Johann Chapoutot, Η μεγάλη αφήγηση -Εισαγωγή στην ιστορία του καιρού μας, Πόλις, σελ. 436 (μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας)
Τους αξίζει να είναι οικονομολόγοι σε αυτόν τον κόσμο, όπως και στον άλλο
Θεόφιλος Γκωτιέ
Αυτό που θέλει ο Γκωτιέ, από το μακρινό 1835, είναι να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τους πραγματιστές, του στεγνούς διαχειριστές και τους, εν ευρεία εννοία, ωφελιμιστές. Έτσι, τουλάχιστον, θεωρεί ο Σαπουτό.
«Ρομαντισμός»; Ρητή επιλογή της ποίησης απέναντι στη «λογιστική»; Κατάφαση στο πράσινο δέντρο της ζωής, για να θυμηθούμε και τον Γκέτε; Ο Γκωτιέ είναι ένας αντιδραστικός. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πως έχει άδικο.
Σε μια εποχή, όπου ο επιστημονισμός τείνει να κυριαρχήσει, με τους σαινσιμονιστές, επαναστάτες κατά τα άλλα, να θέλουν να εγκαθιδρύσουν μια κοινωνία ορθολογική, με μοντέλο τη βιομηχανία, μια εποχή λίγο πριν από το ξέσπασμα του θετικισμού και την προσπάθεια για μια κοινωνιολογία, στην οποία τα κοινωνικά φαινόμενα θα γίνονταν αντιληπτά ως πράγματα, ο Γκωτιέ ξεσπάει. Μαζί με τους Γερμανούς υποστηρικτές μιας επιστήμης του πνεύματος βάζει ως στόχο όχι τόσο την εξήγηση των πραγμάτων όσο την κατανόηση. Που σημαίνει να μπαίνεις στον κόπο του άλλου, στον κόπο του τότε, αν το θέμα είναι η ιστορία. Να σε νοιάζει τι σκέφτονταν, τι αισθάνονταν, πώς πονούσαν και πώς χαίρονταν οι άνθρωποι της εποχής. Τι ιστορίες λέγανε μεταξύ τους και στον ίδιο τους τον εαυτό. Χωρίς αυτό δεν έχουμε περισσότερη, αλλά λιγότερη επιστήμη. Όπως στη Σοβιετική Ρωσία, όπου, όπως λέει η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς στο «Τέλος του κόκκινου ανθρώπου», στο κόμμα “[δ]εν συνάντησ[ε] ποτέ ούτε ποιητές ούτε φυσικούς”.
Η επιστήμη της ιστορίας γίνεται δημιουργική, όταν μπορεί να λέει ή να ξαναλέει ιστορίες.
Γράφει ο Πωλ Ρικέρ:
«Η ιστορία μιας ζωής δεν παύει να αναδιαμορφώνεται από όλες τις αληθινές ή πλασματικές ιστορίες, που αφηγείται ένα υποκείμενο για τον εαυτό του. Η αναδιαμόρφωση αυτή κάνει την ίδια τη ζωή έναν ιστό από ιστορίες που αφηγούμαστε» (σελ. 25).
Ό,τι ισχύει, όμως για την ιστορία μιας ζωής ισχύει και για την ιστορία μιας κοινωνίας, την ιστορία του κόσμου ολόκληρου. Με τα λόγια του Πωλ Βεν,
«Η ιστορία δεν ξεπερνά ποτέ αυτό το πολύ απλό επίπεδο εξήγησης -παραμένει κατά βάση μια αφήγηση, και αυτό που αποκαλούμε εξήγηση δεν είναι παρά ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η αφήγηση σε μια κατανοητή πλοκή» (σελ. 26).
Ο Σαπουτό παίρνει κατά λέξη τα προηγούμενα. Η εισαγωγή στην ιστορία του καιρού μας, που γράφει, αξιοποιεί αυτήν την «επιστημολογία», για να γίνει παραγωγική -παράξενη λέξη για μια τέτοια θεώρηση.
