Της Μάνιας Μπαρσέφσκι και του Μιχάλη Υδραίου
Σκοπός του άρθρου δεν είναι να αναλύσει τα γεωστρατηγικά δεδομένα που αφορούν στην Κύπρο και την Αν. Μεσόγειο. Προσπαθούμε να επισημάνουμε μια σειρά από σημεία, φιλοδοξώντας να το κάνουμε από αριστερή, διεθνιστική και ταξική σκοπιά.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τουρκική κίνηση για τη διεξαγωγή ερευνών εντός της κυπριακής ΑΟΖ και παρά το γεγονός ότι αυτή έχει συμφωνηθεί μόνο μεταξύ τριών χωρών (Κυπριακή Δημοκρατία, Ισραήλ, Λίβανος, ενώ επίκειται και η αναγνώρισή της από την Αίγυπτο) εντάσσεται στη γενικότερη πολιτική που ακολουθεί η τουρκική κυβέρνηση, στο πλαίσιο της προσπάθειας για διεύρυνση της σφαίρας επιρροής της στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ανατολής και της Αν. Μεσογείου. Πρόκειται για μια κίνηση που κλιμακώνει την ένταση σε μία περιοχή ήδη εξαιρετικά επιβαρυμένη από τις πολεμικές συγκρούσεις και τους γεωστρατηγικούς ανταγωνισμούς (Συρία, Κουρδιστάν, ισλαμικό χαλιφάτο, Κομπανί, αεροπορικοί βομβαρδισμοί).
Απαιτείται σύνεση, ψυχραιμία και αποφασιστικότητα
Μας ανησυχεί, ωστόσο, ιδιαίτερα το γεγονός ότι η στάση της Τουρκίας αποτέλεσε την αφορμή να πυκνώσουν γενικότερα ακραίες φωνές (και στις δύο πλευρές) που αμφισβητούν τον ομοσπονδιακό δικοινοτικό και διζωνικό χαρακτήρα της λύσης, επιδιώκοντας επί της ουσίας τη «μη λύση» και την ντε φάκτο διχοτόμηση. Συμμεριζόμαστε απολύτως τη θέση της κυπριακής αριστεράς ότι η αναστολή των διαπραγματεύσεων υπό τις δεδομένες συνθήκες δεν πρέπει επ’ ουδενί να οδηγήσει σε οριστικό ναυάγιο των δικοινοτικών συνομιλιών. Στη δική μας λογική το κυπριακό ζήτημα δεν συνιστά αποκλειστικά ζήτημα τουρκικής εισβολής και κατοχής, αλλά και ζήτημα αρμονικής συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων στο πλαίσιο ενός ομόσπονδου, συνεκτικού και λειτουργικού κράτους. Συνεπώς με σύνεση, ψυχραιμία και αποφασιστικότητα, οι δύο κοινότητες οφείλουν να εργασθούν για την επανάληψη των δικοινοτικών συνομιλιών στην κατεύθυνση της οριστικής επίλυσης του κυπριακού. Σε αυτό το πλαίσιο χρειάζονται και οι ανάλογες διπλωματικές πιέσεις προς την τουρκική κυβέρνηση.
Η επίλυση του Κυπριακού, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη των νεοφιλελεύθερων μνημονιακών πολιτικών και την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών στο εσωτερικό πεδίο αποτελούν απαραίτητους παράγοντες διαμόρφωσης των προϋποθέσεων για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σε όφελος του συνόλου των κατοίκων (Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων) της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι λοιπόν απολύτως αξιοποιήσιμο το γεγονός ότι με βάση τα συμφωνηθέντα στις συνομιλίες Χριστόφια-Ταλάτ, την ευθύνη για τα ζητήματα της κυπριακής ΑΟΖ και της αξιοποίησης των υποθαλασσίων φυσικών πόρων θα την είχε η κεντρική ομοσπονδιακή αρχή .
Η ατολμία της σημερινής κυπριακής κυβέρνησης να ενσωματώσει τα συμφωνημένα στις προαναφερόμενες συνομιλίες υποσκάπτει την προσπάθεια επίλυσης του κυπριακού και προσφέρει περιθώρια σε ακραίες και απορριπτικές προσεγγίσεις. Άλλωστε, οι παρούσες εξελίξεις καταδεικνύουν ότι υστερόβουλες ασκήσεις πολιτικής που επιδιώκουν να αξιοποιήσουν εργαλειακά τα κοιτάσματα για να πιέσουν την τουρκοκυπριακή κοινότητα και την Τουρκία είναι όχι μόνο αναποτελεσματικές, αλλά και επικίνδυνες.
Μια πολυδιάστατη ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική
Στις σημερινές συνθήκες, αυτό που χρειάζεται είναι η άσκηση μίας πολυδιάστατης ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η επιλογή μίας συμμαχίας με «τον εχθρό του εχθρού μου», δηλαδή το Ισραήλ, απειλεί όχι μόνο με συμπερίληψη της Κύπρου στα εύφλεκτα δεδομένα της περιοχής, αλλά και συνιστά προσχώρηση σε έναν ιμπεριαλιστικό άξονα, με παράλληλη εγκατάλειψη της αλληλεγγύης προς τον αγωνιζόμενο παλαιστινιακό λαό και ιδιαίτερα τον δοκιμαζόμενο λαό της Γάζας. Το ίδιο ισχύει για τις εξαγγελίες της σημερινής κυβέρνησης της Κύπρου για ένταξη στη «Συνεργασία για την Ειρήνη» και το ΝΑΤΟ. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, προφανώς ούτε η Τουρκία θα αλλάξει την συμπεριφορά της, ούτε και ο νατοϊκός παράγοντας την στάση του προς την Τουρκία. Αντίθετα, υπάρχει ο κίνδυνος να χαθούν παραδοσιακοί φίλοι και σύμμαχοι της Κύπρου.
Η επιζητούμενη πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα και η εφαρμογή μίας τομής στην άσκηση στην εξωτερική πολιτική από την κυβέρνηση της Αριστεράς, μπορεί να διαμορφώσει πολύ καλύτερες συνθήκες και προϋποθέσεις για την επίλυση του Κυπριακού.
Πηγή: Εποχή