H ιταλίδα μαρξίστρια-φεμινίστρια Σίλβια Φεντερίτσι, καθηγήτρια πολιτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Χόφστρα της Ν.Υόρκης, γνωστή σε εμάς τόσο από το έργο της Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα, όσο και από την ακτιβιστική της δράση στις Η.Π.Α, την Αφρική και την Λατινική Αμερική, μίλησε στην Φραντζέσκα Κόιν για τις αυξανόμενες διαστάσεις της άμισθης εργασίας, την κρίση αναπαραγωγής –με έμφαση στην κατάρρευση της κοινωνικής μέριμνας στα πεδία της υγείας και της φροντίδας ηλικιωμένων και παιδιών– και την αύξηση της καπιταλιστικής και της ανδρικής βίας, γεγονός που καταμαρτυρείται από την στρατιωτικοποίηση της ζωής, τις γυναικοκτονίες αλλά και τις επιθετικές πολιτικές του κέρδους με σκοπό την υφαρπαγή κοινών πόρων.
Τονίζοντας πως οι γυναίκες είναι εκείνες που κατά πρώτο και κύριο λόγο μπαίνουν στο στόχαστρο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στους αγώνες υπεράσπισης των κοινών αγαθών, με παραδείγματα από την Λατινική Αμερική, υποστηρίζοντας ότι αποτελούν το σημείο εκκίνησης για την αντίσταση στο υπάρχον αλλά και για την οικοδόμηση ενός νέου κόσμου βασισμένου στην αλληλεγγύη.
Συνέντευξη της Σίλβια Φεντερίτσι στη Φρατζέσκα Κόιν
Μετάφραση από τα ιταλικά: Βαρβάρα Κυριλλίδου
Πηγή: nazioneindiana.com, thepressproject.gr
F.C.: Κατά τη δεκαετία του ’70 υπήρξατε ανάμεσα στις πρώτες που μίλησαν ενάντια στην οικιακή εργασία αποδεικνύοντας πως η διαδικασία της συσσώρευσης στα εργοστάσια ξεκινούσε από το σώμα των γυναικών. Τι άλλαξε στα χρόνια που ακολούθησαν;
S.F.: Η άμισθη εργασία εκτινάχθηκε στα ύψη. Αυτό που εμείς αντιλαμβανόμασταν εκείνη την εποχή, μέσα από την συγκεκριμένη οπτική της οικιακής εργασίας, εξαπλώθηκε σε όλη την κοινωνία. Πράγματι, αν ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία του καπιταλισμού διαπιστώνουμε ότι χρησιμοποίησε την άμισθη εργασία σε τεράστιο βαθμό. Αν λάβουμε υπόψη μας την εργασία των σκλάβων, την αναπαραγωγική εργασία καθώς και την γεωργική εργασία –από τους/τις campesinos ως τους/τις peones [1]– σε συνθήκες ημι-δουλείας, συνειδητοποιούμε ότι η μισθωτή εργασία δεν υπήρξε στην πραγματικότητα παρά μια νησίδα στον ωκεανό της απλήρωτης εργασίας.
Σήμερα ο ωκεανός αυτός συνεχίζει να απλώνει τα νερά του τόσο στις παραδοσιακές μορφές εργασίας όσο και σε νέες επειδή επί του παρόντος για να αποκτήσει κανείς πρόσβαση στη μισθωτή εργασία υποχρεώνεται να εργασθεί εν μέρει αμισθί έστω και για λίγο. Στην Ελλάδα, μου είπαν, ότι είναι πλέον απαραίτητο να δουλέψει κανείς χωρίς πληρωμή για έξι – εφτά μήνες, με την ελπίδα να βρει μια αμειβόμενη εργασία. Kατά συνέπεια σε μια ποικιλία περιπτώσεων επαναλαμβάνεται η ίδια δυναμική: σε προσλαμβάνουν χωρίς την υποχρέωση καταβολής πληρωμής, δουλεύεις έξι ή εφτά μήνες κι έπειτα σε στέλνουν στο σπίτι σου.
Ο εξαναγκασμός σε απλήρωτη εργασία συνιστά ήδη μια όλο και περισσότερο διαδεδομένη πρακτική. Τα δε εκπαιδευτικά ιδρύματα ήταν τα πρώτα που την εκμεταλλεύτηκαν. Στην περίπτωσή τους κεντρική υπήρξε η ιδέα της πρακτικής άσκησης. Το training προβάλλεται ως πλεονέκτημα για τους/τις φοιτητές/τριες, στην πραγματικότητα όμως τους/τις ξεζουμίζουν από τα πρώτα κιόλας παραγωγικά χρόνια. Όντως, το ηλικιακό όριο πέφτει. Έχει ήδη αρχίσει να γίνεται λόγος για άμισθη εργασία στο γυμνάσιο.
