Ι. Η τέταρτη πολιτική θεωρία
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να γραφτούν αυτές οι γραμμές, γιατί είναι εξαιρετικά δύσκολο να αξιολογήσεις μια κατάσταση την οποία ούτε οι ίδιοι οι μετέχοντες δεν μπορούν ακριβώς να κατανοήσουν. Είναι επίσης μεγαλύτερο το βάρος κάθε γραμμής όταν γίνεται, πόλεμος τόσο μεγάλης έκτασης. Πριν από σχεδόν 8 χρόνια, όταν ξεκίνησαν τα κινήματα του Μαϊντάν και του αντι-Μαϊντάν, ήμασταν άλλοι άνθρωποι, με άλλα θεωρητικά εργαλεία και σαφώς άλλες ελπίδες. Πάει όμως καιρός από τότε, και πάει καιρός που ο ήλιος της αισιοδοξίας χάθηκε πίσω από απέραντους ορίζοντες. Τώρα ζούμε υπό το απογευματινό φως μιας ελπίδας που ακόμα θυμόμαστε, μα δεν βλέπουμε απευθείας. Τέτοιοι είναι οι καιροί μας γενικά.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ξέσπασε αναπάντεχα, και αναπάντεχη ήταν ειδικά η έκτασή του. Οι μόνοι – από πολιτικούς χώρους – που το προέβλεψαν είναι αυτοί που πάντα προβλέπουν πόλεμο, και που υπόρρητα τον εύχονται. Ήταν αυτές οι ομάδες, διάφορων αντι-ιμπεριλιαστικών και εθνικιστικών αποχρώσεων, φανατικών φιλορώσων χριστιανών και ανοιχτών ή κρυφών υποστηρικτών της “Τέταρτης πολιτικής θεωρίας”. Είναι αυτή η θεωρία περί πολέμου των πολιτισμών, περί της διεφθαρμένης Δύσης ενάντια στην αγνή Ανατολή που ήταν έτοιμη από καιρό. Δουλευόταν ασταμάτητα με πρωτογενές υλικό την απελπισία της ευρωπαϊκής αριστεράς, που μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου ψάχνει έναν καινούριο μύθο να πιστέψει, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει. Δούλεψαν όλοι αυτοί επίσης πάνω στην απελπισία της παραδοσιακής χριστιανικής συντηρητικής φράξιας της Δύσης που βλέπει την “μεταμοντέρνα” συνθήκη να σαρώνει τις παραδοσιακές της αξίες, τις ταυτότητες φύλου να τρεμοπαίζουν, τις εθνικές ταυτότητες να χάνονται και γενικά τον καλά τακτοποιημένο κόσμο να παραπαίει. Αυτοί οι άνθρωποι γίναν οι νέοι κήρυκες ενός μηνύματος που ήταν έτοιμο να ακουστεί. Είτε από τα δεξιά, είτε από τα αριστερά η επιθυμία ήταν μια, να τους δοθεί η ελπίδα πως οι θεωρίες τους, οι απόψεις τους, ό,τι τους ήταν γνωστό, δεν θα χαθεί μέσα στον κόσμο του δυτικού κεφαλαίου αμαχητί.
Κατ’ αυτό το τρόπο, η τέταρτη πολιτική Θεωρία, μια θεωρία βγαλμένη μέσα από τα σπλάχνα του ρωσικού κράτους, δεν ενσταλάχτηκε στις μάζες με κάποιο μαγικό συνωμοτικό τρόπο από τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης και τα social media. Υπήρχε ήδη από καιρό έτοιμη μέσα στην απογοήτευση κομματιών της δυτικής κοινωνίας που ένιωθαν την εποχή τους να τελειώνει. Και έτσι, υπό την ομπρέλα της “αντί-παγκοσμιοποίησης” του κεφαλαίου, τόσο οι παλαιοί αντι-ιμπεριαλιστές όσο και οι συντηρητικοί δυτικοί βαφτίστηκαν αντικαπιταλιστές, και με αυτό εννοούταν φυσικά ο αντι-αμερικανισμός, ο αντι-ευρωπαϊσμός και ένας απροσδιόριστος ηθικισμός, ότι όποιος με κάποιο τρόπο δεν υποστηρίζει αυτή τη σοβινιστική αναδίπλωση είναι ταγμένος στον δυτικό δικαιωματισμό, ο οποίος, φυσικά, δεν είναι τίποτα άλλο από υποκρισία. Και φυσικά, σε αυτό το τελευταίο, έχουν σε μεγάλο βαθμό δίκιο, γι’αυτό και τα υπόλοιπα επιχειρήματα τους έγιναν πιστευτά.
ΙΙ. Ο οριενταλισμός για την ανατολική Ευρώπη.
Το κόστος της σημερινής πολεμικής σύρραξης είναι αδιανόητο, και φυσικά δεν αναφέρομαι στις υλικές ζημιές, ούτε καν στις ανθρώπινες και ζωϊκές απώλειες. Αναφέρομαι κυρίως στο γεγονός ότι πλέον καμία προοδευτική πολιτική δεν θα είναι νοητή από δω και πέρα στην Ουκρανία. Είναι κοινός τόπος πως ο εθνικισμός και η εθνική ιδέα συγκροτείται πρώτα και κύρια πάνω στο βίωμα της σύγκρουσης, της δολοφονίας, της απώλειας, πάνω στους ήρωες που χάθηκαν και πρέπει να τους τιμούμε για πάντα. Ενώ τα προηγούμενα χρόνια το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας στην Ουκρανία προβάλλονταν κεντρικά από τα ΜΜΕ, παρέμενε περιθωριακό στην ίδια την ουκρανική κοινωνία, δευτερεύων και σε κάποιο βαθμό ακατανόητο. Έτσι και αλλιώς για αιώνες, τα όρια μεταξύ ουκρανικής και ρωσικής ταυτότητας, γλώσσας, πολιτισμού και συμβόλων ήταν δυσδιάκριτα.
Η συζήτηση στην Ελλάδα, ο τρόπος με τον οποίο η Ρωσία και η Ουκρανία γίνονται αντιληπτές είναι γεμάτη από έναν τόσο εκχυδαϊσμένο οριενταλισμό που είναι δύσκολο να τον διασπάσει κανείς. Σε όλο το πολιτικό φάσμα, από την αριστερά μέχρι την άκρα δεξιά, η περιοχή της πρώην ΕΣΣΔ ή/και της Ρωσικής αυτοκρατορίας είναι η γη των γενναίων, των σπουδαίων αφηγήσεων. Αυτός είναι και ο λόγος που το πολιτικό φάσμα δέχτηκε τόσο αβίαστα τόσο ετερόκλητες αφηγήσεις. Η αριστερά πίστεψε στον “αντιφασιστικό μύθο” και η δεξιά στον “μεγάλο χριστιανό αδερφό, που θα πατάξει τους γκέι και τους ναρκομανείς”. Ο καθένας από αυτή την αφήγηση αποκόμισε το αντίδοτό του, για όσα θεωρούσε προβληματικά στην δυτική κοινωνία.
Αυτή η τάση αυτή οριενταλισμού ήταν ήδη γνωστή στις ανατολικές χώρες και στους ιδεολογικούς τους μηχανισμούς. Καθώς ο πληροφοριακός πόλεμος είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της διπλωματίας και του ένοπλου πολέμου, προωθήθηκε αναλόγως, με άπειρες οργανώσεις, λογαριασμούς στο Twitter, “πρωτοβουλίες και καμπάνιες” οι οποίες γεννήθηκαν και χάθηκαν μέσα σε ένα βράδυ, χώροι και “αντιπροσωπίες”, εκμεταλλευόμενες πολλές φορές τα αγνά συναισθήματα ανθρώπων της αριστεράς στον δυτικό κόσμο που ανησυχούσαν για το που οδεύει η πραγματικότητα.
Φυσικά, όλοι αυτοί οι οριενταλιστές δυτικοί, αριστεροί και δεξιοί, που τόσο μισούν την “Δύση”, είναι τα πιο πιστά της τέκνα. Γιατί είναι από τη θέση προνομίου που τους εξασφαλίζει αυτή η απόσταση που έχουν από εκείνες τις κοινωνίες, που τους δίνει την πολυτέλεια να ρομαντικοποιήσουν τα εκεί ζητήματα και να μην κάνουν τον κόπο να δουν τις αντιφάσεις τους κατάματα. Και είναι αυτό επίσης που αποδεικνύει ότι πραγματικά αδιαφορούν για το τι γίνεται εκεί, αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να επιβεβαιώσουν μια πολιτική σύγκρουση εντός της Δύσης. Τους δυτικούς οριενταλιστές, δεν έπαψε ποτέ να τους νοιάζει η Δυτική κοινωνία στην ουσία, ο δικός τους τοπικισμός. Τα δάκρυα για το Ντόνμπας, για τον φασισμό στην Ουκρανία, είναι μόνο έμμεσα μέσα, προβολές για μια μάχη που θεωρούν ότι διεξάγεται εδώ, ενάντια στην “ηθική φθορά” της Δύσης. Όμως η αλήθεια είναι πως τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία δεν είναι ούτε ΕΣΣΔ, ούτε Μαχνοβίτσες, ούτε Χριστιανικές αυτοκρατορίες, ούτε φασιστικά κράτη. Είναι κοινωνίες τόσο πολύπλοκες θεσμικά και κοινωνία που οι άκαμπτες πολιτικές αναλύσεις του ευρωπαϊκού οριενταλισμού όταν τις συναντούν σπάνε τα δόντια τους. Και είναι αυτό που μας αναγκάζει να τις δούμε ξανά και προσεκτικά. Ο σύγχρονος δυτικός οριενταλισμός είναι ένας ρομαντισμός χωρίς ιδανικά, χωρίς καν κάποια αισθητική. Είναι απλά η απελπισία ανθρώπων που η εξέλιξη των καπιταλιστικών κοινωνιών, με τα καλά και τα κακά της, τους ξεπέρασε.
