“-Πού σπούδασες;
-Στο Νορθγουέστερν;
-Και τί κάνεις εδώ;
-Μάλλον κάτι δεν πήγε καλά...”σ.1
Kάτι μάλλον δεν πήγε καλά για την κοπέλα που σερβίρει καφέ στον Μπίλι Μακ Μπράιντ (Mπίλι Μπομπ Θόρτον) σε ένα μίζερο μπαρ στην δυτική Καλιφόρνια, η οποία αν και απόφοιτη ενός καταξιωμένου πανεπιστημίου δεν κατάφερε να βρει μια δουλειά σχετική με το αντικείμενο των σπουδών της και βιοπορίζεται από μία επισφαλή θέση εργασίας στον τομέα της εστίασης.
Μάλλον κάτι δε πήγε καλά ή μήπως τί είναι αυτό που δεν πήγε καλά; Μήπως δεν ήταν αρκετή η προσπάθεια; Μήπως δεν επιδείχθηκε ο αναγκαίος βαθμός προσαρμοστικότητας; Εξάλλου, όλ@ είναι αναλώσιμ@ και όλ@ πρέπει να «βελτιώνονται» διαρκώς, να ξεφορτώνονται ελαττώματα, να κρύβουν τις ανασφάλειες τους. Ακόμη περισσότερο, πρέπει να ξέρουν να αναζητούν τις ευκαιρίες, όταν αυτές παρουσιάζονται.
Η σημερινή μορφή του/της νέου/ας επιστήμονα- «Homo Economicus» διακρίνεται για την ικανότητα να συντονίζει γνώσεις, δεξιότητες αλλά και τις εκδηλώσεις των ιδιαίτερων πλευρών της προσωπικότητας του, ενώ βαδίζει σε ένα δρόμο στρωμένο με απογοητεύσεις και ανεκπλήρωτες προσδοκίες και δοκιμάζεται σε αλλεπάλληλους κύκλους κατάρτισης και ειδίκευσης. Ακόμη, περισσότερο, σε αντίθεση με τις «προκάτοχες» μορφές του/της, η σημερινή εκδοχή του/της H.E. μοιάζει να έχει αναπτύξει μια αυτοσυνείδηση της επισφαλούς κατάστασης ή μάλλον με ακρίβεια της precarité.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η συζήτηση για την απαξίωση των επιστημόνων – ακαδημαϊκών ερευνητών/τριών (και ιδιαίτερα στους τομείς των ανθρωπιστικών επιστημών) ως εργαζόμενων, αφενός φωτίζει μια ακόμη όψη της υποτίμησης της εργασίας στο νεοφιλελευθερισμό, αφετέρου αναδεικνύει – δυστυχώς μάλλον- την εκκίνηση διαδικασιών εσωτερίκευσης κι άλλων υποτελών ταυτοτήτων μέσα στις συνθήκες της κρίσης του νεοφιλελευθερισμού. Ειδικότερα, πρόκειται στην πραγματικότητα για την εσωτερίκευση- αποδοχή μιας θέσης εντός κι εκτός του ορίου της εργασίας. Εδώ βέβαια, χρειάζεται να σημειωθεί ότι εκτός εκείνων που απωθούνται στα όρια ή εκτός της εργασίας, υπάρχουν και αρκετοί/ες που επιχειρούν να είναι προσαρμοστικοί/ες επενδύοντας σημαντικούς χρονικούς και οικονομικούς πόρους συλλέγοντας αμέτρητες δεξιότητες (βλ. Πιστοποιήσεις σε σχέση με την χρήση προγραμμάτων των Η/Υ, πιστοποιήσεις εκπαιδευτικής – διδακτικής επάρκειας κα).
Ειδικότερα, μιλώντας για την ελληνική περίπτωση – αφήνοντας για λίγο στην άκρη την συζήτηση αναφορικά με τις συνέπειες του brain drain, δηλαδή της φυγής νέων επιστήμονων- ερευνητών/τριών στο εξωτερικό-, είναι αλήθεια ότι η θέση των επιστημόνων- ερευνητών/τριών ως εργαζόμενων ολοένα και χειροτερεύει. Επιπλέον, ελλείψει πόρων – ή καλύτερα με ελάχιστους, κοινοτικής προέλευσης, πόρους- και ελλείψει συγκροτημένου πολιτικού σχεδίου, αλλά και πολιτικής βούλησης, οι πολιτικές λύσεις που προτείνονται έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα και αποτελούν εκδοχές διαχείρισης της ανεργίας των νέων επιστημόνων- ερευνητών/τριών και μαζί μια τεχνητή και προσωρινή απόπειρα εκτόνωσης της γενικευμένης δυσφορίας τους. Tα παραπάνω ισχύουν σε μεγάλο βαθμό και για άλλα επιμέρους προγράμματα ενίσχυσης και στήριξης των νέων επιστημόνων, ερευνητών/τριών. Ακόμη, μια συνέπεια αυτών, μεταξύ άλλων, είναι να καθιερώνονται άτυπες επετηρίδες, οι οποίες δημιουργούν εσωτερικές κατηγοριοποιήσεις ανά ηλικιακή ομάδα,- βλ 30άρηδες vs 40άρηδες(!)-, ή με κριτήριο άλλες επιμέρους ιδιότητες.