Τον τελευταίο καιρό οι εφημερίδες αναφέρουν συχνά την έκφραση worker gig. Προερχόμενη από τον κόσμο της τζαζ μουσικής, η έκφραση gig, δηλώνει το κομμάτι μουσικού αυτοσχεδιασμού. Η έννοια αυτή βρίσκει πλέον εφαρμογή και στον κόσμο της εργασίας. Πρόκειται για διακεκομμένη προσφορά υπηρεσιών [2], χωρίς ουδεμία εγγύηση, η οποία δεν κάνει άλλο από το να επεκτείνει το μοντέλο Uber σε όλους τους τομείς, καταδεικνύοντας τα υψηλότατα επίπεδα που έχει αγγίξει η πρεκαριοποίηση της ζωής σε συνάρτηση με τον κόσμο της εργασίας. Από φεμινιστική σκοπιά αυτό κρίνεται σημαντικό, ιδιαίτερα σύμφωνα με την άποψη εκείνων των φεμινιστριών που θεωρούσαν την είσοδο στην μισθωτή εργασία ως ένα είδος ανέλιξης ή χειραφέτησης, δεδομένου ότι ολοένα και περισσότερο παραπέμπει ενδεχομένως σε απλήρωτη εργασία.
F.C.: Είχες ήδη επισημάνει από καιρό πως η κρίση του φορντισμού διακρίνονταν για τις επαναλαμβανόμενες «κρίσεις αναπαραγωγής», χαρακτηριστικό γνώρισμα των οποίων ήταν η αποσάθρωση κάθε είδους κοινωνικής ασφάλισης. Από την άποψη αυτή, οι μετασχηματισμοί που επήλθαν τα τελευταία σαράντα χρόνια σχεδόν προκαλούν την έκπληξη επειδή αφενός έκαναν κανόνα την απλήρωτη εργασία, αφετέρου δε επιχείρησαν να την καταστήσουν αόρατη μέσω ενός ενοχοποιητικού λόγου ο οποίος καταλογίζει τα αίτια της σημερινής κοινωνικής αγωνίας ακριβώς σε όσους καλούνται να καταβάλουν το τίμημα. Αναφέρω ως παράδειγμα την αφήγηση που γεννά και ταυτόχρονα καταδικάζει το φαινόμενο των «κατεργάρηδων της κάρτας εργασιακού ωραρίου» [3], κάτι που αποτέλεσε πρόσφατα αντικείμενο συζήτησης. Η αφήγηση αυτή αποκρύπτει την διάλυση της κοινωνικής πρόνοιας πίσω από την ανάγκη πειθάρχησης εκείνων των υποκειμένων που –καθώς λέγεται– «ζουν εις βάρος της κοινωνίας». Τι επιπτώσεις έχουν όλα αυτά στις κοινωνικές σχέσεις;
S.F.: O κόσμος ανάποδα. Μέχρι την δεκαετία του ’70 στην κοινωνική πολιτική επικρατούσε μια φορντική προσέγγιση. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια πολιτική που προηγείται του φορντισμού και η οποία βασίζεται στις επενδύσεις του κράτους στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Πρόκειται για μια προσέγγιση η οποία φτάνει στο αποκορύφωμα με το New Deal, με στόχο την δημιουργία μιας πιο υπάκουης και πιο παραγωγικής εργατικής δύναμης. Με το τέλος της περιόδου του φορντισμού η προσέγγιση αυτή τινάζεται στον αέρα. Από τις κρατικές επενδύσεις περάσαμε στην χρηματιστικοποίηση της αναπαραγωγικής εργασίας. Όσα κάποτε χορηγούσε το κράτος σήμερα πρέπει κανείς να τα πληρώσει. Από την στιγμή που κόπηκαν οι κρατικές επιχορηγήσεις, η αναπαραγωγή κατέστη μια στιγμή συσσώρευσης.
Η κατάργηση των επιχορηγήσεων ανάγκασε τους/τις φοιτητές/ριες να επιβαρυνθούν με τεράστια χρέη. Βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα με ένα φοιτητικό πληθυσμό υπερχρεωμένο πριν ακόμη μπει στον εργασιακό κόσμο. Το ίδιο συνέβη και στο πεδίο της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας, ιδίως όσον αφορά τη φροντίδα των ηλικιωμένων, τους παιδικούς σταθμούς και τα νηπιαγωγεία. Οι Η.Π.Α υπήρξαν πρωτοπόρες σε αυτή την διαδικασία. Εκεί όποια/ος χρήζει φροντίδας αναγκάζεται να πληρώσει σημαντικά χρηματικά ποσά ενώ οι ελάχιστες/οι κοινωνικοί λειτουργοί που έχουν απομείνει είναι εξουθενωμένες/οι από τον φόρτο εργασίας.
