Μετάφραση: Κατερίνα Τσαποπούλου
ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΤΗΣ ISTANBUL
Μας εντόπισαν στις 1.58 τα ξημερώματα της Πέμπτης. Στη βάρκα μου, τη Hio, που συμμετείχε στην αποστολή της Global Sumud Flotilla, επιβιβάστηκαν πέντε Ισραηλινοί στρατιώτες με τα αυτόματα όπλα στραμμένα επάνω μας και τους δείκτες λέιζερ να μας σημαδεύουν. Έναν ακριβώς μήνα μετά την αναχώρηση από τη Barcelona.
Επάνω στο πλοίο οι στρατιώτες μας επέτρεψαν να πάμε στην τουαλέτα, να φάμε, να πιούμε και να καπνίσουμε. Οδήγησαν τη βάρκα προς το λιμάνι του Ashdod. Μείναμε δεμένοι στην προβλήτα για δυο ώρες περίπου. Πριν μας αφήσουν να κατέβουμε, ένας στρατιώτης θέλησε να μιλήσει με τον καπετάνιο μας “My friend, my friend, listen to me, questa ti piacerà: quando i nani proiettano ombre lunghe vuol dire che il sole è basso” (My friend, my friend, listen to me, αυτή θα σου αρέσει: όταν οι νάνοι ρίχνουν μακριές σκιές σημαίνει ότι ο ήλιος είναι χαμηλά). Αυτή ήταν η τελευταία του φράση.
Κατεβαίνοντας, άκουσα κάποιον από τις άλλες βάρκες της αποστολής να φωνάζει ότι η αστυνομία θα είναι χειρότερη. Πάτησα το πόδι μου στη στεριά και πριν καν το καταλάβω, ένας αστυνομικός μου έπιασε το χέρι και το γύρισε πίσω από την πλάτη μου, όσο πιο δυνατά μπορούσε. Έπειτα μας έβαλαν να καθίσουμε στο πάτωμα, πάνω σε μια τσιμεντένια επιφάνεια.
Η Greta Thunberg τυλίχτηκε με την ισραηλινή σημαία, σαν να ήταν λάφυρο πολέμου. Την έβαλαν να καθίσει σε μια γωνία, οι αστυνομικοί τη περικύκλωσαν και έβγαζαν σέλφι.
Εκεί συγκέντρωσαν όλους. Λίγο πριν από εμένα είχε κατέβει η Greta Thunberg. Ένα κορίτσι είκοσι δύο ετών, μια θαρραλέα γυναίκα. Την τύλιξαν με την ισραηλινή σημαία, σαν να ήταν λάφυρο πολέμου. Την έβαλαν να καθίσει σε μια γωνία, ένας αστυνομικός της έλεγε ότι εκεί ήταν ένα “special place for a special girl”. Άλλοι την περικύκλωσαν και έβγαζαν σέλφι με τη Greta παγιδευμένη μέσα στη σημαία.
Έπειτα ξέσπασαν πάνω σε ένα άλλο κορίτσι, τη Hanan. Την ανάγκασαν να καθίσει μπροστά στην ισραηλινή σημαία για να την κοιτάζει. Κλοτσούσαν ανθρώπους, μας διέταζαν να σκύβουμε τα κεφάλια και να κοιτάμε κάτω, όποιος σήκωνε το βλέμμα τον έβαζαν στα γόνατα. Ένας ηλικιωμένος ακτιβιστής ούρησε πάνω του. Κάθε αντικείμενο που θύμιζε την Παλαιστίνη το έπαιρναν, το πέταγαν στο έδαφος και το πατούσαν. Έσκισαν σε όλους τα βραχιολάκια από τους καρπούς. Μια κοπέλα την έσυραν στο πάτωμα επειδή το βραχιολάκι δεν έσπαγε. Και δεν ήταν καν η παλαιστινιακή σημαία, ήταν της Σομαλίας.
