in

Majd Albatran: Έζησα 14 επαναπροωθήσεις στην Ελλάδα

Συνέντευξη στη Σταυρούλα Πουλημένη

Απέναντι στους ισχυρισμούς της χώρας ότι δεν γίνονται επαναπροωθήσεις προσφύγων και μεταναστών έχουν υπάρξει δεκάδες καταγγελίες, το διαβεβαιώνει τελευταία η επίσημη έκθεση της ΟLAF. Τίποτα ωστόσο δεν έχει αλλάξει στη στάση της κυβέρνησης απέναντι στους πρόσφυγες που, για να φτάσουν στη χώρα μας και να ενταχθούν σε μια διαδικασία ασύλου, πρέπει να υπόκεινται σε μια απίστευτη ταλαιπωρία ενός επικίνδυνου ταξιδιού και στη συνέχεια σε ένα διαρκές βασανιστήριο που έχει ως αποτέλεσμα πολλές φορές να χάνουν και τη ζωή τους. Οι νεκροί του Έβρου και του Αιγαίου γίνονται θέμα στις ειδήσεις μόνο για μία ή δύο μέρες. Έπειτα οι ζωές χάνουν την αξία τους, γίνονται αριθμοί σε μια λίστα αγνοουμένων, σωροί σε μαύρες σακούλες, άνθρωποι που τους κλαίνε μόνο οι δικοί τους, οι συμπατριώτες τους, οι γονείς, οι φίλοι τους. Όσοι επιζήσουν, κουβαλούν ένα τεράστιο δυσεπούλωτο τραύμα το οποίο με τη σειρά του προστίθεται σε νέα τραύματα όταν τελικά καταφέρουν να φτάσουν στη χώρα μας. Εδώ τους περιμένει ένας νέος αγώνας για να βρουν κάπου να μείνουν, να υποστούν την έξωση από το σπίτι που έμεναν, να κάνουν τα χαρτιά τους μήπως και κάποια στιγμή καταφέρουν να φύγουν για κάπου καλύτερα. Έτσι είναι η προσφυγιά θα πει κανείς. Γιατί όμως πρέπει να είναι έτσι η προσφυγιά; Θα το δεχόταν να το ζήσει αυτό κάποιος από τους θιασώτες του «ευρωπαϊκού τρόπου ζωής»; Ούτε μισή ώρα.

Η μαρτυρία που ακολουθεί είναι του Majd Albatran, ενός πρόσφυγα που έχοντας βιώσει 14 φορές επαναπροώθηση ανακάλυψε στα σύνορα ότι πάσχει από νεφρική ανεπάρκεια. Ο Μajd είναι 27 ετών σήμερα, βρίσκεται στην Ολλανδία προσπαθώντας να λύσει τα προβλήματα της υγείας του και να ζήσει με αξιοπρέπεια. Η κυβέρνηση θα πει ότι δεν έγινε, ότι είναι «fake news», έχει περάσει άλλωστε και καιρός. Δεν είναι όμως όλοι οι άνθρωποι έτοιμοι να πουν ό,τι βίωσαν τη στιγμή που το βιώνουν. Επιπλέον δεν υπάρχουν πάντα «αυτιά» να τους ακούσουν.

«Είμαι από τη Συρία, έφυγα από τη χώρα μου όταν ήμουν 18 ετών παρατώντας τις σπουδές μου στο Χαλέπι εξαιτίας του πολέμου. Φύγαμε πρώτα για τον Λίβανο όπου έζησα εφτά χρόνια αλλά ούτε και εκεί ήταν εφικτό να ζήσουμε, ο ρατσισμός ήταν διάχυτος και έτσι ξαναφύγαμε για την Τουρκία όπου μείναμε περίπου έναν περίπου χρόνο. Πήραμε την απόφαση να ταξιδέψουμε για την Ελλάδα μέσω του Έβρου. Έκανα 14 προσπάθειες από διαφορετικά σημεία. Κάθε φορά μας έπιαναν και μας έστελναν πίσω, κάθε φορά βίωνα μια παρόμοια ιστορία επαναπροώθησης όπου κατέληγα μαζί με συμπατριώτες μου γυμνός, χωρίς λεφτά, χωρίς κινητό. Μετά επιστρέφαμε στην Istanbul και ξαναπροσπαθούσαμε.