Τα τελευταία χρόνια, στο εργασιακό πεδίο της παροχής φροντίδας εφαρμόζεται το τεϊλορικο μοντέλο. Αφενός κόπηκαν οι κοινωνικές δαπάνες και αφετέρου υπήρξε τεϊλοριοποίηση των υπηρεσιών. Συνεπώς σήμερα όσες και όσοι απασχολούνται στην παροχή φροντίδας βρίσκονται αντιμέτωποι/ες με ένα διπλάσιο αριθμό ατόμων που χρειάζονται τις υπηρεσίες τους ενώ παράλληλα αυξάνεται η μη αμειβόμενη εργασία. Οι περικοπές αυτές στον τομέα των κοινωνικών υπηρεσιών βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης αναπαραγωγής που βιώνουμε.
Πρόκειται για μια κρίση που πλήττει κατά πρώτο λόγο τις γυναίκες, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, με πολύ δραματικές μορφές. Η κατάσταση στους λεγόμενους οίκους ευγηρίας, στα γηροκομεία δηλαδή, είναι ανησυχητική καθώς η έλλειψη προσωπικού αντισταθμίζεται με απεριόριστη ιατρικοποίηση. Η κακομεταχείριση στα ιδρύματα περίθαλψης είναι ευρέως διαδεδομένη και αδιάκοπη. Συχνά χορηγούν ηρεμιστικά στους ηλικιωμένους και τους κρατούν δεμένους στο κρεβάτι. Δεν είναι τυχαίο ότι αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των αυτοκτονιών ανάμεσα τους. Η χρήση φαρμάκων αποτελεί κοινή πρακτική και στα παιδιά των σχολείων ώστε να είναι υπάκουα και πειθαρχημένα.
Αυτά τα επακόλουθα της κρίσης αναπαραγωγής είναι αποτέλεσμα της μετάβασης από τις δημόσιες κοινωνικές δαπάνες στο πρότυπο της αγοράς. Το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να αναλάβεις από μόνη/ος σου το κόστος της αναπαραγωγής και σε πολλούς τομείς αυτό έχει θανάσιμες συνέπειες για τον πληθυσμό.
Αναφέρθηκες επίσης σε μια άλλη πλευρά της κρίσης αναπαραγωγής, δηλαδή στη δημόσια διαπόμπευση – τα τελετουργικά δημόσιου διασυρμού μέσω των οποίων κατηγορούν τα ελάχιστα εκείνα άτομα που εξακολουθούν να απολαμβάνουν το παραμικρό κρατικό επίδομα ως προνομιούχους και απατεώνες. Κανιβαλίζουν τους δύσμοιρους αυτούς ανθρώπους και τους κατηγορούν ως υπαίτιους για την εξασθένιση του κρατικού προϋπολογισμού λες και είναι δική τους η ευθύνη για την αποδυνάμωση της οικονομίας. Στην Ιταλία η δημόσια διαπόμπευση έχει φτάσει σε επαίσχυντα επίπεδα.
Θεωρώ σημαντικό να τονίσω πως πρέπει να απορρίψουμε σθεναρά την ιδέα ότι η οικονομική κατάρρευση του κράτους οφείλεται στην κατάχρηση των κρατικών επιδομάτων. Αντίθετα πρόκειται για άμεση ευθύνη του ίδιου του κράτους που σε πολλές περιπτώσεις εξωθεί το προλεταριάτο στην εγκληματικότητα. Μας αναγκάζουν να γίνουμε εγκληματίες για να επιβιώσουμε επειδή περιόρισαν τους τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να συντηρηθεί και να έχει νομική πρόσβαση στην αναπαραγωγή. Και το έκαναν με τόσο δραστικό τρόπο ώστε για μεγάλες μερίδες του πληθυσμού η επιβίωση καθίσταται αδύνατη αν δεν εισέλθουν στην παρανομία, δηλαδή χωρίς να πουλούν ναρκωτικά, χωρίς την πορνεία, χωρίς πλαστές επιταγές.
