in

Κριτική – Διαφωνία – Αντιπαράθεση: Όρια και Υπερβάσεις. Του Κώστα Μπαλτζή

Κριτική – Διαφωνία – Αντιπαράθεση:  Όρια και Υπερβάσεις. Του Κώστα Μπαλτζή

Τα όρια μεταξύ κριτικής, διαφωνίας και αντιπαράθεσης ενίοτε είναι δυσδιάκριτα. Ορισμένες φορές όμως οι αποστάσεις μεταξύ τους καθίστανται χαοτικές… 

Υποβόσκουσες σκέψεις και προβληματισμοί αναδύονται καθημερινά καθώς γινόμαστε μάρτυρες ή και μέτοχοι των ζυμώσεων που λαμβάνουν χώρα εντός του ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή συγκεκριμένες κυβερνητικές επιλογές και πρακτικές, αλλά ταυτόχρονα και θεατές της διογκούμενης παραφιλολογίας και αχρείας εκμετάλλευσης της ρητορικής στελεχών του κομματικού και κυβερνητικού μηχανισμού από τα συστημικά μηντιακά μέσα, την αντιπολίτευση και εκπροσώπους των θεσμών.

Δεν θα ήταν δύσκολη η ανάλωση σε μία ατέρμονη συζήτηση περί της διακρισιμότητας μεταξύ κριτικής, διαφωνίας και αντιπαράθεσης, τη βαρύνουσα σημασία της κάθε μίας εξ αυτών, τις επιπτώσεις τους στις κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες και συσχετισμούς. Μία συζήτηση στην οποία οι φιλοσοφικές αντιλήψεις του μαρξισμού και των ουρών του, χρησιμοποιώντας τον όρο του συμπαθούς Βασίλη Ραφαηλίδη, οι ριζοσπαστικές προσεγγίσεις κινηματικών δράσεων, αλλά και τα παράγωγα σύγχρονων κοινωνικοπολιτικών θεωρήσεων του ευρύτερου αριστερού, και ενδεχομένως όχι μόνο, χώρου, θα συνεισέφεραν καταλυτικά στη διαμόρφωση απόψεων και θέσεων.

Υπό το πρίσμα όμως του παρόντος στρεβλωμένου κοινωνικοπολιτικά χωροχρονικού πλαισίου και τη συνεχή υποτιθέμενη απειλή του οικονομικού Αρμαγεδδώνα, είναι μία τέτοια κοινωνικοφιλοσοφική προσέγγιση ικανοποιητική ή ακόμη και επιθυμητή; Με σαφή αναφορά στο χώρο της Ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί η προσήλωση και πίστη στην ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης που αυτός εκφράζει, όταν στο Καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι αν όχι πρωτόγνωρο σίγουρα ιδιαίτερα σπάνιο για κομματικό σχηματισμό, γίνονται αποδεκτά η δυνατότητα διαφορετικής από την επίσημη κομματική γραμμή δημόσιας έκφρασης γνώμης καθώς και το δικαίωμα της υπό προϋποθέσεις αποχής της μειοψηφίας από την εφαρμογή πλειοψηφικών αποφάσεων. Μήπως όμως έχει αλλάξει κάτι σε σχέση με τον Ιούλιο του ‘13; Και αν η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι θετική, δύναται στην παρούσα φάση να εξεταστεί αν μπορούν και υπό ποιες προϋποθέσεις να συζητηθούν, και ενδεχομένως να προταθούν, περιοριστικοί φραγμοί στη ρητορική αλλά κυρίως στην πρακτική των μελών και στελεχών του Κόμματος αλλά και όσων άλλων πλαισιώνουν τον κυβερνητικό μηχανισμό;

Η αλλαγή του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι στην Ελλάδα είναι αδιαμφισβήτητη. Από την 27η Ιανουαρίου, ο ΣΥΡΙΖΑ σε συνεργασία με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, έχει αναλάβει τα ηνία της διακυβέρνησης της χώρας στη δυσκολότερη καμπή της ιστορίας της μετά το τέλος του εμφυλίου. Από την πρώτη στιγμή, ο ελληνικός λαός στη μεγάλη του πλειοψηφία και ανεξαρτήτως πολιτικής ιδεολογίας και κομματικού χρωματισμού στήριξε με τρόπο πρωτόγνωρο τη νεοεκλεγμένη κυβέρνηση. Ο χρόνος όμως κυλάει γοργά και η επούλωση των πληγών των παρελθουσών μνημονιακών κυβερνήσεων καθυστερεί. Η αδιάλλακτη στάση των δανειστών, ο διττός λόγος των θεσμών, οι ανεύθυνες έως και αντεθνικές πρακτικές της αντιπολίτευσης, ο καθημερινός ανίερος πόλεμος από εγχώρια και ξένα συστημικά και κατά βάση άκρως νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού μηντιακά μέσα, διαφοροποιούν το αρχικό τοπίο. Παράλληλα, οι πολίτες της χώρας συνεχίζουν να βιώνουν στην καθημερινότητα τους ασφυκτική οικονομική πίεση νιώθοντας μέρα με την ημέρα εντονότερο τον στραγγαλισμό της πραγματικής οικονομίας με τις προσπάθειες της Κυβέρνησης να μην ικανοποιούν πλήρως τις αρχικές προσδοκίες τους. Το φοβικό σύνδρομο αρχίζει να αναβιώνει, λέξεις όπως Graccident και capital control εισάγονται στην καθημερινή φρασεολογία, ενώ, σύμφωνα με δημοσκοπικές αναλύσεις, η εμπιστοσύνη στις πρακτικές και προοπτικές της Κυβέρνησης σταδιακά κλονίζεται.

