in

Καταπέλτης για την κυβέρνηση η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής

Καταπέλτης για την κυβέρνηση η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής

Επιβράδυνση της ύφεσης, έπειτα από έξι χρόνια, αλλά διατήρηση της ανεργίας σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, διαπιστώνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην τριμηνιαία έκθεσή του.
Όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, τα μείζονα γεγονότα των πρώτων μηνών του 2014 ήταν η διαπίστωση «πρωτογενούς πλεονάσματος» για το 2013,η συμφωνία κυβέρνησης και τρόικας για επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Μνημονίου και η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές με τη μορφή πενταετούς ομολόγου, ωστόσο όπως  σημειώνουν ότι αυτά τα δεδομένα από μόνα τους «δεν σηματοδοτούν το οριστικό τέλος της δύσκολης και γεμάτης εμπόδια πορείας».

Ειδικά για το πρωτογενές πλεόνασμα, εκφράζονται επιφυλάξεις και επισημαίνεται πως μόνο λίγες χώρες κατάφεραν να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλες χρονικές περιόδους. «Συγκριτική ανάλυση από σχετική μελέτη του ΔΝΤ δείχνει ότι τίθεται ένα γενικότερο ζήτημα όσον αφορά στη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων. Υπάρχουν μόνο λίγα παραδείγματα που αναπτυγμένες χώρες (π.χ. η πετρελαιοπαραγωγός Νορβηγία) ήταν σε θέση να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλες χρονικές περιόδους και πάντως ο μέσος όρος αυτών των πλεονασμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 3,1%, πολύ χαμηλότερος από αυτούς που εκτιμώνται τόσο στο ΜΠΔΣ 2015-18 όσο και στους υπολογισμούς της τρόικας (ιδιαίτερα για την περίοδο μετά το 2015)» αναφέρεται στην έκθεση.

Προβληματισμός εκφράζεται και για το νέο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2015-2018 που κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή των Ελλήνων και προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 2,3% το 2014 και 2,5% το 2015, και 3,5 % το 2016. Συγκεκριμένα, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή επικαλείται ανάλυση από σχετική μελέτη του ΔΝΤ που δείχνει ότι τίθεται ένα γενικότερο ζήτημα όσον αφορά στη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων.

«Υπάρχουν μόνο λίγα παραδείγματα που αναπτυγμένες χώρες (π.χ. η πετρελαιοπαραγωγός Νορβηγία) ήταν σε θέση να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλες χρονικές περιόδους και πάντως ο μέσος όρος αυτών των πλεονασμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 3,1%, πολύ χαμηλότερος από αυτούς που εκτιμώνται τόσο στο ΜΠΔΣ 2015-18 όσο και στους υπολογισμούς της τρόικας (ιδιαίτερα για την περίοδο μετά το 2015)», σημειώνεται στην έκθεση.

Στο σημείο αυτό σημειώνεται πως πολλά θα εξαρτηθούν από τους ρυθμούς μεγέθυνσης – από την επιστροφή στην ανάπτυξη, ενώ τονίζεται πως αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να επιτευχθούν είτε με περαιτέρω μείωση των κρατικών δαπανών, είτε με αύξηση των φορολογικών εσόδων.

«Οι κρατικές δαπάνες είναι σχεδόν αδύνατο να συμπιεσθούν περαιτέρω χωρίς ανεπιθύμητες παρενέργειες μολονότι υπάρχουν περιθώρια για αναδιάταξή τους. Από την άλλη μεριά η αύξηση των φορολογικών εσόδων θα μπορούσε να προέλθει από την αύξηση των ρυθμών μεγέθυνσης που θα έφερναν περισσότερα φορολογικά έσοδα και από την συστηματικότερη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Η έως τώρα πτώση των εισοδημάτων και οι συνεχείς ανασχεδιασμοί στο φορολογικό σύστημα δεν μας επιτρέπουν κάποια αισιόδοξη πρόβλεψη για γρήγορη αύξηση των εσόδων και μείωση της φοροδιαφυγής», αναφέρει μεταξύ άλλων η έκθεση.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Πρωταθλήτρια Ευρώπης στην ανεργία η Ελλάδα

25 ψηφίζουμε, 26 ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα στην Θεσσαλονίκη