Σε μια σύντομη ανάρτησή μου στο facebook την Πέμπτη, στην οποία μιλούσα για την αθώωση των τεσσάρων ατόμων που είχαν μηνυθεί από τη Χρυσή Αυγή στα Χανιά, σημείωνα ότι στη δίκη αυτή είχαμε «μια εκπληκτική περιγραφή του τρόπου που στήνονταν οι μηνύσεις από ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής. Και από άλλους, που από κρατική θέση συνεργάζονταν μαζί τους».
Ας δούμε περί τίνος πρόκειται.
Τυχαία έγινα μάρτυρας ενός περιστατικού διατάραξης της κοινής ειρήνης που έλαβε χώρα στο λιμάνι των Χανίων στις 2 Απριλίου 2013, με πρωταγωνιστή τον, τότε, γραμματέα της τοπικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής Στέλιο Βλαμάκη.
Απλός παρατηρητής των συμβάντων, αποφάσισα να παρέμβω όταν διαπίστωσα ότι στη διαδικασία προσαγωγής του στο Αστυνομικό Τμήμα συμβαίναν πράγματα, ασυνήθιστα σε τέτοιες περιπτώσεις. Στην αρχή ήταν η άρνηση του Βλαμάκη να δεχτεί την προσαγωγή του, εάν προηγουμένως δεν γινόταν προσαγωγή ατόμων, που υποδείκνυε ο ίδιος, τα οποία ολοφάνερα δεν είχαν καμία συμμετοχή στα επεισόδια. Η αστυνομία αποδέχτηκε χωρίς αντίρρηση τον όρο που έθεσε το στέλεχος της Χρυσής Αυγής, ενώ ρητά αρνήθηκε να παρέμβει όταν ο Βλαμάκης απειλούσε και έβριζε χυδαία τα άτομα αυτά, που τελικά πράγματι υποχρεώθηκαν να μπουν στο αυτοκίνητο της αστυνομίας για προσαγωγή.
Η έκπληξή μου για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά μεγάλωσε όταν στη συνέχεια ο Βλαμάκης αρνήθηκε και πάλι να ακολουθήσει τους αστυνομικούς, εάν προηγουμένως δεν έψαχναν να βρουν κα να πάρουν μαζί τους δύο άλλα άτομα, ομοϊδεάτες του, για να καταθέσουν κι αυτά μηνύσεις. Πράγματι, αστυνομικοί της ασφάλειας αποδέχτηκαν και το νέο αίτημα, μετέβησαν σε κοντινό μπαρ, διαπραγματεύτηκαν εκεί την προσαγωγή κάποιων ατόμων, και μόνον όταν έγινε κι αυτό, ο γραμματέας της τοπικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής αποδέχτηκε να ακολουθήσει τους αστυνομικούς. Το δικό μου αίτημα να τους συνοδεύσω κι εγώ για να καταθέσω τη μαρτυρία μου για πρόσωπα και γεγονότα, δεν έγινε δεκτό. Προσήλθα, όμως μόνος μου.
Πάντως, μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση, μάλλον βεβαιότητα, ότι τουλάχιστο το ένα άτομο από τους ομοϊδεάτες δεν επιθυμούσε να συμμετάσχει στη βιομηχανία μηνύσεων, δεν πήγε αυτοβούλως αλλά εξαναγκάστηκε με σχετική βία. Για όλα αυτά μίλησα σε συνεντεύξεις που έδωσα λίγες ώρες αργότερα, μία από αυτές εδώ: https://youtu.be/Af4Z4MfXuxg?t=26 ή http://www.stoperithorio.org/2013/04/blog-post.html
Στο Αστυνομικό Μέγαρο, οι «μηνυτές» οδηγήθηκαν στη Ασφάλεια, ενώ τα προσαχθέντα άτομα, μία δασκάλα και ένας σερβιτόρος, που υπέδειξε ο Βλαμάκης, οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα. Οι συζητήσεις (διαπραγματεύσεις;) στην Ασφάλεια ήταν πολύ έντονες και ακούγονταν μέχρι έξω. Υπέθεσα τότε ότι οι αστυνομικοί προσπαθούσαν να πείσουν τους χρυσαυγίτες να μην υποβάλουν μήνυση, καθώς ήταν δεδομένο ότι αυτή δεν θα είχε καμιά τύχη, αφού ήταν πολλοί οι μάρτυρες που θα κατέθεταν την αλήθεια. Όμως, κατά τα μεσάνυχτα (από τις 9 που είμασταν εκεί) μας ανακοινώθηκε ότι δεν είχε συνταχθεί καμιά κατηγορία εναντίον τους, αλλά εκείνοι είχαν καταθέσει μηνύσεις κατά της εκπαιδευτικού και του σερβιτόρου, όπως επίσης κατά άλλων τριών ατόμων. Η δική μου μαρτυρία για τα γεγονότα καταγράφηκε περίπου στη 1 μετά τα μεσάνυχτα.
