Aν θα ξεκινήσουν οι Πανελλαδικές εξετάσεις την Παρασκευή δεν το ξέρω, εφόσον οι τοπικές ΕΛΜΕ ψήφισαν μεν με μεγάλη πλειοψηφία την πρόταση για απεργία, αλλά την ίδια ώρα ολοκληρώθηκε η επίδοση των ατομικών φύλλων επίταξης, με τα οποία οι καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης καλούνται, από τις 12 το μεσημέρι σήμερα, να προσφέρουν τις προσωπικές υπηρεσίες τους στους συνήθεις τόπους εργασίας τους. Ή, όπως το λέει το φύλλο επίταξης που φωτογραφία του κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο, και που φαίνεται για αυθεντικό: Επιτάσσεται από 12η μεσημβρινή ώρα της Τετάρτης 15 Μαίου 2013 και μέχρι νεωτέρας ο/η … προκειμένου να προσφέρει τις προσωπικές υπηρεσίες του/της ως εκπαιδευτικός Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης τον τόπο εργασίας του/της σύμφωνα με το ωράριο του προγράμματος εκπλήρωσης των υπηρεσιακών του/της καθηκόντων. Σημειώνεται ότι η άρνηση παραλαβής και η παράλειψη εκτέλεσης των ως άνω υποχρεώσεων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών.
Για το αν είναι σωστός ο όρος επίταξη ή αν, αντίθετα, πρέπει να μιλάμε για “επιστράτευση” των εργαζομένων είχαμε ήδη συζητήσει στα τέλη Ιανουαρίου, όταν είχε γίνει η επίταξη των απεργών του Μετρό, οπότε σας παραπέμπω σε εκείνο το παλιότερο άρθρο για τυχόν απορίες ορολογίας. Αν και δεν νομίζω να υπάρχουν τέτοιας υφής απορίες, αφού μεσολάβησε και η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών των απεργών ναυτεργατών της ΠΝΟ, και είχαμε την ευκαιρία να φρεσκάρουμε τις γνώσεις μας.
Η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών είναι μέτρο οριακό, αφού παραβιάζει την αρχή της απαγόρευσης της αναγκαστικής εργασίας, είναι δηλαδή μέτρο ακραία περιοριστικό, το οποίο, σύμφωνα με το Σύνταγμα επιτρέπεται, σε καιρό ειρήνης, μόνο σε περιπτώσεις επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από θεομηνία ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, μέχρι πρότινος το οριακό αυτό μέτρο εφαρμοζόταν μάλλον σπάνια: αν δεν με γελάει η μνήμη μου, όχι πάνω από 5-6 φορές την τελευταία δεκαπενταετία. Κι όμως, το ακραίο αυτό μέτρο, που ως τώρα εφαρμοζόταν μια φορά στα τρία χρόνια περίπου, έχει ήδη εφαρμοστεί τρεις φορές μέσα στο 2013, και ακόμα δεν έχουμε φτάσει ούτε στα μισά του χρόνου. Ολοφάνερα η συνταγματικότητα αυτών των αποφάσεων είναι πολύ συζητήσιμη, διότι δεν μπορεί ένα μέτρο έκτακτης ανάγκης να χρησιμοποιείται σε μόνιμη βάση. Μήπως όμως δεν είναι εξίσου οριακής και αμφισβητήσιμης συνταγματικότητας και η λειτουργία της Βουλής με συνεχείς πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, που σχεδόν αποτελούν τον κανόνα τον τελευταίο χρόνο;
Το πρωτοφανές, βέβαια, σε τούτην εδώ την επίταξη είναι ότι γίνεται προληπτικά: οι καθηγητές επιτάχθηκαν απλώς με την προαναγγελία της απεργίας, ή, για να ακριβολογούμε, μόλις το ΔΣ της ΟΛΜΕ αποφάσισε να εισηγηθεί απεργία στις τοπικές ΕΛΜΕ. Να εισηγηθεί, όχι να επιβάλει -και παρόλο που οι εισηγήσεις της ΟΛΜΕ συνήθως γίνονται δεκτές από τις κατά τόπους ΕΛΜΕ, η προληπτική επίταξη με την επίκληση ανάγκης που ακόμη δεν έχει παρουσιαστεί ανοίγει καινούργιους δρόμους κρατικού αυταρχισμού, αφού έτσι θα μπορεί η οποιαδήποτε κυβέρνηση να απαγορεύει προληπτικά οποιαδήποτε κινητοποίηση εργαζομένων, επικαλούμενη “επείγουσα κοινωνική ανάγκη” που θα παρουσιαστεί κάποτε στο μέλλον.
