Στα πλαίσια του αφιερώματος που ξεκίνησε τη προηγούμενη εβδομάδα για την κρίση, τη φτώχεια και το δικαίωμα στη κατοικία στο τρίτο μέρος του θα δούμε το ζήτημα των εξώσεων.
Κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, οι αναγκαστικές εξώσεις στην Ελλάδα σχετίζονταν περισσότερο με διακρίσεις απέναντι σε Ρομά κοινότητες και μεγάλα αθλητικά ή πολιτιστικά γεγονότα (πχ Ολυμπιακοί Αγώνες) ενώ υπήρχαν και κάποια περιστατικά αναγκαστικών εξώσεων λόγω ανεπαρκούς αστικού σχεδιασμού και αστικής ανάπτυξης. Ωστόσο, κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης, οι οικονομικές εξώσεις[1] αναδύονται ως ένα ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, επηρεάζοντας έντονα όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και ιδιαίτερα το πιο ευάλωτο τμήμα του.
Στο κείμενο αυτό θα ασχοληθούμε με τις εξώσεις στην ενοικιαζόμενη κατοικία, με στόχο να αναδείξουμε την έκταση του φαινομένου που καθημερινά απειλεί τα σπίτια και τις ζωές πολλών από εμάς.
Οι αναγκαστικές εξώσεις έως την περίοδο της οικονομικής κρίσης του 2008
Πριν επικεντρωθούμε στις εξώσεις στην ενοικιαζόμενη κατοικία στα χρόνια της κρίσης που διανύουμε, είναι σημαντικό να δούμε τι συνέβαινε έως το 2008 στον τομέα των εξώσεων στην Ελλάδα.
Από την άλλη, καταλήψεις κτιρίων από μετανάστες, πρόσφυγες, φτωχούς και άνεργους, έχουν υποστεί κατά καιρούς αναγκαστικές εξώσεις χωρίς να τους έχει δοθεί κάποια εναλλακτική πρόταση κατοικίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των 600 μεταναστών που τον Ιούλιο του 2009 είχαν βρει καταφύγιο στο πρώην Εφετείο Αθηνών, ζώντας σε άθλιες συνθήκες χωρίς ρεύμα και νερό και υπό την συνεχόμενη ρατσιστική απειλή. Ωστόσο, στα πλαίσια της επιχείρησης καθαρισμού του χώρου από τον Δήμο, οι ‘ένοικοι’ πολιορκήθηκαν από τις δυνάμεις καταστολής και εκδιώχθηκαν βίαια από το Εφετείο.
Έτσι, από την μία, η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες (μαζί με την Βουλγαρία και την Ιταλία) που έχουν συστηματικά κατηγορηθεί για καταπάτηση των δικαιωμάτων των Ρομά για αξιοπρεπή κατοικία από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Κοινωνικών Δικαιωμάτων. Χαρακτηριστικά, τον Ιούλιο του 2013, μπουλντόζες με την συνοδεία ΜΑΤ γκρέμισαν καταυλισμό Ρομά στην Μεσσηνία, κατηγορώντας την κοινότητα για κατάληψη δημοσίου οικοπέδου. Επίσης, στο Ηράκλειο Κρήτης, ο Δήμος σχεδιάζει την εκδίωξη ενός καταυλισμού Ρομά έτσι ώστε να εκμισθώσει τον χώρο σε ιδιώτη για την ανέγερση εμπορικού κέντρου.
Επιπλέον, τον χειμώνα του 2012, ο δήμαρχος της Αθήνας Γιώργος Καμίνης έστειλε τα ΜΑΤ και την Δημοτική αστυνομία για να εκκενώσουν το προσωρινό καταφύγιο για άστεγους που είχε δημιουργηθεί στο κλειστό καφενείο του Πνευματικού Κέντρου και μήνυσε τους αλληλέγγυους και τους άστεγους.
