Όπως έπλενα σήμερα το πρωί το μπαλκόνι από τα τελευταία ίχνη της χθεσινής «λασποβροχής», τον βούρκο της τηλεοπτικής τρομοκρατίας που κοάζει «Ευρώπη», αλλά σχεδιάζει βουλγαροποίηση, απόμειναν μπροστά μου τα ΟΧΙ και τα ΝΑΙ γυμνά, ως ακέραια παραδείγματα του εαυτού τους.
Κι όπως τα τήραγα, πιασμένος σαν τον ιερομόναχο του Σολωμού μπροστά στο φιλιατρό, έβλεπα την Γεωμετρία του παρόντος και του μέλλοντος.
Κι είχε τέτοιο προπετές ύφος το ΝΑΙ, φτιαγμένο μόνο με τον χάρακα, ως να περιφρονούσε τον διαβήτη, έμοιαζε να επιδιώκει μόνο την δικτατορική ευθεία, αφήστε δε που μου θύμιζε τον χάρακα του δάσκαλου ο οποίος βιτσίζει τις παλάμες ανυπόταχτων μαθητών.
Κι ήταν το ΟΧΙ κομψό, με τις στρογγυλάδες του, τα χαιδέματα με τις ευθείες, με μυστήρια και λύσεις γοητευτικές, ζόρικες και παιχνιδιάρικες, έκλεινε μέσα του όλα τα χρώματα και τα σχήματα, τις πιθανότητες και τις διεξόδους. Με το ΌΧΙ, έβαζα ωραίες καμπυλόγραμμες γλάστρες με βασιλικούς στο μπαλκόνι, με το ΝΑΙ μόνο γωνίες στις οποίες παραφύλαγαν δαγκάνες κι απόγνωση.
Είπα μέσα μου: ώρα είναι να καλέσεις και τον Μέγα Γεωμέτρη, τον Ευκλείδη ντε (όχι τον Τσακαλώτο) στο δημοψήφισμα, βρε τι σου κάνει η φαντασία. Άφησα λοιπόν την φαντασία (για λίγο) κατά μέρος, κι όπως ο Ευκλείδης, έβαλα κάτω τα προφανή, έκανα το μπαλκόνι μου παραλία, και πήρα μόνο τον παιδικό μου χάρακα, αλλά βγήκε ψόφιο το παιχνίδι, με τριβέλιζε ο διαβήτης και η απαίτησή του για σταθερό σημείο.
Και, τότε, θυμήθηκα ότι για τον Ευκλείδη δεν ξέρουμε τίποτα, παρά μόνο τα θεωρήματα και τα αξιώματά του. Τίποτα άλλο δεν γνωρίζουμε για τις αρετές του ανδρός ή τα ελαττωματά του. Μόνο μια ιστορία, που διηγούνται από γενιά σε γενιά, μια του φράση, που από αιώνα σε αιώνα έφτασε μέχρι τις μέρες μας. Ο Ευκλείδης, λοιπόν, που είχε αναγάγει σε υπέρτατη αξία την προσπάθεια για την απόδειξη, και όχι την απόδειξη την ίδια, κλήθηκε κάποτε από τον Πτολεμαίο που επονομαζόταν Σωτήρ, για να του εκφράσει ο βασιλεύων τα παράπονά του, γιατί οι λύσεις που έδινε στα προβλήματα ήταν πολύ δύσκολες, όλο σκέρτσα, ανηφόρες, αγκάθια, εμπόδια, κι αναποδιές, ήτανε.
Δεν ξέρουμε αν χαμογέλασε ο Ευκλείδης, αν κατσούφιασε, αν υποκλήθηκε πρώτα, πάντως η απάντησή του ήταν ολιγόλεκτη και γεμάτη περιφρόνηση. Του είπε: «Δεν υπάρχει βασιλική οδός για την γεωμετρία».
Χωρίς δεύτερη σκέψη τότε το πέταξα το αυθάδες ΝΑΙ στα σκουπίδια. Έπεσα αμέσως να φτιάξω το ΟΧΙ στην παραλία μου, κι όπως κάρφωσα την μύτη του διαβήτη για να ξεκινήσω το Ο, ενόσω είχα αφήσει πλάι τον χάρακα, άκουσα την βαρβαρότητα να σφαδάζει σαν τέρας, στο κέντρο της είχα μπήξει την μύτη του διαβήτη.
Κι αν θέλετε με πιστεύετε, ένοιωσα ότι πίσω από την πλάτη μου, διασχίζοντας τους αιώνες, στεκόταν το φάντασμα του Ευκλείδη, και πολύ τον διασκέδαζε τον γεωμετρικό μου αγώνα, κι όσο μου έκανε φιλόστοργες παρατηρήσεις, μου ψιθύριζε, «ευτυχώς, βέβαια, δεν είσαι αναιδής βασιλέας, αλλά, όπως και νά ‘χει, δεν υπάρχει βασιλική οδός για την αλήθεια και το μέλλον, είναι τόσο δύσκολο το Ο που φτιάχνεις με το διαβήτη αλλά και τόσο όμορφο. Ε;… πλάγιασε, τώρα, αριστερά τον χάρακα, για το Χ, εύκολο το Ι…».