Υπό το βάρος των παρουσών συγκυριών, εγείρονται βαθμιαία όχι μόνο εντός του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς, αλλά και της κοινωνίας στο σύνολο της, καίρια ερωτήματα για τον “ανεκτό” βαθμό διαφοροποίησης κομματικών και κυβερνητικών στελεχών από την “επίσημη” γραμμή, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσονται, τόσο σε συλλογικό όσο και σε καθαρά ατομικό επίπεδο, προβληματισμοί σχετικά με την επανεξέταση και τον επανακαθορισμό των άτυπων διαχωριστικών γραμμών μεταξύ κριτικής και διαφωνίας εντός του Κόμματος, αλλά κυρίως προς την Κυβέρνηση. Το κρίσιμο ερώτημα εστιάζεται κατά πολλούς στο πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις αυτό που αποτελεί ζωογόνο δύναμη για τον Αριστερό λόγο, τον Αριστερό τρόπο σκέψης, και την Αριστερή πρακτική μπορεί να λειτουργήσει ως τροχοπέδη σε αυτά για τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέχτηκε και εκλέχτηκε από τον Ελληνικό λαό, την εύρεση δηλαδή μιας ωφέλιμης και βιώσιμης λύσης για το σύνολο της κοινωνίας, τον τερματισμό της λιτότητας και των λοιπών μνημονιακών καταλοίπων, και τελικά την ανόρθωση της χώρας και τη βελτίωση της καθημερινότητας και του βιοτικού επιπέδου του συνόλου του πληθυσμού.

Οι μη αιθεροβάμονες δεν μπορούν να αντιπαρέλθουν το γεγονός ότι τους τελευταίους τέσσερεις μήνες υπήρξαν γεγονότα τα οποία προβλημάτισαν τόσο τα οργανωμένα μέλη και τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και όλους εκείνους που μετεκλογικά στάθηκαν και στέκονται αρωγοί στην προσπάθεια αναδιάρθρωσης της χώρας και ανάκτησης της εθνικής αξιοπρέπειας. Γεννάται αρχικά το ερώτημα το αν εν ονόματι της στήριξης του κυβερνητικού έργου, η απουσία οιασδήποτε μορφής κριτικής επί των κυβερνητικών επιλογών και ενεργειών, συνάδει με τις αρχές της Αριστεράς αλλά και αποτελεί πραγματική στήριξη της Κυβέρνησης. Εύκολα μπορεί να παρομοιάσει κάποιος μία τέτοια στάση με τη συμπεριφορά ενός γονέα που εθελοτυφλώντας δικαιολογεί κάθε πράξη του τέκνου του υιοθετώντας ισχνή και ενίοτε αστεία επιχειρηματολογία. Ταυτόχρονα όμως ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος η οποιαδήποτε αρνητική ρητορική αφενός μεν να ερμηνευτεί, εσκεμμένα ή και ακούσια, ως πολεμική εναντίον της Κυβέρνησης, ή ακόμη απολεσθείσας κάθε είδους αυτοπειθαρχίας, να στραφεί διογκούμενη εναντίον των κυβερνητικών προσπαθειών σε πρακτικό πλέον επίπεδο.

Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι έως τώρα σε κομματικό επίπεδο έχει ασκηθεί σχετικά ήπια κριτική σε συγκεκριμένες μόνο κυβερνητικές επιλογές και πρακτικές, οι δε ενδοκυβερνητικές αντεγκλήσεις είναι αισθητά περιορισμένες συγκριτικά με όσα έχουμε βιώσει σε παρελθούσες κυβερνήσεις. Τι έπεται όμως στο εγγύς και απώτερο μέλλον; Ενδεχομένως να αρκούσε ο ισχυρισμός της επάρκειας του σεβασμού προς τις προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ και τις αρχές της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και του Σοσιαλισμού, για την αιτιολόγηση μίας παρέκκλισης από την επίσημη κομματική και κυβερνητική γραμμή. Μπορεί όμως αυτό να δικαιολογήσει την οποιαδήποτε μορφής αντιδραστική συμπεριφορά και αντίθετη στάση; Είναι σαφές ότι η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν είναι διόλου εύκολη. Ας μην ξεχνάμε βέβαια, ότι τα συστηματικά κόμματα που νέμονταν τη διακυβέρνηση της χώρας έως πρότινος, συνήθιζαν να βαφτίζουν την κάθε, έστω και ελάσσονος σημασίας, διαφοροποίηση ως “απειθαρχία”. Σαφώς, δεν πρόκειται περί αυτού. 

