«Τις δημοκρατικές αρχές του όχλου;… Δε βλέπετε κάθε μέρα τις απεργίες, τις διαδηλώσεις, τις πορείες, τους φοιτητές που χτυπιούνται με την Αστυνομία μέσα στους δρόμους; Δε ρωτάτε τους καταστηματάρχες που θέλουν να τα κλείσουν, γιατί, αν δεν ρημάξουν από τα χρέη, θα σπάσουν τις προθήκες τους οι αλήτες;».
Το κείμενο θυμίζει σημερινά δελτία ειδήσεων ή αναλύσεις «έγκριτων» σχολιαστών, αλλά είναι από το βιβλίο «Η χαμένη άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα και αναφέρεται στον Ιούλιο του 1965. Τότε με διαδοχικές αποσκιρτήσεις από την Ένωση Κέντρου, είχε –τελικά– πάρει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή μια κυβέρνηση αποτελούμενη από τους αποστάτες και στηριγμένη από την ΕΡΕ, κάτι σαν συγκυβέρνηση δηλαδή… Η κυβέρνηση, λοιπόν, αυτή είχε τη «δεδηλωμένη» υποστήριξη της πλειοψηφίας μιας Βουλής που είχε εκλεγεί τον Φεβρουάριο του 1964 και επομένως μπορούσε να παρατείνει νομότυπα τον βίο της μέχρι το 1968. Βέβαια η λαϊκή εξέγερση, τα Ιουλιανά, είχαν δείξει ότι αυτή η κυβέρνηση στερούνταν οποιασδήποτε νομιμοποίησης. Άλλωστε στις εκτιμήσεις για την εκλογική δύναμη των κομμάτων το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κέντρο (ΦΙΔΗΚ), που είχε συγκροτήσει ο επί 15 μήνες πρωθυπουργός Στέφανος Στεφανόπουλος και συμπεριελάμβανε τους περισσότερους βουλευτές που είχαν φύγει από την Ε.Κ., έπιανε μόλις το 2% των ψήφων (μέχρι και 5% στις ευνοϊκότερες γι’ αυτό εκτιμήσεις) κι όμως κυβερνούσε!
Ήταν, βέβαια, φανερό πως η πλειοψηφία των βουλευτών αυτού του μορφώματος δεν θα ξαναέβλεπαν βουλευτική έδρα. Παράλληλα, η άμεση προσφυγή στις κάλπες εξορκίζονταν ως καταστροφική για τη χώρα. Ο πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Πιπινέλης, δήλωνε σε Συμβούλιο του Στέμματος ότι δεν μπορούν να γίνουν εκλογές όταν η πολιτική κατάσταση «ενθυμίζει εκείνα τα οποία συνέβαιναν εις την Πράγαν, ολίγους μήνας προ του Φεβρουαρίου 1948», ενώ πιο παραστατικός ο Σάββας Κωνσταντόπουλος, χουντικός εκδότης του «Ελεύθερου Κόσμου», έγραφε τον Μάρτη του 1966 «εάν εβαδίζαμε προς τη λαϊκή ετυμηγορία με τα σημερινά δεδομένα… η κάλπη θα έπαιρνε τη μορφή της γκιλοτίνας». Τι έπρεπε να γίνει λοιπόν; Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, σε επιστολή του στον Κωνσταντίνο Τσάτσο (25.10.1966), έλεγε: «Έχει δημιουργηθεί κρίσις νομιμότητος… Υπό τας συνθήκας όμως αυτάς… ομαλή δημοκρατική εξέλιξις αποκλείεται… Τούτου δοθέντος θα πρέπει η εκτροπή αυτή να προληφθεί. Ή, αν επιχειρηθεί, να χειραγωγηθεί τόσον από απόψεως διαδικασίας όσον και από απόψεως σκοπών, για να μην αποβεί συμφορά διά τον τόπον. Θα πρέπει δηλαδή να είναι σχετικώς νομότυπος, κάπως ελεγχόμενη και να έχει ως σκοπόν την ανασύνταξιν της δημοκρατίας». Ως γνωστόν, τελικά, εκλογές δεν έγιναν λόγω μιας –μάλλον– «ανεξέλεγκτης» εκτροπής.
Βέβαια, δεν κάνω αυτή τη σύγκριση με το παρελθόν για να προφητέψω κάτι. Άλλωστε, αυτά που ζούμε παρά τις ομοιότητες με τα μέσα της δεκαετίας του ’60 μοιάζουν (ιδιαίτερα πανευρωπαϊκά και παγκόσμια) επίσης και με τα μεσοπολεμικά χρόνια του ’30 (λόγω και του Κραχ), επιπλέον ας μην ξεχνάμε ότι ο επί δεκαετίες δικτάτορας της Πορτογαλίας Σαλαζάρ δεν ήταν στρατηγός, οικονομολόγος ήταν. Είναι, ακόμη, εξαιρετικό πιθανό το επόμενο κοινοβούλιο (όποτε κι αν γίνουν οι εκλογές) να μοιάζει με το δεκακομματικό που προέκυψε το 1950 στις πρώτες μετά τον Εμφύλιο εκλογές. Απλώς η ανάλυση της ιστορίας μας βοηθάει να κατανοούμε λίγο καλύτερα αυτά που ζούμε βάζοντάς σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο. Αλλά και να μην ξεχνάμε ότι οι άρχουσες τάξεις έχουν την τάση των εκτροπών όταν χάνουν τη νομιμοποίηση της εξουσίας τους.
Τα αποσπάσματα και τα στοιχεία για τη μετεμφυλιακή – προδικτατορική περίοδο προέρχονται από το βιβλίο του Ηλία Νικολακόπουλου «Η καχεκτική δημοκρατία: Κόμματα και εκλογές, 1946-1967», Πατάκης, 6η έκδ., Αθήνα 2010.