Εδώ βέβαια υπάρχει ένα περίεργο φαινόμενο. Η κυβέρνηση επαίρεται ότι ο ελληνικός λαός έχει καταλάβει ότι βαδίζουμε σε σωστό δρόμο και ότι καρτερικά υπομένει τις θυσίες. Και την ίδια στιγμή, επιστρατεύει σωρηδόν, προχτές τους απεργούς του Μετρό, χτες τους ναυτεργάτες και σήμερα τους καθηγητές. Αν όμως η κοινωνία έχει κατανοήσει την ανάγκη για θυσίες, γιατί γίνονται οι επιτάξεις; Δεν ανήκουν στην κοινωνία οι ναυτεργάτες, οι εργαζόμενοι του μετρό, οι εκπαιδευτικοί της μέσης εκπαίδευσης; Ποια είναι η κοινωνία; Οι παρουσιαστές των κεντρικών δελτίων ειδήσεων; Βέβαια, ο πρωθυπουργός φρόντισε να διευκρινίσει ότι επιτίθεται στις «συντεχνίες» -αλλά έτσι έχουν χαρακτηριστεί τον τελευταίο καιρό όλοι οι εργαζόμενοι που αμύνονται στη βάναυση επιδείνωση των όρων εργασίας τους.
Θα συμφωνήσω ότι η κήρυξη απεργίας μέσα στις εξετάσεις είναι δύσκολη και βαριά απόφαση -μία μόνο φορά έχει συμβεί στο παρελθόν, το 1988, όταν οι εξετάσεις έγιναν τελικά τον Ιούλιο. Θα έλεγα μάλιστα ότι αυτό δείχνει την υπευθυνότητα των καθηγητών, αφού δεν αποφασίζουν για ψύλλου πήδημα την σημαντική αυτή κινητοποίηση, αλλά και την οξύτητα των προβλημάτων που τους έσπρωξαν σε αυτή την απόφαση. Εκχυδαΐζοντας την κινητοποίηση των καθηγητών, ο πρωθυπουργός είπε χτες ότι όλη η φασαρία γίνεται επειδή ζητήθηκε να εργάζονται δυο ώρες παραπάνω οι καθηγητές. Παραβλέπει όμως, ή μάλλον αποσιωπά, ότι αυτό το δίωρο, που τόσο ανώδυνο φαίνεται, έχει πολύ σοβαρές συνέπειες.
Όχι επειδή οι καθηγητές θα δουλεύουν π.χ. 23 ώρες αντί 21 την εβδομάδα (ο αριθμός μειώνεται όσο αυξάνονται τα χρόνια υπηρεσίας: ξεκινούν από 21 ώρες και σταδιακά μειώνονται έως τις 16), ούτε επειδή κάθε διδακτική ώρα κρύβει πίσω της άλλες ώρες προετοιμασίας που δεν προσμετρώνται στον υπολογισμό. Το κακό με το επιπλέον δίωρο είναι ότι θα δημιουργήσει χιλιάδες υπεράριθμους, με αποτέλεσμα να μην προσληφθούν φέτος περίπου 10.000 αναπληρωτές. Όσοι εξανίστανται που οι καθηγητές “αρνούνται”, δήθεν, “να δουλέψουν δυο ώρες παραπάνω, ενώ υπάρχουν ενάμισι εκατομμύριο άνεργοι”, καλά θα κάνουν να σκεφτούν πως με το παραπάνω δίωρο θα αυξηθούν κατά δέκα χιλιάδες οι άνεργοι. Επίσης, επειδή οι καθηγητές μέσης εκπαίδευσης δεν είναι δάσκαλοι, που έχουν μία μόνο ειδικότητα (ή ίσως λίγες) αλλά χωρίζονται σε 140 ειδικότητες, το δίωρο σημαίνει ότι οι καθηγητές των μικρών ιδίως ειδικοτήτων θα πρέπει να γίνουν δέκα κομμάτια για να πάνε και σε άλλα σχολεία ώστε να συμπληρώσουν τις ώρες τους. Κοντά σ’ αυτό έρχεται και η δαμόκλεια σπάθη των υποχρεωτικών μεταθέσεων, που θα αναγκάσει χιλιάδες ίσως κακοπληρωμένους καθηγητές να κάνουν μεγάλες διαδρομές καθημερινά ή να συντηρούν δύο σπίτια με τις αγρίως πετσοκομμένες αποδοχές τους.