Για αυτό και οι Η.Π.Α, η χώρα που πρωτοστάτησε στην εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού, πρωτοστάτησε επίσης και στην δημιουργία μιας κοινωνίας-φυλακής. Με άλλα λόγια, μιας κοινωνίας όπου συστηματικά –ως σύστημα διακυβέρνησης– ο πληθυσμός, σε μεγάλο μέρος του, φυλακίζεται επειδή δεν αποτελεί πηγή εσόδων αλλά και γιατί εκλαμβάνεται δυνητικά ως ανατρεπτικός και μαχητικός, ως ένας πληθυσμός ο οποίος, έχοντας ιστορικά υποστεί διακρίσεις, μπορεί να προβεί σε διεκδικήσεις ώστε να επανακτήσει αυτό που του αποστέρησαν. Επομένως φυλακίζεται εκ των προτέρων και αποκλείεται από τις ελάχιστες νόμιμες οδούς που του έχουν απομείνει για την επιβίωσή του. Πρόκειται περί φαύλου κύκλου.
Ο Μαρξ τόνιζε πως η καπιταλιστική ανάπτυξη θα οδηγούσε στην δημιουργία ενός ex lege προλεταριάτου. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η δημιουργία ενός ex lege προλεταριάτου στις μέρες μας είναι ένα φαινόμενο που επιδιώκεται συστηματικά σε παγκόσμια κλίμακα. Το διαπιστώνουμε ξεκάθαρα στην περίπτωση της μετανάστευσης. Καθίσταται όλο και πιο συχνά απαραίτητο να περάσει κανείς στην παρανομία ώστε να επιβιώσει κι αυτό με τη σειρά του επιτρέπει στο κράτος να παρεμβαίνει βίαια στην εργατική δύναμη.
F.C.: Διάβαζα πρόσφατα ορισμένα στοιχεία για την Ελλάδα σύμφωνα με τα οποία παρατηρείται ότι το πετσόκομμα των δημοσίων δαπανών στρέφεται δύο φορές ενάντια στις γυναίκες: πρώτον διότι οι περικοπές των κοινωνικών δαπανών οδηγούν σε απολύσεις προπαντός γυναικών, καθώς αυτές απασχολούνταν κατά κόρον σε τομείς κοινωνικής πρόνοιας, και κατά δεύτερον επειδή οι περικοπές αναγκάζουν τις γυναίκες να επιστρέψουν στην εκπλήρωση του παραδοσιακού ρόλου της αμισθί παροχής βοήθειας και φροντίδας. Τα στοιχεία επιπλέον υποστήριζαν ότι η βία κατά των γυναικών θα πρέπει να ερμηνεύεται ως η λύδια λίθος του κλίματος της κοινωνικής βίας που δημιούργησαν οι πολιτικές της λιτότητας.
S.F.: Η βία έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια. Είναι η βία ενός διαρκούς πολέμου. Πλέον κάθε λίγα χρόνια καταστρέφεται μια χώρα. Ο κόσμος μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε πεδίο πολέμου και σε σύστημα φυλακών. Η καπιταλιστική βία συνεχίζει να αυξάνεται. Αυτό είναι εμφανές από το νέο ξέσπασμα ποινών και από την στρατιωτικοποίηση της ζωής. Σήμερα στις Η.Π.Α και στην Λατινική Αμερική οι αστυνομικές δυνάμεις εκπαιδεύονται από τον στρατό, οι Η.Π.Α έχουν φτιάξει φυλακές σε όλο τον κόσμο, οι εταιρίες και οι επιχειρήσεις έχουν δικούς τους ιδιωτικούς στρατούς και ο αριθμός των φρουρών ασφαλείας αυξάνεται διαρκώς. Το μοντέλο της βίας διαμορφώνει την κοινωνία και την υποκειμενικότητα, αρχής γενομένης από την ανδρική υποκειμενικότητα. Όπως πάντα πρόκειται για διαδικασίες οι οποίες έχουν επιπτώσεις κυρίως στις γυναίκες.
Πρόσφατα συμμετείχα σε ένα φόρουμ για τις γυναικοκτονίες στην Κολομβία, σε ένα λιμάνι του Ειρηνικού, στην περιοχή της Μπουέναβεντούρα, όπου έχουν γίνει πολλές δολοφονίες. Εκεί μπορεί να παρατηρήσει κανείς πολλούς από τους παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή τη βία. Η Μπουέναβεντούρα είναι ίσως ένα από τα ομορφότερα μέρη στον κόσμο. Πρόκειται για μια πόλη στον Ειρηνικό η οποία βρίσκεται στη μέση ενός θαυμάσιου τροπικού δάσους, αλλά και για μια πόλη η οποία πρόσφατα μολύνθηκε από την εξόρυξη χρυσού. Τα νερά και τα ποτάμια που χρησιμοποιούσε ο πληθυσμός για την αναπαραγωγή του μολύνθηκαν με υδράργυρο. Κατά συνέπεια υπάρχουν συνεχείς συγκρούσεις διότι η εξορυκτική πολιτική οδηγεί τόσο στην εκμετάλλευση όσο και στην εκδίωξη των ντόπιων πληθυσμών. Σε αυτές τις περιοχές η βία, και ειδικά η βία κατά των γυναικών, χρησιμοποιείται για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό.
