in ,

Kουίρ σημειώσεις για μια επουλωτική θεωρία της συνάθροισης

Της Σταυρούλας Κωστάκη

«Κουίρ 2024: βίωμα, τέχνη, θεωρία», συλλογικό, επιμέλεια Γιώτα Τεμπρίδου, εκδόσεις Ψηφίδες, σελ. 456

Εγώ θα το πιάσω από το τέλος, γιατί εδώ τοποθετήθηκε στρατηγικά η θεωρία, με σκοπό να μας επαναφέρω στο, ομολογουμένως, προταγματικό βίωμα, δηλαδή θα μιλήσω για τη βιωματική ιστορία μου εγκιβωτισμένη στη θεωρητική ιστορία του βιβλίου. Ο πρώτος λόγος που ανατέμνω το θεωρητικό μέρος, έχει να κάνει με το πόσο επιμελώς και εύτακτα διατεταγμένα είναι τα δοκίμια, σαν να συνδιαλέγονται μεταξύ τους, συνάρθρωση πάνω στην οποία είδα να εκτυλίσσεται ένα νοηματικό κουβάρι από κουίρ θεωρία. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το νήμα αυτό με καθοδήγησε να ανατρέξω την κουίρ διαδρομή μου, μεγάλο μέρος της οποίας διανύθηκε, πράγματι, στην τροχιά αυτού του βιβλίου. Και ο τρίτος λόγος είναι ότι απλά γουστάρω να μιλάω για κουίρ θεωρία.

Στο αφετηριακό δοκίμιο μας δίνονται οι κουίρ εννοιολογικές συντεταγμένες της οντολογίας και επιστημολογίας, δηλαδή, παραφράζοντας τη Γιώτα Μπαμπατζιμοπούλου, τι το κουίρ θεωρεί ότι υπάρχει εκεί έξω και πώς το γνωρίζει. Σ’ αυτό το γνωστικό σημείο θέασης στέκομαι για πρώτη φορά μαγεμένη πριν από περίπου μία πενταετία, όταν πρωτοσυναντιέμαι με το κουίρ αντικρίζοντας μέσα από τα μάτια του μια υλική πραγματικότητα δομημένου νοήματος –κονστρουξιονισμό του κοινωνικού φύλου και της σεξουαλικότητας που η κουίρ θεωρία αντιπαραθέτει στον θετικισμό και υλισμό–, η οποία αναδομείται συλλογικά και συνεχώς μέσω νοηματοδοτικών πρακτικών –ερμηνευτική φαινομενολογία που αντιπαραθέτει στις δομιστικές και ντετερμινιστικές θεωρίες για το βιολογικό φύλο– οι οποίες ρυθμίζονται σύμφωνα με ιστορικά συγκεκριμένους πολιτισμικούς κώδικες και πολιτικές θεσμίσεις: τη σις/ετεροκανονιστικότητα του μεταδομισμού που αντιπαραθέτει στον υπαρξισμό και ιδεαλισμό. Μπροστά μου ξεδιπλώνεται μια διανοητική πορεία από πατρογραμμικές αποστασίες που το κουίρ ακολούθησε ακριβώς γιατί δεν θέλησε να αφήσει τίποτα από την κοινωνική αναπαραγωγή της σις/ετεροπατριαρχίας εκτός θεωρητικής διερώτησης, άρα και εκτός πολιτικής παρέμβασης. Για να εξηγηθώ για αυτή μου την έξαψη, έχω φυσικά μόλις γυρίσει από την πρώτη μου Ερεσό, με την πρωτόγνωρη αλλά πλέον βιωμένη εμπειρία μιας λεσβιακής κοινότητας και αυτό που ανακαλύπτω βαθιά συγκινημένη στο κουίρ είναι τα θεωρητικά εργαλεία για να ανασύρω μια λεσβιακότητα σφραγισμένη στην ντουλάπα, να τη συλλογικοποιήσω μέσα στο φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙ κίνημα, να την θεωρητικοποιήσω με όρους κουίρ και να την κάνω δική μου πολιτική ταυτότητα.

Και από το συγκείμενο, το επόμενο δοκίμιο μεταβαίνει στο μικροεπίπεδο της γλωσσικής χρήσης όπου το νόημα καθηλώνεται στιγμιαία και πραγματώνεται συλλογικά και αλληλεπιδρασιακά σε λογοθετικές κατηγορίες φύλου και σεξουαλικότητας. Ακόμη ένα αγαπημένο και διακεκριμένο πεδίο ανάλυσης για την κουίρ θεωρία και τόσο εμπνευστικό για μένα ώστε να αποδυθώ σ’ αυτό με μια δική μου μελέτη που άρχισα να συλλαμβάνω ως όχημα κουίρ επιβίωσης στο επανατραυματικό σις/ετεροκανονιστικό και ικανοτικό περιβάλλον του νοσοκομείου, και μάλιστα στον απόηχο της μετα-κόβιντ, μακράς κοινωνικής μου απόσυρσης σ’ αυτό.

