Γιάννης Σταυρακάκης, Λαϊκισμός –Μύθοι, στερεότυπα και αναπροσανατολισμοί εκδ. Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, σελ. 116
Ο όχλος, οι αλήτες που΄θελαν και δημάρχους κακό ψόφο να΄χουνε!
Ας πάνε πρώτα να πλύνουνε τα μούτρα τους και να καθαρίσουν τα δόντια τους!
ΟΥΙΛΙΑΜ ΣΕΞΠΗΡ, Κοριολανός
Ξεκινώ αξιολογώντας, πριν παρουσιάσω. Το βιβλίο του Γιάννη Σταυρακάκη είναι έξοχο. Πρόκειται για παραδειγματικό, σε ό,τι αφορά τις αρετές του, δοκίμιο, ένα από τα καλύτερα που έχουν εμφανιστεί διεθνώς –από όσο το παρακολουθώ, σε συνδυασμό, θα έλεγα, με το περίφημο άρθρο του Marco D΄Eramo στο New Left Review (1), δίνει τη δυνατότητα για έναν πλήρη προσανατολισμό στο πεδίο της μελέτης του λαϊκισμού. Το κείμενο το Σταυρακάκη, αν και ελάχιστο σε έκταση, καλύπτει όλες τις θεματικές του πεδίου, είναι εξαιρετικά καλογραμμένο και διαχρονικά «πληροφορημένο». Έτσι, σε αντίθεση με τα περισσότερα σχετικά κείμενα, άρθρα και βιβλία, αναφορές σε παλαιότερα, αλλά κάθε άλλο παρά παρωχημένα, έργα πολιτικής φιλοσοφίας ή ιστορικής κοινωνιολογίας, όπως του McPherson ή του Barrington Moor Jr., δίνουν ένα μοναδικό βάθος στην πραγμάτευση και δείχνουν ακόμη περισσότερο την καταλληλότητα του Σταυρακάκη ως ερευνητή στο πεδίο.
Θα το ξαναπώ. Το βιβλίο είναι ελάχιστης έκτασης, ένα υπερπολύτιμο «μικράκι», που όσο μέγεθος του λείπει τόση ποιότητα και βάθος διαθέτει.
Επιπλέον, πρόκειται για κείμενο μαχητικό, συνειδητά «αντι –αντιλαϊκιστικό». Ήδη από τις πρώτες σελίδες στέκεται απέναντι προς την όλο και ευρύτερα εκδηλούμενη, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της παρούσας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, εδώ και δέκα και χρόνια, απέχθεια, αποστροφή και περιφρόνηση προς κάθε τι λαϊκό, που βρίσκεται στη βάση κάθε είδους αντίδρασης του αντικειμενικά βαλλόμενου «συστήματος» προκειμένου να αποσείσει από πάνω του την αποκλειστική του ευθύνη για την παρατεινόμενη «κακοδαιμονία», που βιώνει η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Όπως σημειώνει ο Σταυρακάκης, «[σ]ε κάθε τέτοιου είδους συγκυρία, η «ενστικτώδης» αντίδραση του status quo είναι, συνήθως, η προσπάθεια απονομιμοποίησης των διαμαρτυρόμενων μαζών» (σελ. 17). Σήμερα, όλοι όσοι αντιστέκονται στο νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό αίσχος είναι «λαϊκιστές» -και, όντας τέτοιοι, συνωθούνται στην ίδια ιδεολογικοπολιτική –και πολιτισμική- περιοχή με μια σειρά από διαβόητα τέρατα της εποχής. Το γεγονός πως οι καταγγέλλοντες ανήκουν στην ίδια ευρωπαϊκή οικογένεια με τα τέρατα, σε μια επίδειξη στραμπουλιγμένης λογικής, δεν φαίνεται να έχει καμιά σημασία: ο Μητσοτάκης κάθεται δίπλα στον Όρμπαν ή σε άλλους ανατολικοευρωπαίους κληρικοφασίστες, αλλά λαϊκιστές είναι όσοι επιτίθενται στα μνημόνια και στις πολιτικές της λιτότητας.
