Μόλις 1,66 ευρώ την ημέρα ή 50 ευρώ τον μήνα ήταν τελικά η αύξηση στον κατώτατο μισθό, την οποία ανακοίνωσε περιχαρής ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο αποψινό του διάγγελμα. Ο μεικτός κατώτατος μισθός θα φτάσει τα 713 ευρώ μέσα σε μία περίοδο όπου οι τιμές σε ενέργεια, καύσιμα και είδη πρώτης ανάγκης σημειώνουν καθημερινά ρεκόρ αυξήσεων, μειώνοντας ουσιαστικά τον μισθό, τις συντάξεις και εν συνόλω τα λαϊκά εισοδήματα, φέρνοντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους κάτω από το όριο της φτώχειας.
Αλλά αλήθεια ποιος περίμενε κάτι διαφορετικό;
Ο πρωθυπουργός έκανε εκ νέου ξεκάθαρο το ταξικό πρόσημο της πολιτικής του σημειώνοντας πως «κάθε αύξηση δεν πρέπει να επιβαρύνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων», αναφερόμενος, όπως όλα δείχνουν, όχι στα μαγαζάκια με τους 1-2 άντε 3 υπαλλήλους αλλά στις επιχειρήσεις που αποτελούν την ραχοκοκαλιά της καχεκτικής ελληνικής οικονομίας. Των επιχειρήσεων που φοροδιαφεύγουν νόμιμα ή παράνομα, που παίρνουν όλο και πιο φτηνό ρεύμα την ίδια στιγμή που όσες απ’ αυτές έχουν μπει στην μπίζνα με τις ΑΠΕ το πουλάν πανάκριβο, που έχουν πλουτίσει από την φτηνή εργασία και τις επιδοτήσεις της ΕΕ, που τσακώνουν κάποιες από τις δεκάδες απευθείας αναθέσεις έργων, που βρίσκονται στις λίστες Πέτσα, που αρνούνται παρά την τεράστια αύξηση των κερδών τους εν μέσω πανδημίας να απορροφήσουν τις αυξήσεις στις τιμές. Των ντόπιων επιχειρήσεων που συνεχίζουν να εφορμούν στα Βαλκάνια αλλά των ξένων επιχειρήσεων που ήρθαν να επενδύσουν μέσα στην απέραντη εργασιακή έρημο που άφησαν πίσω τους 12 χρόνια λιτότητας και μνημονίων.
Για αυτό και ο κ. Μητσοτάκης φρόντισε να διευκρινίσει πως από τον Ιούνιο θα μειώσει κι άλλο τις εργοδοτικές εισφορές, την ίδια στιγμή που οι «κοινωνικοί εταίροι» γκρινιάζουν για αυτό το «επιπλέον βάρος» που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε νέα κατάρρευση των ασφαλιστικών ταμείων των εργαζομένων.
Την ίδια στιγμή, άλλοι υπεύθυνοι «κοινωνικοί εταίροι», όπως η ΓΣΕΕ και η αξιωματική αντιπολίτευση, ζητούν τα 713 να γίνουν 751 και 800 αντίστοιχα, θυμίζοντάς μας την απόσταση των στελεχών τους από τα πραγματικά προβλήματα και την καθημερινότητα των ανέργων και των εργαζομένων, της κοινωνικής πλειοψηφίας που αδυνατεί πλέον να ζήσει χωρίς να δανείζεται, χωρίς να στερείται.
Με την καπιταλιστική κρίση, την πανδημία και τις πολεμικές συγκρούσεις στην Ουκρανία αλλά και σε άλλα σημεία του πλανήτη να μαίνονται, η επίθεση στο εισόδημα και στις συνθήκες ζωής των εργαζομένων θα επιδεινώνονται διαρκώς.
Και είναι αυτό το σταυροδρόμι του χρόνου, απ’ αυτά που η ιστορία που και που συναντά, που ΟΛΟΙ, είτε πρόκειται για τους πολίτες, είτε πρόκειται για τα πολιτικά κόμματα, καλούνται να ξανασκεφτούν «με ποιους θα παν και ποιους θ’ αφήσουν».
Η Realpolitik, γαλάζια ή πράσινη-ροζ, παράγωγο των think tank της Ε.Ε. και του ντόπιου κεφαλαίου εφαρμόζεται εδώ και πολλά χρόνια με τα γνωστά αποτελέσματα.
Είναι η πολιτική που πηγάζει από τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας και που ασκείται για να τα υπηρετήσει, η οποία πρέπει να (ξανά)βγει στο προσκήνιο της καθημερινότητας αλλά και της κεντρικής πολιτικής σκηνής.
Αυτήν την πολιτική χτίζουν, από τα κάτω και βήμα το βήμα εδώ πολλούς μήνες, οι ντελιβεράδες της e-food, οι επίμονοι λιμενεργάτες της cosco, οι απολυμένοι -πλέον- εργαζόμενοι στα Πετρέλαια Καβάλας, οι βιομηχανικοί εργάτες της Λάρκο, οι απεργοί της Lidl, οι εργάτες γης που διεκδικούν καλύτερα μεροκάματα, οι εξαντλημένοι υγειονομικοί που παλεύουν για να κρατήσουν το ΕΣΥ δημόσιο, οι δασκάλες που παλεύουν με την αξιολόγηση και ζητούν προσλήψεις, οι μαθητές και οι μαθήτριες που μένουν εκτός πανεπιστημίων γιατί γεννήθηκαν σε λάθος τάξη και λάθος εποχή, η νέα εργατική βάρδια που ιδρώνει στα κάτεργα του τουρισμού και του επισιτισμού και δίνει τις δικές της μάχες.
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι το καταλαβαίνουν. Ότι είναι ρεαλιστικό για τους λίγους, είναι αποπνικτικό για τους πολλούς, ενώ προφανώς ισχύει και το αντίθετο.
Η μνήμη χρυσόψαρου στερεύει, οι αυταπάτες στερεύουν κι αυτές και την 1η του Μάη οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης και εκατοντάδων πόλεων της Ελλάδας και του κόσμου, θα βροντοφωνάξουν για την πολιτική που έχουμε ανάγκη, για την πολιτική της εργατικής τάξης:
Για αυτούς που χτίζουνε τον κόσμο ποτέ δεν είναι αργά.