Μετά από δύο αναβολές, η δίκη έγινε την προηγούμενη Τετάρτη. Τεσσεράμισι χρόνια αργότερα. Για το σερβιτόρο η μήνυση είχε αποσυρθεί. Οι μηνύσεις αφορούσαν πλέον μόνον άτομα με πλούσια και ευρέως γνωστή αντιφασιστική δράση. Άτομα, για τα οποία ήταν επίσης ευρέως γνωστό ότι κανένα από αυτά δεν ήταν παρόν στα επεισόδια. Οι μηνυτές δεν εμφανίστηκαν. Εμφανίστηκε μόνον, ως μάρτυρας κατηγορίας, το άτομο, για το οποίο μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι είχε οδηγηθεί στην αστυνομία χωρίς να το θέλει.
Στην κατάθεσή μου μίλησα για τα ίδια τα γεγονότα, και επιπλέον για τα «ασυνήθιστα πράγματα» που συνέβησαν στη διαδικασία προσαγωγής του Βλαμάκη (αυτά που είπα και στη συνέντευξή μου στις 3 Απριλίου 2013). Δυστυχώς, ο πρόεδρος του δικαστηρίου δεν μου επέτρεψε να μιλήσω και για όσα είδα να συμβαίνουν μέσα στο αστυνομικό μέγαρο, όταν δήλωσα ότι «θέλω να ολοκληρώσω την κατάθεσή μου με τα όσα γνωρίζω για τον τρόπο που οργανώθηκαν οι μηνύσεις των στελεχών της Χρυσής Αυγής».
Η έκπληξη ήρθε από την πλευρά του μάρτυρα κατηγορίας. Χωρίς να αποκρύψει την ιδεολογία του, αλλά δηλώνοντας ότι δεν ήταν ποτέ και δεν είναι μέλος της Χρυσής Αυγής, περιέγραψε λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο οργανώθηκε και κατασκευάστηκε η «κατάθεσή» του. Είπε ότι είχε χτυπηθεί στα επεισόδια αλλά, ενώ δεν ήθελε να καταθέσει μήνυση, οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα από την ασφάλεια, παρά τη θέλησή του, μετά από υπόδειξη του Βλαμάκη. Στην ασφάλεια αρνήθηκε να υποβάλει μήνυση και αρνήθηκε επίσης να καταθέσει ως μάρτυρας για τα γεγονότα, παρά τις πιέσεις που δεχόταν. (Ήταν οι «έντονες συζητήσεις» που είχα καταγράψει, υποθέτοντας -εντελώς λανθασμένα!- ότι η αστυνομία τον πίεζε να μην καταθέσει μήνυση). Τον κράτησαν στην ασφάλεια μέχρι τις δέκα το πρωί της άλλης ημέρας, οπότε του έφεραν να υπογράψει κάποια χαρτιά, τα οποία υπέγραψε, επειδή θεώρησε ότι μόνον έτσι θα τον άφηναν να φύγει. Αργότερα διαπίστωσε ότι τα «χαρτιά» αυτά εμφανίστηκαν πρώτα ως δική του μήνυση κατά των κατηγορουμένων και μετά μετατράπηκαν σε μαρτυρική κατάθεση. Στο δικαστήριο δήλωσε με απόλυτη σαφήνεια ότι ποτέ δεν έκανε οποιαδήποτε κατάθεση και ότι όσα αναφέρονται ως κατάθεσή του τα έγραψαν άλλοι και δεν ήταν εν γνώσει του. Επίσης δήλωσε ότι δεν επιθυμεί την καταδίκη των κατηγορουμένων.
«Είπε, άραγε, την αλήθεια;», αναρωτήθηκαν πολλοί μέσα στο δικαστήριο. Πάντως, η κατάθεσή του, αναμφίβολα σημαντική και -γιατί όχι;- θαρραλέα, ήρθε να επιβεβαιώσει την εντύπωση που είχα (καταγραμμένη μάλιστα από τον φωτογραφικό φακό, όπως φαίνεται στις φωτογραφίες που αναρτώ για πρώτη φορά). Το μόνο διαφορετικό -διαμετρικά αντίθετο από την αρχική μου υπόθεση- ήταν ο ρόλος της Ασφάλειας στην οργάνωση της μήνυσης.
