Σε συζητήσεις που κάνω τον τελευταίο καιρό με αρκετούς φίλους μου που είναι έμπιστοι κινηματογραφόφιλοι, συνεχώς εκφράζω το παράπονό μου πως έχω χρόνια να απολαύσω κάποια ταινία που να με κερδίσει ολόψυχα και να με εκφράσει απόλυτα. Τόσο η υγειονομική κρίση όσο κι η δηθενιά που έχει αρχίσει να επικρατεί έντονα τα τελευταία χρόνια στο χώρο του κινηματογράφου, έχει επιφέρει ένα δημιουργικό μαρασμό και μια θεματική επανάληψη που δυστυχώς έχει αρχίσει να κουράζει. Κι εκεί που μ’ έχει πιάσει μια κινηματογραφοφιλική απελπισία, έρχονται ο Φελίξ Βαν Γκρόνινγκεν κι η σύντροφός του Σάρλοτ Βαντερμίς να με συγκινήσουν αναπάντεχα με το αριστουργηματικό τους έργο “Τα Οχτώ Βουνά”, το οποίο είναι βασισμένο στο βιβλίο του Πάολο Κονιέτι.
Η ιστορία της ταινίας είναι πολυσύνθετη καθώς ανοίγει αρκετά μέτωπα αλλά συνάμα και τόσο οικεία. Είναι η αποθέωση μιας ειλικρινούς παιδικής φιλίας, η οποία δοκιμάζεται στο χρόνο και στις διαφορετικές συνθήκες. Πάνω σ’ αυτήν την απόλυτη αντίθεση των δυο φίλων πατάνε οι δημιουργοί προσφέροντας ένα από τα συγκινητικότερα αριστουργήματα των τελευταίων χρόνων.
Πρωταγωνιστές στην ταινία είναι δυο συνομήλικοι φίλοι, ο Πιέτρο κι ο Μπρούνο, οι οποίοι συναντιούνται κάθε καλοκαίρι στη Γκράνια, ένα ορεινό χωριό των ιταλικών Άλπεων. Πέρα από την ίδια ηλικία και το ότι είναι κι οι δυο μοναχοπαίδια, δεν έχουν κανένα άλλο κοινό στοιχείο. Ο Πιέτρο ζει στο Τορίνο κι έχει έναν πατέρα απόντα από το σπίτι λόγω των επαγγελματικών του υποχρεώσεων ενώ ο Μπρούνο ζει πάνω στα βουνά στηρίζοντας τον πατέρα του και τον θείο του στην κτηνοτροφία και στην παραγωγή τυριού. Ο Πιέτρο έχει όλη την υποστήριξη των δικών του για να σπουδάσει σε αντίθεση με τον Μπρούνο που ενηλικιώνεται απότομα στις άγριες εργασιακές και κλιματικές συνθήκες. Παρόλα αυτά, ο Πιέτρο είναι αυτός που “επαναστατεί” κι αποφασίζει να κυνηγήσει τα τρελά όνειρα της εφηβείας του, κόβοντας κάθε δεσμό με την οικογένειά του και κυρίως με τον πατέρα του.
Η ανατροπή της στάσιμης για πολλά χρόνια κατάστασης του Πιέτρο, θα έρθει με τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του. Η απώλειά του γονιού του, θα σταθεί αφορμή για τον μποέμ νεαρό να αναλογιστεί τα λάθη του, τους εγωισμούς του κι όλες του τις επιλογές που τον οδήγησαν σε μια αδιέξοδη παρατεταμένη εφηβεία. Ίσως ήταν η ζήλια του απέναντι στην εκτίμηση που έδειχνε ο πατέρας του στον Μπρούνο; Μήπως κάποιο είδος αντίδρασης βλέποντας την απότομη ενηλικίωση του φίλου του; Πολύ πιθανόν να έπαιξε σημαντικό ρόλο και το χάσμα που υπήρχε από μεριάς του προς τον πατέρα του.