Ο προφανής παραλογισμός του να συναθροίζονται σε μια «πολιτική συνομοταξία» ο Τραμπ με τον Σάντερς, ο Φάρατζ με τον Κόρμπιν, η Λεπέν με τον Μελανσόν ή να συγκρίνεται ο Τσίπρας –ό,τι κι αν είναι ο Τσίπρας- με τον Σαλβίνι, δεν φαίνεται να ενοχλεί ιδιαίτερα την φιλελεύθερη και ακροκεντρώα ακαδημία και δημοσιολογία. Στη χώρα μας, μάλιστα, τα διάφορα Journals, Καθημερινές, Βήματα και Νέα, μαζί και με τα ποικίλα Σκάϊ και Επίκεντρα, αποτελούν ένα πανίσχυρο και με απεριόριστους πόρους, για τα ελληνικά δεδομένα, «μέτωπο λογικής» προς στρέβλωση της πιο στοιχειώδους λογικής.
Ο Σταυρακάκης δεν τους «ονοματίζει» όλους αυτούς ούτε και τους επιλέγει ως αντιπάλους. Αυτό που κάνει είναι μια επιστημονική αντιπαράθεση με τους κύριους εισηγητές των σχημάτων του αντι-λαϊκισμού, τους οποίους, κατά τη γνώμη μου, κάνει «φύλλο και φτερό». Η αποδόμηση των θέσεων σχετικά με το λαϊκισμό βασικών mainstream θεωρητικών, από τον Χοφστάτερ μέχρι τον Γιαν -Βέρνερ Μύλερ, ακόμη και του, σαφώς περισσότερο «μετρημένου», Μούντε, είναι παραδειγματική –και, με δεδομένο το εξαιρετικά ευσύνοπτο, πραγματικά εντυπωσιακή. Η αποκάλυψη της εντελώς τετριμμένης και πολλαχώς παρωχημένης «εκσυγχρονιστικής» επιχειρηματολογίας, ακόμη και των κορυφαίων σχετικών έργων, εμφανίζεται ανάγλυφα. Και φέρνει σε πρώτο πλάνο τα εμμονικά χαρακτηριστικά των εκσυγχρονιστικών φιλελεύθερων ιδεολογιών του εικοστού αιώνα – που τα μοιράζονται με τον ιστορικό φιλελευθερισμό, ως οπαδού της αιρετής ολιγαρχίας και όχι της δημοκρατίας,: μονολιθικός «αναπτυξιακός» ντετερμινισμός, απροκάλυπτη υποταγή της επιστήμης στις ιδεολογικές της χρήσεις εντός του ψυχροπολεμικού πλαισίου, μια επικίνδυνα κυριαρχική αξίωση υπεροχής και ζηλωτικός ελιτισμός. Όπως σημειώνει ο Γκίλμαν, στην παράθεση του Σταυρακάκη: «Η δημοκρατία ήταν καλή, αλλά μόνο στο βαθμό που ενείχε έναν υποτακτικό δήμο, υπάκουο στις προσταγές των «υπεύθυνων» τεχνοκρατών. Όταν όμως τα λαϊκά στρώματα απέρριπταν τις προτάσεις τους, οι θεωρητικοί του εκσυγχρονισμού δεν δίσταζαν να «τα ξαποστείλουν στους σκουπιδοτενεκέδες τόσο της ιστορίας όσο και της πολιτικής»» (σελ. 50).
