακόμη πιο “προχωρημένος”, στην “ανάλυση” Χάμπερμας θα αναφερθεί όχι πια σε “στοιχεία”, αλλά σε “αριστερό φασισμό”. Ο Κραλ και ο Ντούτσκε είναι αριστεροί φασίστες, ενώ οι φοιτητές και οι φοιτήτριες του κινήματος διαμαρτυρίας είναι, προφανώς, φαιοχίτωνες! Ιδίως, όταν καταγγέλλουν το Ινστιτούτο ως “μεταλλαγμένο”, στο μέτρο που αρνείται κάθε πολιτική παρέμβαση και υπαινίσσονται πως η χρηματοδότηση παίζει μεγάλο ρόλο -όπως θα σημειώσει και ο Μαρκούζε, άλλωστε, χωρίς να το αρνηθεί, με τον τρόπο του, και ο Αντόρνο.
Παρακολουθώντας τα επιχειρήματα του Αντόρνο δεν μπορεί παρά να σκεφτείς “τζάμπα τόση θεωρία”, η οποία εδώ δεν βρίσκει την παραμικρή εφαρμογή. Η διαμάχη, από μέρους του Αντόρνο, αλλά και του Χάμπερμας -και του Χορκχάιμερ σε ένα βαθμό-, ξεπερνά τα όρια της τυπικής λογικής. Ας μη μιλήσουμε για τη “διαλεκτική”, η οποία, έτσι κι αλλιώς, στις πολιτικές αναλύσεις γίνεται συνήθως αγνώριστη.
Οι μαχητικοί φοιτητές είναι αριστεροί φασίστες, ή, το λιγότερο, η πάλη τους “ενάντια στη δημοκρατία” ανοίγει διάπλατα το δρόμο για τον φασισμό! Κι αυτά λέγονται σοβαρά από κάποιους από τους σημαντικότερους αριστερούς διανοητές του 20ού αιώνα.
Ο Μαρκούζε, κατά τη γνώμη μου, “βάζει τα πράγματα στην θέση τους”. Χωρίς πολλή πολλή “διαλεκτική”. Τα επιχειρήματά του είναι τόσο εύλογα, που οι περισσότεροι από τους αναγνώστες θα μπορούσαν εύκολα να τα διατυπώσουν.
Προφανώς, είμαστε με την κατάληψη και όχι με την αστυνομία. Βεβαίως, η εποχή δεν είναι επαναστατική. “Όμως, η κατάσταση […] είναι τόσο τρομερή, τόσο αποπνικτική, τόσο εξευτελιστική, ώστε η εξέγερση εναντίον της υποχρεώνει σε μια φυσιολογική, βιολογική αντίδραση: κάποιος δεν μπορεί να την αντέξει άλλο, πνίγεται και θέλει ν’ ανοίξει ένα παράθυρο να μπει λίγος αέρας. Και αυτός ο καθαρός αέρας δεν είναι ο αέρας του “αριστερού φασισμού” […] Θα απογοητευθώ [εξάλλου] με τον εαυτό μου (μας) αν εγώ (εμείς) εμφανιστούμε να είμαστε στο πλευρό ενός κόσμου που υποστηρίζει τη μαζική εξόντωση στο Βιετνάμ ή δεν λέει τίποτα γι’ αυτήν, και καταστρέφει ο,τιδήποτε βρίσκεται έξω από την σφαίρα επιρροής της δικής του καταπιεστικής εξουσίας” (σελ. 13).
Σε ό,τι αφορά δε τις χαμπερμασιανές, κυρίως, κοτρώνες περί “αριστερού φασισμού” η απάντηση του Μαρκούζε είναι: “Η (γνήσια) Αριστερά δεν είναι δυνατόν να μεταμορφωθεί σε Δεξιά “από τη δύναμη των εσωτερικών της αδυναμιών”, δίχως ν’ αλλάξει αποφασιστικά την κοινωνική της βάση και τους σκοπούς της. Τίποτε στο φοιτητικό κίνημα δεν υποδηλώνει μια τέτοια αλλαγή” (σελ. 22).
Συμφωνώντας στο σύνολο της διαμάχης με τον Μαρκούζε, σταματώ εδώ. Σε μια εποχή, που το ελληνικό φοιτητικό κίνημα δίνει τους δικούς του αγώνες με τις δικές του πρακτικές, το Πανοπτικόν μας προσφέρει, γι’ ακόμη μια φορά, “τροφή για σκέψη”.