Έμεινα πάνω στο τσιμέντο δυο ώρες, άλλοι για πέντε ή έξι. Ζήτησαν τα διαβατήρια των Ιταλών και μας έβαλαν να περάσουμε από τον έλεγχο μετανάστευσης. Εκεί μου άνοιξαν το σακίδιο, και ό,τι θύμιζε την Παλαιστίνη το έπαιρναν και το πέταγαν στα σκουπίδια. Στην τσάντα μου βρήκαν και ένα αντίγραφο του Κορανίου και τρελάθηκαν, σαν να είχαν πάθει βραχυκύκλωμα. Πείστηκαν ότι είμαι μουσουλμάνος και για δύο ώρες κάθε αστυνομικός που περνούσε από μπροστά μου με χλεύαζε.
Στο νεσεσέρ βρήκαν ροζ μωρομάντηλα και μου είπαν “είσαι γυναίκα”, γελούσαν και χτυπούσαν ο ένας τον άλλο στην πλάτη. Μετά τον έλεγχο των συνόρων μας έβαλαν να γδυθούμε, αφήνοντάς μας μόνο με τα εσώρουχα. Περάσαμε δύο ανακρίσεις, μόνο στη μία υπήρχε παρούσα μια δικηγόρος. Μας ρώτησαν αν θέλαμε να απελαθούμε, και στο τέλος η ανακοίνωση ήταν ότι πάμε φυλακή. Εκεί έφτασε ο Itamar Ben Gvir, υπουργός εθνικής ασφάλειας του Ισραήλ. Μας περίμενε στο Ashdod για να βεβαιωθεί ότι θα μας μεταχειριστούν σαν τρομοκράτες, επειδή πίστευε πως είμαστε.
Μας το ούρλιαξε, ότι είμαστε τρομοκράτες. Τον είχα ακριβώς μπροστά μου. Μπροστά του οι Ισραηλινοί αστυνομικοί θέλησαν να δείξουν τη σκληρότητά τους. Μας έδεσαν τα μάτια και μας έβαλαν tie wraps στους καρπούς, πολύ σφιχτά.
Μας έβαλαν σε ένα θωρακισμένο όχημα, φορώντας μόνο ένα λεπτό μπλουζάκι, με τον κλιματισμό στο μέγιστο, έκανε πολύ κρύο. Μαζί μας υπήρχε ένας Σκωτσέζος, που κατάφερε να λυθεί και με τη βοήθεια ενός Ιταλού, του Marco, χαλάρωσαν τα δεσμά όλων. Όταν είδαμε τους συντρόφους να κατεβαίνουν από τα άλλα οχήματα, είχαν τα χέρια τους μελανιασμένα. Κάποιοι φορούσαν τις πλαστικές χειροπέδες από την ώρα της σύλληψης και ταξίδεψαν έτσι ως τη φυλακή, από τις δύο το πρωί ως τις τέσσερις το απόγευμα..
Την πρώτη νύχτα δεν μας άφησαν να κοιμηθούμε, ερχόντουσαν και μας ξυπνούσαν ή έβαζαν τα μεγάφωνα στη διαπασών. Τη δεύτερη νύχτα μας μετέφεραν σε άλλα κελιά. Δεν μας έδωσαν ποτέ εμφιαλωμένο νερό, υπήρχε μόνο το νερό της βρύσης, που έβγαινε καυτό. Διαμαρτυρηθήκαμε, χτυπήσαμε τις σιδερένιες πόρτες, φωνάξαμε “Ελεύθερη Παλαιστίνη” και τραγουδήσαμε “Bella Ciao”.
Στο δεύτερο κελί μαζί μου ήταν ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας από την εποχή του Ahmet Davutoglu. Είχε σπασμένο χέρι, πρησμένο. Το έδεσε μόνος του γιατί δεν του έδωσαν ούτε επίδεσμο ούτε παυσίπονο. Φάρμακα δεν έδωσαν σε κανέναν, ούτε σε έναν άντρα με επιληψία. Διαμαρτυρηθήκαμε, ζητήσαμε γιατρό. Τη δεύτερη μέρα ήρθε η προξενική αντιπροσωπεία, η Ιταλίδα πρόξενος μας ρώτησε αν είχαμε υποστεί κακοποιήσεις και μας είπε ότι αν υπογράφαμε την απέλαση, θα μας επέστρεφαν στην Ιταλία την επόμενη μέρα.