Τέλος, οι επιχειρήσεις εκκένωσης καταλήψεων και ελεύθερων κοινωνικών χώρων έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια (κατάληψη Ορφανοτροφείου, Βίλα Αμαλίας, κλπ). Με την πρόφαση της αξιοποίησης διατηρητέων ή άλλων κτιρίων, το κράτος σε συνεργασία με τις δυνάμεις καταστολής εκκενώνουν χώρους στέγασης, αλληλεγγύης και κοινωνικής δράσης, οι οποίοι αντιστέκονται στην στρατιωτικοποίηση της καθημερινής ζωής και στην εδραίωση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, δημιουργώντας έμπρακτα δικούς τους χώρους και χρόνους ανάλογα με τις υπάρχουσες κοινωνικές ανάγκες.Αντίστοιχα στη Θεσσαλονίκη το 2011, η κατάληψη ‘Επιβίωση’ στην οδό Φράγκων και σε κτίριο της ‘Μονής Βικεντίου Αδελφών Ελέους Αγ. Παύλου’ (καθολική εκκλησία) από άστεγους εκκενώθηκε βίαια από τα ΜΑΤ.
Εκεί είχαν βρει καταφύγιο μέσω της δημιουργίας ενός αυτοδιαχειριζόμενου χώρου 30 άστεγοι της πόλης, ανάμεσά τους ακόμη και παιδιά με τις οικογένειές τους.
Πώς αναπτύχθηκαν οι Ελληνικές πόλεις;
Η πλειοψηφία των ελληνικών πόλεων αναπτύχθηκε χωρίς σχεδιασμό. Σημαντικοί παράγοντες για την διαδικασία παραγωγής στεγαστικού αποθέματος και του καθορισμού των χαρακτηριστικών του είναι η αστικοποίηση και η μεγάλη εσωτερική μετανάστευση. Το στεγαστικό πρόβλημα εμφανίστηκε αρχικά το 1920 και έγινε πιο έντονο κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πράγματι, (1990:84), μετά τον Β’ Π.Π. ‘η Αθήνα μετατράπηκε σε μια τυπική πόλη του Τρίτου Κόσμου’[2]. Ωστόσο, από το 1970, μια πρωτοφανή γα τα ευρωπαϊκά δεδομένα ‘οικοδομική έκρηξη’ χαρακτηρίζει τις ελληνικές πόλεις και κυρίως την Αθήνα, η οποία κατέληξε σε μια αποσπασματική αστική ανάπτυξη.
Η μικρή ιδιοκτησία γης, ο μεγάλος αριθμός ανειδίκευτων εργατών, οι πιεστικές ανάγκες για κατοικία, το θεσμικό και νομικό πλαίσιο και η κερδοσκοπία δημιούργησαν τις συνθήκες για την ανάπτυξη των βασικών συστημάτων πρόσβασης στην κατοικία στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την Eurostat (2013)[3], το 2011 77.2% του πληθυσμού της χώρας ζούσε σε ιδιόκτητη κατοικία, ενώ μόνο το 22.8% του συνολικού πληθυσμού ζούσε σε ενοικιαζόμενη κατοικία. Εμφανώς, η ιδιοκατοίκηση είναι ιδιαίτερα αυξημένη στην Ελλάδα, αλλά πρέπει να σημειωθεί πως ούτε η ιδιόκτητη κατοικία ούτε η ενοικιαζόμενη προσδίδουν εξ’ορισμού ένα συγκεκριμένο βαθμό ασφάλειας.
Η πραγματικότητα των εξώσεων στην ενοικιαζόμενη κατοικία
Το δικαίωμα σε επαρκή κατοικία προστατεύεται από το άρθρο 21 του Ελληνικού Συντάγματος. Σύμφωνα με αυτό, «η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που την στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο της ειδικής φροντίδας του Κράτους» (Σύνταγμα της Ελλάδας, 1975:36). Παρά την συμμετοχή της Ελλάδας σε διεθνείς συνθήκες (π.χ. την Παγκόσμια διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) και την ύπαρξη ενός εθνικού πλαισίου το οποίο προστατεύει το δικαίωμα σε επαρκή κατοικία, κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ποικίλες και πολλές φορές αντιφατικές αλλαγές συνέβησαν στο νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με τις οικονομικές εξώσεις.