Έτσι, αναπόφευκτα, η ακαδημαϊκή έρευνα – διδακτορική ή μεταδιδακτορική – αποκτά έναν εργαλειακό χαρακτήρα, καθώς συχνά δεν εντάσσεται σε κάποια ευρύτερη ερευνητική δραστηριότητα του πανεπιστήμιου ή των εργαστηρίων του, αλλά καταλήγει να γίνεται αποκλειστικός τρόπος βιοπορισμού για νέους/νέες επιστήμονες, οι οποίοι/ες αναζητούν χρηματοδότηση από ιδρύματα ή άλλους ιδιωτικούς πόρους.
Βεβαίως, εδώ επ’ ουδενί δε λέγεται ότι δεν πρέπει οι επιστήμονες –ερευνητές/τριες να αναζητούν χρηματοδότηση για τις έρευνες τις οποίες εκπονούν, πάρα τις όποιες μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας δεσμεύσεις εκπορεύονται από αυτού του είδους τις συμβάσεις. Ωστόσο, είναι ακόμη σημαντικό να λέγεται ότι η αδυναμία κρατικής χρηματοδότησης ή η μερική χρηματοδότηση ερευνητικών θεσμών που λειτουργούν υπό την αιγίδα των πανεπιστημίων ή για παράδειγμα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (η συνέχιση της λειτουργίας του οποίου δεν έχει υπάρξει αυτονόητη εδώ και ένα μεγάλο χρονικό διάστημα) υπονομεύει συμβολικά και πραγματικά το πανεπιστήμιο, υποβαθμίζοντας τον κοινωνικό και πολιτικό του ρόλο. Επιπλέον, υπάρχει αναντίρρητα ένα τεράστιο ποσό νέας, ενδιαφέρουσας γνώσης που παράγεται, το οποίο αν δεν χάνεται, αποτυγχάνει να συνδεθεί και να αλληλεπιδράσει με τα υπόλοιπα.
Με άλλα λόγια, δε συρρικνώνονται μόνο η ακαδημαϊκή – επιστημονική γνώση και έρευνα αλλά και η επιστημονική κοινότητα που τις παράγει. Και είναι τόσο οξύμωρο σε μία περίοδο τέτοιας σημαντικής αύξησης του ανθρώπινου δυναμικού που εκπονεί επιστημονικές έρευνες να χάνεται η ευκαιρία για την δημιουργία μιας ανοιχτής ενεργής επιστημονικής κοινότητας που να συζητά, να προβληματίζεται, να μοιράζεται ανησυχίες και να παίρνει επιστημονικές και άλλες κοινωνικές πρωτοβουλίες όταν οι καιροί το απαιτούν. Σε αυτή την «ζημιά» περιλαμβάνεται και η απόσταση που ένα μεγάλο μέρος των διδακτόρων παίρνουν από το πανεπιστήμιο και ενδεχομένως από το αντικείμενο της θεωρητικής – επιστημονικής τους ενασχόλησης στον βαθμό που δεν συνεχίζουν να ασχολούνται με αυτό ή ακόμη στο βαθμό που μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους μπορεί να αφιερώνεται σε παροδικές ή άτυπες μορφές εργασίας, οι οποίες μπορεί να σχετίζονται λίγο ή και καθόλου με αυτήν.
Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν προϊόντα που γέννησε η επταετής λιτότητα και τa τρία μνημόνια, αλλά συνδέονται άρρηκτα με μια διαδικασία συρρίκνωσης του δημόσιου χαρακτήρα του πανεπιστημίου, η οποία συμβαίνει ήδη από τα πρώτα χρόνια του εκσυγχρονισμού. Προφανώς, οι μνημονιακές περικοπές των δημόσιων δαπανών και η εισαγωγή νεοφιλελεύθερων πολιτικών διαχείρισης της εσωτερικής οικονομικής κρίσης των ιδρυμάτων εμβάθυναν περαιτέρω σε μια ήδη υπάρχουσα συνθήκη.
Όλα αυτά μοιράζονται πεδίο δράσης με αυτό το ίδιο Δημόσιο Πανεπιστήμιο, ο μαζικός (μέχρι ώρας) χαρακτήρας του οποίου – o οποίος το διακρίνει από τους περισσότερους ομόλογούς του θεσμούς στην Ευρώπη και αλλού- έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να αποκτηθεί αυτό το εντυπωσιακό μορφωτικό κεφάλαιο από τη νεολαία και στο να αποτελούν η γνώση και η μόρφωση μια αυταξία στην ελληνική κοινωνία. Στοιχεία που βέβαια μοιάζουν αργά αλλά σταθερά να εξαντλούνται, ενώ η αποδιάρθρωση υλοποιείται εντατικά και παρά τα προσχήματα αναδιανεμητικής πολιτικής που εμφανίζονται με την μορφή των επιχορηγούμενων κοινοτικά προγραμμάτων ενίσχυσης και στήριξης (τα οποιά αναφέρθηκαν παραπάνω) της έρευνας και της διδασκαλίας. Εξάλλου, δεν χωρά αμφιβολία πως η μορφή και ο χαρακτήρας του Δημόσιου Πανεπιστημίου μετασχηματίζονται με ταχύτατους ρυθμούς και πως η απομάκρυνση ενός μεγάλου μέρους ή και του μεγαλύτερου μέρους του ανθρώπινου δυναμικού που θα μπορούσε να συμβάλλει στην ανανέωση του, αποτελεί μια ακόμη σοβαρή παράπλευρη απώλεια της νεοφιλελευθεροποίησης του, η οποία συμβαίνει όπως αλλιώς και να ονομάζεται.
Πηγή: k-lab.zone