Ναι, αλλά η παιδεία νοσεί, θα πει ο καλοπροαίρετος σχολιαστής. Και είναι αυτός λόγος για να τη μεταφέρουμε από την εντατική στο απόσπασμα; Ή νομίζει κανείς ότι αν πραγματοποιηθούν σύμφωνα με το πρόγραμμα οι εξετάσεις, η επόμενη σχολική χρονιά θα αρχίσει χωρίς προβλήματα; Ναι, αλλά οι Έλληνες καθηγητές εργάζονται λιγότερες ώρες από τους συναδέλφους τους στον ΟΟΣΑ και η αναλογία καθηγητών προς μαθητές είναι η χαμηλότερη στον κόσμο. Το αναφέρει αυτό κοτζάμ διδάκτωρ της London School of Economics. Ωστόσο, δεν ξέρω αν τα στοιχεία αυτά αποτυπώνουν την πραγματικότητα, και τούτο για τρεις λόγους: α) όπως επισημαίνεται στα σχόλια του άρθρου, σε πολλές χώρες (όχι όμως στην Ελλάδα) υπάρχουν και εκπαιδευτικοί που αμείβονται από την τοπική αυτοδιοίκηση, οι οποίοι δεν μπαίνουν στον λογαριασμό, ενώ αν συνυπολογιστούν η εικόνα αλλάζει, β) η ΟΛΜΕ υποστηρίζει ότι το υπουργείο έχει δηλώσει στον ΟΟΣΑ τεχνητά μειωμένες τις ώρες εργασίας των καθηγητών (σαν να δούλευαν όλοι με το χαμηλό ωράριο των παλαιοτέρων), γ) υπάρχουν χιλιάδες (4.500;) εκπαιδευτικοί αποσπασμένοι σε άλλες θέσεις, στην κεντρική υπηρεσία του υπουργείου, στα κόμματα κτλ. Επί δεκαετίες, οι εκπαιδευτικοί είναι ο προνομιακός χώρος από τον οποίο αποσπούν τα κόμματα υπαλλήλους -ακόμη και ο κ. Κωτούλας, για τον οποίο γράφαμε τις προάλλες, εκπαιδευτικός είναι, αποσπασμένος στο Υπουργείο Εσωτερικών είτε ως σύμβουλος είτε για… γραμματειακή υποστήριξη. Η ΟΛΜΕ ισχυρίζεται ότι οι ώρες εργασίας των εκπαιδευτικών και η αναλογία εκπαιδευτικών προς μαθητές βρίσκονται περίπου στον μέσο όρο της ΕΕ.
Θα με ενδιέφερε να δω αξιόπιστα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ή να διαψεύδουν τις αιτιάσεις της ΟΛΜΕ. Αλλά το ζήτημα δεν είναι μόνο ή κυρίως εκεί. Είναι στο ρόλο που καλείται να παίξει ο εκπαιδευτικός του δημόσιου σχολείου στην προσπάθεια για ανάκαμψη της χώρας, και στην απόλυτη απαξίωση που βιώνει, τόσο με την άγρια περικοπή των αποδοχών του και την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας του, όσο και με την υποβάθμιση των συνθηκών υπό τις οποίες γίνεται η διδασκαλία στο δημόσιο σχολείο, αλλά και με τις συνεχείς λοιδορίες και επιθέσεις εναντίον των εκπαιδευτικών από τα κανάλια και τις εφημερίδες, που, αδιαφορώντας για το άγχος των υποψηφίων, έχουν αναγάγει σε εθνική καταστροφή το ενδεχόμενο να μετατεθεί η έναρξη των εξετάσεων. Και δεν μιλάω έξω απ’ το χορό. Στο δικό μου παιδί, που επίσης δίνει εξετάσεις, είπα ότι δεν χάθηκε κι ο κόσμος αν αρχίσουν οι εξετάσεις δέκα μέρες αργότερα· θα βρει καιρό για μια τελευταία επανάληψη, και άλλωστε το 1988 δώσανε εξετάσεις τον Ιούλιο, ενώ στην εποχή μου δίναμε τον Σεπτέμβριο. Όποιος σκέφτεται αληθινά και όχι υποκριτικά τα παιδιά, δεν καταφεύγει σε υστερικές κορώνες ότι θα έρθει το τέλος του κόσμου, ούτε δραματοποιεί την κατάσταση.