ΙΙΙ. Οι φιλελεύθεροι της Δύσης: αυτή η κατάρα
Αν τα προβλήματά μας περιορίζονταν σε αυτά τότε ίσως να είχαμε ελπίδες να ξεμπλέξουμε. Όμως υπάρχει το αντίθετο νόμισμα από τον δυτικό οριενταλισμό για την Ανατολική Ευρώπη. Ο δυτικός φιλελευθερισμός, εξίσου τυφλός στο τι συμβαίνει στα ανατολικά του, αντιτείνει να γίνουν αυτές οι χώρες, τουλάχιστον όσες μπορούν να προσδεθούν και οικονομικά μαζί του, ως κοινωνίες δικαιωμάτων, δημοκρατίας και εθνικής κυριαρχίας. Κάτι τέτοιο είναι εξίσου λάθος. Οι άνθρωποι στην ανατολική Ευρώπη έχουν κοινωνικές και πολιτισμικές σχέσεις πέρα από τον δικαιωματισμό, μπερδεμένες ταυτότητες, μεικτές πολιτικές απόψεις, οι οποίες βγάζουν νόημα μόνο στο ιστορικό συγκείμενο στο οποίο γεννήθηκαν. Ακόμα χειρότερα, ο δυτικός φιλελεύθερος διακατέχεται από μια άποψη περί κράτους και έθνους αρκετά ξένης ως προς την βιωμένη εμπειρία των περισσότερων ανθρώπων στην ανατολική Ευρώπη. Πιστεύει πως οι κοινωνίες συγκροτούνται κατά βάση κρατικά δηλαδή αυτό που ορίζει μια κοινωνία και τον τρόπο λειτουργίας της είναι τα νομικά κατοχυρωμένα αρνητικά και θετικά δικαιώματα. Βαθιά μέσα στην ιστορία του, ξεχνά φυσικά, πως και στην δυτική Ευρώπη αυτό που είναι σήμερα δικαίωμα τυποποιημένο στο κράτος ήταν πρώτα κοινωνική κατάκτηση, προϊόν χρόνιων ζυμώσεων και αγώνων. Έτσι οι δυτικοευρωπαίοι φιλελεύθεροι, αθεράπευτα κρατιστές – και πολλές φορές εμμέσως και κρατικά χρηματοδοτούμενοι – προσπάθησαν να προσεγγίσουν αυτές τις χώρες αγνοώντας παντελώς την ιστορία τους, τα ιστορικά τους θέσφατα, τις εξαρτήσεις πορείας που είχαν κοινωνικά και θεσμικά. Επιδόθηκαν σε μια πολιτισμική πολιτική “επιθετικών δικαιωμάτων”, προωθώντας για παράδειγμα μια απροσδιόριστη “ελευθερία του λόγου” η οποία σήμαινε κατά βάση ελευθερία της προώθησης του δυτικού πολιτισμικού και πολιτειακού παραδείγματος, μια “ανεξιθρησκεία” μια “εθνική ταξινόμηση και δικαίωμα στην εθνική κυριαρχία”, μια “αποπολιτικοποίηση” και μια λογική “τέλους της ιστορίας”, έννοιες οι οποίες ήταν ακόμα ξένες σε μεγάλα μέρη αυτών των κοινωνιών. Για πολλές από αυτές τις κοινωνίες, υπήρχε η ανάγκη η ιστορία να ξεκινήσει ξανά, όχι να τελειώσει. Η επίθεση μιας “από τα πάνω” ρυθμιστικής δικαιωματικής πολιτικής, άσχετα με το αν επί μέρους κομμάτια της, όπως τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, μπορεί να μας βρίσκουν σύμφωνες/ους, βιώθηκε σε αυτές τις κοινωνίες ως εξωτερική παρέμβαση, ως ηθική και ποιοτική καταγγελία ενάντια σε έναν “οπισθοδρομικό” πληθυσμό. Αυτό διαίρεσε βαθιά τις ανατολικοευρώπαϊκές κοινωνίες ως προς το πολιτισμικό παράδειγμα που ένιωθαν ότι θέλουν να συμπεριληφθούν και συνεπώς κατέστησε μεγάλα κομμάτια τους ιδιαίτερα επιρρεπή σε κάθε είδους λαϊκίστική ρητορεία. Και η λαϊκίστική ρητορεία δεν ήταν μόνο αυτή της ρωσικής εκδοχής του κόμματος της Ενωμένης Ρωσίας αλλά και των δυτικών, και δυτικόφιλων πολιτικών οργανώσεων στην ανατολική Ευρώπη: η ρητορική ότι ο τάδε ή δείνα λαός είναι καλύτερος ή χειρότερος, πιο προοδευτικός ή λιγότερο. Αυτό σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία δημιούργησε τέτοιες ψυχολογικές άμυνες στις μάζες, τέτοιες προβολές, τέτοιες συμβολικές αφηγήσεις που πλέον η πολιτική δραστηριότητα διαμεσολαβείται πάντα από αυτές τις αμοιβαίες εικόνες για τον άλλο.
Ο δυτικός φιλελευθερισμός, διέπεται από μια ουσιοκρατία των δικαιωμάτων, πιστεύοντας ότι σε “κάθε λογικό άνθρωπο” η υπεροχή του δυτικού τρόπου αντίληψης της κοινωνικής πολιτικής, και ειδικά του δυτικού πολιτειακού παραδείγματος είναι πασιφανής και αυταπόδεικτη. Κάτι που όμως δεν είναι έτσι. Οι ανατολικοευρωπαϊκές κοινωνίες είχαν την δική τους λογική, τον δικό τους ιδιαίτερο ρυθμό και τους προβληματισμούς τους περί δημοκρατίας, τον δικό τους συσχετισμό δυνάμεων, και τα δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην πάλη τους για έναν πιο ελεύθερο τρόπο ζωής, μια δυναμική αλλαγή των ταυτοτήτων τους κτλ. Για παράδειγμα η καταγγελία των δυτικών περί “απουσίας δικαιωμάτων των μειονοτήτων στην ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία” αγνοούσε συστηματικά ότι η Ρωσία, η Ουκρανία, και το Καζακστάν είχαν συστηματικά διαπολιτισμική εκπαίδευση και τοπικά αναγνωρισμένες γλώσσες. Φυσικά δεν το αγνοούσε ως πληροφορία αλλά η αναγνώριση και ο τρόπος λειτουργίας αυτών των δομών ήταν διαφορετικός αρκετά από το πώς λειτουργούσαν αντίστοιχα στη Δυτική Ευρώπη. Και συνεπώς, στα δυτικά μάτια, απλά, δεν υπήρχαν. Έτσι δημιουργήθηκε στον πυρήνα του δυτικού φιλελευθερισμού μια εξίσου οριενταλιστική, αρνητική αυτή τη φορά, αφήγηση για την ανατολική Ευρώπη και αργότερα ειδικά την Ρωσία, ως χώρας βαρβάρων προς εκπολιτισμό. Αδιαφορούσε για παράδειγμα ότι, παρά τις πολλές ατέλειές της, η ανατολική Ευρώπη σε ζητήματα διαπολιτισμικότητας, πρόσβασης στην Υγεία και προσβασιμότητας ατόμων με αναπηρία στις πόλεις, ήταν πολύ πιο μπροστά από τις δυτικές χώρες. Και ναι, αυτά είναι εξίσου ανθρώπινα δικαιώματα.
Αυτή η πίστη στην ανωτερότητα του δυτικού πολιτειακού παραδείγματος – όσο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ενιαίο – οδήγησε στην ηθική μαζική καταγγελία όσων δεν το ακολουθούσαν για τον οποιοδήποτε λόγο. Και φυσικά κάτι τέτοιο οδήγησε στο να γίνει πιστευτό όλο και περισσότερο το αφήγημα περί ενός “πολέμου” των πολιτισμών. Από ένα σημείο και μετά, ο λόγος αυτός επικεντρώθηκε ειδικά στην Ρωσία και τη Λευκορωσία καθώς λόγω γεωπολιτικών και οικονομικών παραγόντων, ήταν τα κράτη που είχαν par excellence συμφέρον να αρνηθούν την ένταξη στο δυτικό πολιτειακό και οικονομικό παράδειγμα. Μετά τον παρόντα πόλεμο, όλο αυτό ενέχει τον κίνδυνο να μετατραπεί σε μια καλλιεργημένη δυτική τυφλή αντιρωσική κουλτούρα, διαδεδομένη σε συγκεκριμένους επαγγελματικούς κύκλους των δυτικών χωρών. Συνολικά, αυτά είναι απόδειξη πως ο λόγος έχει όντως τη δύναμη να δημιουργεί υποκείμενα, δομές, και κοινωνικές ομάδες. Γιατί πολύ απλά ο λόγος δημιουργεί και οριοθετεί φαντασιώσεις, οι φαντασιώσεις επιθυμίες, και οι επιθυμίες δυνάμεις.