Είναι, λοιπόν, μεταμοντέρνος; Το αντίθετο, ακριβώς. Ο Σαπουτό δεν αρκείται στις μικρές αφηγήσεις, στο postmodern Patchwork, αυτήν τη διανοητική κουρελού, που απαγορεύει το οποιαδήποτε μεγάλη αφήγηση, που θα έδινε συνοχή στην ιστορία της εποχής μας. Εδώ δεν έχουμε ολική πλοκή, αλλά επιμέρους «χρονικά», υποχρεωτικά ασύμβατα μεταξύ τους. Το πράγμα δεν βγάζει νόημα και θα πρέπει να το αποδεχτούμε.
Ο Σαπουτό, αντίθετα στους μεταμοντέρνους, θέλει να πει τη μεγάλη ιστορία, τη μεγάλη αφήγηση. Ξέρουμε από προηγούμενα βιβλία του –Ο ναζισμός και η Αρχαιότητα, Η πολιτιστική ιστορία του ναζισμού, από τις εκδόσεις Πόλις κι αυτά- πόσο καλά το κάνει.
Αυτή τη φορά, όμως, έχουμε και κάτι διαφορετικό. Παρουσιάζοντας τμήματα διάφορων μεγάλων αφηγήσεων, εξηγεί, αναλυτικά, όχι με υπαινιγμούς, γιατί αυτός είναι ο μόνος δυνατός επιστημονικός τρόπος να υπηρετούμε την ιστορία.
Μεταξύ άλλων, αναλύει τη μεταπολεμική περίοδο με τις εμμονές της στο τέλος της ιστορίας, τη μαρξιστική εσχατολογία, μεταξύ ιστορίας και ελπίδας. Την αναζήτηση της χιλιετούς εποποιίας από το ναζισμό και τον φασισμό. Το νόημα, την έκλειψή του, καλύτερα, μετά το 1945, μετά από το Ολοκαύτωμα και τη Βόμβα. Τους μυστικούς λόγους και τη διαβολική αιτιότητα, που τροφοδοτούν δυσοίωνα, όσο και αποτελεσματικά, την εκτεταμένη συνωμοσιολογία. Και τα σύγχρονα μέχρι τον τζιχαντισμό.
Υπερασπιζόμενος ο Σαπουτό την αφηγηματική ιστορία, την ιστορία ως μεγάλη αφήγηση, κινείται στην ιστορία της φιλοσοφίας, επισημαίνοντας το ρόλο του υποκειμένου σε όλες τις μεγάλες γνωσιολογίες. Όπως σημειώνει στην πρώτη φράση του βιβλίου, «[η] διερώτηση για το αν ο κόσμος είναι πραγματικός δεν είναι κάτι καινούργιο». Esse est percipi, θα πει ο Μπέρκλεϊ: το Είναι εστί αντιλαμβάνεσθαι. Ο Καντ θα ισχυριστεί πως τα φαινόμενα δημιουργούνται από το υποκείμενο -τα πράγματα καθεαυτά, τα αντικείμενα είναι απολύτως μη προσεγγίσιμα, δυνατά μόνο ως noumena. Η υποψία σχετικά με την πραγματικότητα του πραγματικού θα ενισχυθεί από τον Σοπενχάουερ, όπου ο Κόσμος θα γίνει Βούληση και Παράσταση, τον Νίτσε με τον απηνή προοπτικισμό του, αλλά και τον Φρόιντ. Και, γυρνώντας πίσω, στους Αρχαίους, τους σκεπτικιστές και όχι μόνο. Και ανάμεσα τον Πασκάλ, με τον φιλοσοφικό του τρόμο, σαν ένα «σκεπτόμενο καλάμι» μέσα στον κόσμο. Ένα ον ερριμμένο μέσα στον κόσμο, χωρίς προέλευση και χωρίς προορισμό. Ένα είναι προς θάνατον-συνθήκη της οποίας η κατανόηση είναι το θεμέλιο της ανθρωπινότητας.