Θα παρέμεναν εκεί τα πράγματα, με αναπάντητο το σχετικό ερώτημα, εάν δεν ακολουθούσε η αγόρευση του συνηγόρου υπεράσπισης. Πέραν από τα πολλά στοιχεία, με τα οποία απέδειξε το ψεύτικο των κατηγοριών (αυτό το είχε αναδείξει ήδη ο εισαγγελέας), έφερε κάποια άλλα, επίσημα και αδιαμφισβήτητα, τα οποία δικαιολογούν την υποψία ότι στη συγγραφή της μήνυσης συμμετείχε η ίδια η Ασφάλεια. Και αυτά βρίσκονται μέσα στις ίδιες τις καταθέσεις, που φέρονται να έκαναν τα στελέχη της Χρυσής Αυγής εκείνο το βράδυ. Έτσι, οι μηνυτές, όταν στην κατάθεσή τους αναφέρονται στα πρόσωπα που, δήθεν, είδαν στα επεισόδια, αναφέρονται σ’ αυτά με όνομα και επίθετο, με όνομα πατρός και μητρός, ακριβή ημερομηνία (ημέρα, μήνας, έτος) και τόπο γεννήσεως, και ακριβή διεύθυνση κατοικίας (ακόμη και αυτού που κατοικεί στην Ελασσόνα!). Αντίθετα, όπως είναι φυσικό, στη δική μου κατάθεση έλεγα, κι αυτό καταγράφηκε, «είδα μία ψηλή, κομψή, καλοντυμένη νεαρή γυναίκα, για την οποία έμαθα εδώ ότι ονομάζεται Μαργαρίτα, το επίθετό της δεν το γνωρίζω». Είναι δυνατόν να μπορούσαν τα στελέχη της Χρυσής Αυγής, ευρισκόμενα μάλιστα σε κατάσταση μέθης, να μπορούσαν να γνωρίζουν και να θυμούνται τέτοια στοιχεία, ή, είναι πιο λογικό να πιστεύουμε ότι όλα αυτά προέρχονταν από επίσημα κρατικά αρχεία; Για το συνήγορο, και όχι μόνον για εκείνον, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ισχύει το δεύτερο.
Αυτά, έγιναν την Τετάρτη 1η Νοεμβρίου στα Χανιά. Σχόλια δεν θέλω να προσθέσω, αυτά είναι τα δεδομένα, ο καθένας και η καθεμιά μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του/της.
Την Παρασκευή 3 Νοεμβρίου βρέθηκα στα Δικαστικό Μέγαρο του Ηρακλείου για να παρακολουθήσω τη δίκη κατά του Ηλία Κασιδιάρη. Εδώ, σε αντίθεση με τη δίκη των Χανίων, η Χρυσή Αυγή δεν ήταν μηνύτρια αλλά υπόδικη. Αφορούσε απειλές που εξαπόλυσε ο Κασιδιάρης εναντίον του αστυνομικού διευθυντή σε μία εκδήλωση της Χρυσής Αυγής στη Χερσόνησο στις 25 Νοεμβρίου του 2012 (http://www.newsbeast.gr/politiki/arthro/449246/tha-eheis-nekrous-edo-pera-eheis-to-logo-mou και http://www.enikos.gr/politics/99673/video-oi-protofaneis-apeiles-tou-kasidiari ). Αυτεπάγγελτη δίωξη. Μάρτυρας, ο αστυνομικός διευθυντής εκείνης της εποχής, με γνωστά τα δημοκρατικά του φρονήματα.
Η δίκη δεν έγινε, διότι ο εισαγγελέας, που ετοίμασε το κατηγορητήριο, παρέλειψε να αναφέρει το νόμο που παραβίασε ο χρυσαυγίτης βουλευτής, βάσει του οποίου άσκησε τη δίωξη. Συνεπώς, τυπικά άκυρο το κατηγορητήριο, δεν μπορούσε να διεξαχθεί η δίκη. Το δικαστήριο αποφάσισε να αναπέμψει την υπόθεση στον εισαγγελέα για να προσθέσει αυτός -τώρα!- το αυτονόητο. Όμως, μέχρι να γίνει αυτό, το αδίκημα θα έχει παραγραφεί. Την άλλη ημέρα η Χρυσή Αυγή πανηγύρισε, λέγοντας, όπως πάντα, ψέματα: «Για μία ακόμη φορά αποκαλύφθηκαν και ακυρώθηκαν οι στημένες πολιτικές διώξεις σε βάρος της Χρυσής Αυγής. Σήμερα το πρωί το Πρωτοδικείο Ηρακλείου έκρινε άκυρο το κατηγορητήριο σε βάρος του εκπροσώπου μας για τα γεγονότα στην Χερσόνησο το 2012».
Όλα αυτά, που ήρθαν να κριθούν στα δικαστήρια τούτη την εβδομάδα, είχαν συμβεί την πρώτη περίοδο μετά την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή. Βλέποντάς τα σήμερα, μπορεί πια να αμφιβάλλει κανείς για την πηγή, από την οποία αντλούσε το θράσος της η ναζιστική οργάνωση, ώστε να θεωρεί ότι μπορεί ατιμώρητα να απειλεί, να εκβιάζει, να χειροδικεί;
Και αναρωτιέμαι: Θα είχαν υπάρξει οι δολοφονίες των δικών μας ακριβών ανθρώπων, του Λούκμαν και του Φύσσα, αν δεν είχαν υπάρξει -μαζικά!- φαινόμενα σαν αυτά που αποκαλύφθηκαν αυτή την εβδομάδα στα δικαστήρια της Κρήτης;
Θα ενδιαφερθεί, άραγε, η Πολιτεία να ψάξει και ν’ απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα;
Αφορά τη ζωή μας και το μέλλον αυτής της χώρας.