Τα σχήματα αυτά εμφανίστηκαν, όπως είναι γνωστό, κατά λέξη και στην «καθημάς Ανατολή», στις ελλαδικές παραλλαγές του «πολιτισμικού δυϊσμού», όπου η ίδια η καθόλου ιστορία του νεοελληνικού κράτους παρουσιάστηκε ως πάλη ανάμεσα σε «δύο κουλτούρες» (2). Κατά τον Νικηφόρο Διαμαντούρο, κεντρικό εισηγητή τέτοιων θεωρήσεων, η underdog «αντι-εκσυγχρονιστική», διαχρονικά «παρωχημένη», κουλτούρα, «εμβαπτισμένη στη βαλκανική-οθωμανική κληρονομιά», χαρακτηρίζεται από: «έκδηλη εσωστρέφεια, έντονα κρατικιστικό προσανατολισμό, σε συνδυασμό με βαθειά διχοστασία απέναντι στον καπιταλισμό και τον μηχανισμό της αγοράς, συνειδητή προτίμηση προς τον πατερναλισμό και τον προστατευτισμό μαζί με μια παρατεταμένη προσκόλληση σε προκαπιταλιστικές πρακτικές. Ακόμη, η ίδια χαρακτηρίζεται από ένα σύμπαν ηθικών αισθημάτων, μεταξύ των οποίων κυριαρχούν συχνά αρχέγονες ταυτίσεις με στενές αντιλήψεις και αδιαλλαξίες απέναντι σε κάθε τι το ξένο, έναν λανθάνοντα αυταρχισμό […] και, τέλος, μια αμφίθυμη αντίδραση για κάθε ανανέωση» (3). Πρόκειται, ισχυρίζομαι, για αντιγραφή του Χοφστάτερ, αν όχι πιο εισαγωγικών αμερικανικών εκσυγχρονιστικών «εγχειριδίων», προσαρμοσμένη στα δεδομένα μας, όπου στην θέση των αμερικάνων νότιων και μεσοδυτικών «βλάχων» μπαίνει η «βαλκανική και οθωμανική κληρονομιά». Και επαρκεί για να στοιχειoθετηθεί (sic) το σύνολο της τωρινής αντιλαϊκιστικής επιχειρηματολογίας, όπως βγαίνει από το στόμα του Μητσοτάκη, της Διαμαντοπούλου ή και του Αδώνιδος, ακόμη. Η έκδοση στα ελληνικά των βιβλίων του Μούντε ή του Μύλερ ελάχιστα όπλα πρόσθεσαν στη φαρέτρα των εκσυγχρονιστών μας.
Η απλή ανάγνωση του βιβλίου του Σταυρακάκη μας βοηθάει να προσανατολιστούμε πολύ καλά στο πεδίο. Όπως, με μεγάλη επάρκεια, παρουσιάζει και τη δική του προτίμηση προς μια πολιτική αριστερού λαϊκισμού, καθώς και την θεωρητική της θεμελίωση μέσα από το έργο του Ερνέστο Λακλάου. Εδώ ο «λαός» γίνεται το κενό σημαίνον, ένα σημαίνον χωρίς σημαινόμενο, γύρω από το οποίο μπορεί να αρθρωθεί μια αντι-ηγεμονική πολιτική προς όφελος των από κάτω, οι οποίοι, σε όλη τους τη ποικιλία και την τεράστια διαφορά, μπορεί ο καθένας και η καθεμία να αναγνωριστεί. Η συγκεκριμένη προσέγγιση αντιλαμβάνεται στο λαό μια κατεξοχήν επιτελεστική διάσταση. Όπως γράφει ο Σταυρακάκης, «ο «λαός» ως δρ[ον] πολιτικό υποκείμενο αποτελεί το προϊόν της λαϊκιστικής επίκλησης και όχι την αφετηρία της…» (σελ. 100).