Η Ρίτα Σεγκάτο [Rita Laura Segato], λατινοαμερικανή ανθρωπολόγος, έγραψε ένα ενδιαφέρον βιβλίο σχετικά με αυτό [4]. Η Σεγκάτο μιλά για τη βία ως μήνυμα, για την παιδαγωγική της βαναυσότητας, υπό την έννοια ότι σκοτώνοντας γυναίκες με άγριο τρόπο, δηλαδή άτομα ανυπεράσπιστα, τα οποία δεν ανήκουν σε στρατεύματα μάχης, στέλνεται προειδοποιητικό μήνυμα στον πληθυσμό πως η αντίσταση στις εκτοπίσεις τις οποίες υφίσταται είναι ανώφελη επειδή οι δυνάμεις τις οποίες καλείται να αντιμετωπίσει δεν δείχνουν κανένα έλεος. Με το να σκοτώνουν γυναίκες ουσιαστικά στέλνουν ένα μήνυμα αμείλικτης σκληρότητας.
Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι οι γυναίκες αποτελούν την κινητήρια δύναμη για την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας. Την δεκαετία του ’70 η γυναικεία εργασία ενεργοποίησε εκ νέου τον μηχανισμό της οικονομίας. Οι γυναίκες παραδοσιακά έρχονταν αντιμέτωπες με τη βία εντός της οικιακής σφαίρας. Ο σύζυγος δια της βίας επέβαλλε την πειθαρχία στη σύζυγο όταν εκείνη δεν ανταποκρινόταν στα οικιακά της καθήκοντα.
Σήμερα οι γυναίκες για να καταφέρουν να επιβιώσουν αναγκάζονται συχνά να εργαστούν σε χώρους όπου είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες στην ανδρική βία. Λέγεται ότι οι γυναίκες που μεταναστεύουν από τη Γουατεμάλα στις Η.Π.Α παίρνουν αντισυλληπτικά γιατί είναι σίγουρες πως στη διαδρομή θα βιαστούν από άνδρες. Πολλές ψάχνουν τρόπο να επιβιώσουν πουλώντας πράγματα στους δρόμους κι έτσι έρχονται καθημερινά αντιμέτωπες με τη βία και την αστυνομία. Η εργασία στο σεξ, η δουλειά στις maquilas –τις νέες φυτείες, όπου εργάζονται από 14 έως και 16 ώρες την ημέρα– αλλά και η εργασία της πλανόδιας πωλήτριας… αποτελούν στο σύνολό τους περιπτώσεις βίας.
Η βία επίσης επιδρά εκφοβιστικά. Αποτρέπει ή περιορίζει την δυνατότητα αυτό-οργάνωσης. Η στρατιωτικοποίηση της ζωής συνεπάγεται ότι οι γυναίκες έρχονται αντιμέτωπες όλο και πιο συχνά με άνδρες που η βία είναι η δουλειά τους: στρατιώτες, δεσμοφύλακες, φρουρούς ασφαλείας. Αυτή η στρατιωτικοποίηση επηρεάζει τις υποκειμενικότητες και τις προσωπικές σχέσεις. Ο Φανόν [Frantz Fanon] έγραψε ότι όσοι βασανίζουν ανθρώπους όλη μέρα δεν γίνεται με την επιστροφή τους στο σπίτι να μεταμορφώνονται σε υποδειγματικούς συζύγους διότι εξακολουθούν να επιλύουν τις διαφορές τους με τον τρόπο με τον οποίο έχουν συνηθίσει. Κι αυτό σήμερα είναι ορατό σε μια κοινωνία η οποία προσανατολίζεται όλο και συχνότερα προς τον πόλεμο, όπου η εκμετάλλευση βασίζεται στην άμεση βία και αυτό επηρεάζει όλο και περισσότερο τις σχέσεις μεταξύ γυναικών και ανδρών.
F.C.: Στη δεκαετία του ’70 δείξατε πώς η εκμετάλλευση κρύβεται στην υποκειμενικότητα και στη θηλυκότητα, με ποιο τρόπο εγγράφηκε και πώς κατέστη αόρατη, σε σημείο που η γυναικεία εργασία να θεωρείται φυσικό χάρισμα. Ο μετασχηματισμός αυτής της έλλειψης ορατότητας σε πολιτικό αγώνα υπήρξε θεμελιώδης προκειμένου να καταστεί φανερός ο τρόπος με τον οποίο συντελείται η συσσώρευση δια του σώματος αλλά και επί του σώματος. Το γεγονός ότι η εκμετάλλευση κρύβεται στην υποκειμενικότητα –αναφέρομαι στην εργασία των μεταναστ(ρι)ών και στο έργο La razza al lavoro [5] της Άννας Κούρτσιο [Anna Curcio] και του Μιγκέλ Μελίνο [Miguel Mellino]– δίνεται ενίοτε ως κάτι το κεκτημένο, αντίθετα όμως, κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για ένα στοιχείο που συχνά μας διαφεύγει. Αναφέρομαι στην ιδέα του homo oeconomicus. Εξακολουθεί να γίνεται ευρεία χρήση αυτής της κατηγορίας, της ιδέας της ελευθερίας και του επιχειρηματία του εαυτού [6], παρόλο που σήμερα ο επιχειρηματίας του εαυτού δεν διαθέτει πλέον ασφαλιστικές δικλίδες. Το μόνο που μπορεί να του παρέχει ασφάλεια για το μέλλον είναι να εργάζεται περισσότερο με ολοένα και χαμηλότερο κόστος. Αυτός ο homo oeconomicus δεν είναι παρά άλλη μια μορφή εκμετάλλευσης η οποία παρουσιάζεται ως απελευθέρωση;
S.F.: Όλα αυτά, τα περί homo oeconomicus, περί επιλογής και περί αυτοαπασχόλησης ανήκουν εξολοκλήρου στην νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Στην πραγματικότητα η αυτονομία που παρέχει η αυτοαπασχόληση είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Αν η καθεστωτικοποίηση της οχτάωρης ημερήσιας εργασίας στο εργοστάσιο ήταν φυλακή, είναι εξίσου φυλακή το να μην έχεις ιδέα αν σε έξι μήνες θα είσαι σε θέση να έχεις ένα εισόδημα που θα σου επιτρέπει να ζεις. Και ως εκ τούτου δεν έχεις καμία δυνατότητα να κάνεις σχέδια ή να προγραμματίσεις την ζωή σου. Πράγματι, δεν υπάρχει τίποτε το απελευθερωτικό στο να ζεις σε μια μόνιμη αστάθεια και με ένα διαρκές άγχος εξαιτίας της πρεκαριοποίησης της ζωής. Ο Μπίφο [Franco Berardi – Bifo] κάνει λόγο για το ζήτημα αυτό σε ένα από τα βιβλία του. Αναφέρει πως η εργασιακή επισφάλεια έχει επιπτώσεις στις προσωπικές σχέσεις, δημιουργεί προσωπικότητες επιρρεπείς σε έναν κάποιο οπορτουνισμό, οι οποίες είναι αναγκασμένες να καλλιεργούν κοινωνικές σχέσεις προκειμένου να επιβιώσουν. Αυτό το παρατηρούμε και στα κινήματα. Αν στο παρελθόν υπήρχε ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ εργασίας και πολιτικής –η πολιτική εισχωρούσε στην εργασία κάθε φορά που αυτό δεν επιτρεπόταν στην τελευταία, όμως η εργασία δεν αποτελούσε πολιτική ενασχόληση– σήμερα τα όρια δεν μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Αυτό έχει αρνητικές συνέπειες διότι εισάγει μορφές οπορτουνισμού στο πολιτικό και πιστεύω ότι αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
F.C.: Πέρυσι, ενώ βρισκόσουν στην Ελλάδα, μιλούσες για τους κατειλημμένους χώρους και τις καταλήψεις της Αθήνας ως σημαντικές εμπειρίες για την απαλλαγή από τις συνθήκες που θέτουν την αναπαραγωγή στον έλεγχο του χρήματος. Τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκαν εξαιρετικά γόνιμα εγχειρήματα, όπως οι διαφόρων ειδών συλλογικές απαλλοτριώσεις στα σουπερμάρκετ, οι πρακτικές αυτομείωσης στα ενοίκια και τους λογαριασμούς, οι απόπειρες επανοικειοποίησης της γης, η δημιουργία κύκλων εναλλακτικής οικονομίας ικανών να χρησιμοποιούν την αναπαραγωγή ως ευκαιρία για την απελευθέρωση της ζωής από την εκμετάλλευση. Πώς μπορούμε να απαλλαχτούμε από τον έλεγχο αυτό;
S.F.: Απαλλασσόμαστε από τον έλεγχο του χρήματος πρωτίστως υπερασπιζόμενοι/ες τα «κοινά αγαθά» μας και επανοικειοποιούμενες/οι τον έλεγχο και την χρήση της γης, των δασών και των υδάτων. Ένας από τους σημαντικότερους αγώνες που δίνονται σήμερα στον κόσμο είναι αυτός και δεν είναι διόλου τυχαίο ότι ο καπιταλισμός καταστρέφει ολόκληρες επικράτειες για να εξασφαλίσει πως ο ορυκτός πλούτος που διαθέτουν δεν θα περάσει σε άλλα χέρια. Ο αγώνας ενάντια στον εξορυκτισμό, ενάντια στην μονοκαλλιέργεια, στα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα και στον έλεγχο των διεθνικών εταιρειών πάνω στους σπόρους βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής των κοινωνικών κινημάτων στην Λατινική Αμερική, όπως συμβαίνει και στις Η.Π.Α και στον Καναδά. Στις μέρες μας μια από τις μεγαλύτερες μάχες στις Η.Π.Α είναι αυτή των Σίου (Sioux) ενάντια στην κατασκευή ενός αγωγού ο οποίος θα διασχίζει τα εδάφη τους συνδέοντας τη Ντακότα με το Ιλλινόις. Εκπρόσωποι αυτοχθόνων λαών, πέρα από τους πολλούς άλλους ακτιβιστές, καταφθάνουν από διάφορα μέρη της χώρας και της Λατινικής Αμερικής για να εμποδίσουν την πραγματοποίηση του αυτού σχεδίου.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι αγώνες για την υπεράσπιση των κοινών αγαθών δεν είναι ποτέ αποκλειστικά και μόνο αμυντικοί. Οι αγώνες αυτοί στο σύνολό τους δημιουργούν το «κοινό». Το να υπερασπίζεσαι την γη σημαίνει ταυτόχρονα να υπερασπίζεσαι και την δυνατότητα ελέγχου της επικράτειας, ζήτημα θεμελιώδες για την οικοδόμηση της αυτονομίας και της αυτοκυβέρνησης. Στις αστικές ζώνες, οι καταλήψεις και τα δίκτυα οργανώσεων που συγκροτούν οι γυναίκες στους δρόμους –γιατί πλέον σε πολλές χώρες η αναπαραγωγή μεταφέρεται όλο και περισσότερο στους δρόμους– δημιουργούν νέες μορφές διαβίωσης και αλληλεγγύης. Στις φαβέλες της Βραζιλίας ή στις villas [7] της Αργεντινής, όσοι εκδιώχθηκαν από τις αγροτικές περιοχές στήνουν νέους καταυλισμούς, νέες γειτονιές, όπου φτιάχνουν σπίτια, κήπους και πάρκα για παιδιά. Επισκέφτηκα μια από αυτές τις “villas” στην Αργεντινή, την Villa retiro bis [8], όπου συνάντησα γυναίκες που μου έκαναν τεράστια εντύπωση. Δοκίμασα μια πρωτόγνωρη αίσθηση επειδή πρόκειται για γυναίκες οι οποίες ζούνε σε τέτοια κατάσταση ώστε κάθε στιγμή της καθημερινής ζωής τους μετατρέπεται σε περίσταση για πολιτική συζήτηση.
Το θέμα είναι ότι εκεί τίποτε δεν τους το χρωστάνε και τίποτε δεν είναι εξασφαλισμένο, όλα πρέπει να τα κατακτήσουν και όλα πρέπει να τα υπερασπιστούν. Το νερό και το φως αποτελούν αντικείμενα διαπραγμάτευσης με το κράτος. Δεν επιτρέπεται όμως στο κράτος να αποφασίζει για την οργάνωση της δικής τους ζωής. Παλεύουν με το κράτος για να μπορούν να έχουν σπόρους, για να τους παρέχεται ηλεκτρικό φως δωρεάν, για να έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό και για να τους δίνονται υλικά ώστε να μπορούν να φτιάξουν δρόμους αντί να έχουν μονάχα λάσπη, επομένως πρόκειται σε κάθε περίπτωση για έναν διαρκή αγώνα. Οι γυναίκες αυτές προσπαθούν να φτιάξουν τη δική τους ζωή, βρίσκονται σε σύνδεση μεταξύ τους και έφτιαξαν το σπίτι της γυναίκας, όπου υπάρχουν επίσης και χώροι προληπτικής φροντίδας. Είχαν χτίσει ένα τείχος για να διαχωρίσουν την “villa” από την υπόλοιπη πόλη ώστε να εμποδίσουν τις επιπλέον οικειοποιήσεις χώρων και οι γυναίκες αυτές το κατέστρεψαν. Χρησιμοποιούν το θέατρο του καταπιεσμένου ως τρόπο πολιτικής επιμόρφωσης, προκειμένου να καθιερώσουν τον πολιτικό διάλογο μεταξύ τους και να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένα προβλήματα, όπως για παράδειγμα την σεξουαλική κακοποίηση, με τρόπο μάλιστα διασκεδαστικό, έτσι ώστε να παρακινεί και τις άλλες γυναίκες σε συμμετοχή.
