Στις αστικές δημοκρατίες δυτικού τύπου, η καταστολή νομιμοποιείται στο όνομα της συμβολής της στη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Αποτελεί μέρος ενός μηχανισμού αποτροπής ή αποκατάστασης της διατάραξης της τάξης εκείνης που, με κοινή συναίνεση, έχουν αποδεχθεί ως πλαίσιο διαβίωσης οι πολίτες μιας χώρας. Σε περίπτωση συγκυριακής ή συστηματικής εκτροπής, όταν δηλαδή η καταστολή εργαλειοποιείται πολιτικά με στόχο την αποδυνάμωση των ιδεολογικών αντιπάλων της εκάστοτε κυβέρνησης, η νομιμοποιητική της βάση απομακρύνεται από το συνταγματικό ιδεώδες αλλά η μετατόπιση αυτή είναι άδηλη. Τυπικά, ο κατασταλτικός έλεγχος της κριτικής παρέμβασης στο πολιτικό γίγνεσθαι νομιμοποιείται στο όνομα της τήρησης της δημόσιας τάξης. Η υποτείνουσα ανάγκη προστασίας της πολιτικής και οικονομικής τάξης στην οποία βασίζεται το ισχύον πολιτικό καθεστώς παραμένει υπόρρητη.
Στη μεταπολεμική περίοδο, οι ισορροπίες αυτές διαταράχθηκαν για πρώτη φορά παγκοσμίως το 2001, μετά τις επιθέσεις της Αλ Κάιντα στις ΗΠΑ, οδηγώντας στη διαμόρφωση ενός νέου πλέγματος σχέσεων μεταξύ εκτελεστικής εξουσίας και πολιτών, το οποίο εδραιώθηκε ακολουθώντας τον ρυθμό των κλιμακούμενων ισλαμιστικών επιθέσεων σε πολλές δυτικές μητροπόλεις, ευρωπαϊκές ή μη. Η συνεπακόλουθη όξυνση της καταστολής έπαψε να νομιμοποιείται αποκλειστικά από την επίκληση της προστασίας της απειλούμενης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής τάξης. Δεδομένου ότι επεκτάθηκε περιλαμβάνοντας τη σταδιακή – αρχικά προσωρινή και αργότερα μόνιμη – περιστολή ολοένα και περισσότερων ατομικών ελευθεριών που, μέχρι τότε, θεωρούνταν αναπόσπαστο τμήμα ενός δημοκρατικού κεκτημένου, η επιδίωξη της κοινωνικής αποδοχής της βασίστηκε σε έναν επανακαθορισμό της θέσης του ατόμου εντός της κοινωνίας.
Για να επιτευχθεί αυτό, ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος αντέστρεψε την έννοια της ελευθερίας-πυλώνα των αστικών δημοκρατιών. Το άτομο έπαψε να νοείται ως υποκείμενο με ελευθερία σκέψης και σύννομης πράξης, η οποία θα έπρεπε να διασφαλίζεται μέσα από τη νόμιμη λειτουργία του κατασταλτικού μηχανισμού, και αντιμετωπίστηκε ως υποκείμενο που θα απελευθερωνόταν από το φόβο της απειλής για την ασφάλειά του χάρη στην καταστολή. Από αυτοδίκαιος φορέας δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών, το άτομο συρρικνώθηκε στην ιδιότητα του έμβιου όντος, η οποία προβλήθηκε ως ταυτόσημη της οντολογικής του υπόστασης. Η εφεξής εδραιωμένη ανελευθερία του νομιμοποιήθηκε ως απαραίτητη προϋπόθεση της απελευθέρωσής του από το φόβο του θανάτου.
Όσο κι αν συνειδητοποιούμε ότι το δίλημμα καταστολή ή θάνατος είναι ψευδεπίγραφο, όσο κι αν αναλύουμε τα γεωπολιτικά αίτια των ισλαμιστικών επιθέσεων, όσο κι αν καταδικάζουμε τη διαιώνιση ρατσιστικών πολιτικών που εξαθλιώνουν και περιθωριοποιούν τις μουσουλμανικές κοινότητες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, καθιστώντας τες ευάλωτες στον ισλαμιστικό ριζοσπαστισμό, όσο κι αν καταγγέλλουμε την ανυπαρξία αιτιώδους σχέσης μεταξύ προστασίας της ασφάλειας και αποδυνάμωσης των ατομικών μας ελευθεριών, προσκρούουμε στη σθεναρή επιμονή των (υπερ)εθνικών πολιτικών και οικονομικών ελίτ να διατηρήσουν τη νέα τάξη πραγμάτων που επιθυμούν να επιβάλουν. Το δίλημμα καταστολή ή θάνατος είναι πλέον κυρίαρχο στο δημόσιο λόγο, ως αυτονόητη αλήθεια, καθηλώνοντάς μας σε μια θέση είτε εκούσιας υποταγής είτε ατελέσφορης προς το παρόν αντίστασης.
Η άρνηση της εκτελεστικής εξουσίας να αναθεωρήσει το ιδεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου χαράσσει τις εκάστοτε πολιτικές της ώστε να προασπίσει τις ατομικές μας ελευθερίες κατέστη για δεύτερη φορά εμφανής σε παγκόσμια κλίμακα το 2020, εξαιτίας της πανδημίας. Η καταστολή, με τις συνεπακόλουθες περιστολές των δικαιωμάτων και ελευθεριών μας, εμφανίστηκε ξανά ως αναπόφευκτη στρατηγική για την αποτροπή του φόβου του θανάτου, ως αναγκαίο κακό που πρέπει να υποστούμε για να παραμείνουμε ζωντανοί.