Αρχικά, το 2012, ένας νέος νόμος (Ν. 4055/12, 2012) εισήχθηκε και μετέτρεψε την διαδικασία έξωσης ενοικιαστών σε μια πολύ πιο εύκολη, γρήγορη και οικονομική διαδικασία. Συγκρίνοντας τον νέο με τον παλιό νόμο, τρεις κεντρικές διαφορές εντοπίζονται. Αρχικά, η προθεσμία για την διαχείριση των χρωστούμενων μειώθηκε από 30 σε 15 ημέρες. Δεύτερον, ο ένοικος πρέπει να εγκαταλείψει το σπίτι μέσα σε 20 ημέρες χωρίς τη διεξαγωγή δίκης και η συνολική διαδικασία μπορεί να ολοκληρωθεί σε 40-50 ημέρες. Τέλος, ο ένοικος υποχρεώνεται να καταβάλει εκτός από τα οφειλόμενα ενοίκια και πιθανές άλλες καθυστερήσεις πληρωμών όπως λογαριασμοί νερού, ρεύματος, κοινόχρηστα, κλπ.
Παρόλα αυτά, οι αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με τις οικονομικές εξώσεις μαρτυρούν μια εκρηκτική κατάσταση. Η Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων (ΠΟΜΙΔΑ)(2013) εκτιμά πως το 50% των ενοικιαστών στα κέντρο της Αθήνας δεν μπορεί να πληρώσει το ενοίκιο του και τα χρέη τους φτάνουν πολλές φορές το ποσό των 3.500 Ευρώ. Παρά το ότι η ΠΟΜΙΔA συνιστά στους ιδιοκτήτες να επιλέγουν την λύση της έξωσης μόνο αν η καθυστέρηση αφορά τουλάχιστον δύο μηνιαία μισθώματα, η έξωση αποτελεί μια σκληρή πραγματικότητα για πολλούς από εμάς.
Λόγω της νέας, οικονομικής και γρήγορης διαδικασίας που προβλέπει ο νέος νόμος, η έξωση εμφανίζεται ως μια κεντρική λύση. Στο παρελθόν, οι εξώσεις εμφανίζονταν κυρίως ως απειλή από τον ιδιοκτήτη για να πιέσει τον ενοικιαστή να πληρώσει τα ενοίκια. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, οι εξώσεις σε ενοικιαστές έχουν αυξηθεί. Αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, σύμφωνα με στοιχεία από τον ημερήσιο τύπο, μέσα στις πρώτες 40 ημέρες του 2011, 4.000 διαδικασίες εξώσεων ξεκίνησαν ενώ ολόκληρο τον προηγούμενο χρόνο συνολικός αριθμός των εξώσεων έφτανε τις 5.000[4].
Σε απόλυτη σχέση με την πραγματικότητα των εξώσεων στην ενοικιαζόμενη κατοικία, έρχεται των ζήτημα των πλειστηριασμών της α’ κατοικίας. Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων καθώς και οι πιο πρόσφατες και η ανάλυση της κατάστασης θα γίνε αύριο, Κυριακή.
————————————————————————————–
[1] Ο όρος ‘οικονομικές εξώσεις΄ χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις εξώσεις από την ενοικιαζόμενη ή ιδιοκτήτη κατοικία λόγω διάφορων λόγων, όπως ανεργία, ασθένεια, οικονομική κρίση, κλπ. και οι οποίοι οδηγούν σε αδυναμία καταβολής ενοικίου, αδυναμία αποπληρωμής δανείου ή άλλες κατάστασης οικονομικής αδυναμίας.
[2] LEONTIDOU, L. 1990. The Mediterranean city in transition: social change and urban development, Cambridge, New York, Port Chester, Melbourne, Sydney, Cambridge University Press.
Διαβάστε περισσότερα στο αφιέρωμα που θα συνεχίσει αύριο και θα ανανεώνεται κάθε Σάββατο και Κυριακή.
Τα στοιχεία του αφιερώματος βασίζονται στις μεταπτυχιακές διατριβές και στην έρευνα που έγινε το καλοκαίρι του 2013 απο τις αρχιτεκτόνισσες Μαρία Καραγιάννη και Ματίνα Καψάλη ενω η επιπλέον επιτόπια έρευνα, το ρεπορτάζ και η επιμέλεια είναι των δημοσιογράφων του alterthess Σταυρούλας Πουλημένης και Κατερίνας Μπακιρτζή.
Δείτε Επίσης: