Λέγεται κατά κόρον, ακόμα και από υπουργικά χείλη, υποστηρίζεται από μόνιμους αρθρογράφους στον φιλοκυβερνητικό Τύπο. Τελευταία, δε, γράφεται και από μπλόγκερ – έστω της εγκυρότητας ενός Πιτσιρίκου: «η κυβέρνηση αυτή πρέπει επιτέλους να κυβερνήσει».
Δεν είναι ακριβώς καινούριο το επιχείρημα. Σε μια προηγούμενη εκδοχή, ήταν ο βασικός ισχυρισμός του ΣΥΡΙΖΑ στις δεύτερες εκλογές του 2015: «Όλους αυτούς τους μήνες», λεγόταν, «η κυβέρνηση ήταν απορροφημένη στη διαπραγμάτευση. Αξίζει, λοιπόν, μια δεύτερη ευκαιρία για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της».
Στην τωρινή εκδοχή, ο ισχυρισμός είναι λίγο διαφορετικός. Το εμπόδιο, εξηγείται τώρα, είναι ότι η κυβέρνηση δεν ελέγχει το σύνολο των μηχανισμών: σαράντα χρόνια διαπλεκόμενης κραταιάς εξουσίας έχουν αποτελέσματα που δεν γίνεται να αντιστραφούν μέσα σε μια διετία.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Έχουμε στ’ αλήθεια ένα κυβερνητικό σχήμα που δεν ασκεί εξουσία; Τα τελευταία επεισόδια στην διαπραγμάτευση –από την έκβαση της οποίας εξαρτάται η μόνη εναπομείνασα κυβερνητική υπόσχεση, η ένταξη της Ελλάδας στο QE–, είναι ίσως διαφωτιστικά.
Είτε λοιπόν με τις αρχικές διαβεβαιώσεις ότι το κλείσιμο της αξιολόγησης είναι «θέμα χρόνου», είτε με τις αποκαλύψεις εκ των υστέρων ότι «οι δανειστές εγείρουν παράλογες απαιτήσεις», άλλοτε με την επίδειξη πυγμής («επιπλέον μέτρα δεν πρόκειται να ληφθούν»), και άλλοτε, όπως τώρα, με το «πάση θυσία κλείσιμο της αξιολόγησης», υπάρχει πάντα ένας όρος που πρέπει να διασφαλίζεται: η εξασφάλιση της εμπιστοσύνης. Για να πείσεις ότι «όλα πηγαίνουν καλά», κι ύστερα ότι «όλα θα πάνε χειρότερα αν δεν υποχωρήσουμε», χρειάζεται να κερδίσεις την εμπιστοσύνη, δηλαδή τη νομιμοποίηση: των βουλευτών για να ψηφίσουν «υπέρ» στις ψηφοφορίες, των κομματικών οργάνων για να ανεχτούν και να υποστηρίξουν, μερίδας έστω των ΜΜΕ για να ιεραρχήσουν τα σημαντικά έναντι των ασήμαντων και να εκλαϊκεύσουν τα επιχειρήματα. Και φυσικά χρειάζεται η εμπιστοσύνη, ή έστω η ανοχή του κόσμου. Όλα αυτά είναι μια διαδικασία: Απαιτούν οργανωτικό «κέντρο» ή συντονισμό πολλαπλών κέντρων και «δικτύων». Θέλουν χρόνο και κόπο. Χρειάζονται οργάνωση και «συσχετισμούς». Σημαίνουν, δηλαδή, κυβέρνηση.
