in ,

Κουίρ: Μια λοξή ματιά στις ταυτότητες. Του Γιώργου Δημητρίου

«Κουίρ 2024: βίωμα, τέχνη, θεωρία», συλλογικό, επιμέλεια Γιώτα Τεμπρίδου, εκδόσεις Ψηφίδες, σελ. 456

Πριν από περίπου 2 χρόνια μου πρότειναν (και μάλιστα σε αυτόν τον χώρο που βρισκόμαστε) η Μαριλένα Διαμαντοπούλου και η Γιώτα Τεμπρίδου να γράψω ένα κειμενάκι για την εμπειρία μου από την Ομάδα Πρωτοβουλίας Ομοφυλόφιλων Θεσσαλονίκης, τη λεγόμενη ΟΠΟΘ. Μια ομάδα που δημιουργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στη Θεσσαλονίκη. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήμουν καν σίγουρος ότι θυμάμαι πολλά πράγματα από το τι έκανα/κάναμε, ζούσα/ζούσαμε πριν σχεδόν 30 χρόνια. Ήταν όμως μια εμπειρία ζωής που άξιζε, σε αυτή τη φάση, να ξαναεπισκεφτώ και να δω τι υπάρχει πια από εκείνα τα χρόνια. Κάπως έτσι άρχισα να σκέφτομαι, να θυμάμαι ή να προσπαθώ να θυμηθώ γεγονότα, συναισθήματα και  δράσεις. Ας πω από τώρα ότι δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι θυμάμαι τα «σημαντικά». Νομίζω ότι μάλλον θυμάμαι το κλίμα της περιόδου, την αίσθηση, τις ανασφάλειες και το εγχείρημα υπέρβασής τους. Πάνω κάτω, αυτό προσπάθησα να αποτυπώσω στο κείμενό μου.

Ήμουν περίπου 16-17 όταν άρχισα να ακούω την εκπομπή της ΟΠΟΘ «για το δικαίωμα στην ομοφυλοφιλία» όπως ήταν ο τίτλος, στον αυτοδιαχειριζόμενο σταθμό Ράδιο Κιβωτός. Έναν από τους δύο αυτοδιαχειριζόμενους σταθμούς της εποχής, μαζί με το Ράδιο Ουτοπία. Το να ακούω στα τέλη της εφηβείας μου εκείνη την εκπομπή ήταν μια μαγεία και ένα σοκ ταυτόχρονα. Μια μυστική αλλά και κοινή απόλαυση. Έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μου με την ΟΠΟΘ, και όταν μια μέρα ανακοίνωσαν τα παιδιά ότι σταματάνε τις εκπομπές, μάζεψα όλο το θάρρος μου και επικοινώνησα γιατί δεν ήθελα να χάσω την επαφή μου με τον μοναδικό gay κόσμο που ήξερα. Τελικά αποδείχθηκε μοναδικός και με πολλούς άλλους τρόπους.

Ήταν η εποχή που η ΟΠΟΘ περνούσε στη δεύτερη φάση της. Από τη ραδιοφωνική εκπομπή, περνούσε στην έκδοση, σε μορφή fanzine, του περιοδικού Ο ΠΟΘΟΣ. Κάπως έτσι, εντάχτηκα στην ομάδα ή, καλύτερα, στην παρέα, και άρχισα να γράφω και να συμμετέχω στις δράσεις. Τώρα, για όσα από σας δεν έχετε κάνει αρχαιολογική έρευνα για να πάρετε μια ιδέα τι ήταν ο ΠΟΘΟΣ, θα τον περιέγραφα με τρία «π»: πολιτικός, προσωπικός και προκλητικός.

Για συντομία, θα μείνω μόνο στο τελευταίο: προκλητικό. Δεν ξέρω αν είναι ακριβώς ο όρος που ψάχνω, αλλά νομίζω ότι κάτι που μας χαρακτήριζε και το είχαμε ανάγκη, ήταν η έκφραση της διαφωνίας μας ή, έστω, της «λοξής» ματιάς μας σε μια νέα συνθήκη που είχε αρχίσει να δημιουργείται την εποχή, δηλαδή, ένα (με σημερινούς όρους) mainstreaming της gay και λεσβιακής εικόνας. Είμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν ακόμα ο απόηχος του HIV-AIDS ήταν αρκετά ισχυρός και η ανάγκη επανασύνδεσης με την κοινωνία μεγάλη. Χωρίς να την καταδικάζουμε στο όνομα μιας καθαρόαιμης επαναστατικότητας, θέλαμε να κρατήσουμε ζωντανό αυτό που άρχιζε σιγά σιγά να υποβαθμίζεται, δηλαδή η λούμπεν ή «κουίρ» πλευρά της gay εμπειρίας, όπως το ντραγκ, το λέδερ, το πεζοδρόμιο, τα ψωνιστήρια κ.ά. Νομίζω ότι, τελικά, αυτό ήταν που άρεσε (σε όσους άρεσε) στον Πόθο, και αυτό που ενοχλούσε (όσους ενοχλούσε).

Μην ξεχνάμε ότι η συμμετοχή της ΟΠΟΘ στο Ράδιο Κιβωτός (από όπου κι εγώ τη γνώρισα) υπήρξε ένα καθοριστικό στοιχείο. Μας είχε προσδιορίσει πολιτικά, ιδεολογικά, αισθητικά και ακτιβιστικά. Δεν θυμάμαι να υπήρχαν σοβαρές προστριβές για θέματα «αρχής», αν και δεν νομίζω να είχαμε «αρχές». Επίσης, να πω ότι ήμασταν όλο κι όλο μια ομάδα 5-10 ατόμων πάνω κάτω. Όλα είχαμε γνωρίσει, αγαπήσει και συσχετιστεί με την ομάδα μέσω της εκπομπής και της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας που της είχε δώσει η Κιβωτός. Ήταν κάτι που μας στιγμάτιζε και προς τα έξω, προς την ίδια την κοινότητα και τις υπόλοιπες συλλογικότητες, για τις οποίες φαντάζαμε ως «οι αναρχικοί». Χωράνε πολλές συζητήσεις για την πολιτική μας ταυτότητα, αλλά η αλήθεια είναι ότι νιώθαμε αρκετές φορές ως οι «εκτός» ακόμα και εντός της gay κοινότητας. Κάπως έτσι, νομίζω ότι σχηματίσαμε μια δική μας ματιά του πώς βλέπουμε την ομοφυλοφιλία «μας».

Όλα αυτά τα λέω για να έρθω στο σημείο που ίσως ενδιαφέρει περισσότερο και τη σημερινή συνάντηση. Νιώθω ότι ανήκαμε σε ένα μέρος του gay κινήματος των ’90s που κατά κάποιον τρόπο αδημονούσε για κάτι σαν το κουίρ να προκύψει. Δεν είναι ότι ασφυκτιούσαμε στην γκέι ή λεσβιακή ταυτότητα, δεν είναι καν ότι θέλαμε να τις ξεπεράσουμε. Θέλαμε όμως και κάτι ακόμα. Μια λοξή ματιά σε όλες τις ταυτότητες. Αλλά όχι την απόρριψή τους. Είχαμε περάσει πολλά για να αποδεχτούμε το «ομοφυλοφιλικό» μας στοιχείο και δεν υπήρχε καμία πρόθεση να το αφήσουμε τόσο εύκολα.

Νομίζω ότι η πρώτη φορά που χρησιμοποιήσαμε τη λέξη queer ήταν σε ένα πάρτι που διοργανώσαμε στο τότε Ahududu το «σωτήριον έτος» 1997. Είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται διεθνώς, και αμέσως το τσίμπησε ο Άρης και το κάναμε αφίσα. Δεν μπορούσαμε να ξέρουμε τότε όλες τις εμπειρικές προεκτάσεις, τις ερμηνείες ή τις μεθοδολογίες που συνδέθηκαν με τον όρο. Όλα αυτά, δηλαδή, που αποτυπώνονται και σε αυτόν τον τόμο μέσα από το τρίπτυχο: βίωμα-τέχνη-θεωρία. Και είναι όντως εντυπωσιακό το πόσα χωράει το κουίρ και με πόσα μπορεί να συσχετιστεί, πάντα όμως με την αποδοχή αυτής της λοξότητας που τόσο μας προσέλκυε και μας καύλωνε τότε.

Δεν σας κρύβω, λοιπόν, ότι αγαπώ ιδιαίτερα το κουίρ (γενικά, όχι μόνο το συγκεκριμένο βιβλίο). Το βιβλίο το λάτρεψα! Νιώθω ότι δημιουργήθηκε για να καλύψει μια έλλειψη που ίσως αισθανόμασταν αρκετά άτομα τότε ως «προ-κουίρ κουίρια»(;). Και νομίζω ότι το κουίρ τα κατάφερε σε μεγάλο βαθμό. Πολλές από τις εμπειρίες μου (προσωπικές, ακτιβιστικές, επαγγελματικές, επιστημολογικές, ψυχοσυναισθηματικές κ.ά.) νομίζω υπήρξαν κουίρ. Κι αν αρχικά είχα αρκετούς δισταγμούς για το κατά πόσο είμαι ή υπήρξα ή υπήρξαμε ως ΟΠΟΘ κουίρ, έπαψα να αμφιβάλλω όταν διάβασα αυτό που γράφει η Χρηστίνα-Καλλιρρόη Γαρμπή στο κείμενο που θα βρείτε στο βιβλίο, με τίτλο «Μικρές γέφυρες». Γράφει: «Το κουήρ δεν ξέρει τι δουλεία κάνει. Κάνει πολλές και διαφορετικές. Η λέξη “εξειδίκευση” είναι μια αντιπαθητική ξαδέρφη από το σόι του πατέρα του, με την οποία έχουν να μιλήσουν χρόνια.» (σ. 248). [Χρηστίνα-Καλλιρρόη, άνετα γράφεις τη βιογραφία μου.]

Ή, ακόμη, το πώς θα μπορούσα να προσδιορίσω την ερευνητική και ακαδημαϊκή μου δουλειά που δεν είναι πολύ μακριά από αυτό που γράφει ο Μπίλη Μητσικάκος στο «Κουήρ επιβίωση· ή ποιος θα το σκεφτόταν»: «επιθυμώ να προτείνω μια κουήρ επιβίωση: σε συνεχή (αυτο)κριτική εγρήγορση· συν-αισθηματική συνείδηση· σε αδιάλειπτη τεχνουργία του εαυτού, […] συνεχή επεξεργασία και ανακατασκευή· μα και μια κουήρ επιβίωση κατεξοχήν κοινοτική με την έννοια της μοιρασμένης επιθυμίας για μια ποιητική της κοινότητας. Μια τέτοια κουήρ επιβίωση […] μας στρέφει την προσοχή στο πώς το κουήρ κατασκευάζεται και κυβερνάται» (σ. 141). Μεθοδολογικά, με εκφράζει απόλυτα!

Ταυτόχρονα, όμως, διαβάζω και στέκομαι πολύ κοντά και σε αυτό που αναφέρουν οι Λεσβίες στα Πρόθυρα, στη συνέντευξή που παραχώρησαν στη Γιώτα για το βιβλίο. Λένε λοιπόν: «Τελευταία χρησιμοποιούμε και τον όρο “ΛΑΤΚΙ” (χωρίς το “Ο”), καθώς οι δράσεις μας δεν απευθύνονται σε σις γκέι και στρέιτ άντρες, κυρίως γιατί θεωρούμε ότι έχουν αρκετούς χώρους όπου μπορούν να υπάρξουν.» (σ. 167). Και λίγο παρακάτω: «Ταυτόχρονα, το άνοιγμα του κουίρ στη λογική τού “everything goes” οδηγεί σε λόγους και πρακτικές ωφελιμιστικού pinkwashing και μιας κουλτούρας συμπεριληπτικής ομοιομορφίας που όλοι χωράνε» (σ. 168-169).

Δεν είμαι σίγουρος ότι το κουίρ έχει γίνει τόσο «everything goes», αλλά δεν θέλω να το αποκλείσω. Για την αλήθεια, ήμουν πάντα υπέρ της ανοιχτής πόρτας για να μπαίνει όποιο θέλει. Το τι γίνεται μέσα είναι το ζήτημα και αυτό που ίσως πρέπει να εντοπίζει η όποια κριτική του κουίρ. Και το λέω, επίσης, μέσα από την οποθίτική μου εμπειρία που ήταν αρκετά παρεΐστικη και ίσως όχι τόσο ανοιχτή σε άλλα άτομα. Με λίγα λόγια, κάναμε τη φασούλα μας και δεν μας έψηνε τόσο η μαζικότητα. Σήμερα, όμως, θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά χρήσιμη. Το αφήνω όμως εδώ και αν θέλετε το συζητάμε μετά.

Για να κλείσω, καταλαβαίνω τις κριτικές ή τις αντιρρήσεις για το κουίρ. Ότι, δηλαδή, υπάρχει κάτι πολύτιμο στο «λεσβία» ή στο «αδερφή» που ακόμα τσιγκλάει και προκαλεί περισσότερο από το κουίρ, και ότι δεν πρέπει να υποχωρήσουμε από αυτήν την πρόκληση. Όπως μπορεί να επιβεβαιώσει και η Γιώτα, ακόμα και σήμερα, το να βάλεις τη λέξη «λεσβία» φαρδιά πλατιά στο εξώφυλλο ενός βιβλίου, είναι αρκετό για να σε βάλει σε πολλούς μπελάδες.

Πιστεύω όμως ότι το ένα δεν αποκλείει το άλλο, και δεν νομίζω ότι το «κουίρ» ανταγωνίζεται αυτές τις ταυτότητες. Στα δικά μου, πρεσβυωπικά τώρα πια μάτια, το κουίρ έρχεται να καθίσει δίπλα ή πιο κει και να αποτελέσει το πλαίσιο μιας ευρύτερης «συνέλευσης» με όρους επιτελεστικότητας όπως θα έλεγε η Μπάτλερ. Κάτι μου λέει ότι, ΑΚΟΜΑ, το χρειαζόμαστε, ειδικά σε περιόδους που οι επιθέσεις (βλ. Krau.skg) είναι στοχευμένες, συστηματικές, συχνά σαρωτικές ή/και βίαιες. Καταλαβαίνω απόλυτα την ανάγκη για τα «δικά μας» μονοπάτια, το πάθος για ανεξαρτησία, αλλά μην υποτιμάμε τις ομπρέλες, τα μικρά ή μεγάλα «κοινά» με άλλες ομάδες, άτομα ή συλλογικότητες γιατί είναι ανεκτίμητα. Κάτι μου λέει ότι, ΑΚΟΜΑ, όλα χρειαζόμαστε όλες/όλους/όλα τα άλλα.

Ευχαριστώ!!

* Το κείμενο αποτελεί εισήγηση του Γιώργου Δημητρίου για την παρουσίαση του βιβλίου «Κουίρ 2024-Βίωμα, Τέχνη, Θεωρία», επιμέλεια Γιώτα Τεμπρίδου, εκδόσεις Ψηφίδες, στην υπερ-παρουσίαση που έγινε στο Στέκι Μεταναστών στις 22 Δεκεμβρίου.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ρατσιστικά και ομοφοβικά περιστατικά σε σχολεία της Δυτικής Θεσσαλονίκης