«Εγκληματική πράξη», «βάναυση παρέμβαση», «κακοποίηση». Αυτούς τους χαρακτηρισμούς χρησιμοποίησε ο καθηγητής του τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ Θεοχάρης Ζάγκας για να περιγράψει τα αποτελέσματα της κλάδευσης και κοπής δέντρων, όπως διενεργείται τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη και σε πολλές άλλες αστικές περιοχές της χώρας. Αυτό ακριβώς ήταν και το θέμα της συνέντευξης Τύπου που διοργάνωσε στις 31 Μαρτίου 2023 η κίνηση πολιτών «ΔΕΘ – Μητροπολιτικό Πάρκο για μια Βιώσιμη Θεσσαλονίκη», με σκοπό την ενημέρωση των πολιτών από ειδικούς επιστήμονες και το άνοιγμα ενός διαλόγου για ένα ζήτημα που αφορά όλους τους κατοίκους.
Όπως είπε ο κ. Ζάγκας, τα δέντρα λειτουργούν σαν μεγάλες κλιματιστικές «συσκευές» μειώνοντας τη θερμοκρασία των πόλεων το καλοκαίρι, την ατμοσφαιρική ρύπανση και τον θόρυβο, ενώ συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής, στην αισθητική αναβάθμιση, ακόμα και στη συναισθηματική ανάταση των ανθρώπων. Η κλάδευση των αστικών δέντρων θα πρέπει να είναι όχι ο κανόνας αλλά η εξαίρεση, και όταν γίνεται θα πρέπει να είναι απολύτως αιτιολογημένη και να γίνεται με γνώση και σεβασμό. Πρόκειται για μια σημαντική και εξειδικευμένη εργασία που δεν μπορεί να γίνεται μαζικά και από προσωπικό που δεν έχει την κατάλληλη εκπαίδευση. Όπως επισήμανε, αυτή τη γνώση δεν την εξασφαλίζει ούτε το πτυχίο του δασολόγου ή του γεωπόνου, διότι η διαχείριση του αστικού πρασίνου δεν διδάσκεται επαρκώς και ούτε αργότερα γίνονται σεμινάρια, ενώ στους δήμους επικρατούν πρακτικές παλιών κηπουρών – αλλά και λογικές που λένε ότι πρέπει να γίνουν κλαδεύσεις οπωσδήποτε επειδή π.χ. απλώς έχουν βρεθεί οι οικονομικοί πόροι για αυτό. Σύμφωνα με τον κ. Ζάγκα, οι πρακτικές που εφαρμόζονται στα βραχύβια οπωροφόρα είναι ακατάλληλες για τα αστικά δέντρα, τα οποία θα μπορούσαν να ζήσουν έως 150-200 χρόνια, αλλά τελικά ζουν έως 40. Κι αυτό γιατί η κλάδευση που απομακρύνει τα ζωντανά κλαδιά, στα οποία υπάρχει συσσωρευμένη ενέργεια, καταπονεί το δέντρο και το οδηγεί σταδιακά στον θάνατο. Ακόμη, πολλές φορές τα κλαδευτικά εργαλεία μεταδίδουν μύκητες προσβάλλοντας όλα τα δέντρα – χαρακτηριστικό είναι ότι για αυτό τον λόγο σήμερα δεν υπάρχει ούτε μία ακακία Κωνσταντινουπόλεως στη Θεσσαλονίκη, ενώ ήταν ένα κοινό δέντρο στην πόλη. Επίσης η κλάδευση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αλλοιώνει την τυπική μορφή και τη λειτουργικότητα του δέντρου. Όπως είπε ο κ. Ζάγκας, αυτή τη στιγμή τα 45.000 δέντρα που έχει η πόλη δεν προσφέρουν τίποτε και μέχρι να βγάλουν κλαδιά θα έχει περάσει το καλοκαίρι. Θα πρέπει να γίνει επιλογή των κατάλληλων ειδών, δηλαδή είδη που να έχουν μεγάλο οικολογικό εύρος, μεγάλη επουλωτική ικανότητα και αντοχή σε υψηλές θερμοκρασίες, στην ξηρασία, στη ρύπανση και στη φωτορρύπανση.