Δεν είναι άγιοι οι καθηγητές, όχι, ούτε αθροίσματα αγγέλων. Υπάρχουν ανάμεσά τους ευσυνείδητοι, υπάρχουν και διεφθαρμένοι, όπως και σε κάθε επαγγελματική ομάδα. Πολλοί είναι αδιάφοροι, πολλοί βγάζουν πάνω στα παιδιά τα απωθημένα τους. Πολλοί (αν και όχι από όλες τις ειδικότητες) κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα, πράγμα που αποτελεί σοβαρό δεοντολογικό πρόβλημα, ιδίως με μαθητές της ίδιας τάξης και του ίδιου σχολείου. Ακόμα χειρότερα, οι καθηγητές είναι συνυπεύθυνοι (αν και δεν φέρουν την πρώτη ευθύνη) για τη δημιουργία ενός παράλογου εξεταστικού συστήματος, το οποίο, για να φέρω ένα μόνο παράδειγμα, σε μια σειρά μαθήματα (Ιστορία, ΑΟΔΕ κτλ.) απαιτεί την αυτολεξεί απομνημόνευση λίγων σχετικά σελίδων, δηλαδή επιβραβεύει την παπαγαλία, και το οποίο γενικά είναι κομμένο και ραμμένο έτσι που να συντηρεί τα φροντιστήρια. Και τέλος, οι τακτικοί αναγνώστες του ιστολογίου θα ξέρουν ότι επανειλημμένα έχω κατακρίνει εκπαιδευτικούς, ιδίως φιλολόγους, για την προώθηση αντιεπιστημονικών και σκοταδιστικών ή εθνικιστικών θέσεων σχετικά με τη γλώσσα και την ιστορία. Όχι ότι το ποσοστό των ελληνοβαρεμένων εκπαιδευτικών είναι μεγαλύτερο απ’ ό,τι του ευρύτερου κοινού, αλλά αυτοί μπορούν να κάνουν περισσότερη ζημιά από τον ελληνοβαρεμένο τραπεζικό υπάλληλο ή χημικό μηχανικό.
Πιστεύω όμως ότι οι καθηγητές αξίζουν τη συμπαράσταση στον αγώνα που δίνουν σήμερα. Και νομίζω ότι μεγάλα τμήματα της κοινωνίας έβλεπαν θετικά ή ουδέτερα την απεργία μέσα στις εξετάσεις, μια απόφαση που άλλες χρονιές είχε ελάχιστη κοινωνική αποδοχή, γι’ αυτό άλλωστε και ποτέ άλλοτε δεν επιχειρήθηκε μετά το 1988. Διότι βέβαια δεν αντιπροσωπεύουν την κοινωνία οι λιγοστοί ακραίοι φιλελεύθεροι χρυσαβγίτικης νοοτροπίας που ίδρυσαν… ομάδα εθελοντών επιτηρητών (και λυπάμαι που παλιός συμφοιτητής μου, κάποτε λαμπρό μυαλό, είναι ένας από τους εμπνευστές της γελοίας αλλά ευτυχώς θνησιγενούς αυτής πρωτοβουλίας). Μπορεί να πέφτω έξω, και θέλω να ακούσω και τη δική σας γνώμη, αλλά νομίζω πως η κοινωνία βλέπει με αγωνία, αμηχανία αλλά και ελπίδα τον αγώνα των καθηγητών. Γιατί όποιος γονιός αγαπάει τα παιδιά του και τα σκέφτεται, δεν κουρελιάζει την αξιοπρέπεια των ανθρώπων στους οποίους έχει εμπιστευτεί τη μόρφωσή τους.
Προσθήκη:
Αν και δεν αφορά τη μέση εκπαίδευση, το δημοσιεύω επειδή αφορά την απορία μου για τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Μια φίλη δασκάλα στη Νέα Φιλαδέλφεια, με 20 χρόνια υπηρεσίας, πράγμα που σημαίνει ότι έχει το χαμηλότερο ωράριο, 21 διδακτικές ώρες την εβδομάδα έναντι 24 των νεοδιόριστων, κάθισε και μέτρησε μία προς μία τις ώρες που εργάστηκε πέρυσι. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, δούλεψε 180 μέρες το χρόνο σε τάξη και 12 μέρες χωρίς παιδιά (πριν και μετά το σχολικό έτος), κι έτσι έβγαλε 765 διδακτικές ώρες σε τάξη και 72 ώρες δουλειά γραφείου. Η φίλη μου υπολόγισε τις καθαρές διδακτικές ώρες που είχε μάθημα, χωρίς να μετράει τις κενές ώρες.
Κι όμως, διαβάζει ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ο μέσος όρος διδακτικών ωρών των Ελλήνων δασκάλων είναι κάτω από 600 ώρες. Η φίλη μου αναρωτιέται πώς εξηγείται αυτό και υποθέτει ότι συνυπολογίζονται οι διδακτικές ώρες των διευθυντών (είναι λιγότερες) και των ωρομίσθιων.
Έχει κανείς εξήγηση αυτής της ανακολουθίας; Γιατί και άλλοι εκπαιδευτικοί μού λένε ότι κάνουν πολύ περισσότερες διδακτικές ώρες από τους επίσημους μέσους όρους.
Αναδημοσίευση από το blog του Νίκου Σαραντάκου