Επιστρέφοντας στο ορεινό χωριό για να βοηθήσει τον Μπρούνο στο χτίσιμο του ορεινού του καταφυγίου, ο Πιέτρο θα ανακαλύψει την αθέατη όψη του πατέρα του. Θα αρχίσουν να ξεδιπλώνονται μπροστά του κάποια κομμάτια του χαρακτήρα του που δεν είχε αντιληφθεί όσο ήταν ζωντανός. Ανεβαίνοντας στην πρώτη κορυφή που είχαν “κατακτήσει” μαζί, ο Πιέτρο θα διαβάσει τη γλυκιά σημείωση του πατέρα του, συνειδητοποιώντας πόσο σημαντική ήταν γι’ αυτόν εκείνη η στιγμή που είχε μοιραστεί με τον γιο του. Ταυτόχρονα συνειδητοποιεί πως οι σχέσεις πατέρα και γιου είναι από τη φύση τους τεταμένες. Όπως είχε εκείνος κόντρα με τον πατέρα του, αντίστοιχα παράπονα είχε κι ο Μπρούνο με τον δικό του, κάτι που τον ανάγκαζε να ζητά συμβουλές από τον πατέρα του Πιέτρο. Κατά κάποιον τρόπο, ο πατέρας του Πιέτρο “υιοθέτησε” τον Μπρούνο, θέλοντας να καλύψει το κενό που είχε αφήσει ο γιος του με τη διάλυση των δεσμών τους αλλά και προσπαθώντας να μαλακώσει την απαξίωση που δεχόταν από το ίδιο του το παιδί.
Όλα αυτά θα ωθήσουν τον Πιέτρο να αναζητήσει την αθέατη πλευρά του πατέρα του μέσα από κρυμμένα σημειώματα στις κορυφές των ιταλικών Άλπεων, μέσα από τα χαραγμένα μονοπάτια του γονιού του στους χάρτες και φυσικά μέσα από τις συζητήσεις του με τον Μπρούνο.
Ωστόσο η ταινία δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτό το κομμάτι αλλά εστιάζει και σε άλλα θέματα αρκετά επίκαιρα. Ένα απ’ αυτά είναι η λανθασμένη εικόνα που έχουν οι κάτοικοι των πόλεων για τη φύση, κάτι το οποίο θίγεται κατά την διάρκεια της παραμονής κάποιων φίλων του Πιέτρο στο ορεινό σπίτι που είχε χτίσει με τον Μπρούνο. Ακούγοντας τις αφελείς απόψεις των αστών, ο Μπρούνο αρχίζει να τους χλευάζει θέλοντας να τους αποδείξει πως δεν έχουν καμία απολύτως ιδέα για τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούν το χειμώνα στα βουνά. Η επίμονη κι άκρως ειρωνική του στάση θα αντικρούσει όλα τα υποτιθέμενα κι ασυνάρτητα σχέδια των φιλοξενούμενων και θα μαλακώσει αφότου ακούσει την ηττημένη δήλωση ενός απ’ αυτούς, που τον εκλιπαρεί να τον αφήσει τουλάχιστον να ονειρεύεται όλες αυτές τις λανθασμένες αντιλήψεις που έχει για τη φύση.
Σε αντίθεση με τον Μπρούνο, ο Πιέτρο επιμένει να ζει στην πόλη. Με έναν διακριτικό αλλά εύστοχο τρόπο, οι δημιουργοί προσπαθούν να αποδείξουν ποια από τις καθημερινότητες των δυο πρωταγωνιστών είναι πιο ποιοτική αλλά και πιο ανθρώπινη. Η φύση έχει τις αντιξοότητές της αλλά η ζωή στην πόλη είναι ένας ασυνείδητος εγκλεισμός. Ένας ύπουλος ιδρυματισμός που δύσκολα μπορούν να αντιληφθούν όσοι επιλέγουν να ζήσουν και να εργαστούν στους ξέφρενους ρυθμούς της αστικής ζωής. Αυτό γίνεται αντιληπτό σε μια σκηνή που ο Μπρούνο τηλεφωνεί στον Πιέτρο, ο οποίος αναγκάζεται να βγει στο ηλιόλουστο αίθριο της σκοτεινής κουζίνας που εργάζεται για να συνειδητοποιήσουμε ως κοινό, ότι το επάγγελμα που διάλεξε του στερεί την αίσθηση του χρόνου αλλά και του χώρου. Προσωπικά, το συγκεκριμένο στιγμιότυπο με ταρακούνησε αρκετά, καθώς νιώθω κι εγώ τα τελευταία χρόνια εγκλωβισμένος στην Αθήνα.
