Βασισμένο στο βιογραφικό μυθιστόρημα του Giovanni Lista «Φούλερ, η χορεύτρια της Μπελ Επόκ», το κινηματογραφικό ντεμπούτο της Stephanie Di Giusto κέρδισε μια θέση στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών, συστήνοντας στο σινεφίλ κοινό την- σχετικά άγνωστη- ιστορία μιας από τις καθοριστικότερες μορφές του σύγχρονου χορού.
Η αμερικανίδα Λόι Φούλερ (1862-1928) υπήρξε αυτοδίδακτη χορεύτρια, χορογράφος, σκηνοθέτης και σκηνογράφος που μεσουράνησε στο Παρίσι, την εποχή της Μπελ Επόκ, ως η σπουδαιότερη- και πιο ακριβοπληρωμένη- χορεύτρια της εποχής. Η Φούλερ δημιούργησε πρωτότυπες χορογραφίες που βασίζονταν κυρίως στα μακριά μεταξωτά φορέματα που φορούσε και στους κυματισμούς που σχημάτιζε με αυτά. Σε συνδυασμό με τον επιβλητικό φωτισμό που συνόδευε τις χορογραφίες της, η Φούλερ άγγιξε για πρώτη φορά στην ιστορία του χορού τα όρια της performance, αντίθετη με τις μέχρι τότε αυστηρές τεχνικές του κλασσικού μπαλέτου. Υπήρξε πηγή έμπνευσης για μερικούς από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της περιόδου, μεταξύ των οποίων ο Τουλούζ Λωτρέκ και οι αδερφοί Λυμιέρ.
Η Giusto, φανερά συνεπαρμένη από την προσωπικότητα της Φούλερ, ακολουθεί την ηρωίδα της στο ταξίδι από την αμερικανική επαρχία στο Παρίσι και την μεταμόρφωση της από ένα ανήσυχο πνεύμα σε πραγματική καλλιτέχνη. Η εξαιρετική Soko υποδύεται τη Φούλερ με ολόκληρο το σώμα της, αποτυπώνοντας την εύθραυστη πλευρά και τον δυναμισμό της με την ίδια φυσικότητα. Οι σκηνές χορού, τις οποίες επιμελήθηκε η χορογράφος Jody Sperling, είναι ερμηνευμένες από την ίδια την Soko η οποία αρνήθηκε να ντουμπλαριστεί.
Η Giusto αφηγείται την ιστορία της χωρίς να εμβαθύνει σεναριακά σε ψυχογραφικές αναλύσεις. Και ακόμα και αν στο πρώτο μισό του φιλμ ο θεατής αδυνατεί να κατανοήσει πλήρως τα κίνητρα της ηρωίδας, χρειάζεται να επιμείνει ως το φινάλε για να ξεδιπλωθεί μπροστά του η προσωπικότητα μίας σπουδαίας καλλιτέχνιδος. Η Φούλερ δεν παρακινήθηκε από τίποτα άλλο πέρα από την ανάγκη να δημιουργήσει κάτι σπουδαίο, να εκφραστεί και να δοθεί ολοκληρωτικά στην τέχνη. Όλες οι πτυχές του εαυτού της αναπτύσσονταν διαρκώς μονάχα μέσα από τον χορό. Υπήρχαν ζωγραφισμένες στα σχέδια της, κατοικούσαν στο μυαλό και τη ψυχή της. Η ερωτική σχέση που αναπτύσσει με την νεαρή χορεύτρια Ισιδώρα Ντανκαν (επίσης εμβληματική φιγούρα στην ιστορία του χορού) αποτυπώνει ακριβώς την προσήλωση της Φούλερ στην τέχνη. Από την πρώτη στιγμή, ερωτεύεται την άψογη τεχνική της μικρής χορεύτριας- την οποία η ίδια δεν κατέχει- αναζητώντας αποδοχή από ένα ιδανικό και όχι από μία γυναίκα. Ο φόβος που τρέφει για το κοινό της, η ανασφάλεια του να την αντικρίσουν «γυμνή», χωρίς τις χορογραφίες μέσα στα μεταξωτά φορέματά της, φανερώνει την αδυναμία ενός καλλιτέχνη να ζήσει χωρίς τη δημιουργία, χωρίς την τέχνη που τον καθορίζει και ολοκληρώνει την ύπαρξη του. Όλα τα κομμάτια της Φούλερ- το παρελθόν, τα συναισθήματα, οι σκέψεις- ενώνονται μόνο όταν χορεύει. Τυλιγμένη από ύφασμα και φώτα, θυσιάζει το σώμα της εκθέτοντας συγχρόνως τη ψυχή της. Η Giusto προσεγγίζει την ηρωίδα της ακριβώς έτσι. Η αμηχανία που δημιουργεί στις σκηνές που η Φούλερ συνυπάρχει με τους ανθρώπους εναλλάσσεται με σκηνές χορού λουσμένες στην ομορφιά και τη δύναμη, και τα εντυπωσιακά gros plan στο πρόσωπο της Soko αποτυπώνουν τη μεταμόρφωση μίας φοβισμένης γυναίκας σε έργο τέχνης.
Το φινάλε βρίσκει τον θεατή συνεπαρμένο από τις πανέμορφες εικόνες που δημιουργεί η Giusto και από το έργο της Λόι Φούλερ. Και αν θα έπρεπε να συμπυκνώσει τα συναισθήματα του σε μία φράση, καμία δεν θα ήταν πιο ταιριαστή από αυτήν που χρησιμοποιεί και η σκηνοθέτης λίγο πριν πέσει η αυλαία, «μέσα από το σκοτάδι αναδύθηκε ένα λουλούδι».