IV. Τα αίτια συστράτευσης μεγάλων κομματιών της κοινωνίας στην αντιπαράθεση
Φυσικά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα είχε τέτοια σφοδρότητα αν δεν διακυβεύονταν, και δεν συνέπιπταν αμιγώς υλικοί, οικονομικοί παράγοντες. Η επέκταση του δυτικού μοντέλου δεν αφορά μια επέκταση του “καπιταλισμού” ενάντια σε κάτι άλλο, αλλά την επέκταση “του δυτικού τρόπου καπιταλιστικής συσσώρευσης και θεσμικής ρύθμισης” στις καπιταλιστικές χώρες της ανατολικής Ευρώπης, που όπως προαναφέρθηκε είχαν τις δικές τους ιδιαίτερες κοινωνικές, και προφανώς οικονομικές δομές. Το μοντέλο οικονομικής συσσώρευσης που έχει επικρατήσει στην δυτική Ευρώπη, που γέννησε, δημιούργησε και αναπαράχθηκε μέσα στους νομικούς μετασχηματισμούς των δυτικών κρατών προωθεί μια ευελιξία στην εργασία, στα εργασιακά – και όχι γενικά κοινωνικά – δικαιώματα, την υποκειμενικότητα, τον τρόπο ζωής, που για μεγάλο μέρος αυτών των κοινωνιών και των πολιτικών τους συστημάτων φαντάζει διαλυτικό, Το δυτικό πολιτειακό μοντέλο στηρίζεται και αντλεί νομιμοποίηση από τα κοινωνικά δικαιώματα και την “κοινωνική” ελευθερία μιας καθημερινότητας ρευστής και ευκίνητης. Αυτό προϋποθέτει και εκτεταμένη απορρύθμιση της εργασίας, Από την άλλη ο καπιταλισμός στην ανατολική Ευρώπη, συνδεδεμένος με μορφές και αντικείμενα εργασίας που πολλές φορές έχουν να κάνουν με γιγαντιαίες υποδομές, με την κατανομή και διανομή πλουτοπαραγωγικών πηγών ή βαριάς βιομηχανίας, είναι ένας καπιταλισμός στατικού, μαζικού τύπου, που θυμίζει περισσότερο την Ευρώπη του Μεσοπολέμου και την χρυσή εποχή της βιομηχανίας κατά τις δεκαετίες του ’50-’60.
Αυτοί οι διαφορετικοί τρόποι εργασίας και οικονομικής εκμετάλλευσης, συνδέονται με διαφορετικές υποκειμενικότητες και κρατικούς θεσμούς, διαφορετικές μορφές καθημερινής ζωής και εν τέλει με διαφορετικές επιθυμίες και συμφέροντα. Είναι για αυτόν τον λόγο που κομμάτια του πληθυσμού σε αυτές τις χώρες, κυρίως νεαρά στα μεγάλα αστικά κέντρα ήταν πιο δεκτικά στο δυτικό αφήγημα, στη δυτική φαντασίωση και επιθυμία για “εκσυγχρονισμό και ρευστότητα”. Γι’αυτό εντάχθηκαν τόσο αβίαστα στον αφηρημένο όρο “κοινωνία των πολιτών”. Και είναι επίσης για αυτό τον λόγο που οι εργαζόμενοι πληθυσμοί στις περιοχές με πιο σταθερές μορφές – ειδικά στην ανατολική Ουκρανία και τον Ρωσικό Νότο – νιώθουν ότι απειλούνται από ένα τέτοιο νέο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο.[1] Η επιθυμία και η κοινωνική φαντασίωση αυτών των ανθρώπων ήταν πιο συνδεδεμένη με μια αίσθηση σταθερών, και ουσιαστικά πατερναλιστικών θεσμών. Και αυτός είναι και ο λόγος που αυτός ο πληθυσμός ερεθίζει περισσότερο τον δυτικό αριστερό οριενταλισμό, καθώς του θυμίζει ένα παλαιό του πολιτικό τραύμα: το γεγονός ότι η σταθερότητα της εργασίας χάθηκε στην Δύση και με αυτή το παραδοσιακό εργατικό υποκείμενο και συνεπώς η κοινωνική βάση της δυτικής αριστεράς. Και είναι αυτή η δυναμική επίσης που ερεθίζει επίσης τους δυτικούς φιλελεύθερους να βλέπουν στο πρόσωπο του νεαρού, δυτικόφιλου κυρίως πληθυσμού των πόλεων της Ουκρανίας και της Ρωσίας, στους υποστηρικτές του Ναβάλνι και λοιπών πολιτικών τυχοδιωκτών, τα “αδικημένα τους αδέρφια” στην άλλη πλευρά.
Αυτή η σύμπλευση επιθυμιών, θεσμικών ασυμφωνιών και υλικών, οικονομικών διαφορών είναι που έκανε τη σύγκρουση τόσο βαθιά, τόσο χαοτική και αδύνατη να συγκρατηθεί εντός ενός κράτους, εν προκειμένου του Ουκρανικού. Ο πόλεμος αυτός δεν είναι ούτε το αποτέλεσμα κάποιου αγώνα ενάντια σε κάποιο φασισμό, ούτε το αποτέλεσμα του αγώνα του “ελεύθερου κόσμου” ενάντια στη ρωσική “απολυταρχία”. Είναι η πολύπλοκη κατάληξη μιας σύμπλευσης παραγόντων. Και είναι αυτοί οι παράγοντες που έχουν προσδώσει στη σύγκρουση τόσο διευρυμένο κοινωνικό χαρακτήρα, εντός της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Είναι εν τέλει λάθος να θεωρείται η σύγκρουση μια σύγκρουση απλά γεωπολιτική ή έστω οικονομική. Είναι αντιθέτως μια σύγκρουση διαφορετικών μορφών κοινωνικότητας εντός και εκτός Ρωσίας και Ουκρανίας. Οι νεαροί κάτοικοι της Μόσχας, η ρευστή και επισφαλής γενιά ανθρώπων μεγαλωμένων στο καθεστώς εργασίας του αστικού ιστού, του τομέα υπηρεσιών κτλ, είναι ήδη πιο κοντά στην Δύση, στο δυτικό πολιτειακό μοντέλο, και στους δυτικόφιλους Ουκρανούς. Γι’ αυτό τον λόγο ακριβώς και ο “αντι-πουτινισμός” εκδηλώνεται κατά κύριο λόγο στις μεγάλες πόλεις της Ρωσίας. Είναι η νέα υποκειμενικότητα της μεγαλούπολης, του creative class και όχι της εργατικής τάξης. Αντιθέτως η γηραιότερη γενιά στη Ρωσία, κομμάτια της αριστεράς, η ρωσική επαρχία είναι κατά βάση ακόμα υπέρ του υπάρχοντος μοντέλου. Αυτή η κατανομή υποκειμενικοτήτων δίνει στη σύγκρουση τον μαζικό της παράγοντα, το γεγονός ότι ο κόσμος δεν το αντιλαμβάνεται ως απλή “σύγκρουση γιγάντων” για τα δικά του συμφέροντα, αλλά ως κάτι που τον αφορά προσωπικά.
V. Για τα αίτια του πολέμου από κρατική σκοπιά
Αυτών λεχθέντων, είναι νομίζω αυτονόητο ότι πέραν του ότι μιλάμε για την ασυμφωνία μεταξύ δύο ειδικών μορφών καπιταλιστικής συσσώρευσης, είναι αστειότητα η πεποίθηση ότι η μια ή άλλη πλευρά εξασφαλίζει καλύτερες συνθήκες ζωής στα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας. Το διεθνές κεφάλαιο, δεν έχει πλέον κάποια ιδιαίτερη εξ-ορθολογική ιδιότητα. Αντιθέτως προσαρμόζεται σε ό,τι βρίσκει ήδη έτοιμο στην κοινωνία, και πιέζει για κοινωνικές αλλαγές μόνο στο βαθμό που χρειάζονται για να δημιουργήσουν μια νέα μορφή ατόμου και κοινωνικοποίησης που θα συγχρονίζεται με τις άλλες, διάσπαρτες γεωγραφικά και χρονικά λειτουργίες του. Τα όνειρα τόσο των δυτικών οριενταλιστών όσο και των κατοίκων της ανατολικής Ευρώπης πως μια ένταξη στην Δύση ή στην ρωσική σφαίρα επιρροής θα τους φέρει ένα καλύτερο μέλλον, είναι όχι απλά αυταπάτη, αλλά μια ιδεολογική παραίσθηση που θα διαψευστεί πολύ γρήγορα. Μικρές αλλαγές φυσικά ίσως συμβούν, αλλά όχι κομβικές. Οι μεγαλουπόλεις θα συνεχίσουν να ζουν όπως ζουν, και οι λοιπές περιοχές θα συνεχίσουν λίγο πολύ στην ίδια πορεία.