Μπορεί από την μια να “αποθεώνεται” η σκληρή ζωή στην ύπαιθρο αλλά από την άλλη δείχνει και το πόσο ευάλωτη είναι σε ξένα και κυρίως σε αστικά ερεθίσματα. Μπορεί ο Μπρούνο να παρουσιάζεται ως ο πιο δυνατός και πιο προσγειωμένος χαρακτήρας της ιστορίας αλλά συνάμα θαμπώνεται από τις γνώσεις και τον τρόπο ζωής των αστών. Καταρχάς, εντυπωσιάζεται από τις γνώσεις του Πιέτρο και τον θαυμάζει για τη συγγραφική του καριέρα. Σε μια μεταξύ τους συζήτηση θα του εκφράσει την εκτίμηση απέναντι στο πλούσιο λεξιλόγιό του, λέγοντάς του πως “αν έχεις φτωχά λόγια είσαι αναγκασμένος να έχεις και φτωχές σκέψεις”. Μέγα λάθος κατά τη δική μου γνώμη, διότι μια άλλη παροιμία λέει πως “τα πολλά λόγια είναι φτώχια”. Έπειτα, ο Μπρούνο ερωτεύεται μια φίλη του Πιέτρο και κάνει οικογένεια μαζί της, η οποία θα τον εντρυφήσει σε επενδύσεις και δάνεια θέλοντας να τον βοηθήσει να αναπτύξει τις κτηνοτροφικές του δραστηριότητες. Όμως, η αγνή φύση του Μπρούνο απέναντι στη βρωμιά του κέρδους, θα μετατραπεί σε αχίλλειος πτέρνα, γκρεμίζοντας ανεξέλεγκτα όλες του τις προσπάθειες και φυσικά όλα του τα όνειρα.
Πάνω σ’ αυτό το κομμάτι, παρουσιάζεται με ένα γλυκό τρόπο, η διακριτική ζήλεια μεταξύ των δυο φίλων. Κατά κάποιον τρόπο ο Πιέτρο ζηλεύει τον Μπρούνο που κατάφερε να εκπληρώσει το παιδικό του όνειρο και να γίνει κτηνοτρόφος και να κάνει οικογένεια ενώ ο Μπρούνο ζηλεύει την ανέμελη, ταξιδιάρικη και μποέμικη ζωή του φίλου του. Μια ζήλια που ποτέ δεν εκδηλώνεται αλλά ούτε γίνεται αφορμή για να διαλυθεί η αντρική τους φιλία.
Αντιθέτως, οι δυο φίλοι βιώνουν μια συγκινητική αλληλεγγύη κι αλληλοεκτίμηση, παρόλο που έχουν μεγαλώσει με διαφορετικές νοοτροπίες κι έχουν ριζώσει διαφορετικές αξίες μέσα τους. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Μπρούνο εξακολουθεί να εκτιμά τον πατέρα του παρά τα δεινά που του είχε δημιουργήσει αφήνοντάς του αρκετά συμπλεγματικά κατάλοιπα, σε αντίθεση με τον Πιέτρο που εξακολουθεί να απαξιώνει τον δικό του πατέρα και μετά το θάνατό του. Παρά τις διαφορετικές στάσεις που κρατάνε απέναντι στους γονείς τους, εκφράζουν μεταξύ τους μια ειλικρινή κατανόηση απέναντι στη στάση του κρατάει ο καθένας πάνω σ’ αυτό το θέμα.