Ιδεαλισμός; Δε θα το έλεγα. Να πώς το θέτει ο Μαρξ στην 1η Θέση για τον Φόιερμπαχ:
«Η κυριότερη ατέλεια όλου του υλισμού ως τώρα […] είναι πως το αντικείμενο, η πραγματικότητα, ο αισθητός κόσμος, γίνεται αντιληπτός μόνο με τη μορφή του αντικειμένου ή της άμεσης παράστασης (Anschauung), όχι όμως σαν ανθρώπινη υλική δραστηριότητα ή σαν πράξη, όχι υποκειμενικά. [Γι’ αυτό συνέβη ώστε η ενεργητική πλευρά, σε αντίθεση με τον υλισμό, να έχει αναπτυχθεί από τον ιδεαλισμό -μα μόνο αφηρημένα, γιατί βέβαια ο ιδεαλισμός δεν γνωρίζει την πραγματική, τη συγκεκριμένη δραστηριότητα σαν τέτοια]» (Δικές μου οι υπογραμμίσεις).
Χωρίς, λοιπόν, τη συμπερίληψη της υποκειμενικής διάστασης, ο υλισμός είναι χωλός και τυφλός. Μόνο η υποκειμενική πλευρά, τμήμα της οποίας είναι κατεξοχήν η αφήγηση, τον ολοκληρώνει.
Είναι γι’ αυτό που η λογοτεχνία είναι πολύ σημαντικότερο εργαλείο για την επιστήμη της ιστορίας από την οικονομετρία, τη κοινωνιομετρία, ακόμη και την, πολύ σοβαρότερη, αρχαιομετρία.
Ως προς αυτό, ο Σαπουτό είναι εξαιρετικά οξύς. Η ανάγκη να ξεφύγουμε από την θατσερική ΤΙΝΑ μας υποχρεώνει να αρνηθούμε τη μανατζερίστικη χαύνωση, την πάχνη, όπως λέει, των ρομποτοποιημένων λέξεων μιας μηχανικής γλώσσας.
«Κλονίζεται κανείς διαπιστώνοντας ότι “η γλώσσα του 1938 και αυτή του παρόντος συγχέονται μέχρι σημείου να γίνονται αξεδιάλυτες”[1]: η ίδια επίκληση της «Δημοκρατίας», όχι ως κουλτούρας και πνεύματος, όχι ως μέσου χειραφέτησης, αλλά ως κράτους και ως τάξης· η ίδια επίκληση στη μοίρα (οι αγορές ή ο Χίτλερ) και στη θυσία (δεν δουλεύουμε αρκετά· η ίδια ενοχοποίηση μιας φλύαρης και αναποτελεσματικής δημοκρατικής διαδικασίας (μα δε βλέπετε την Κίνα, τη Ρωσία, την Τουρκία, την Ουγγαρία;…)· η ίδια εξύμνηση μιας εκτελεστικής εξουσίας απαλλαγμένης από κάθε κανονιστικό περιορισμό και από ένα βραχυκυκλωμένο κοινοβούλιο· η ίδια δικαιολόγηση της αστυνομικής βίας· η ίδια απόρριψη του πρόσφυγα, που γίνεται αντιληπτός ως βάρος ή κίνδυνος, ποτέ ως αδελφός στην ανθρωπιά. Και αυτό το «αλλά», ο διαρκής, γνήσιος υποτακτικός σύνδεσμος που επιτρέπει να ακυρώνεται το πρώτο μισό μιας φράσης από το δεύτερο» (σελ. 398).
Αντιμετωπίζοντας την ιστορία με τους όρους της μεγάλης αφήγησης, μπορούμε να κάνουμε «τη σιωπή να σωπάσει», να αντισταθούμε στον παροντισμό. Να θέσουμε, μαζί με τον Πιερ Μπαγιάρ το ερώτημα: “Εγώ θα ήμουν αντιστασιακός ή δήμιος;”
Για τον Σαπουτό, «μιλάμε επειδή θα πεθάνουμε, για να κάνουμε λίγο θόρυβο». Γι’ αυτό έχει τόση σημασία να ακούσουμε τον θόρυβο, ή τον ψίθυρο, των προηγούμενων από εμάς.
[1] M. Foessel, Υποτροπή: 1938, (μετάφραση: Δημοσθένης Παπαδάτος -Αναγνωστόπουλος), Πόλις 2020