Jamie Woodcock, Ο Μαρξ στο Ουφάδικο, Τόπος, σελ. 324
Τα προϊόντα των υπηρεσιών, από τα στυλάτα κουρέματα ως το μασάζ, είναι σωματοποιημένα υλικά αγαθά – τα πολιτισμικά προϊόντα, όπως οι πίνακες, οι κινηματογραφικές ταινίες και τα βιβλία είναι επαρκώς υλικά -η επικοινωνία απαιτεί απολύτως υλικά κανάλια (ακόμα κι αν το υλικό μπορεί να είναι τα «αόρατα ηλεκτρόνια»).
George Caffentzis
Επέλεξα το παράθεμα που προηγείται γιατί νομίζω πως είναι ένας καλός τρόπος να εισαχθούμε στη γενικότερη περιοχή, στην οποία εντάσσεται ως ειδικότερη θεματική αυτή του βιβλίου που έγραψε ο Jamie Woodcock και μετέφρασαν-επιμελήθηκαν εξαιρετικά ο Πάρις Λαυτσής, ο Αλέξανδρος Μινωτάκης και ο Πάνος Πετρόπουλος.
Ποιο είναι το γενικό θέμα; Σε ποια αναζήτηση εντάσσεται το βιβλίο του Jamie Woodcock; Μα, αυτό που είναι στο προσκήνιο, δεκαετίες τώρα, στο πλαίσιο της συζήτησης στο ριζοσπαστικό χώρο και αφορά τις ριζικές μεταβολές που έχουν επέλθει στον καπιταλισμό λόγω της πληροφορικής επανάστασης, της ποσοτικής κυριαρχίας των κλάδων των υπηρεσιών και της εξ αυτών επικράτησης της «άυλης» παραγωγής και της όλο και πιο εξατομικευμένης κατανάλωσης, της όλο και πιο μοναχικής «αξιοποίησης» του ελεύθερου χρόνου – αν υπάρχει, πλέον, τέτοιο πράγμα.
Βέβαια, σημαντικό μέρος των θεματικών που αναπτύσσονται στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης έχει τεθεί ήδη από τον Μαρξ στα περίφημα Grundrisse. Ενώ, αν διευρύνουμε το σύνολο των ανθρώπων που συμμετείχαν από τον 19ο αιώνα στην αντιπαράθεση αναφορικά με το «Ζήτημα των Μηχανών», θα πρέπει να συμπεριλάβουμε, μεταξύ άλλων, ουτοπιστές σοσιαλιστές, θεράποντες της πολιτικής οικονομίας -και όχι των σύγχρονων «οικονομικών» επαϊόντων της κυβερνητικής, καθώς και εφευρέτες πρωτοποριακών μηχανημάτων, όπως ο Babbage, η Augusta Lovelace (κόρη του Λόρδου Βύρωνα), ο Zackard, πιο πρόσφατα ο Alan Turing και ο Robert Wiener.
Ας δούμε μερικά από τα ερωτήματα που τίθενται.
Παράγουν οι μηχανές νέα αξία;
Είναι δυνατή η πλήρης αυτοματοποίηση στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής;
Έχει νόημα η έννοια της «άυλης» παραγωγής; Ακόμη και αν δεχτούμε, ως υπόθεση εργασίας, πως η απάντηση είναι καταφατική, πρόκειται για κάτι διακριτό από την υλική παραγωγή;
Η μεγάλη επέκταση των υπηρεσιών συνιστά ριζική τομή στην λειτουργία και την πορεία του καπιταλισμού;
Η προσωπική μου γνώμη, επηρεασμένη από έναν ορισμένο από τους πολλούς μαρξισμούς, είναι: όχι, όχι, όχι και όχι, όχι.
Συνοπτικά, ο λόγος αυτού του «αρνητισμού» είναι πως, κατά τη γνώμη μου, η κεντρική μαρξιστική άποψη ότι η ανθρώπινη εργασία είναι -μαζί με τη γη- η μόνη πηγή του πλούτου, ενώ η υπεραξία είναι η μοναδική πηγή νέας αξίας, είναι εξαιρετικά στοιχειοθετημένη και τεκμηριωμένη. Οι νεοκλασικές υποκειμενικές θεωρίες της αξίας ούτε κατά διάνοια μπορούν να συγκριθούν με τις ριζοσπαστικές. Οι μηχανές δεν παράγουν αξία. Απλώς, μεταφέρουν μέρος της αξίας τους στο τελικό προϊόν.