Όλη αυτή η πολυπλοκότητα της ζωής δένει εντυπωσιακά με το θιβετιανό ρητό “Οκτώ Βουνά”, το οποίο χωρίζει τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες. Σε αυτούς που βάζουν στόχο τη ψηλότερη κορυφή κι εγκλωβίζονται σ’ αυτήν και στους τυχοδιώκτες που αποφεύγουν την ψηλότερη κορφή αλλά περιφέρονται τόσο στις υπόλοιπες επτά όσο και στις οκτώ θάλασσες, αναζητώντας τις απαντήσεις για την ίδια τους τη ζωή και το νόημα της ύπαρξής τους. Ο Μπρούνο αντιστοιχεί στην πρώτη κατηγορία μ’ αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί από μικρός στο δικό του ψηλό βουνό ακολουθώντας τον τρόπο ζωής των δικών του, ενώ ο Πιέτρο έχοντας πιο διευρυμένους ορίζοντες αποφασίζει να μην ακολουθήσει τη συμβιβασμένη κι αγχώδης ζωή του πατέρα του, επιθυμώντας να ζήσει την κάθε του στιγμή ελεύθερα κι ανέμελα κάνοντας δουλειές του ποδαριού και ταξιδεύοντας ως τα Ιμαλάια αναζητώντας απαντήσεις σε όλα αυτά που τον βασανίζουν. Αυτό όμως που αντιλαμβάνεται στο τέλος είναι πως το ανήσυχο πνεύμα του από την μια δεν τον αφήνει να ριζώσει πουθενά κι από την άλλη τον κάνει να χάνει το σκοπό αλλά και τους στόχους των περιπλανήσεών του.
Οι δημιουργοί Φελίξ Βαν Γκρόνινγκεν και Σάρλοτ Βαντερμίς, συγκεντρώνοντας τις παραπάνω ιδέες, προσφέρνουν ένα υπέροχο και συγκινητικό κινηματογραφικό διαμάντι, αγγίζοντας με ευαισθησία τις αθέατες ανδρικές ανασφάλειες και περνώντας με λυρικό τρόπο τους προβληματισμούς των δυο πρωταγωνιστών. Σημαντικό ρόλο στη συγκεκριμένη ταινία παίζει κι η φωτογραφία του Ρούμπεν Ίμπενς, ο οποίος επιλέγει το κάδρο 4:3, θέλοντας να εγκλωβίσει την απεραντοσύνη της φύσης στους περιορισμένους ορίζοντες των ανθρώπων. Όμως μέσα απ’ τα κάδρα του, παρουσιάζονται με όμορφο τρόπο τα μαγευτικά τοπία των ιταλικών Άλπεων, με τις άγριες κορυφογραμμές τους και τις γεμάτες πράσινο πλαγιές τους. Εξαιρετικοί και συγκινητικοί στους πρωταγωνιστικούς τους ρόλους οι ηθοποιοί Λούκα Μαρινέλι και Αλεσάντρο Μπόργκι. Όσο για το soundtrack, το οποίο ντύθηκε με τραγούδια του Σουηδού Ντάνιελ Νόργκρεν από το άλμπουμ του Alabursy (2015), μου άφησε την αίσθηση πως έδενε όμορφα με τα υπέροχα ορεινά τοπία αλλά δεν ταίριαξε απόλυτα με το θέμα της ταινίας.
Τα “Οκτώ Βουνά” είναι μια κινηματογραφική ωδή στην πραγματική αγάπη που υπάρχει μεταξύ των ανδρών, η οποία όσο δύσκολο είναι να εκφραστεί με λόγια, τόσο πιο εύκολα εκδηλώνεται με πράξεις. Είναι μια υπενθύμιση των μικρών πραγμάτων που συμβαίνουν στην παιδική μας ηλικία και μένουν χαραγμένα στη μνήμη, με τη σπουδαιότητά τους να μεγαλώνει όσο περνούν τα χρόνια. Επίσης, είναι ένας ύμνος προς την φύση, η οποία έχει τη δύναμη να αλλάξει τους ανθρώπους, να τους δώσει κίνητρο για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους, να γιατρέψει τις ανοιχτές πληγές τους αλλά και να τους βρει κάποια διέξοδο στα χρόνια προβλήματά τους. Τέλος, είναι μια ειλικρινής εξομολόγηση στην προσπάθεια του κάθε άνδρα να ξεπεράσει τον πατέρα του, αποφεύγοντας τις λάθος επιλογές των γονιών του κι εκπληρώνοντας τα όνειρά του.