Από την άλλη, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ δεν ελέγχουν ακόμα τους μηχανισμούς που χρειάζεται να ελέγχει μια κυβέρνηση για να «κυβερνά», δεν είναι ακριβώς ψέματα. Είναι, όμως, ένα μέρος μόνο της αλήθειας. Στην πράξη, πολλούς από τους μηχανισμούς αυτούς, και κάμποσα ακόμα εργαλεία, είναι η ίδια η κυβέρνηση που τα παραχωρεί ή τα έχει ήδη εκχωρήσει. Η Γραμματεία Εσόδων «ανεξαρτητοποιείται»· ο έλεγχος των δαπανών περνά στον «κόφτη»· δομές, δημόσια περιουσία και μέσα άσκησης οικονομικής πολιτικής οδεύουν προς το «υπερταμείο»· η παρουσία του Δημοσίου στις τράπεζες τελείωσε με την «ανακεφαλαιοποίηση»· η δημόσια τηλεόραση παραμένει «αλλού»· η δε δημόσια ευθύνη για κρίσιμα πεδία, όπως το προσφυγικό, ανατίθεται στις ΜΚΟ και τις τοπικές Αρχές, με τον αρμόδιο υπουργό απλά να «εποπτεύει». Κάπως έτσι, η κυβέρνηση που θεωρητικά δεν κυβερνά ορίζει η ίδια τις δυνατότητες να κυβερνήσει στο εξής. Εκχωρώντας δε μηχανισμούς και αναλαμβάνοντας δεσμεύσεις, η ίδια ορίζει τις δυνατότητες και των επόμενων κυβερνήσεων. «Η εξουσία», έλεγε ο Φουκώ, «είναι μια δράση πάνω στη δράση, πάνω σε ενδεχόμενες ή πραγματικές δράσεις, μελλοντικές ή παρούσες». Τι παραπάνω θα έκανε, άραγε, μια κυβέρνηση αν «κυβερνούσε πραγματικά»;
Υπάρχει, όμως, και η άλλη όψη του ζητήματος: με πολλούς από τους μηχανισμούς που πράγματι δεν ελέγχει, η ίδια η κυβέρνηση έχει κηρύξει, λόγω, και κυρίως έργω, ανακωχή. Η καρατόμηση, προ μηνών, του Νίκου Φίλη από το υπουργείο Παιδείας, προς ικανοποίηση της Ιεράς Συνόδου, είναι ίσως η κορυφή του παγόβουνου. Δεν επρόκειτο μόνο για στενότερο έλεγχο, στο εξής, του κυβερνητικού σχήματος από τον πρωθυπουργό – για πράξη, δηλαδή, «στιβαρής» (δια)κυβέρνησης. Επρόκειτο, επίσης, για ένα ακόμα «άνοιγμα» του κυβερνώντος κόμματος σε πολιτικά στηρίγματα και εκλογικά ακροατήρια της επιρροής των αντιπάλων της κυβέρνησης. Για εξ ορισμού, δηλαδή, μέρος της «τέχνης του κυβερνάν».
Από την πολιτική στις εντυπώσεις
Η σοβαρότερη προσπάθεια της κυβέρνησης να «κυβερνήσει», έτσι, δεν αφορούσε ούτε το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την οικονομία, ούτε τη δημόσια διοίκηση και τους «σκληρούς» κρατικούς μηχανισμούς – αν και στα τελευταία υπήρξαν κινήσεις. Η προσπάθεια συγκεντρώθηκε στον έλεγχο του μηχανισμού της ενημέρωσης.
Μια φιλελεύθερη κριτική θα έβλεπε εδώ μόνο κινδύνους για τον πλουραλισμό. Πρόκειται, ωστόσο, για κάτι περισσότερο. Για την κυβέρνηση «που δεν κυβερνά», το μείζον δεν είναι οι δυνατότητες που επιτρέπει ή ακυρώνει η πολιτική της – τα αποτελέσματα καθαυτά, δηλαδή, της θητείας της, και η ανάληψη της ευθύνης γι’ αυτά. Το θέμα είναι η διαχείριση των εντυπώσεων για τα αποτελέσματα και η δυνατότητα να παίζει προς όφελός της το γνωστό «blame game». Ο ισχυρισμός «δεν μας αφήνουν να κυβερνήσουμε» είναι, τελικά, μέρος αυτής ακριβώς της διαχείρισης.