Οι δύο αυτές περιπτώσεις έχουν μεν πολλά κοινά σημεία, στο βαθμό που η καταστολή ανάγεται σε κομβικό εργαλείο διαχείρισης της εκάστοτε κρίσης και νομιμοποιείται ως μέσο ελέγχου του φόβου και όχι ως μέσο τήρησης της κοινωνικής ειρήνης, επιτρέποντας αφενός την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας εις βάρος των πολιτών και, αφετέρου, την απρόσκοπτη υιοθέτηση και εφαρμογή δρομολογημένων πολιτικών/οικονομικών σχεδιασμών, αλλά δεν ταυτίζονται.
Πρώτον, ενώ και στις δύο περιπτώσεις ο ισχυροποιημένος ρόλος της καταστολής λειτουργεί αντισταθμιστικά προκειμένου να μην αποκλίνουν από το πολιτικό τους πρόγραμμα οι εκάστοτε κυβερνώντες, η πολιτική άρνηση αλλαγής στρατηγικής παραπέμπει σε διαφορετικά χρονικά σημεία της εκδήλωσης του αντίστοιχου απειλητικού φαινομένου. Στις αντιτρομοκρατικές πολιτικές, η ηγεμονική θέση της καταστολής υποκρύπτει την απροθυμία κρατικής παρέμβασης στα προαναφερθέντα γενεσιουργά αίτια της πολιτικής βίας είτε εντός είτε εκτός της επικράτειας μιας χώρας. Στις πολιτικές διαχείρισης της πανδημίας, η ανάθεση σημαίνοντος ρόλου στην καταστολή υποκρύπτει την απροθυμία υιοθέτησης ουσιαστικών μέτρων καταπολέμησης ενός ήδη εκδηλωμένου φαινομένου. Η εμμονή στα νεοφιλελεύθερα προτάγματα αναχαιτίζει, όταν δεν ματαιώνει, τη μόνιμη ενίσχυση των συστημάτων υγείας και παιδείας, τη βελτίωση των μέσων μαζικής μεταφοράς και την επιβράδυνση της λειτουργίας των ανά περίπτωση κομβικών οικονομικών μονάδων ενός κράτους (βαριά βιομηχανία, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τουρισμός, κ.ά.). Στην Ελλάδα, επιπλέον, η αδυναμία ελέγχου της Εκκλησίας αναιρεί όλα τα εγχειρήματα περιορισμού της εξάπλωσης της πανδημίας.
Δεύτερον, ενώ και στις δύο περιπτώσεις η πολιτική διαχείριση της αντίστοιχης απειλής αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στην αποδυνάμωση της θέσης του ατόμου-φορέα δικαιωμάτων, η εδραίωση της συρρικνωμένης πλέον πολιτικής του υπόστασης επιδιώκεται βαθμιαία. Στο πρώτο στάδιο, το άτομο κλήθηκε να δεχθεί παθητικά την υποχώρηση των δικαιωμάτων του, αλλά η ευθύνη για την πάταξη της ισλαμιστικής απειλής παρέμεινε αποκλειστικά κρατική. Σήμερα, καλείται να συμμετάσχει ενεργά στη περαιτέρω εξασθένιση των δικαιωμάτων του και βαρύνεται με ένα δυσανάλογο μερίδιο ευθύνης για την αποτελεσματική καταπολέμηση της πανδημίας. Η απαιτούμενη πλέον ενεργή συνενοχή του στην οπισθοχώρηση του δημοκρατικού κεκτημένου συμπληρώνεται από τη δημιουργία ενός πλέγματος ενοχών για την προστασία της ζωής των άλλων.
Τρίτον, υπάρχει ουσιώδης διαφορά στα θιγόμενα δικαιώματα. Η εφαρμογή των αντιτρομοκρατικών νομοθετημάτων έθιξε δικαιώματα που άπτονταν της νομικής σφαίρας (δικονομικές εγγυήσεις, συρρίκνωση ιδιωτικότητας λόγω της επέκτασης της επιτήρησης, κ.ά.). Το άτομο απογυμνώθηκε από πολλούς προστατευτικούς μανδύες με τους οποίους είχε επενδυθεί η πολιτειακή του σχέση με τον μηχανισμό καταστολής. Η εφαρμογή των μέτρων πρόληψης της πανδημίας θίγει δικαιώματα που άπτονται της οντολογικής υπόστασης του ατόμου (περιορισμός/απαγόρευση κυκλοφορίας, περιορισμός του κοινωνικού βίου, κ.ά.). Το άτομο απογυμνώνεται από τις άυλες, ψυχολογικές του ανάγκες και ταυτίζεται εφεξής με ένα έμβιο ον που έχει αποκλειστικά υλικές ανάγκες και υπάρχει για να εξυπηρετήσει τις υλικές ανάγκες του πολιτικού και οικονομικού συστήματος εντός του οποίου ζει.
Εκ πρώτης όψεως, ελλείψει εναλλακτικής κυβερνητικής στρατηγικής έναντι της πανδημίας, είμαστε παγιδευμένοι στο δίπολο καταστολή ή θάνατος. Εκτός εάν διεκδικήσουμε το δικαίωμά μας στη ζωή – στην πολυδιάστατη, μεστή εκδήλωσή της, όχι στην αποστεωμένη κυβερνητική εκδοχή της – απαιτώντας την ανατροπή των όρων του πολιτικού παιγνιδιού. Το διακύβευμα δεν είναι πλέον η ιδεολογική αμφισβήτηση ενός πολιτικού και οικονομικού συστήματος, αλλά η διαφύλαξη αυτής καθαυτής της ανθρώπινης υπόστασής μας που σαρώνεται εξαιτίας της προσκόλλησης των κυβερνώντων στην άτεγκτη τήρηση των μη ανθρωποκεντρικών κανόνων λειτουργίας και ανάπτυξης του συστήματος αυτού.