Πάνε δύο χρόνια από εκείνο το τηλέφωνο: «Ο Γιασίρ είμαι. Με θυμάστε; Ο Γιασίρ… Που είχατε έρθει στην Αμυγδαλέζα…». Καταλάβατε, ο Γιασίρ ήταν κρατούμενος εκεί. Κι εκείνο το πρωί νόμιζα πως το τηλέφωνο ήταν ο τρόπος του να μου πει «μην μας ξεχάσετε τώρα που ήρθατε στα πράγματα: δεσμευτήκατε».
Όμως ο Γιασίρ είχε πάρει απλά να μου πει «συγχαρητήρια». Στα μέσα Φλεβάρη, όταν ξαναβρεθήκαμε στην Αμυγδαλέζα, τον ξανάφερα στο μυαλό μου: λίγες ώρες πριν, είχε αυτοκτονήσει εκεί ένας μετανάστης από το Πακιστάν, κι εκείνη τη μέρα ο Πανούσης (ναι, ο Πανούσης…) δεσμευόταν ότι «τα κέντρα κράτησης τελειώνουν». Ξαναθυμάμαι εκείνο το τηλέφωνο – κι εκείνη τη δέσμευση. Τώρα με αφορμή τους νεκρούς στη Μόρια και τη Σάμο. Δύο χρόνια μετά.
Δεν με ενδιαφέρει να κάνω τον ευαίσθητο. Διαβάζοντας τις προάλλες τον Νίκο Μπελαβίλα στην «Αυγή» («Διάλογοι παράλογοι για τα προσφυγόπουλα», 22.1.2017), ξαναθυμήθηκα ότι το πρόβλημα δεν είναι η ευαισθησία που λείπει. Είναι μάλλον η κοινοτοπία που περισσεύει. Σε έναν ιδιότυπο καταμερισμό εργασίας, κάποιοι κάνουν «απλά τη δουλειά τους» υπερασπιζόμενοι τα προσφυγόπουλα στα σχολεία, στηρίζοντας υλικά, βοηθώντας όπως μπορούν. Με βάση τον ίδιο καταμερισμό, χωρίς κανείς να ενοχλεί κανέναν, η κυβέρνηση κάνει κι αυτή «απλά τη δική της δουλειά»: αφήνει τους πρόσφυγες να ξεπαγιάζουν, αναθέτει ευθύνες στις ΜΚΟ, διώχνει φωτορεπόρτερ από τα καμπ για να μην την εκθέτουν, παρεμβαίνει στις επιτροπές ασύλου. Μεριμνά, με πράξεις και παραλείψεις, για να δοθεί το σωστό σήμα: τηρούμε τη συμφωνία με την Τουρκία – δεν αντέχουμε άλλους πρόσφυγες.
Δεν με ενδιαφέρει άλλη μια αντιπαράθεση με την κυβέρνηση. Λέω κατά λέξη ό,τι λέει από τον Οκτώβριο, όχι κάποια αναρχοκομμουνιστική επαναστατική οργάνωση, αλλά η Διεθνής Αμνηστία: Οι συνθήκες που προκαλούν θανάτους και απόπειρες αυτοκτονίες στα καμπ είναι σκόπιμα κακές: δεν θέλουν να βοηθήσουν, για να μην ενθαρρύνουν κι άλλους ανθρώπους να περάσουν στην Ευρώπη. Λέω το ίδιο που λένε από τον Οκτώβριο οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα: ήδη από τον Οκτώβριο, οι άνθρωποι στα καμπ περίμεναν την υλοποίηση ενός εθνικού σχεδίου – και περίμεναν μάταια. Λέω, τέλος, αυτό που λέει από τον Ιούλιο το ΚΕΕΛΠΝΟ – αλλά το λέει σε αυτιά που (κάνουν ότι) δεν ακούνε: «Η λειτουργία των ‘κέντρων φιλοξενίας’, όχι μόνο με βάση τις υπάρχουσες αδυναμίες οργάνωσης και συντονισμού, αλλά κυρίως ως στρατηγική προσέγγιση (περιχαράκωση πληθυσμών έξω από τον αστικό ιστό με επιβαρυμένες συνθήκες διαβίωσης), πρέπει να διακοπεί πρώτα απ’ όλα για την προστασία της Δημόσιας Υγείας».
Λέω, λοιπόν, ότι οι θάνατοι στη Σάμο και τη Μόρια δεν είναι τυχαίοι: είναι αποτέλεσμα συνθηκών εγνωσμένα κακών. Είναι στρατηγική προσέγγιση, δηλαδή πολιτική: ιεράρχηση ζωών. Είναι άποψη στην πράξη: live and let die. Είναι αυτό που δεν μπορούν να κάνουν πως δεν βλέπουν ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς – ακόμα και οι εφημερίδες που στηρίζουν την κυβέρνηση. Είναι αυτό που όλοι ξέρουν, αλλά το ανέχονται. Είναι το κοινότοπο κακό του 2017.
Ισχύουν όλα: οι ευθύνες και η υποκρισία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι επιδοτήσεις των ΜΚΟ αντί των κρατικών υποδομών, τα όρια αντοχής των τοπικών κοινωνιών, η ελλιπής στελέχωση των υπηρεσιών εξαιτίας των μνημονίων. Όλα αυτά είναι αλήθεια. Αλλά οι συνθήκες που οδηγούν πρόσφυγες σε απόπειρες αυτοκτονίας ή στο θάνατο, παραμένουν επίτηδες κακές. Στις έκτακτες ανάγκες, υπάρχουν έκτακτα μέτρα προκειμένουν να μην πεθαίνουν οι άνθρωποι. Υπάρχουν οι επιτάξεις – ξενοδοχείων ή ιδιωτικών νοσοκομείων. Υπάρχει τεχνογνωσία, από σεισμούς και καταποντισμούς, «τι κάνουμε όταν…». Αυτό που δεν μπορεί να υπάρχει, είναι δύο μέτρα και δύο σταθμά: Αν το 2015 ο εγκλεισμός σκότωνε ανθρώπους, αν η παράταση της συνθήκης εκείνης ήταν ιεράρχηση ζωών ως ανάξιων να ζουν, και αν γι’ αυτό αναγνωριζόταν ως κρατικό έγκλημα, θέλει πολλή φαντασία γιατί σήμερα το πρόβλημα να τίθεται αλλιώς. Πολλή φαντασία, ή απλώς κοινοτοπία: οι «δικαιωματικά ευαίσθητοι» να καταγγέλλουν, να στενοχωριούνται και να ανησυχούν – οι «ρεαλιστικά κυβερνώντες» να υλοποιούν δεσμεύσεις, να μεριμνούν για συσχετισμούς και να αποσύρονται διακριτικά από το κάδρο. Politics as usual, δηλαδή.