Μια από τις τελευταίες φορές που περάσαμε τον Έβρο ήμασταν 15 άτομα και ένας συνεργάτης του διακινητή. Κοιμηθήκαμε κάπου έξω το βράδυ. Επειδή περπατούσαμε εννιά με δέκα ώρες, τους είπα ότι δεν μπορώ να περπατήσω άλλο και θα πάω να βρω την αστυνομία. Υπήρχε ένα χωριό εκεί κοντά, πήγα στην εκκλησία, μίλησα με τον παπά και είπα ότι χρειάζομαι έναν γιατρό. Ήρθε η αστυνομία συνέλαβε εμένα και τον αδερφό μου και μας πήγαν σε μια φυλακή που είχε δύο δωμάτια. Πρόκειται για ένα κτίριο-φυλακή κοντά στον Έβρο (Ισάακιο) γνωστό ως Abu Riha (οι μετανάστες αποκαλούν έτσι αυτή τη φυλακή λόγω της δυσοσμίας), όπου συνήθως γίνονται οι βασανισμοί.

Πρόκειται για βίντεο του Consolidated Rescue Group που δείχνει βίντεο από το εσωτερικό της φυλακής.

Στην αρχή ήμασταν 20-30 άτομα, στη συνέχεια 200. Ήταν χειμώνας, Φεβρουάριος του 2021. Μας έβγαλαν τα ρούχα, τα παπούτσια και τις κάλτσες και στη συνέχεια με άφησαν να βάλω ένα παντελόνι και ένα μπλουζάκι. Μας χτυπούσαν με μία στέκα μπιλιάρδου. Αυτό ήταν το καλωσόρισμα!  Ήταν άνθρωποι που έλεγαν ότι ήταν από την Frontex και μετανάστες με τους οποίους συνεργάζονταν. Τους τελευταίους τους λέμε «αναλώσιμους»: πρόκειται για μετανάστες τους οποίους χρησιμοποιούν για κάποιους μήνες προκειμένου να βασανίζουν άλλους μετανάστες και να βοηθούν στις επαναπροωθήσεις με την υπόσχεση να πάρουν χαρτιά. Αυτοί πληρώνουν 4.000-5.000 δολάρια σε κάποιον μεσάζοντα στην Istanbul, μέσω του οποίου έρχονται σε επαφή με τις ελληνικές αρχές και τη συνοριοφυλακή.

Στη συνέχεια μας έβαλαν σε ένα βαν το οποίο χωρούσε 15 άτομα αλλά εμείς ήμασταν 50. Κοιτούσαμε το πάτωμα, δεν έπρεπε να κοιτάμε έξω. Όλοι είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους με κουκούλες, αλλά από τη γλώσσα που μιλούσαν μπορούσα να καταλάβω ότι ήταν από ευρωπαϊκές χώρες, μάλλον μέλη της Frontex. Μας πήγαν ξανά στο ποτάμι σε ένα άλλο μέρος που συνήθως κάνουν τις επαναπροωθήσεις, μας έβαλαν σε μια βάρκα αφού είδαν ότι δεν υπήρχαν Τούρκοι στρατιωτικοί από την άλλη πλευρά. Ήταν τρεις βάρκες, έκαναν το δρομολόγιο εφτά φορές. Πριν μας βάλουν στην βάρκα, οι μετανάστες-αναλώσιμοι μας έψαξαν για λεφτά, το κινητό μου το είχαν πάρει στη φυλακή, μας χτυπούσαν μέχρι να βεβαιωθούν ότι δεν είχαμε λεφτά. Όταν βρεθήκαμε στην τουρκική πλευρά έπρεπε να τρέξουμε γρήγορα γιατί ξέρουμε ότι και εκεί χτυπούν κόσμο. Αν σε πιάσουν εκεί μπορεί, στην καλύτερη, να σε αφήσουν ή να σε επαναπροωθήσουν με τη βία στην Ελλάδα.

Στην τουρκική πλευρά υπάρχουν ταξί τα οποία γνωρίζουν τι γίνεται και εμφανίζονται αφότου περάσουμε τα σύνορα. Τους πληρώνουμε όταν φτάσουμε στην Istanbul. Μας λένε να πάρουμε από το κινητό τους κάποιον γνωστό μας για να πληρωθούν εκεί. Η ταρίφα είναι 50 ευρώ το άτομο.

Μετά από 20 μέρες ξαναπροσπάθησα. Πέρασα 2-3 μέρες κοντά στο συνοριακό πέρασμα. Στη Θεσσαλονίκη έφτασα μετά από 14 προσπάθειες. Όταν έφτασα στην πόλη, έμεινα σε κάποια σπίτια που νοικιάζουν μετανάστες, η διαμονή κοστίζει 10 ευρώ το βράδυ. Μετά από κάποιο διάστημα αποφάσισα να συνεχίσω μαζί με άλλους για τη Βόρεια Μακεδονία. Πήρα έναν υπνόσακο και με ένα αμάξι έφτασα στα σύνορα. Μείναμε 18 μέρες στο δάσος. Είχαμε λίγα λεφτά και φαγητό. Μια φορά μας έπιασαν από την Βόρειομακεδονική πλευρά, μας χτύπησαν και εκεί.

