Ανατρέχουμε στο έργο ενός ακόμα σπουδαίου σκηνοθέτη που σημάδεψε τις τελευταίες δεκαετίας. Σημερινή μας επιλογή το “Lundi Matin” (2001) του Οτάρ Ιοσελιάνι. Ένας αληθινός καλλιτέχνης της ζωής. Σπούδασε μουσική στην Τυφλίδα, από εκεί βρέθηκε στην Μόσχα για να ασχοληθεί με τα μαθηματικά, ωστόσο κάποια στιγμή η έβδομη τέχνη τον κέρδισε. Δάσκαλοί του οι Αλεξάντρ Ντοβζένκο και Μιχαήλ Τσιαουρέλι. Ο νεαρός όμως τότε Ιοσελιάνι γρήγορα θα διαφοροποιηθεί από το ρεύμα του σοβιετικού κινηματογράφου της εποχής και θα βάλει τη δική του πινελιά σε μία νέα εποχή.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Επιλέξαμε μία ιδιαίτερη, πικρή θα λέγαμε κωμωδία. Ο Βενσάν είναι ένας συμβατικός οικογενειάρχης. Κάθε πρωί περνάει το τρένο της γραμμής και τον πηγαίνει στο εργοστάσιο που δουλεύει ως ηλεκτροσυγκολλητής. Πίσω στο σπίτι τον περιμένουν η γυναίκα και τα δύο του παιδιά. Ο ίδιος όμως δε νιώθει καλά με τον εαυτό του. Του λείπει η εσωτερική ελευθερία που θα του δώσει το έναυσμα να δημιουργήσει. Θέλει τόσο πολύ να ζωγραφίσει, μα πάντα κάτι βρίσκεται να βάλει στην άκρη το πάθος του. Mία επαναλαμβανόμενη ρουτίνα που καθημερινά τον εξαντλεί. Ψάχνει μία ανάσα, έναν τρόπο διαφυγής. Θα βρεθεί στη Βενετία.
Από τις ατέλειωτες πεδιάδες της πατρίδας του βρίσκεται κοντά στο νερό. Ο άνθρωπος επιστρέφει εκεί που ανήκει. Για τον πρωταγωνιστή μας αυτός ο κύκλος είναι συνεχής, σα να είναι εγκλωβισμένος στα αδιέξοδά του. Ο συντηρητισμός της επαρχίας δεν τον αφήνει να εξελιχθεί, αλλά κι όταν βρεθεί στην κοσμοπολίτικη Ιταλία και πάλι κάτι θα τον κρατάει πίσω. Θα ορθώνονται τείχη κι εμπόδια. Δεν μπορεί να βιώσει ένα αίσθημα βαθιάς ολοκλήρωσης. Πάντα κάτι του λείπει. Μία πεσιμιστική ματιά, μία επαφή με την ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
-“Στην πατρίδα μου οι άνθρωποι δε χορεύουν”. – “Το πνεύμα της Βενετίας ποτέ δε θα το καταλάβουν οι τουρίστες”. Φράσεις σαν μικροί γρίφοι. Ο Βενσάν μοιάζει φιλομαθής, στην πραγματικότητα όμως υποφέρει και προσπαθεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Παράλληλα δε ξεχνά τους δικούς και στέλνει καρτ-ποστάλ με το ταχυδρομείο. Είμαστε στο 2001 όχι και τόσο μακριά από το σήμερα κι όμως δεν υπάρχουν κινητά τηλέφωνα και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κάθε σκηνή καλά μελετημένη, σαν κίνηση σε σκακιέρα. Η τέχνη θέλει χρόνο, απαιτεί αφοσίωση.
Η ταινία μοιάζει συνολικά με έναν πίνακα ζωγραφικής. Μία Δευτέρα που συμβολίζει από την μία την αρχή, την εκκίνηση, την αφετηρία, αλλά από την άλλη την κούραση, την κόπωση, την έλλειψη διάθεσης. Η σύνθετη προσωπικότητα του σκηνοθέτη, το μοντάζ που επιμελείται ο ίδιος κι η εξαιρετική φωτογραφία του William Lubtschannsky δένουν ιδανικά. Ένα ιδανικό πορτραίτο σύγκρουσης των “θέλω” και των “πρέπει”. Κάθε τέλος, μία καινούρια αρχή φαινομενικά κι όμως ένας αέναος κύκλος στην πραγματικότητα.
Από τους “Ευνοούμενους του Φεγγαριού” (1984) και το Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στην ασημένια Άρκτο σκηνοθεσίας, αλλά και το Βραβείο FIPRESCI στο Βερολίνο (2002). Σαν να παρακολουθούμε το ταξίδι του ίδιου του Ιοσελιάνι. Η μουσική παιδεία, η πειθαρχία και το αερόστατο να συμβολίζει την ελπίδα. Το τρένο περνάει. Η συνήθεια επιστρέφει. Η επανάσταση έμεινε κάπου στην μέση. Ως εφικτή απόδραση μένουν ελάχιστες στιγμές ξαπλωμένος στο γρασίδι να καπνίζει, να σκέφτεται και να ονειρεύεται το ταξίδι λύτρωσης της ψυχής.