Επιπλέον, για να θυμηθούμε τον ίδιο τον Μαρξ, ισχυρίζεται, πολύ πειστικά στο «Κεφάλαιο» πώς τόσο ο εργάτης που δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο παρασκευής λουκάνικων («υλικό» προϊόν) όσο και ο εκπαιδευτικός σε ένα ιδιωτικό σχολείο («άυλη» υπηρεσία) είναι παραγωγοί υπεραξίας. Συνεπώς, η επέκταση των υπηρεσιών μπορεί να μεταβάλλει την αναλογία μεταξύ των αξιών χρήσης, αλλά δεν διαφοροποιεί τα πράγματα από την πλευρά της παραγωγής αξίας.
Το βιβλίο του Woodcock, αντιμετωπίζει αντίστοιχα ζητήματα στο ειδικότερο πεδίο της παραγωγής -και κατανάλωσης- βιντεοπαιχνιδιών. Κάνει, όμως, και κάτι ακόμα που δεν συνηθίζεται σε εργασίες αυτού του είδους. Ασχολείται με το πώς τα συγκεκριμένα εμπορεύματα εμφανίζονται ως πολιτιστικά προϊόντα, που αποδεικνύονται όλο και καθοριστικότερα στην κατασκευή της συναίνεσης, στην ιδεολογική πάλη και στην εγκαθίδρυση της ταξικής ηγεμονίας.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως σε δύο διαφορετικά σημεία παραθέτει τα λόγια του Stuart Hall, σύμφωνα με τον οποίο:
«Η ποπ κουλτούρα είναι ένα από αυτά τα πεδία όπου διεξάγεται η πάλη για και ενάντια στην κουλτούρα των ισχυρών -είναι επίσης το διακύβευμα που μένει να κερδηθεί ή να χαθεί μέσα σε αυτή την πάλη. Είναι η αρένα της συναίνεσης και της αντίστασης. Είναι, εν μέρει, το σημείο όπου αναδύεται και διασφαλίζεται η ηγεμονία. Δεν είναι μια σφαίρα όπου ο σοσιαλισμός, μια σοσιαλιστική κουλτούρα, μπορεί απλά να “εκφραστεί”, όντας ήδη πλήρως σχηματισμένη. Αλλά είναι ένα από αυτά τα πεδία όπου ο σοσιαλισμός μπορεί ίσως να συγκροτηθεί. Γι’ αυτό η “ποπ κουλτούρα” έχει σημασία. Διαφορετικά, για να σας πω την αλήθεια, δεν δίνω δεκάρα γι’ αυτή» (σελ. 279).
Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της σημερινής ποπ κουλτούρας είναι και τα βιντεοπαιχνίδια. Ακόμη κι αν «δεν δίνουμε δεκάρα γι’ αυτά καθαυτά», δεν μπορεί να μην αναγνωρίσουμε τα διακυβεύματα στα οποία και αυτά εμπλέκονται, όπως παρουσιάζονται στην προσέγγιση του Hall. Βαριές λέξεις, όπως συναίνεση, αντίσταση, ηγεμονία, ακόμη και σοσιαλισμός, χρησιμοποιούνται προκειμένου να δειχτεί η στρατηγική σημασία της παρέμβασης σε αυτό το πεδίο.
Αγνοώντας πλήρως το θέμα των βιντεοπαιχνιδιών, εντυπωσιάστηκα ιδιαίτερα όταν έμαθα από τον Woodcock ότι υπάρχουν ήδη παιχνίδια όπου οι εργατικοί αγώνες, η ταξική πάλη, ακόμη και στοιχεία ριζοσπαστικής «θεωρίας» αποτελούν το καίριο υπόβαθρο. Χαρακτηριστικό είναι το Assassin’s Creed Syndicate, για το οποίο ο συγγραφέας μας ενημερώνει πως «αποτελεί τη βάση για το βιβλίο» και στο οποίο από ένα σημείο κι έπειτα πρωταγωνιστής είναι και ο Μαρξ στο μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση Λονδίνο, γεμάτο εργοστάσια, πυκνές κατοικίες, καπνοδόχους και σιδηροδρομικές γραμμές. Διάφορα «επεισόδια ταξικής πάλης» εκτυλίσσονται στην εξέλιξη της πλοκής.