Η κάθε προσπάθεια διερεύνησης του συγκεκριμένου θέματος είναι ορθότερο να βασιστεί σε ρεαλιστικές προσεγγίσεις, με δευτερευούσης σημασίας τις θεωρητικές και φιλοσοφικές, εμποτισμένες με συναισθηματικές αποχρώσεις, διερευνήσεις. Παράγοντες όπως το ιδεολογικό υπόβαθρο και η μαζικότητα της αντίδρασης αλλά κυρίως η σημασία και το μέγεθος του διακυβεύματος, δύναται να καθορίσουν το αν συγκεκριμένες αντιδράσεις συνιστούν ή όχι πολεμική, αν είναι ή όχι επιτρεπτές με την ευρεία έστω έννοια των παραπάνω. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν μπορούν να καθοριστούν a priori κανόνες και επ’ ουδεμία περίπτωση δεν θα είναι οι αντιπολιτευτικοί μηχανισμοί παρά μόνο το ίδιο το Κόμμα, η Κυβέρνηση και τελικά η Ελληνική κοινωνία οι τελικοί κριτές.

Δεν θα πρέπει βέβαια να παραβλεφθούν συγκεκριμένες παράμετροι. Δυστυχώς σήμερα, ο οραματισμός, σύμβολο του κάθε Αριστερού αγωνιστή, βρίσκεται αντίπαλος με τον στυγνό ρεαλισμό των assets, των bonds, των collaterals, του capital control και άλλων αγνώστων μέχρι πρότινος για την πλειοψηφία εξ ημών οικονομικών όρων. Οι αριστερές αναζητήσεις και προβληματισμοί συμβαδίζουν με το νεοφιλελευθερισμό και τα τοξικά παράγωγα του καπιταλιστικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η κάθε θετική κρίση για το κυβερνητικό έργο βρίσκεται αντιμέτωπη με την αντίδραση για όσα εξαγγελθέντα δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί αλλά και τις όποιες αστοχίες έχουν λάβει χώρα, αστοχίες που πλέον παραδέχεται ανοιχτά και το ίδιο το Κόμμα.

Ένα σημαντικό βήμα θα ήταν η ανάπτυξη πριν από την άσκηση δημόσιας κριτικής, διεργασιών και μηχανισμών αυτοκριτικής, τόσο στα πλαίσια της ατομικότητας όσο και της ενταγμένης σε ευρύτερες συλλογικότητες μονάδας, με βάση όχι μόνο ιδεολογικούς αλλά και ρεαλιστικούς προσανατολισμούς. Το παραπάνω δύναται να συγκαταλέγει μεταξύ αυτών που συνεργικά θα επιτρέψουν η πίστη στον αγώνα απέναντι στα κατάλοιπα των μνημονιακών πολιτικών, της ανθρωπιστικής κρίσης, της ανεργίας, της κατάρρευσης της οικονομίας και της έλλειψης δημοκρατίας, αλλά και στον ταξικό αγώνα, τον καθαρά στοχευμένο στον εμποτισμό του ευρωπαϊκού ιστορικού προτσές με τα οράματα της Αριστεράς και του Σοσιαλισμού, να παραμείνει αναλλοίωτη και να ενδυναμωθεί περαιτέρω. Η μετάβαση από την κριτική στη διαφωνία δεν μπορεί παρά να συνιστά ατομική ευθύνη του καθενός, ευθύνη όμως όχι μόνο απέναντι στα προσωπικά πιστεύω αλλά και στις συλλογικότητες που μετέχει. Στην υποθετική περίπτωση διόγκωσης της αντίδρασης, εναντίωσης σε ουσιώδη ζητήματα και τελικά επιλογής της συγκρουσιακής πορείας, κανείς εξ ημών δεν είναι υπόλογος των πράξεων του απέναντι μόνο στον εαυτό του. Είναι πλέον υπόλογος κυρίως στον ελληνικό λαό βάσει του ρόλου που του έχει ανατεθεί να διαδραματίσει.

* Ο Κώστας Μπαλτζής είναι Διδάκτωρ Θετικών Επιστημών

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Συλλογικές συμβάσεις και ανοησίες… Του Θεόφιλου Σιχλετίδη

Συνεδριάζει την Τρίτη η Επιτροπή Ποιότητας Ζωής