Παραπόταμος κοντά στην Ειδομένη που χρησιμοποιούσαν οι πρόσφυγες για να πλυθούν

Συνεχίσαμε αναγκαστικά να προσπαθούμε, περπατούσαμε ξανά επί ώρες, ένας από μας δεν μπορούσε να περπατήσει, ήταν πολύ αδύνατος και άρρωστος. Τον κράτησα στα χέρια μου όσο άντεχα. Στη συνέχεια τον πήραν μαζί τους άλλα εννιά άτομα που κατάφεραν να περάσουν στην γειτονική χώρα και να φτάσουν στα σύνορα με την Σερβία. Εμάς μας έπιασαν ξανά. Μετά από μέρες έμαθα ότι ο άνδρας πέθανε με το που έφτασε στα σύνορα, είπαν ότι είχε Covid και πέθανε από επιπλοκές καθώς δεν είχε δυνατότητα για ιατρική φροντίδα. Ρώτησα έναν φίλο του, μου είπε ότι το σώμα του πρήστηκε, είχε κάνει κατακράτηση υγρών, δεν λειτουργούσαν τα νεφρά του, ακριβώς αυτό που έπαθα και εγώ αργότερα…

Μείναμε άλλες έξι μέρες στο δάσος, πάτησα κάτι γυαλιά με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια πληγή στο δεξί μου πόδι, δεν μπορούσα να περπατήσω, έπρεπε να γυρίσουμε Θεσσαλονίκη. Το σώμα μου άρχισε να πρήζεται, δυσκολευόμουν να αναπνεύσω, είχα ταχυκαρδία. Έμεινα ξανά σε ένα σπίτι στη Μοναστηρίου. Φοβόμουν να πάω στο νοσοκομείο αλλά δεν άντεχα πλέον είπα μέσα μου “ας με πιάσουν”. Ήταν 11 Οκτωβρίου του 2021 όταν πήγα στο νοσοκομείο Παπαγεωργίου που εφημέρευε. Αρχικά φοβήθηκαν να με πάρουν στα επείγοντα, ωστόσο είδαν ότι δε μπορούσα να περπατήσω. Ένα γιατρός τότε με έβαλε σε καροτσάκι, μου πήραν αίμα και μου έκαναν PCR. Ξαφνικά άρχισαν οι γιατροί να τρέχουν, με έβαλαν σε φορείο, μου έκαναν εξετάσεις, έπεσαν πολλοί γιατροί πάνω μου,  εξέτασαν την καρδιά, το συκώτι, τα πνευμόνια μου. Το βράδυ μου έβαλαν καθετήρα στην καρδιά. Διαγνώσθηκα με νεφρική ανεπάρκεια.

Μου ζήτησαν να επικοινωνήσω με τους συγγενείς μου. Δεν ήθελα να το μάθουν οι γονείς μου. Έδωσα το τηλέφωνο του πρώην αφεντικού μου στον Λίβανο. Ήξερα το πρόβλημα με τα νεφρά από τον παππού μου που πέθανε από αυτό, δεν ήξερα ωστόσο ότι αντιμετώπιζα κάτι παρόμοιο. Μετά από μέρες κατάφερα να μιλήσω χωρίς τη βοήθεια οξυγόνου. Οι γιατροί με ρώτησαν γιατί δεν είχα έρθει νωρίτερα. Τι να τους απαντήσω; Τους είπα ότι έχω υποστεί επαναπροωθήσεις και φοβόμουν να πάω στο νοσοκομείο. Τελικά ήρθε η αστυνομία στο νοσοκομείο, μου πήρε αποτυπώματα. Οι γιατροί ήταν κοντά μου όταν έφτασε η αστυνομία. Μια γιατρός μάλιστα μου είπε ότι όταν είναι οι γιατροί παρόντες η αστυνομία αντιμετωπίζει τους μετανάστες λιγότερο άσχημα. Η κοινωνική λειτουργός του νοσοκομείου έκανε τα πάντα για να με βοηθήσει με τα έγγραφα. Μου έδωσαν ένα μηχάνημα οξυγόνου για ένα μήνα και πήρα εξιτήριο για να μείνω στο σπίτι που έμενε κάποιος γνωστός μου.