Ο Woodcock αφιερώνει οκτώ ολόκληρες σελίδες (35-42) στην παρουσίαση του Assassin’ Creed Syndicate, δίνοντάς μας μια πολύ γλαφυρή εικόνα για το τι είναι ένα «επαναστατικό» βιντεοπαιχνίδι. Η προτροπή στο παιχνίδι είναι «Ακολούθα τον Μαρξ» και αυτό είναι που κάνει ο συγγραφέας στο βιβλίο του, αξιολογώντας τη μαρξική προβληματική ως την καταλληλότερη.
Ακολουθεί τον Μαρξ και δημιουργεί πολύ ενδιαφέρουσες αναλύσεις. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Φτιάχνοντας βιντεοπαιχνίδια» και «Παίζοντας βιντεοπαιχνίδια».
Στο πρώτο μέρος παρουσιάζει την ιστορία του παιχνιδιού και των βιντεοπαιχνιδιών, αναλύει τη βιομηχανία των βιντεοπαιχνιδιών, το ρόλο της στο πλαίσιο του καπιταλισμού, καθώς και την υπόσταση του βιντεοπαιχνιδιού ως εμπορεύματος. Στη συνέχεια, ασχολείται με την εργασία στη συγκεκριμένη βιομηχανία, καθώς και με τις ενέργειες για την οργάνωσή της ως «αντιστασιακής δύναμης» στο πλαίσιό της. Όπως σημειώνουν οι επιμελητές, «[τ]ο περιοδικό Wired χαρακτήρισε το 2018 ως τη χρονιά που “οι εργάτες στην τεχνολογία συνειδητοποίησαν ότι είναι εργάτες”. Και είναι λίγα χρόνια τώρα που εμπλέκονται με συνειδητό τρόπο σε οξείς ταξικούς αγώνες τόσο στις τεράστιες εταιρίες όσο και σε σταρτ-απς, που είναι πολύ «βουλιαγμένες» στην πιο ακραία νεοφιλελεύθερη κουλτούρα.
Το δεύτερο μέρος ξεκινάει με μια γενική ανάλυση της κουλτούρας, για να συνεχίσει με μια κατηγοριοποίηση και προσέγγιση των διαφόρων ειδών παιχνιδιών, πολεμικών, παιχνιδιών ρόλων, προσομοίωσης και στρατηγικής, καθώς και πολιτικών, ενώ κλείνει με ένα κεφάλαιο αφιερωμένο ειδικά στα διαδικτυακά παιχνίδια.
Ο επίλογος συνοψίζει το βιβλίο με τα συμπεράσματα τα οποία επιχειρούν να δώσουν μια απάντηση στο ερώτημα «Γιατί τα βιντεοπαιχνίδια έχουν σημασία» για τη ριζοσπαστική πολιτική δράση, πώς η ταξική πάλη εμπλέκεται και στο δικό τους πεδίο.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με ένα πολύ κατατοπιστικό επίμετρο των τριών συνεπιμελητών και μεταφραστών, που, αφού δώσουν μια συμπεριληπτική οπτική ολόκληρης της εργασίας του Woodcock, μεταφέρουν τον προβληματισμό στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά τόσο την τεχνολογική-πληροφορική βιομηχανία -και τη βιομηχανία βιντεοπαιχνιδιών- όσο και την οργάνωση και τους αγώνες των εργαζόμενων -ή, καλύτερα, εργατών;- του κλάδου.
«Ο Μαρξ στο Ουφάδικο» είναι ένα μοναδικό, στην ελληνική, τουλάχιστον, γλώσσα βιβλίο. Με ρέουσα και εύληπτη έκθεση, που δεν χάνει τίποτε στη μετάφραση, εκτός από χρήσιμο είναι και ευχάριστο στην ανάγνωση.