Επίσης αυτό συνεπάγεται πως ο πόλεμος δεν διεξάγεται από την πλευρά των κρατών για κανέναν ευγενή σκοπό. Η Ρωσία έχει ξεκαθαρίσει τους όρους της πολιτικής της εμπλοκής, που ούτε λίγο ούτε πολύ είναι λόγοι ασφάλειας (περικύκλωση από το ΝΑΤΟ) και απώλεια των κομβικών για αυτή βιομηχανιών και κοιτασμάτων γαιάνθρακα στην ανατολική Ουκρανία. Μια τέτοια απώλεια θα προκαλούταν από την πρόσδεση της Ουκρανίας στην δυτική τιμολογιακή πολιτική όπως προειδοποιούσαν αναφορές ήδη από το 2014.[2] Ο λόγος είναι ότι η Ουκρανία είχε ήδη ενταχθεί στην ελεύθερη οικονομική ζώνη της Ευρασιατικής Ένωσης των πρώην χωρών της ΕΣΣΔ, και η συμμετοχή της σε ένα αντίστοιχο ευρωπαϊκό συμφωνητικό θα ενοποιούσε ουσιαστικά την αγορά της Ρωσίας και της ΕΕ, με συνέπειες αρνητικές για την ρωσική οικονομία και μακροπρόθεσμα για την ρωσική πολιτική και πολιτειακή τάξη.
Η λεγόμενη θεωρία της εξάρτησης που προμοτάρεται από τη ουκρανική πλευρά, το γεγονός ότι δηλαδή η Ρωσία προσπαθεί να δημιουργήσει εξάρτηση αυτών των χωρών από την ίδια, είναι λάθος. Η Ρωσία δεν προσπαθεί να δημιουργήσει εξάρτηση, αντιθέτως κληροδότησε αυτή την εξάρτηση από την ΕΣΣΔ. Πιο ειδικά, η κοινωνική πολιτική επί ΕΣΣΔ υπαγόρευε την άμβλυνση της διαφοράς μεταξύ πόλεως και επαρχίας, κατά την γνωστή Λενινιστική ρήση[3]. Αυτό πρακτικά σήμαινε την μεταφορά και τη διασπορά βιομηχανικών και μεταπρατικών μονάδων σε όλη την περιφέρεια της πρώην ΕΣΣΔ ώστε να υπάρχει ισομερής καταμερισμός της εργασίας. Αυτό που στην ΕΣΣΔ ήταν μέρος της κοινωνικής πολιτικής, και συνοδεύτηκε από την οικοδόμηση εκατοντάδων νέων βιομηχανικών κωμοπόλεων, μετά την πτώση έγινε πρόβλημα: οργανικές βιομηχανίες, πλουτοπαραγωγικές πηγές και στρατιωτικές βάσεις για τη Ρωσία βρέθηκαν σε διάσπαρτες χώρες, εκτός κεντρικού ελέγχου, χωρίς όμως τη δυνατότητα εναλλακτικής στα logistics ή στα πρωτόκολλα βιομηχανικής παραγωγής.[4] Αυτό εξανάγκασε χώρες που επιθυμούσαν να ακολουθήσουν πλέον ανεξάρτητη πολιτική να καθίσουν ξανά στο ίδιο παλιό (σοβιετικό) τραπέζι διαλόγου. Μια τέτοια λύση, δεν θα μπορούσε να είναι παρά προβληματική. Αυτό που προσπαθεί να κάνει τώρα η Κίνα ενεργά, ο λεγόμενος “υποδομιακός ιμπεριαλισμός” όπου μέσω των υποδομών προσδένει χώρες ή μέρη αυτών στην πολιτική της, η Ρωσία το κληροδότησε, και για τη Ρωσία ήταν τόσο πλεονέκτημα όσο και πρόβλημα, καθώς προσέδεσε χώρες και πληθυσμούς πάνω της με αντίρροπες εσωτερικά πολιτικές φιλοδοξίες και τάσεις. Μάλιστα πολλές φορές αυτές οι αντίρροπες τάσεις δεν αφορούσαν μια χώρα συνολικά αλλά συγκεκριμένες περιοχές της. Υπό το πρίσμα αυτής της ανάλυσης, πρέπει να παραδεχτούμε, και μάλλον θα το παραδέχονταν και οι περισσότεροι Ουκρανοί σήμερα, πως ή πρόταση το 2006, από ρώσους επιχειρηματίες, να επαναλειτουργήσει η ειδική οικονομική ζώνη στο Ντόνμπας,[5] και να γίνει ζώνη προστατευτική για την ρωσική αγορά και τις εκεί επιχειρήσεις, ίσως να ήταν μια λύση που θα αποσυμπίεζε – τουλάχιστον κάπως – την κρίση. Τότε δεν την δέχτηκαν καθώς την θεώρησαν “προπομπό” αποσχιστικού κινήματος, πλέον, είναι πολύ αργά.
Τελικά, συνθέτοντας τα άνωθεν επιχειρήματα με την ενότητα IV, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι μια πρόσδεση της Ουκρανίας στη Δύση, πέρα από τις άμεσες οικονομικές και γεωπολιτικές επιπτώσεις – οι οποίες είναι σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένες ανησυχίες από ρωσική, καπιταλιστική σκοπιά – θα μετέτρεπε την Ουκρανία σε εργασιακό και κουλτουραλιστικό πόλο έλξης μιας νέας υποκειμενικότητας τόσο στην Ρωσία όσο και την Ουκρανία, η οποία έχει κατά κύριο λόγο αστεακά, ελαστικά και νεολαιίστικα χαρακτηριστικά, και θα ήταν κυρίως αντιπολιτευτικού χαρακτήρα. Αυτό πλέον ομολογείται ανοιχτά, καθώς τόσο στις αντι-πουτινικές και αντιπολεμικές πορείες στην Ρωσία όσο και στις διεθνείς ουκρανικές κοινότητες, με το σύνθημα: «Сейчас в Украине, воюют за нашу и за вашу свободу» [Στην Ουκρανία τώρα, πολεμούν για τη δικιά μας και τη δικιά σας ελευθερία].
VΙ. Για τον φασισμό και τον αντιφασισμό και την εθνοποίηση
α. Για την εθνοποίηση
Δεν γνωρίζω σε πιο διεστραμμένο σύμπαν ο αντιφασισμός διεξάγεται με μαχητικά αεροπλάνα, θερμοβαρικές βόμβες και τσετσένους ισλαμιστές κομμάντο. Η ρητορική περί αντι-φασιστικού αγώνα στην Ουκρανία, όσο παρανοϊκή και αν είναι, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πεποίθηση ότι η Ουκρανία είναι φασιστική χώρα. Το αντεστραμμένο είδωλο αυτής της δήλωσης, είναι η δήλωση ότι ο Πούτιν είναι ο νέος Χίτλερ. Αυτές οι δύο δηλώσεις είναι στην ουσία αποτελέσματα των διαφορετικών οριενταλισμών με τους οποίους η ανατολική Ευρώπη προσεγγίζεται. Οποιοσδήποτε εκ των δύο ισχυρισμών είναι τουλάχιστον αστείος, ακόμα και μπροστά στα τελευταία γεγονότα. Το καθεστώς και η πολιτική σκηνή της Ρωσίας και της Ουκρανίας δεν είναι, όπως πιστεύει στο σύνολο του ο δυτικός κόσμος, παιδιά του σοβιετικού καθεστώτος, αλλά προϊόντα της δεκαετίας του ’90, η οποία ήταν κυριολεκτικά χαοτική, οι θεσμικές και οικονομικές αλλαγές κολοσσιαίες και οι ιδεολογικές ζυμώσεις πολύ μακριά απ’ οτιδήποτε γνωρίζουν οι δυτικοί. Πολλές φορές ο διαχωρισμός αριστερά-δεξιά, βαθιά δυτικός, και ειδικά γαλλικό προϊόν, έχει ελάχιστη σημασία στην ανατολική Ευρώπη. Δεν κατέχουμε ακόμα τους όρους για να κατανοήσουμε τη μορφή αυτών των κρατών και των πολιτειακών τους συστημάτων.