Όπως είναι γνωστό, ο Λακλάου διατύπωσε την «θετική» θεωρία του για τον λαϊκισμό επιχειρώντας να υπερβεί αυτό που θεωρούσε μείζον μειονέκτημα των μαρξιστικών προσεγγίσεων, τον ταξικό αναγωγισμό. Το πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, είναι πως μαζί με τον «αναγωγισμό» εξαφανίστηκαν και οι … τάξεις. Πράγμα, που όχι μόνο δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνει, αλλά αποτελεί και ένα τεράστιο εμπόδιο τόσο στην αποτύπωση της κοινωνικής πραγματικότητας, όσο και στη δυνατότητα να διαμορφωθούν κατάλληλες «εγκλήσεις» για τη στρατηγική διαμόρφωση του υποκειμένου του κοινωνικού μετασχηματισμού. Το οποίο, όσο επιτελεστικά κι αν «κατασκευάζεται» τόσο, επίσης, υφίσταται «αντικειμενικά» -κι εδώ η μαρξική έννοια της εκμετάλλευσης είναι καθοριστική. Πράγμα που δείχνει πως είναι δυνατόν η στάση του Ελεφάντη απέναντι στο ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ να μην δηλώνει «μνησίκακη και συμπλεγματική αντίδραση» (σελ. 55), αλλά μια ταξική προσέγγιση, που αξίζει τον κόπο.
Αλλά, ας είναι. Αυτή η συζήτηση δεν μπορεί, πέρα από νύξεις, να γίνει στο πλαίσιο μιας βιβλιοπαρουσίασης. Θα αδικούσε τόσο το θέμα όσο και το εξαιρετικό βιβλίο του Σταυρακάκη.
Μόνο ένα σχόλιο θα κάνω, ως παρακαταθήκη για μια σοβαρή διερεύνηση. Γράφει ο Σταυρακάκης, σχετικά με το ΣΥΡΙΖΑ: «Τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του ηγεμονικού λόγου του κόμματος [που το έφεραν από το 4.60% στο 36.34%] περιλάμβαναν, πρώτον, την προώθηση μιας ανταγωνιστικής αναπαράστασης του κοινωνικοπολιτικού πεδίου στη βάση της διχοτόμησης Εμείς/Αυτοί και, δεύτερον, την εξύψωση «του λαού» στη θέση του προνομιακού σημαίνοντος που εκπροσωπεί το στρατόπεδο «Εμείς» με τέτοιον τρόπο ώστε να επιτρέπει σε ποικίλες ομάδες και υποκείμενα, χτυπημένα από την κρίση, να ταυτιστούν με αυτήν την θέση» (σελ. 42). Συμφωνώ, αλλά μόνο κατά το ήμισυ. Πρώτον, γιατί η ανταγωνιστική αναπαράσταση μπορεί να σχεδιαστεί έχοντας στο «Εμείς» σχεδόν αποκλειστικά ταξικά προσδιορισμένα υποκείμενα και ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα και, δεύτερον, γιατί, δεν ξέρω σχετικά με την εκλογική «τελεσφορία», αλλά σε ό,τι αφορά το φιάσκο της διακυβέρνησης, είμαι βέβαιος πως η συμπερίληψη στο «Εμείς» και μεγάλου αριθμού από τον «λαό της ιδιοκτησίας» βάρυνε καθοριστικά –όταν ήρθε η ώρα της κρίσης οι καταθέτες και τα (ασυστόλως φοροδιαφεύγοντα, μεταξύ πολλών άλλων «κακών πρακτικών») μικρά και μεσαία αφεντικά βάρυναν περισσότερο από τους ανέργους.
Αλλά ήδη «αδικώ» τη συζήτηση. Θα επανέλθω αλλού.
1. Marco D’ Eramo, Populism and the New Oligarchy, New Left Review, 82, July –August 2013
2. Είναι πολύ εύστοχη η επιλογή του Σταυρακάκη να αξιοποιήσει, από την αντίθετη ματιά, το εξαιρετικό βιβλίο της Μαρίας Δεληβοριά, Ο Αγώνας του ’21 και η υπονόμευσή του, Άγρα, 2016. Μέσω αυτού δίνει το λόγο στο Σολωμό, ο οποίος, μιλώντας για την Επανάσταση εξοντώνει πραγματικά όλο το σύγχρονο αντιλαϊκισμό.
3. Νικηφόρος Διαμαντούρος, Πολιτισμικός δυϊσμός και πολιτική αλλαγή στη μεταδικτατορική Ελλάδα, Αλεξάνδρεια, σελ. 41