Το έργο του ρομαντικού βετεράνου του ευρωπαϊκού σινεμά Κεν Λόουτς δεν μπορεί στιγμή να μας αφήσει αδιάφορους. Τρία χρόνια πριν το “Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι” που έφερε στην αγκαλιά του τον πρώτο Χρυσό Φοίνικα, σκηνοθέτησε το “Γη κι Ελευθερία” που τιμήθηκε στις Κάννες με τα Βραβεία της Επιτροπής και FIPRESCI. Η δίνη του εμφυλίου σπαραγμού κι η πολυδιάσπαση της Αριστεράς τον βασανίζουν. Με έναν αξιοσημείωτο σοσιαλιστικό ρεαλισμό προσπαθεί να αποδώσει τα γεγονότα προς γνώσιν και συμμόρφωσιν. Ένα ταξίδι που έχει ως στόχο του να νικήσει τη λήθη με φόντο το μέλλον.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Μεταφερόμαστε στην επαρχία της Καταλονίας στο μακρινό 1936. Από την μία οι φασίστες του Φράνκο, από την άλλη οι δημοκρατικοί πολίτες που αγωνίζονται για το δικαίωμα στην ελευθερία. Πλήθος ανθρώπων (Διεθνείς Ταξιαρχίες) συρρέει από ολόκληρο τον κόσμο εθελοντικά στο πλευρό των συντρόφων. Εμείς παρακολουθούμε τη διαδρομή ενός Βρετανού, μέλους του κομμουνιστικού κόμματος που αφήνει πίσω την αγαπημένη του και πηγαίνει να αγωνιστεί για μέγιστα ιδανικά κι αξίες. Στην αρχή όλα μοιάζουν ιδανικά. Όσο όμως ο καιρός περνάει η κατάσταση περιπλέκεται ολοένα και περισσότερο.
Κομβικό θεωρείται από τους ιστορικούς το έτος 1937 τότε αρχίζουν τα πρώτα σύννεφα στις σχέσεις των αγωνιστών. Μέρα με την ημέρα η εμπιστοσύνη κλονίζεται. Η κομμουνιστική κοινότητα θέλει το πάνω χέρι κι έρχεται σε ρήξη με τους “αντάρτες” του POUM. Η διαχρονική γάγγραινα με φόντο ονειρικές ουτοπίες ψαλιδίζει και πάλι τις πιθανότητες ολικής ανατροπής του σκηνικού κι επιτυχίας. Οι μέχρι πρότινος πρωταγωνιστές οδηγούνται σε παράκρουση. Αντιλαμβάνονται την ματαιότητα των θυσιών τους και καλούνται να συμβιβαστούν για να επιβιώσουν. “Πολεμήσαμε για το τίποτα”.
Πλάι στον Ντέιβιντ (Ίαν Χαρτ) τοποθετείται η Μπλάνκα (Rosana Pastor). Λευκή ηθικά όπως ακριβώς μαρτυρά το όνομά της. Είναι αποφασισμένη να πέσει στο πεδίο της μάχης. Χάνει τον αγαπημένο της. Συνεχίζει όμως να παλεύει σαν αγρίμι. Ένα νεαρό κορίτσι αρματωμένο, ικανό να δείξει τον δρόμο σε πολλά παλικάρια. Συνεχείς ανατροπές μέχρι την τελική εκτέλεση. Ο φακός του Λόουτς κάνει τον θεατή κοινωνό του δράματος. Δίνεται η αίσθηση πως μετέχει ο ίδιος στους κομβικούς διαλόγους και τις αιχμηρές στιχομυθίες. Κι όταν καλείται να πάρει αποφάσεις, έρχεται ακριβώς στη θέση των αγωνιστών και βιώνει έναν ιδιαίτερο “ευνουχισμό”.
Παράλληλα οι φασίστες ενισχύονται ολοένα και περισσότερο όσο πλησιάζουμε προς το 1939. Η Γαλλία κι Αγγλία παρατηρούν την εξέλιξη των γεγονότων, η Σοβιετική Ένωση δημιουργεί με τις παρεμβάσεις της περισσότερη σύγχυση παρά δίνει λύσεις (“θάνατος στον σταλινισμό”). Στην αντίπερα όχθη Χίτλερ και Μουσολίνι δίνουν ξεκάθαρη στήριξη στον Φράνκο με ποικίλους τρόπους κι εξοπλισμό. Ας μη ξεχνάμε πως βρισκόμαστε λίγα μόλις χρόνια πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
“Αν πετυχαίναμε θα μπορούσαμε να αλλάζαμε όλον τον κόσμο. Θα έρθει όμως ο καιρός μας”. Αυτό είναι το όραμα ζωής του Κεν Λόουτς, που υπηρετεί πιστά με το έργο του. Ένας απλός στρατιώτης στον ταξικό πόλεμο που δε γνωρίζει σύνορα. Οι ταινίες του στην υπηρεσία των πολλών. Αφορμή για μικρές – μικρές καθημερινές επαναστάσεις. Κραυγάζει για τις κοινωνικές αδικίες και ανισότητες και δε λέει να σταματήσει αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα από τον καθένα: κοινωνικό σινεμά. Μαζί του.