Στο βαθμό που μπορούν να γίνουν αντιστοιχίες με τις δικές μας πολιτικές κατηγορίες, και τα δύο κράτη, όπως και οι κοινωνίες τους, εμφανίζουν ειδικές ομοιότητες τόσο μεταξύ τους όσο και με τη Δύση. Ο ρωσικός και ουκρανικός σοβινισμός, δόγματα με μέτριο βαθμό κοινωνικής διείσδυσης σε αμφότερες τις χώρες μέχρι τις πρόσφατες αντιπαραθέσεις, ενσωματώνουν τόσο αριστερές όσο και δεξιές αφηγήσεις. Στη Ρωσία ο σταλινισμός και εν γένει ο σοβιετικός μεγαλοϊδεατισμός συνήθως συμβαδίζουν με πιο παραδοσικοκρατικές αυτοκρατορικές αφηγήσεις. Αυτό γίνεται τόσο στη βάση της στρατιωτικής ισχύος όσο και σε μια κριτική του μεταμοντέρνου καπιταλισμού που θεωρείται κοινωνικά διασπαστικός, ένα φαινόμενο ιδιαίτερα αρνητικό για την μορφή κοινωνικοποίησης που επικρατεί σε πολλά μέρη της Ρωσίας. Πάνω σε αυτή τη βάση δομούνται και οι κοινωνικές αναπαραστάσεις, για παράδειγμα, στις ρωσικές πόλεις. Στην ίδια πλατεία υπάρχουν μνημεία για τον Ζούκοφ, τον Κόκκινο Στρατό, την “άδικα” δολοφονημένη οικογένεια του Τσάρου και απέναντι η στάση του μετρό που φέρει το όνομα του Κροπότκιν. Η Ρωσική Δούμα ακόμα φέρει τόσο τον δικέφαλο ρωσικό αετό, σήμα παλαιό του τσαρικού εθνικισμού, όσο και το σφυροδρέπανο. Οι λόγοι για αυτό το αμάλγαμα είναι παραπάνω από εμφανείς, και είναι επίσης αυτονόητο ότι όλα αυτά τα στοιχεία δεν ενσωματώνονται στην εθνική ιδεολογία ως αυτά που ήταν στην ιστορική τους διάσταση. Οι Ρώσοι που θαυμάζουν τον Στάλιν ή τον Λένιν σήμερα δεν είναι κομμουνιστές υπό καμία έννοια, οι δυτικοί αριστεροί που τους βλέπουν θα πρέπει να πάψουν να συγκινούνται αλλά να τους κατανοήσουν στο πλαίσιο της σημερινής Ρωσίας. Έτσι για παράδειγμα, η προστατευτική πολιτική στην εργασία – η οποία χωράει καθαυτή πολύ συζήτηση καθώς η υποτίμηση της εργασίας στην Ρωσία και τη Λευκορωσία είναι πολύ έντονα φαινόμενα – έρχεται πακέτο με αντι-Λοάτκι νομοθεσίες, και έναν κατακερματισμό του ρωσικού Συντάγματος όπου διάφορες περιοχές, όπως η Τσετσενία, de facto δεν υπάγονται στη ρωσική ομοσπονδιακή νομοθεσία, και ουσιαστικά σε δημοκρατική διαδικασία οποιουδήποτε είδους. Η εθνική αφήγηση και τα στοιχεία που ενσωματώνει δεν ορίζουν την πολιτική πραγματικότητα μιας χώρας, αλλά αναδρομικά, ορίζονται από αυτήν.
Το ίδιο ισχύει για την Ουκρανία. Ο εθνικός μύθος της Ουκρανίας είναι ο εθνικός μύθος της “μικρής Ρωσίας” όπως την ονόμαζαν τα ρωσικά εγχειρίδια την εποχή της αυτοκρατορίας. Αυτή η μικρή ιστορία προσπαθεί να μεγαλώσει, να φτιάξει μια αφήγηση που να δικαιολογεί πρώτα στα μάτιά της την πορεία της προς τη Δύση, που πριν μερικά χρόνια θα φαινόταν και στους ίδιους παράλογη. Ο Μπαντέρα, ένας καραμπινάτος φασίστας και αντικομμουνιστής, είναι πολύ πρόσφατο κομμάτι της mainstream ουκρανικής αφήγησης. Οι πρώτες σαφείς, ανεξάρτητες από τη ρωσική ή σοβιετική ταυτότητα ενδείξεις για μια ουκρανική ταυτότητα εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’80. Μέχρι τότε, για πολλούς ανθρώπους της πρώην ΕΣΣΔ, και φυσικά και για τους κατοίκους της Ουκρανίας, όχι απαραίτητα λόγω διεθνισμού αλλά λόγω κυρίως ανθρωπολογικών προϋποθέσεων το “εθνικό ανήκειν” ήταν μια μπερδεμένη, πολύπλοκη υπόθεση, η απάντηση της οποίας εξαρτιόνταν κυρίως από το ποιος έθετε την ερώτηση, το πλαίσιο συζήτησης κτλ. Ήταν τη δεκαετία του ’80 όπου η κεντρική διοίκηση της ΕΣΣΔ είχε αρχίσει να παραπαίει, και οι τοπικές διοικήσεις των εκάστοτε ομοσπονδιακών δημοκρατιών καλούνταν να χαράξουν τοπική, οικονομική και πολιτισμική πολιτική ανεξάρτητη ή σε απόκλιση από τη Μόσχα που η ιδέα μια σαφούς οριοθετημένης ταυτότητας γεννήθηκε. Και άργησε πολύ να διαχυθεί στον πληθυσμό. Τα συστατικά αυτής της ταυτότητας ήταν φυσικά σε κάποιο βαθμό αντιρωσικά, αντι-τσαρικά και αντι-σοβιετικά, για προφανείς λόγους. Ήταν έτσι που δημιουργήθηκαν οι τρεις πυλώνες της σύγχρονης ουκρανικής εθνικής ιδεολογίας: ο φιλο-δυτικισμός, η έμφαση στην αστική, δυτική δημοκρατία και ο αντι-σοβιετισμός. Αυτά βέβαια ήταν μόνο διακηρύξεις, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ποτέ δεν χώνεψε καλά αυτό το μείγμα[6] και αυτός είναι ένας από τους λόγους που φτάσαμε στη παρούσα κρίση. Εκτός από τον Μπαντέρα (τον οποίο οι περισσότεροι έμαθαν μετά το Μαϊντάν του 2014 μέσα από τις φωτογραφίες των φασιστών, και αρκέστηκαν στο να γνωρίζουν πως, “εθνικός ήρωας των Ουκρανών” είναι ο Μπαντέρα, χωρίς να κάνουν καν τον κόπο να δουν το σύνολο της εθνικής αφήγησης της Ουκρανίας), όπως και κάθε φασίστας, εντάσσεται στην εθνική αφήγηση “αποκαθαρμένος” από τον φασισμό του. Μέσα στην εθνική αφήγηση της Ουκρανίας εντάχθηκε και ο Μαχνό, και ο Πετλιούρα, και ο Βισιτσένκο,[7] αποκαθαρμένοι από οποιαδήποτε σχέση τους με τον σοσιαλισμό ή τον αναρχισμό. Η εθνική αφήγηση τους ενσωμάτωσε ως ρομαντικοποιημένες μορφές, η αντιφατικότητα των οποίων επιτρέπει ιδεολογικούς ελιγμούς. Σε τίποτα αυτό δεν συνεπάγεται ότι η εθνική ιδεολογία της Ουκρανίας είναι per se, φασιστική ή ακόμα αστειότερα, σοσιαλιστική ή αναρχική. Η εθνική της ιδεολογία, αποτελούμενη από λιγότερο ή περισσότερο καθάρματα, και περιστασιακά θετικές μορφές όπως ο Μαχνό, δεν διαφέρει σε τίποτα ως ιδεολογική διαδικασία από την αποκάθαρση και ενσωμάτωση στην εθνική ελληνική ιδεολογική αφήγηση αντιφατικών σχηματισμών όπως του Παύλου Μελά, του ΕΑΜ και του Μεταξά που είπε “Όχι” (για την ακρίβεια η αναλογία του Μπαντέρα με τον Μεταξά είναι αρκετά συμμετρική ως ειδικές περιπτώσεις). Φυσικά ως προς όλα αυτά, οι φασίστες των εκάστοτε χωρών δεν έχουν κανένα πρόβλημα να πουν τα πράγματα με το όνομα τους όταν πρόκειται για εθνικούς ήρωες με σαφώς ακροδεξιές απόψεις, όπως συμβαίνει παντού. Αλλά στα πλαίσια της ευρύτερης εθνικής ιδεολογίας, είναι αδύνατο να γίνουν αποδεκτές αυτές οι φιγούρες ως τέτοιες. Η εθνική ιδεολογία αποστειρώνει την ιστορική γεγονικότητα με βάση τις ανάγκες του παρόντος ενός κράτους. Και αυτός ο λόγος είναι που η εθνική ιδεολογία εμπίπτει σε τόσες αντιφάσεις.
Ως προς την διαδικασία εθνογένεσης λοιπόν, μπορούμε να πούμε πως η Ουκρανία και η Ρωσία, εκμεταλλευόμενες το παρελθόν τους, δεν διαφέρουν πολύ ως προς τις αντιφάσεις των αφηγήσεών τους από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Είναι βέβαια περιττό να πούμε, πως η εικόνα περί έθνους μετά από αυτή τη σύγκρουση θα είναι πολύ χειρότερη. Το έθνος και ο εθνικισμός, βασισμένα δομικά κατά βάση σε εθνικές αναμετρήσεις θα βγουν αδιανόητα ενισχυμένα απ’ όλα αυτά.