Από την πλευρά του ο καθηγητής Διαχείρισης Περιβάλλοντος – Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ Σάκης Κούγκολος αναφέρθηκε στη ρύπανση της ατμόσφαιρας και ιδιαίτερα στα αιωρούμενα σωματίδια, για τα οποία μάλιστα αναμένεται η ΕΕ να παραπέμψει την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Ένας από τους τρόπους μείωσης της αέριας ρύπανσης, όπως επισήμανε, είναι ακριβώς να αποκτήσει η πόλη περισσότερο πράσινο, τόσο με δέντρα όσο και με τη δημιουργία πάρκων, για τα οποία πρέπει να αξιοποιηθούν ελεύθεροι ή δυνητικά ελεύθεροι χώροι, όπως η ΔΕΘ, τα στρατόπεδα, αλλά ενδεχομένως και τα γήπεδα του ΠΑΟΚ και του Άρη. Η δημιουργία αυτών των πράσινων χώρων, πέρα από την αντιμετώπιση της αέριας ρύπανσης, θα συμβάλει και στην καταπολέμηση του φαινομένου της αστικής θερμικής νησίδας (3-4 βαθμοί περισσότεροι στην πόλη από ό,τι στη γύρω περιοχή), ενώ η πόλη μπορεί να αποκτήσει χώρους για άθληση, για κοινωνική ζωή, αλλά και για συγκέντρωση των κατοίκων έπειτα από μια φυσική καταστροφή όπως π.χ. ένας σεισμός.
Τρίτος εισηγητής ήταν ο επισκέπτης καθηγητής Οικολογίας και Κοινωνικής Αλληλέγγυας Οικονομίας στο ΑΠΘ Κώστας Νικολάου, ο οποίος παρέθεσε μερικά πολύ ανησυχητικά δεδομένα. Συγκεκριμένα, η αναλογία πράσινου ανά κάτοικο είναι στη Θεσσαλονίκη 2-2,7 τ.μ. ενώ σύμφωνα με τις προδιαγραφές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αλλά και με την ευρωπαϊκή πρακτική, θα έπρεπε να είναι περίπου 9 τ.μ. Για να επιτευχθεί μια τέτοια αναλογία η πόλη θα έπρεπε να είχε 250.000 δέντρα, πέντε φορές περισσότερα από αυτά που έχει σήμερα. Μόνο οι άδειες δενδροδόχοι στη Θεσσαλονίκη είναι 3.500 – κάτι που ισοδυναμεί με ένα μικρό δάσος. Η αύξηση των ζωνών πρασίνου θα μπορούσε να μειώσει τους ατμοσφαιρικούς ρύπους κατά 30%-60%, τη στιγμή που περίπου 1.000 Θεσσαλονικείς πεθαίνουν πρόωρα εξαιτίας αυτών των ρύπων. Η διαφορά ανάμεσα δρόμους με δέντρα και χωρίς δέντρα μπορεί να είναι ακόμη και 10 βαθμοί Κελσίου – που σημαίνει ότι οι 40 βαθμοί το καλοκαίρι θα μπορούσαν να γίνουν 30. Όπως τόνισε ο κ. Νικολάου, η λύση υπάρχει και είναι έτοιμη εδώ και 20 χρόνια: πρόκειται για το Στρατηγικό Επιχειρησιακό Σχέδιο που εκπονήθηκε από τον τότε Οργανισμό Ρυθμιστικού Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με τμήματα του ΑΠΘ. Το Σχέδιο αυτό προβλέπει αύξηση του πράσινου με μικρό κόστος, άμεση εφαρμογή και απτά αποτελέσματα, ενώ παράλληλα λαμβάνεται μέριμνα για δίκαιη κατανομή του πράσινου με μείωση των κοινωνικών και γεωγραφικών ανισοτήτων. Εφαρμογές του Σχεδίου θα μπορούσαν να γίνουν στο Σέιχ Σου με αναβάθμισή του, στον χώρο της ΔΕΘ με δημιουργία μητροπολιτικού πάρκου, στα στρατόπεδα της πόλης με μετατροπή τους σε πάρκα, στο θαλάσσιο μέτωπο από Αγγελοχώρι έως Καλοχώρι με πράσινες παρεμβάσεις, στις σχολικές αυλές, στα ρέματα, στους ακάλυπτους των πολυκατοικιών, και βέβαια στους οδικούς άξονες με την αναβάθμιση των δενδροστοιχιών. Σχετικά δε με τις ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση με τις κοπές των δέντρων, ο ίδιος δεν τις απέδωσε στη διεύθυνση Πρασίνου του δήμου, αλλά υπογράμμισε ότι είναι μια πολιτική απόφαση του δήμου. Πρώτα παίρνονται οι αποφάσεις και μετά έρχονται οι εισηγήσεις, είπε χαρακτηριστικά.
Όσο για το τι μέλλει γενέσθαι σε πρακτικό επίπεδο, οι εισηγητές συμφώνησαν ότι πρέπει να σταματήσει η κοπή των δέντρων και να γίνει άμεση φύτευση νέων. Οι μαζικές υλοτομίες πρέπει να καταργηθούν ως πρακτική και να υπάρξει μέριμνα για αντικατάσταση των τυχόν άρρωστων δέντρων σταδιακά και μεθοδικά.