Δεν ξέρω αν όλα όσα συμβαίνουν έχουν την δυναμική να υπερκεράσουν την μακροοικονομική πολιτική, γνωρίζω όμως ότι κάτι καινούργιο συμβαίνει και πρέπει να ξεκινήσουμε από εκεί.
* Απόσπασμα από το:
Francesca Coin (επ.) (2017), Salari rubati. Economia politica e conflitto ai tempi del lavoro gratuito [Κλεμμένοι μισθοί. Πολιτική οικονομία και σύγκρουση στον καιρό της δωρεάν εργασίας], Βερόνα: Ombre Corte, σελ. 99-106.
Σημειώσεις της μεταφράστριας:
1. Campesinos & Peones: είδος δουλοπάροικων στην Λατινική Αμερική οι οποίοι ζούσαν στις χασιέντες. Η χασιέντα ήταν ιδιόκτητη παραγωγική μονάδα που μπορούσε να αντιστοιχεί είτε σε έκταση γης, είτε σε βιοτεχνία είτε σε ορυχείο, οπότε κατ’ επέκταση μπορούσαν να είναι είτε αγρότες είτε εργάτες. Όσοι εργάζονταν σε τέτοιες μονάδες ονομάζονταν Peones ενώ όσοι τις νοίκιαζαν αντί προσόδου αποκαλούνταν Campesinos.
2. Στο πρωτότυπο “prestazioni a chiamata”. Στα αγγλικά συναντάται ως “job on-call”. Μορφή επισφαλούς εργασίας που συμπεριλαμβάνεται στο νομοσχέδιο “Jobs Act” της κυβέρνησης Ρέντσι και θα τεθεί σε εφαρμογή από 1/1/2018. Σύμφωνα με αυτή η εργοδοσία μέσω σύμβασης μπορεί να απασχολεί εργαζόμενους/ες έως και 400 μη προκαθορισμένες ημέρες συνολικά σε διάστημα τριετίας, ανάλογα με την διαμόρφωση της ζήτησης.
3. Στο πρωτότυπο “i furbi del cartellino”. Ιδιωματική φράση η οποία αναφέρεται κυρίως σε δημόσιους υπαλλήλους που είτε χτυπούν μεν οι ίδιοι την κάρτα ωραρίου πλην αποχωρούν έπειτα από τον εργασιακό χώρο για δικούς τους λόγους, είτε το πράττουν συνάδελφοί τους ενώ εκείνοι απουσιάζουν, με αποτέλεσμα χωρίς να έχουν εργαστεί τις αντίστοιχες ώρες να εισπράττουν κανονικά τον αντίστοιχο μισθό.
4. Rita Laura Segato (2014), Las nuevas formas de la guerra y el cuerpo de las mujeres [Οι νέες μορφές πολέμου και το σώμα των γυναικών], Μεξικό: Pez en el Árbol. Δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά.
5. Anna Curcio & Miguel Mellino (2012), La razza al lavoro [Η φυλή στην εργασία], Ρώμη: Μanifestolibri. Δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά.
6. Επιχειρηματίας του εαυτού: Βλ. Michel Foucault (2012), Η γέννηση της βιοπολιτικής – Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978-1979)(μετάφρ. Β. Πατσογιάννης), Αθήνα: Πλέθρον, σ.210.
7. villas ή villas miserias: πόλεις της μιζέριας. Πρόκειται για φτωχικές συνοικίες στα όρια του αστικού ιστού, αποτελούμενες από σπίτια αυτοσχέδιας κατασκευής, είδος παραγκουπόλεων. Η πληθυσμιακά τις συνθέτουν κυρίως άνεργοι/ες αγρότες/ισσες, μετανάστ(ρι)ες με ή χωρίς χαρτιά, άστεγοι/ες και χαμηλόμισθοι/ες.
8. Η Φεντερίτσι εννοεί την Villa 31 Bis De Retiro. Το Ρετίρο είναι ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός του Μπουένος Άιρες.