β. Για τον φασισμό και τον αντιφασισμό και τη “γενοκτονία”
Σε αυτό το πλαίσιο, ένα από τα βασικά επιχειρήματα της ρωσικής προπαγανδιστικής γραμμής και αιτιολόγησης της εισβολής, περί φασιστικού καθεστώτος στην Ουκρανία, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε αυτή τη βάση της εθνικής ουκρανικής ιδέας. Ένα φασιστικό καθεστώς επίσης, θα χρειαζόταν για να είναι τέτοιο και κάτι παραπάνω από ακροδεξιές ομάδες εθελοντών που στρατεύονται και συ-στρατεύονται με το κράτος σε καιρό πολέμου. Αυτό που θα χρειαζόταν θα ήταν έναν βαθύς, θεσμικός και κοινωνικός μετασχηματισμός που θα καταργούσε οποιαδήποτε μορφή αντιπροσώπευσης, οποιαδήποτε μορφή δικαστικής εξουσίας και οποιαδήποτε μορφή εκλογών, ενώ θα έπρεπε να συνοδευτεί από μια σταθερή και οργανωμένη εθνοκάθαρση.
Ως προς αυτές τις προϋποθέσεις, η μόνη που έχει δει το φως της δημόσιας σφαίρας είναι η τελευταία προϋπόθεση, η οποία πέρα από ρωσικούς ισχυρισμούς, αναμένει ακόμα την δημόσια επιβεβαίωση της. Το επιχείρημα πως στο Ντόνμπας διεξάγεται γενοκτονία, προέρχεται από ομιλίες του ίδιου του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ακόμα και εκεί όμως η γλώσσα που χρησιμοποιείται ο ίδιος ήταν πολύ διπλωματική, λέγοντας αυτολεξεί πως “η κατάσταση θυμίζει γενοκτονία”. Πρόκειται για μια διατύπωση, ιδιαίτερα προσεκτική τόσο σε διπλωματικό επίπεδο όσο και στη δημιουργία εντυπώσεων. Από τη δήλωση αυτή και μετά, στις 15 Φεβρουαρίου 2022 εμφανίστηκαν εκατοντάδες ποστ που έκαναν λόγο για 14.000, 16.00 ή και 200.000 νεκρούς(!). Δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι η Ουκρανία παραβίασε εξακολουθητικά τη συμφωνία του Μινσκ, και ότι άσκησε ένοπλες πιέσεις προς τις αποσχισμένες περιοχές. Όμως παραμένει να αποδειχθεί διεθνώς ότι πέρα από στρατιωτικές συγκρούσεις σε τοπικό επίπεδο, και πέρα από τις επιβεβαιωμένες απωθήσεις ρωσόφωνου αγροτικού πληθυσμού προς την Ρωσία, που δεν σταμάτησαν ουσιαστικά ποτέ, διεξήχθη οργανωμένη γενοκτονία, με χιλιάδες θύματα. Αυτές τις επιχειρήσεις τις διεξάγουν τάγματα του ουκρανικού στρατού, αλλά είναι άγνωστο ποια και που ακριβώς. Είναι όμως βέβαιη υπόθεση, πως σε αυτές τις εκκαθαρίσεις συμμετείχε και το Αζόβ και το Αϊντάρ, τάγματα του ουκρανικού στρατού πλέον, με τις ιδρυτικές τους πράξεις στην ουκρανική νεοναζιστική ακροδεξιά. Είναι σχεδόν βέβαιο πως αυτά τα τάγματα δρουν “ανεξέλεκτα” και η Διεθνής Αμνηστία[8] έχει συγκεντρώσει αρκετά στοιχεία για τη δράση τους μέχρι το 2016, τουλάχιστον στην ενεργή φάση του πολέμου. Το τάγμα Αζόφ μαζί με το τάγμα Αϊνταρ προσπάθησαν να κερδίσουν εκλογική προβολή και συνεπώς κρατική κάλυψη με από κοινού κοινοβουλευτική παρουσία στο κόμμα “Πατριώτες της Ουκρανίας”. Η νεοναζιστική τους ιδεολογία όμως, και συνεπώς η στοχοθεσία της, ήταν τόσο μακριά από το εθνικό αφήγημα της Ουκρανίας που έλαβαν το 2019 το ποσοστό 2,15% και έμειναν εκτός βουλής. Μια απόδειξη ακόμα πως η εθνική ιδεολογία της Ουκρανίας είναι μια καθόλα τυπική τέτοια ιδεολογία, με τις αντιφάσεις της και τον εξουσιαστικό της χαρακτήρα, αλλά που απέχει πολύ από το να είναι υπεραπλουστευτικά “ναζί”.
Η ενσωμάτωση του Αζόφ στον Ουκρανικό στρατό, και η προβολή ακόμα και σε δυτικές εφημερίδες του τάγματος ως ακροδεξιού καθώς και η επακόλουθη κατακραυγή, οι εξακολουθητικές εκλογικές αποτυχίες της ακροδεξιάς στην Ουκρανία, οδήγησαν σε κάτι άλλο, πολύ πιο ενδιαφέρον και πολιτικά επικίνδυνο, που η ρητορική περί “φασιστικού κράτους” ή “φασιστικού τάγματος” υποτιμά πλήρως. Το Αζόφ μετατράπηκε σε εταιρία μισθοφορικού στρατού, με στρατιώτες με συμβόλαιο, το οποίο προς το παρόν μισθώνεται από το Ουκρανικό κράτος. Αυτή είναι η πρώτη επιβεβαιωμένη περίπτωση σε ευρωπαϊκό έδαφος μισθοφορικού στρατού που μισθώνεται από υπουργείο άμυνας, και καθώς δεν έχει προηγηθεί κάτι τέτοιο, προκάλεσε αντιδράσεις ακόμα και μέσα στο Ουκρανικό υπουργείο άμυνας. Η δομή του Αζόφ και η σχέση του με το ουκρανικό κράτος είναι εξίσου σημαντικές με τον ιδεολογικό του χρωματισμό. Και ενώ δεν είναι καινούριο φαινόμενο η ενσωμάτωση ακροδεξιών στο στράτευμα, η ενσωμάτωση τους ως μισθοφόρων είναι νέα, ποιοτική αναβάθμιση που επιτρέπει τόσο στους ίδιους, όσο και στο ίδιο το κράτος να κινούνται σε αμφίβολα νομικά νερά και ελεγκτικούς μηχανισμούς. Οι επιπτώσεις αυτού του φαινομένου, δεν έχουν φανεί ακόμα, αλλά σίγουρα, θα υπάρξουν. Είναι πιο πιθανό το Αζοφ να εξελιχθεί σε μια ακροδεξιά εταιρία μισθοφόρων, που θα είναι ουσιαστικά απεδαφικοποιημενη από το ουκρανικό κράτος και συνεπώς διαθέσιμη για μίσθωση από ανάλογους μεγάλους πελάτες, κράτη ή επιχειρηματίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι σε απάντηση όλων αυτών, που η Ρωσική ηγεσία, κινητοποίησε πέραν του τακτικού στρατού, ο οποίος δεν υστερεί σε αριθμούς, και τις παραστρατιωτικές, ανοιχτά ακραία ισλαμιστικές, ομάδες του Καντίροφ και άλλων τσετσένων ακροδεξιών, για να επιτεθούν τώρα στην Ουκρανία. Και επίσης, ίσως όχι τυχαία, ο Καντίροφ φαίνεται να συγκρούστηκε στην ανατολική Ουκρανία ακριβώς με το Τάγμα Αζόφ.[9] Ήταν η μόνη μαζική, και νομικά επίσης ασαφής στρατιωτική οντότητα, στη ρωσική πλευρά, που μπορούσε να συναγωνιστεί το Αζόφ τόσο ιδεολογικά όσο και στρατιωτικά σε μια μορφή “υβριδικού πολέμου”.
Ως προς τη γενοκτονία όμως, το γεγονός παραμένει όμως πως τα περιφερειακά δεδομένα δεν συνηγορούν προς κάτι τέτοιο, ούτε τα δεδομένα της Διεθνούς Αμνησίας: λίγο καιρό πριν τον τωρινό πόλεμο, η Ρωσική ηγεσία αναγνώρισε τα προϊόντα του Ντόνμπας ως προϊόντα άνευ δασμών[10] για τη Ρωσική Ομοσπονδία τα οποία θα μπορούσαν να εξάγονται ως “made in Russia” και τους παρέδωσε κωδικούς εισαγωγής-εξαγωγής καθώς και επενδυτικά προγράμματα από την κεντρική της τράπεζα. Σε απάντηση αυτού, ο Ζελένσκι [11]προώθησε πολιτικές επαναδημιουργίας της “ειδικής οικονομικής ζώνης του Ντόνμπας” η οποία είχε αποτύχει μετά το 2005, προσπαθώντας να προσελκύσει κεφάλαια και επενδύσεις. Είναι αυτονόητο πως αν διεξαγόταν γενοκτονία και τόσο ευρείας κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση, οποιαδήποτε συζήτηση για επενδυτική και παραγωγική δραστηριότητα στην περιοχή θα ήταν αδιανόητη. Αντιθέτως, οι προτάσεις αμφότερες δείχνουν πως στο εσωτερικό των περιοχών που έχουν αποσχισθεί, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Ουκρανίας που παρέμενε υπό ουκρανικό έλεγχο, επικρατούσε μια “σχετικά σταθερή” κατάσταση στις διάφορες περιοχές, πράγμα που επέτρεπε να υπάρχει οικονομική δραστηριότητα και σχεδιασμός.