Από το νοσοκομείο ήρθαν σε επαφή με μια ΜΚΟ για να μείνω σε ένα σπίτι στην Σταυρούπολη. Έπρεπε να πηγαίνω τρεις φορές την εβδομάδα για αιμοκάθαρση. Πήγα με τη βοήθεια της κοινωνικής λειτουργού στην Υπηρεσία Ασύλου για να βγάλω ΑΜΚΑ. Η αίτηση ασύλου μου είχε υψηλή προτεραιότητα λόγω ασθένειας και εγκρίθηκε σε 9 μήνες.

Έκανα αίτηση να μπω στο πρόγραμμα HELIOS. Μέσα από ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης συνάντησα την εκπαιδευτικό Ζωή Αλεξοπούλου και κάναμε μαθήματα ελληνικών. Στο μεταξύ το νοσοκομείο συνεννοήθηκε με μια άλλη ιδιωτική κλινική στην Ευκαρπία να πηγαίνω για τις αιμοκαθάρσεις μου. Η γιατρός της ιδιωτικής κλινικής έκανε αίτηση στο Υπουργείο Υγείας για να μπω στη λίστα αναμονής για μεταμόσχευση νεφρού και μου είπε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι περιμένουν περίπου εφτά χρόνια. Τότε, όμως, αντιμετώπισα επιπλέον δυσκολίες, δεν είχα ασφάλιση, δεν μπορούσα να εργαστώ και οι εξετάσεις κόστιζαν πολλά χρήματα τα οποία δεν είχα. Χρειαζόταν επίσης και ένα έγγραφο από Συρία που να δείχνει ότι δεν βρίσκομαι σε λίστα άλλης χώρας, πράγμα που δεν έβγαζε νόημα γιατί στην Ελλάδα αντιλήφθηκα τι πρόβλημα έχω. Επειδή δεν μπορούσα να πάρω το χαρτί από τη Συρία αποφάσισα να φύγω στην Ολλανδία, να κάνω τις θεραπείες μου εδώ. Ήδη μόλις έφτασα με έβαλαν στο νοσοκομείο για τη θεραπεία και μπήκα στη λίστα για μεταμόσχευση.

Έχω κάνει αίτηση ασύλου στην Ολλανδία, δούλευα μέχρι πρόσφατα εθελοντικά ως διερμηνέας τρεις ώρες την εβδομάδα με την οργάνωση που διαχειρίζεται τα καμπ και ξεκίνησα να μαθαίνω τη γλώσσα. Τις επαναπροωθήσεις τις θυμάμαι ως μια φριχτή εμπειρία, χιλιόμετρα περπατήματος ξυπόλητος, να μην αισθάνεσαι τα πόδια σου, γυμνός χωρίς τα πράγματά σου και μετά από χτυπήματα στο σώμα. Το μόνο που μας έδινε δύναμη ήταν η απόγνωση: έπρεπε να συνεχίσουμε. Πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν στα δάση στην Ελλάδα, στον Έβρο, στην ελληνική και την τουρκική πλευρά. Φοβόμασταν ότι αν μείνουμε στην Τουρκία θα μας επέστρεφαν στη Συρία, πολύ συχνά γίνονται επαναπροωθήσεις και από την Τουρκία στη Συρία και ας λένε ότι οι πρόσφυγες επιστρέφουν επειδή το θέλουν. Το μόνο που κρατάω γλυκά στην ανάμνησή μου είναι οι γιατροί, οι νοσοκόμες και οι εκπαιδευτικοί που μου φέρθηκαν πολύ καλά και με μερικούς από αυτούς-ες έχουμε κρατήσει επαφή. Μάλιστα μια από τις νοσοκόμες επειδή δε μπορούσε να πει το όνομά μου με «βάφτισε» Μάκη.

Τώρα προσπαθώ να πατήσω στα πόδια μου. Θέλω να συνεχίσω τις σπουδές μου στο computer engineering με ειδικότητα στην κυβερνοασφάλεια. Μα πάνω απ’ όλα θέλω να βρω την υγεία μου, να κάνω την μεταμόσχευση νεφρού που χρειάζομαι. Εδώ έχω την μοναδική ευκαιρία να το κάνω».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σύλλογος Μεταφραστών Επιμελητών Διορθωτών: Utopia ή μήπως Dystopia;

Παρουσίαση του βιβλίου του Μιχάλη Μαραγκάκη: Άρνηση στράτευσης, οδοιπορικό για τους αντιρρησίες συνείδησης