Στην ακολουθία βρίσκεται ακριβώς το κομμάτι της διπλωματικής μου για τη βιοϊατρική κατασκευή έμφυλων και σεξουαλικών ταυτοτήτων σ’ έναν θεσμικό και ισχυρά βιοπολιτικό λόγο και τις υλικές συνέπειες για τη φροντίδα υγείας των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Θέμα που τελικά αναλαμβάνω εν μέσω μιας πληθώρας ενδοιασμών, καθώς θα σηματοδοτούσε τη λεσβιακή εξωστρέφειά μου και επιστροφή στην κοινότητα, κοινώς κάμινγκ άουτ, ταυτόχρονα και μέσω εσωστρέφειας στο ακατέργαστο κουίρ τραύμα, κοινώς ψυχοθεραπεία.

Αυτό το κοινωνικό κόστος για τις νοηματικές κατασκευές χωρίς σημασία, και συγκεκριμένα για την αορατοποίηση της λεσβιακής ταυτότητας, πραγματεύεται, μεταξύ άλλων το επόμενο δοκίμιο, σε συνδυασμό με κουίρ αντιουσιοκρατικά εργαλεία. Αυτό συνεχίζω να πραγματεύομαι κι εγώ πασχίζοντας με διπλωματική και ειδικότητα, και τη συνοδεία μιας γενναίας ποσότητας άγχους, μάλλον, σε κάθε τι επιθυμητικό άρα και ταυτοτικό, η οποία ενεργοποιούσε μια ψυχικά βίαιη συνείδηση και αποκριτικούς μηχανισμούς πρόκλησης βλάβης στην εαυτή.

Και σε απάντηση σ’ αυτό, περνάμε στην ενότητα των δοκιμίων για την κουίρ μετάφραση ή την κουίρ αναπλαισίωση του λόγου με σκοπό την επαναδιεκδίκηση των δικών μας αρχείων, βιβλίων, και ιστοριών, δηλαδή των συλλογικών μας πόρων που μεσολαβούν επανανοηματοδοτήσεις για την κατανόηση, αποδοχή, κατεργασία και σε τελική ανάλυση σχεσιακότητα με την κουίρ εαυτή. Και αυτά τα μέσα συλλογικής επιβίωσης επιστρατεύω κι εγώ, κοντολογίς συρρέω σε φεμινιστικές και κουίρ βιβλιοπαρουσιάσεις ενώ αποτολμάω και κατορθώνω απειλητικά στενούς και σταθερούς δεσμούς σε φιλικές και ερωτικές, συντροφικότητες εντός της κοινότητας της πόλης, στο σύνολο τους κουίρ φροντιστικές σχεσιακότητες, των οποίων τη φροντιστικότητα αρχίζω να αναδέχομαι, να ανακατευθύνω σε μένα και χάρη σ’ αυτή να σημειώνονται οι πρώτες μετασχηματιστικές ρήξεις στο σχεσιακό μοτίβο με την εαυτή. Από μια τραγική ειρωνεία της τύχης, ο κουιροτόμος ξεκίνησε για μένα σ’ αυτό εδώ το στέκι, σε μια τέτοια φεμινιστική βιβλιοπαρουσίαση όπου μίλησα με όλη την πλεονάζουσα αγωνία μου για πρώτη φορά στη Γιώτα. Μέχρι να τη γνωρίσω είχα εγκαταλείψει το φαντασιακό που πραγματώθηκε μαζί της, ότι η εαυτή, ανεπανόρθωτα πληγωμένη στη συμβολική τοποθεσία φύλου και σεξουαλικότητας, θα μπορούσε ποτέ να βρεθεί εκτεθειμένη στην ευάλωτη και εκστατική αγάπη με την άλλη δίχως να θέτει διαρκώς σε κίνηση τις τεκτονικές πλάκες του άγχους της.

Οδεύουμε στον τερματικό σταθμό με τα δύο τελευταία δοκίμια για τις πολιτισμικές αναπαραστάσεις του κουίρ τραύματος ή, αλλιώς, της σις/ετεροκανονικής θανατοπολιτικής και το πώς κάθε εκ νέου παράσταση ενέχει απαράγραπτα τη δυνατότητα να λειτουργήσει ενδεχομενικά υπό άλλους όρους, άρα ενδεχομενικά αλλιώς, άρα ενδεχομενικά επανορθωτικά. Και για να το προσεγγίσω αυτό καλύτερα, θα επικαλεστώ πάλι τη γενναιόδωρη συνδρομή από τις θεωρίες που εννοιοδοτούν το τραύμα ως το ασύμβατο με το συμβολικό πλαίσιο στο οποίο αναδύεται με αποτέλεσμα να καθιστά το πλαίσιο αυτό αβάσιμο και να το θέτει σε αχρηστία. Ενώ την ανάκαμψη, ως τη διαδικασία εκ νέου λεκτικοποίησης και νοητικοποίησής του, η οποία προϋποθέτει όμως, σύμφωνα με τις πιο πολιτικές θεωρήσεις, τη διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου που θα επιτρέψει στην επανατέλεση και επανάρθρωση της πράξης να σημάνει αλλιώς, να συγκροτήσει μια νέα ερμηνεία, να εισάγει μια καινούργια ετυμηγορία πραγματικότητας. Τέτοια μεταμορφωτική επίδραση είχαν για μένα όσα βίωσα στη συνέχεια κρατώντας το χέρι της σε λεσβιακά φεστιβάλ, κουίρ αναγνώσεις, φεμινιστικές συναντήσεις καθώς και οι  κατεξοχήν ευφορικές στιγμές που έλαβαν χώρα στον αστερισμό αυτού του βιβλίου ανάμεσα σε αγαπημένες ατομικότητες και συλλογικότητες που γνώρισα πρώτα, αλλιώς ή καλύτερα μέσα σ’ έναν κουιροτόμο συλλογικού βιώματος αρχειοθετημένου από τη Γιώτα την οποία θαυμάζω και λατρεύω απεριόριστα.

Το ταξίδι όπου το πολιτισμικό νόημα πλαισιώνεται, ρυθμίζεται, υλοποιείται, αναπαρίσταται, και εν τέλει μπορεί να επανασημασιοδοτείται, ολοκληρώνεται και κωδικοποιείται στο επιστέγασμα του κουιρογλωσσαρίου. Και κάπου εδώ θεωρώ ότι έγκειται η σημασία που έχουν αυτά τα εγχειρήματα και οι συναθροίσεις μας. Μου αρέσει να σκέφτομαι, πλέον, το κουίρ τραύμα σαν εκείνο που θρυμματίζει το προϋπάρχον σις/ετεροκανονιστικό αλλά και ταξικό, ρατσιστικό, μισαναπηρικό πλαίσιο και το εκθέτει, το διανοίγει στην κοινωνική του αναδιάρθρωση. Η διαδικασία όμως αυτή της αναπλαισίωσης μόνο συλλογική μπορεί να είναι. Αυτό που προσπαθώ να πω, είναι ότι η συμμετοχή μου σ’ ένα τόσο κουίρ βιβλίο, με ένα πολύ λεσβιακό βιογραφικό, όπως και κάθε κοινοποίηση της εαυτής εν είδει κάμινγκ άουτ, και τούτη εδώ αποτελεί μια τέτοια εξέχουσα περίσταση, κινητοποιεί το οικείο μου αγωνιώδες σύμπλοκο συναισθηματικών αντιδράσεων σαν κάτι επανατραυματικό να διακυβεύεται. Και ο λόγος που, ωστόσο, επιμένω να το διακινδυνεύω, είναι γιατί όταν συγκεντρωνόμαστε, όπως εδώ και τώρα, συντροφικά, συν-αισθηματικά και συγκινησιακά, για να συνομιλήσουμε, συγγράψουμε, αλληλοκατανοήσουμε και έτσι συν-κατασκευάσουμε κουιροποιητικά τις σημασίες, επενεργούμε από κοινού στο νοηματοδοτικό πλαίσιο, μεταμορφώνοντας τις σκηνές εκδραμάτισης τραύματος σε οιονεί τελετουργίες συλλογικής επούλωσης. Και για αυτό θέλω να ευχαριστήσω όλα τα άτομα που κάνουν αυτές τις κουίρ ουτοπίες εφικτές για μένα στο παρόν.

* Το κείμενο αποτελεί εισήγηση της Σταυρούλας Κωστάκη για την παρουσίαση του βιβλίου «Κουίρ 2024-Βίωμα, Τέχνη, Θεωρία», επιμέλεια Γιώτα Τεμπρίδου, εκδόσεις Ψηφίδες, στην υπερ-παρουσίαση που έγινε στο Στέκι Μεταναστών στις 22 Δεκεμβρίου.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

«Να σταματήσουν οι διώξεις και τα πειθαρχικά κατά εκπαιδευτικών»