Παρ’ όλα αυτά τον γύρο του internet, και με αυτό εννοείται κυρίως τα social media του fb και του twitter, η παραδοχή πως στα ανατολικά διεξάγεται γενοκτονία από φασιστικά τάγματα με εξωτικά ονόματα, διαδόθηκε σαν αστραπή. Είναι ίσως καλύτερο, να αξιολογηθεί η κατάσταση από τις επίσημες εκτιμήσεις που έχει δώσει η Ρωσική Ομοσπονδία για την κατάσταση στα ανατολικά, και οι οποίες, πριν τον πόλεμο, κατατέθηκαν στον ΟΗΕ. Σύμφωνα με αυτές λοιπόν τις εκτιμήσεις από το 2014 μέχρι το 2022 η Ρωσία επισήμως εκτιμά ότι στην ανατολική Ουκρανία από Ουκρανικά πυρά έχουν σκοτωθεί 2,6 χιλιάδες κάτοικοι ρωσικής καταγωγής[12]. Από μαχητές και των δύο πλευρών[13] έχουν σκοτωθεί συνολικά 10 χιλιάδες άτομα εκ των οποίων περίπου χωρισμένοι 50-50 είναι ουκρανοί στρατιώτες και ρώσοι αυτονομιστές. Όπως ήταν αναμενόμενο, ελαφρώς παραπάνω (5.650) είναι από την ρωσική πλευρά. Η συντηρητική πλειοψηφία των νεκρών, είναι την περίοδο 2014-2016 κατά την πιο ενεργή φάση του πολέμου, την υποτιθέμενη “Αντιτρομοκρατική ουκρανική επιχείρηση”, με τις απώλειες κατά το επόμενο διάστημα να πέφτουν σημαντικά. Όλοι αυτοί μαζί κάνουν περίπου τον αριθμό των 14.000 που κυκλοφόρησε στο ίντερνετ, οι οποίοι όμως περιλαμβάνουν κατοίκους και στρατό από τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές (για λόγους που μου διαφεύγουν η Ρωσική πλευρά δίνει λιγότερους νεκρούς κατοίκους απ’ ότι ο ΟΗΕ, με την διαφορά να είναι μεγάλη, περίπου στα 600 άτομα). Αυτός είναι και ο λόγος που ο ΟΗΕ ενώ δέχτηκε τον ισχυρισμό της Ρωσίας περί θυμάτων, αρνήθηκε να το χαρακτηρίσει γενοκτονία. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος των νεκρών σε σχέση με τη σφοδρότητα μιας σύγκρουσης, (και το πως ένας αριθμός διαδόθηκε χωρίς καμιά κριτική ανάλυση ή επιβεβαίωση, αλλά διαδόθηκε στα πλαίσια του πληροφοριακού πολέμου και έγινε πιστευτός άμεσα για συγκεκριμένους λόγους), αυτή τη στιγμή που γράφεται αυτό κείμενο (28/2/2022), με πόλεμο πλήρων διαστάσεων στην Ουκρανία οι επίσημοι νεκροί κάτοικοι σε όλη την Ουκρανία είναι περίπου γύρω στα 400 άτομα. Αξιόπιστες πηγές για τις απώλειες σε στρατιωτικό προσωπικό και στις δύο πλευρές, ακόμα δεν υπάρχουν.
Με τα άνω δεδομένα, και βλέποντας το πόσο απέχουν οι επίσημες πληροφορίες που τα κράτη αναγκάζονται να δώσουν στο φως τελικά, από αυτά που διακινούνται στο διαδίκτυο, θα πρέπει να επισημανθούν μερικά σημεία, τα οποία αφορούν τόσο την δυτική όσο και την ανατολική προπαγάνδα. Η σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, είναι πολυπαραγοντική, και δεν επιτρέπει ξεκάθαρες αξιολογήσεις. Οι κατηγορίες περί φασιστικού κράτους για την Ουκρανία, όταν δεν θεμελιώνονται σε εξωτικές αφηγήσεις πολυπληθών φασιστικών ταγμάτων που δρουν στην βαθιά ουκρανική ανατολή, θεμελιώνεται στο γεγονός ότι απαγορεύτηκε στο Κομμουνιστικό κόμμα Ουκρανίας να κατέβει στις εκλογές το 2019. Αυτές οι κατηγορίες είναι ανάλογες, -ειρωνικά- με όσους κατηγορούν την Ρωσία για φασισμό. Παρ’ όλα αυτά η απαγόρευση της συμμετοχής του Κομμουνιστικού Κόμματος στις εκλογές, πράξη αναμφίβολα αντιδημοκρατική και αντικομμουνιστική, είναι μια πράξη που έχει μακρά παράδοση και νομικό προηγούμενο σε όλες σχεδόν τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Στη Ρωσία, την τελευταία δεκαετία έχουν αποκλειστεί από τις εκλογές πλήθος κομμάτων, όχι αναγκαστικά δεξιάς ή φιλελεύθερης κατεύθυνσης, αλλά και από τον χώρο της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς, συνήθως με γραφειοκρατικές δικαιολογίες. Αυτή η τακτική, που συνήθως προέρχεται από μια λογική εργαλειακής μεταχείρισης της κρατικής μηχανής από την εκάστοτε κυβέρνηση έχει τόσο λαϊκίστικα-δημοκρατικά χαρακτηριστικά όσο και αυταρχικά. Ως προς αυτό, η δυτική ρητορική και προπαγάνδα είναι εντελώς υποκριτική να κατηγορεί τη Ρωσία για φασισμό ή έλλειμμα δημοκρατίας, και να επευφημεί την Ουκρανική κυβέρνηση για δημοκρατικότητα όταν, περίπου, οι δύο χώρες μεταχειρίζονται τον εκλογικό τους νόμο με ανάλογο τρόπο. Η μόνη διαφορά μεταξύ τους είναι ότι στη Ρωσία, το κυβερνητικό μπλοκ είναι πολύ πιο συσπειρωμένο γύρω από το Κόμμα της Ενωμένης Ρωσίας, και το στρατιωτικό-επιχειρηματικό σύμπλεγμά της, ενώ στην Ουκρανία, ως χώρα μικρότερη και πιο ετερογενής πολιτικά και οικονομικά υπάρχει μια εναλλαγή κεντρώων και δεξιών κομμάτων, με παρόμοιες πολιτικές. Αυτές οι πολιτικές, ως προς το πολιτισμικό-εθνοτικό κομμάτι, δεν έχουν καμία σχέση με ό,τι συνήθως αναφέρεται για “κυνήγι των ρώσων” ή για “απαγόρευση της γλώσσας”. Αυτό το οποίο έγινε όντως, και είναι αναμφίβολα ένα βήμα στο εγχείρημα της ισχυρότερης εθνογένεσης, είναι η προτροπή τα ΜΜΕ να χρησιμοποιούν περισσότερο ουκρανικά παρά ρώσικα, ενώ ταυτόχρονα εμφανίστηκαν και οι πρώτοι διανοούμενοι που μιλούν για “ένα έθνος με δύο γλώσσες”. Η ενσωμάτωση των ακροδεξιών ομάδων στον τακτικό ουκρανικό στρατό ή τα σώματα ασφαλείας, όσες δηλαδή θέλησαν να μείνουν πιστές στο κράτος, ήταν αναμενόμενη και δεν είναι πρωτοφανής. Τώρα βέβαια, έχει ειδικά τεχνικά χαρακτηριστικά ως προς το κράτος. Ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, στη Ρωσία, στην Ελλάδα και πολλές βαλκανικές χώρες. Προφανώς καμία από αυτές τις χώρες δεν χαρακτηρίστηκε “φασιστική”. Όσο για τους ακροδεξιούς εκείνους που αρνήθηκαν να δεχτούν το ρόλο τους στα σώματα ασφαλείας και είχαν μεγαλύτερες φιλοδοξίες, τόσο στη Ρωσία, όσο και την Ουκρανία τους περίμενε η γνωστή μοίρα: φυλακή ή δικαστική εξάντληση και περιθωριοποίηση.
VΙΙI. Για τους φίλους μας στην άλλη πλευρά
Πού μπορεί όμως τελικά να αποδοθεί το γεγονός τόσων πολλών και προβληματικών παρεξηγήσεων και παρανοήσεων; Αν δεχτούμε ότι πυρήνας της πολιτικής είναι πάντα και οι επιθυμίες, δεν μπορούμε να στηλιτεύσουμε όσους πίστεψαν στο αφήγημα μιας σπουδαίας αντιφασιστικής μάχης, ότι το έκαναν μόνο από οριενταλιστική ανοησία. Έτσι και αλλιώς οι άνθρωποι, όσο ορίζονται από την κοινωνία που ζουν, άλλο τόσο την υπερβαίνουν με την κριτική σκέψη και το πάθος τους πολλές φορές.