Πολλοί πείστηκαν να υπογράψουν αλλά δεν ξέρω τι συνέβη σε όσους δεν το έκαναν, υπάρχουν ακόμη δεκαπέντε Ιταλοί κρατούμενοι. Εγώ υπέγραψα, ήταν ένα έγγραφο στο οποίο αποδεχόμουν να παραιτηθώ από τη δίκη και να απελαθώ εντός εβδομήντα δύο ωρών. Καμία ομολογία ενοχής.
Έγιναν νέες ανακρίσεις. Μας ανέκρινε ένας δικαστής, χωρίς δικηγόρο. Ζητήσαμε νομική εκπροσώπηση, απάντησαν ότι δεν ήταν απαραίτητη, ήταν απλώς μια “συζήτηση”. Παρ’ όλα αυτά μείναμε σιωπηλοί. Εγώ απλώς δήλωσα ότι είμαι δημοσιογράφος που εκτελεί το επάγγελμά του και ότι δεν θα μιλούσα για τίποτε άλλο χωρίς δικηγόρο ή προξενική παρουσία. Με ρώτησαν γιατί ήθελα να πάω στη Γάζα, αν δεν ήξερα ότι υπάρχει αποκλεισμός. Σε άλλους έκαναν πιο “πολιτικές” ερωτήσεις, για τους Αδελφούς Μουσουλμάνους.
Το επόμενο βράδυ οι φύλακες έγιναν πιο βίαιοι. Η Ιταλίδα πρόξενος είχε μόλις φύγει, είχε έρθει να συγκεντρώσει άλλες “υπογραφές” για την απέλαση, όταν έφτασαν οι ειδικές δυνάμεις. Άνοιξαν διάπλατα τα κελιά, μας σημάδεψαν με τα όπλα και έκαναν προσκλητήριο. Σε ορισμένα κελιά έβαλαν σκυλιά να επιτεθούν. Σε ένα κελί βρήκαν μια επιγραφή “Palestine”, την είχαν γράψει οι κρατούμενοι με κομματάκια από πιπεριά και νερό της βρύσης. Για να τη σβήσουν, οι αστυνομικοί έριξαν κουβάδες χλωρίνη, και τη νύχτα οι κρατούμενοι κοιμήθηκαν με τα στρώματα ποτισμένα.
Εκείνη τη νύχτα, ως αντίποινα, ανακατέψανε ξανά τους κρατούμενους στα κελιά. Ήμασταν δέκα, γίναμε δεκαπέντε, ώστε να μην υπάρχει χώρος για όλους. Γυρίσαμε τα στρώματα για να μπορέσουμε όλοι να ακουμπήσουμε τα κεφάλια μας κάπου. Στο κελί μου ήταν ο Maso Notarianni και ένας σύμβουλος του Partito Democratico της Lombardia, ο Paolo Romano.
Είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν σε έναν πραγματικά βάρβαρο τόπο και ήλπιζα βαθιά να τελειώσει σύντομα αυτή η βαρβαρότητα.
Χθες το πρωί, πολύ νωρίς, μας ξύπνησαν και μας φόρτωσαν στο ίδιο θωρακισμένο όχημα με το οποίο μας είχαν μεταφέρει εκεί. Νομίζαμε ότι μας πήγαιναν στο αεροδρόμιο, αλλά κοιτούσαμε τις πινακίδες από τις χαραμάδες του οχήματος, φοβόμασταν μήπως μας μετέφεραν σε άλλο κέντρο κράτησης.
Το ταξίδι κράτησε τρεις ώρες, έκανε αφόρητη ζέστη, δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Ζητήσαμε νερό, μας είπαν ότι ήμασταν σχεδόν στον προορισμό μας. Στο αεροδρόμιο της Eliat μας έβαλαν σε αεροπλάνο με προορισμό την Istanbul. Εκεί μας υποδέχτηκαν πανηγυρικά, μια προπαγάνδα τύπου Erdogan. Μια βουλευτής του κόμματός του μας υποδέχτηκε με καινούρια ρούχα, παπούτσια για όλους και kefieh. Αργά το βράδυ επιβιβαστήκαμε στο τελευταίο αεροπλάνο, με προορισμό τη Ρώμη.
πηγή::ilmanifesto.it