Είναι ίσως καλύτερο να πούμε, ίσως είναι πιο ακριβές πως η πλειοψηφία των ανθρώπων που πίστεψαν διάφορες εκδοχές του πληροφοριακού πολέμου, ακόμα και κάποιων φιλελεύθερων ακτιβιστών ή φανατικών αναρχικών και αντι-σταλινικών προέρχεται από την αγωνία τους να δουν ξανά μια νέα ανατολή, έναν κόσμο που να κομίζει μια κάποια ελπίδα. Έχει γίνει κοινός τόπος στις πολιτικές αναλύσεις ότι πλέον ζούμε στον “πολυπολικό κόσμο” και όχι στον “διπολικό” του ψυχρού πολέμου με τις τακτοποιημένες αφηγήσεις και προσδοκίες. Όμως νομίζω ότι η εκτίμηση είναι εν μέρη λάθος. Ο κόσμος μας δεν είναι πολυπολικός αλλά α-πολικός. Οι μεγάλες κρατικές δυνάμεις, η Κίνα, οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η ΕΕ δεν έχουν μια δική τους περιφέρει αυστηρά προσδιορισμένη για να μπορούν από αυτή να εφορμούν εναντίων των άλλων. Αντιθέτως είναι τόσο αλληλένδετες σε χρηματοπιστωτικό, υποδομιακό και εμπορικό επίπεδο, οι ψηφιακές τεχνολογίες κάνουν τόσο ραγδαίες και σχεδόν στιγμιαίες τις επιπτώσεις μεταξύ τους, που οι χώρες αυτές ενώ αποτελούν διακριτά κράτη, δεν αποτελούν ακριβώς διακριτές κοινωνίες. Πλέον δεν υπάρχουν ακριβώς καλοί και κακοί, ξεκάθαρες πολιτικές, αλήθειες και ψέματα, ξεκάθαροι πολιτικοί στόχοι. Πλέον πολλές ρωσίες, πολλές ουκρανίες, πολλές ελλάδες δικτυώνονται διεθνώς, εξωτερικά και εσωτερικά των κλασσικών ορίων των κρατών τους, και μπορεί να έχουν λίγη σχέση με άλλες κοινωνικές ομάδες κατά τα άλλα εγκατεστημένες στην ίδια κρατική διοικητική περιφέρεια. Η κοινωνία έχει τόσο αλλάξει, που η Ιστορία έχει γίνει αγνώριστη.
Σε αυτό το πλαίσιο, που πλέον ακόμα και οι μεγάλες κρατικές αφηγήσεις καταρρέουν – ποια και ποιος μπορεί πλέον να πείσει αβίαστα τη ψυχή του πως η Κίνα έχει κάποια προοπτική κομμουνιστική, οι ΗΠΑ έχουν κάποιο όραμα δημοκρατίας, ότι η Ρωσία είναι πόλος φιλεργατικης πολιτικής ή η ΕΕ είναι μια κοινότητα δικαιωμάτων και ευημερίας; – η αγωνία να πιστέψουμε σε κάτι γίνεται πραγματικός βραχνάς. Σε αυτή τη σύγκρουση, αλλά σε αυτές που έρχονται, δεν υπάρχει θέση ή επιλογή που να μας αναλογεί πέρα από την αντίσταση στη κρατική βαρβαρότητα. Όμως οι άνθρωποι που πίστεψαν σε όλη αυτή την ιστορία, με τις αλήθειες και τις υπερβολές της, σε τελική ανάλυση κινητοποιούνται από το πάθος να ορίσουν στον κόσμο ένα σκοπό, ότι οι μεγάλες αφηγήσεις, οι ξεκάθαροι, ευγενείς σκοποί είναι ακόμα κάπου εκεί έξω. Είναι το πάθος που ωθεί τους ανθρώπους να νιώσουν πως μια μεγαλύτερη υπόθεση διαδραματίζεται, πέρα από αυτούς, και πως δεν έχουν μείνει, στην δική τους γωνιά του κόσμου, τελείως μόνοι. Όχι τυχαία, είναι άνθρωποι που στις δικές τους, τοπικές κοινωνίες, είναι δραστήριοι, προοδευτικοί. Άτομα που σε γενικές γραμμές, ακόμα αγωνίζονται. Κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν ότι αυτό είναι ψυχολογικοποίηση, αλλά τα τελευταία χρόνια έμαθαν ακόμα και στους πιο ξεροκέφαλους, την αλήθεια πως τα ψυχικά φαινόμενα έχουν θέση στην πολιτική.
Κατά ένα παράδοξο τρόπο έτσι, όλη αυτή η διαφωνία, όλη αυτή η άγνοια πολλές φορές και η απροθυμία για γνώση, είναι καλό νέο. Γιατί είναι απόδειξη πως η ελπίδα και η προσδοκία για έναν καλύτερο κόσμο, για μια επαναφορά της Ιστορίας ως παραγωγής μια καλύτερης, πιο δίκαιης κοινωνίας, παρά τα φαντάσματα τα οποία κυνηγά και στα οποία αναλώνεται, είναι μια επιθυμία που δεν έχει εκλείψει. Και ως τέτοια μπορεί πάντα να βρει τον δρόμο της ξανά, που είναι αυτός της κριτικής του παλιού, της διάσωσης του ωραίου, και της παραγωγής του νέου. Εμάς μας αναλογεί όχι η επιλογή στρατοπέδου, αλλά ακριβώς αυτά, δηλαδή η Έξοδος.
Παραπομπές
[1] Самоидентификация населения Украины: общее и отличное — Research & Branding Group (rb.com.ua) [Ταυτότητα του πληθυσμού της Ουκρανίας, γενικά και επιμέρους. Στην παρούσα μελέτη γίνεται η γενική και ειδική ταξινόμηση της ταυτότητα των ουκρανών εθνικά ανά περιοχή. Οι ερωτήσεις είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες καθώς δεν αφορούν μόνο το ρώσος-ουκρανός, αλλά στο “πολίτης της Ουκρανίας, “πολίτης της Ε.Ε” κτλ. Οι νεαρότερες ηλικίες προτιμούσαν τον ευρωπαϊκό προσδιορισμό, ενώ οι γηραιότεροι, εργατικής καταγωγής με τόπο διαμονής τα νοτιοανατολικά της χώρας προτιμούσαν το “ουκρανός πολίτης-Ρώσος, ή πολίτης της πρώην ΕΣΣΔ”.
[2]АССОЦИАЦИЯ УКРАИНЫ С ЕВРОПЕЙСКИМ СОЮЗОМ: ПОСЛЕДСТВИЯ ДЛЯ РОССИИ 2014_026.pdf (imemo.ru) [Η σχέση της Ουκρανίας με την ΕΕ: οι επιπτώσεις για την Ρωσία”.
[3] Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσίας το 1919. Η φράση αποτελεί στην ουσια μετεξέλιξη της απόψεων των Μαρξ-Ένγκελς, ενώ επηρέασε αρκετά και την πρώιμη σοβετική αρχιτεκτονική σκέψη Δες: Современная архитектура, τεύχος 1-2, 1930, σ. 15-16.
[4]Экономика Восстания на Востоке Украины | VoxUkraine [Η οικονομία της εξέγερσης στην ανατολική Ουκρανία]
[5]Стоит ли вводить свободную экономическую зону на Донбассе. Экспертный опрос (espreso.tv)
[6] Украинцы перед выборами озвучили ключевые приоритеты в работе местной власти, – опросУкраинцы перед выборами озвучили ключевые приоритеты в работе местной власти, – опрос (bykvu.com) [οι κοινωνικές προτεραιότητες των ουκρανών πριν τις εκλογές]. Και εδώ σύντομη συνέντευξη μεταξύ άλλων, και επ’ αυτού A Ukrainian Sociologist Explains Why Everything You Know About Ukraine Is Probably Wrong (jacobinmag.com).
[7]Почему все главные национальные герои Украины – неудачники, бегущие с тонущего корабля | История России Пульс Mail.ru και για Μαχνό δες Махно – герой Украины! (telegrafua.com). Για το επετειακό νόμισμα των 2 γριβνών του Μαχνό Нестор Махно (монета) — Вікіпедія (wikipedia.org)
[8] Amnesty International “You don’t exist – Arbitrary detentions, Enforced Disappearances, and Torture in Eastern Ukraine”. 2016 report. Η έκθεση περιέχει στοιχεία για απαγωγές, κακοποίηση, παράνομη κράτηση και βιασμούς και για τις δύο πλευρές κατά την περίοδο του πολέμου στα ανατολικά.
[9]Азовцы передали привет воинам Кадырова. Видео (obozrevatel.com). Εδώ αξίζει να σημειώσουμε εν τάχει, πως το τσετσένικο στράτευμα, αν και δεν αποτελεί μισθοφορική ομάδα, αλλά τυπικά μέρος των ενόπλων δυνάμεων της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αποτελεί το συμμετρικό παράδειγμα στα πλαίσια του ρωσικού κράτους. Αποτελεί στην ουσία ιδιωτικό στρατό, διάφορων οπλαρχηγών της Τσετσενίας οι οποίοι συνδιοικούν την Τσετσενία υπό το επίσημο πρόσωπο του Ρασμάν Καντίροφ. Αν και τυπικά ανήκουν στις Ρωσικές δυνάμεις, μόνο υπό το προεδρικό διάταγμα κινητοποιούνται, και υπάγονται όχι στο γενικό επιτελείο στρατού αλλά στους τσετσένους διοικητές.
[10]«Россия» готовится признать Донбасс : Экономика и бизнес на портале Newsland
[12]СКР назвал число погибших мирных жителей Донбасса (bfm.ru)
Πηγή: ourbabadoesntsayfairytales.wordpress.com