Γασσάν Καναφάνι (1936-1972), Διηγήματα από τη Γη των Πικραμένων Πορτοκαλιών (μετάφραση: Νασίμ Αλατράς, εκδόσεις ΣΑΛΤΟ, Σειρά Κάλλιστος, Θεσσαλονίκη 2025
«Scripta manent, Verba volant», έλεγαν οι Λατίνοι. Υποθέτω πως όλοι γνωρίζετε τη λατινική παροιμία που στα ελληνικά μεταφράζεται «Τα γραπτά μένουν, τα λόγια πετούν» Αναφέρεται βέβαια στο αναμφισβήτητο κύρος του γραπτού λόγου και στην ανθεκτικότητά του στον χρόνο. Εκεί που η προφορική μαρτυρία χάνεται στη λήθη της αμνησίας, η γραπτή παραμένει ισχυρή και αναλλοίωτη, μεταφέροντας τη μνήμη των βιωμάτων, τη βαρύτητα των γεγονότων, τη σκέψη, τη βούληση και τη δράση των υποκειμένων της μεγάλης και μικρής ιστορίας.
Γι΄αυτό τα αυταρχικά, ολοκληρωτικά καθεστώτα και οι δικτάτορες, όπου γης, επιθυμούν πάση θυσία την καταστροφή οποιουδήποτε ντοκουμέντου αποκαλύπτει τη βαναυσότητά τους και οργανώνουν δολοφονικά την οριστική φραγή του λόγου των διανοουμένων, των λογοτεχνών και των επιστημόνων που καταγγέλλουν τα εγκλήματά τους.
Αυτή είναι και η αιτία που η Μοσάντ δολοφόνησε στη Βηρυτό το 1972, μόλις στα 36 του χρόνια, τον σπουδαίο Παλαιστίνιο πεζογράφο και δημοσιογράφο, Γασσάν Καναφάνι.
Γιατί τα κείμενα του Καναφάνι ανήκουν στη λεγόμενη «Λογοτεχνία της Αντίστασης», σ΄αυτήν την κατηγορία που, ακολουθώντας τον ιστορικό Θουκυδίδη, άνετα θα τα ονομάζαμε «κτήμα ες αεί», αφού ο πεζός και ο ποιητικός λόγος ήταν και είναι η κιβωτός της μνήμης των δεινών του Παλαιστινιακού λαού και το δριμύ κατηγορώ στις διώξεις και τη γενοκτονική πολιτική που υπέστη από τους σιωνιστές, από την εποχή της Νάκμπα, το 1948, φθάνοντας ως τις μέρες μας, με τα γεγονότα στη μαρτυρική Γάζα.
Τι είναι αυτό που έχει αξία στην πεζογραφία και φυσικά σε αυτά τα 20 διηγήματα του Καναφάνι ώστε να ενοχλήσουν τόσο τους σιωνιστές, εκτός από τη θέση του στη Γραμματεία Τύπου της PLO;
Πρόκειται για ιστορίες από τον ματωμένο καμβά του ξεριζωμού, των διώξεων, της ωμής βίας, των ψυχρών εκτελέσεων, της απώλειας, του πένθους, αλλά και του έρωτα, της αγάπης, της αλληλεγγύης και της ακατάβλητης αντίστασης του Παλαιστινιακού λαού.
Τοπωνύμια της εθνοκάθαρσης, της Νάκμπα και των ακόλουθων μαζικών δολοφονιών από τους σιωνιστές, αληθινά γεγονότα, ονόματα αγωνιστών και πρόσωπα της μυθοπλασίας που αναδύονται από την ιστορία του τόπου του, πρόσωπα της εξορίας, του στενού οικογενειακού του κύκλου αλλά και του ευρύτερου, ενώνονται με τα φανταστικά της πένας του και συνθέτουν το fresco του αγώνα του λαού του, τη μεγάλη αφηγηματική τοιχογραφία στην οποία το ασβεστοκονίαμα είναι υγρό από το αίμα που χύθηκε στη γενέθλιο χώμα του και οι χρωστικές ουσίες που επικάθονται είναι οι πυρωμένες λέξεις του που εξασφαλίζουν τη μνημειώδη και ανεξίτηλη, στο διάβα του χρόνου, αποτύπωση του πόνου και του πόθου για ελευθερία.
Ας μην αφήσουμε όμως την πολιτική διάσταση του έργου του να καλύψει το λογοτεχνικό βάρος της γραφής του.
Ο Καναφάνι με θαυμαστή δεξιοτεχνία και εκφραστική οικονομία (πιστεύω, όσον αφορά αυτά τα γνωρίσματα της γραφής του, πως η δημοσιογραφική του ιδιότητα και εμπειρία συνετέλεσε στην πύκνωση της αφήγησης, ώστε να μην εξοκείλει αυτή σε μελοδραματισμό και ρητορική κατήχηση) και με ρεαλιστικό ύφος αφηγείται την περιπέτεια και το δράμα του λαού του. Επέλεξε την πρωτοπρόσωπη γραφή για την αμεσότητά της και την ευθεία, εξομολογητική έκφραση των συναισθημάτων του, καθιστώντας μας κοινωνούς στο δράμα και στους στοχασμούς του. Μας εκπλήσσει αρχικά το νεαρό της ηλικίας του: ήταν μόλις 20 χρονών όταν έγραψε το πρώτο διήγημα. Καθώς διαβάζουμε τα επόμενα που ακολουθούν χρονολογική σειρά δημοσίευσης (1956-1962), διαπιστώνουμε τη σταδιακή ωρίμανση του συγγραφέα και την στροφή από τον καθαρό ρεαλισμό στην υιοθέτηση ενός πιο σύνθετου, πιο ποιητικού ύφους, διάστικτου από λυρικές εκφράσεις.
Είναι εμφανές ότι, εκτός από την αραβική παράδοση του παραμυθιού και της χρησμικής αφήγησης, ενσωματώνει επιρροές της δυτικής λογοτεχνίας, όπως το όνειρο ως αφόρμηση της αφήγησης, τον εσωτερικό μονόλογο, το εξομολογητικό ύφος, προπάντων όμως την επιστολή, με αποστολέα τον ίδιο και περιεχόμενο τα σκληρά βιώματά του: ήταν 12 χρονών όταν έγινε η Νάκμπα, αρκετά μεγάλος για να έχει μνήμες από το γεγονός. Ανοίγει έτσι διάλογο με ένα φανταστικό πρόσωπο και ταυτόχρονα με τους αναγνώστες του, που ως έμμεσοι παραλήπτες γίνονται γνώστες και κοινωνοί της ιστορίας. Το πιο σημαντικό, ταυτίζονται ακαριαία με τους πρωταγωνιστές του.
Οι ήρωες των διηγημάτων του, άντρες ως επί το πλείστον, αλλά και γυναίκες και παιδιά, είναι λογοτεχνικά όντα με σάρκα, αίμα και οστά. Είναι οι κατατρεγμένοι ομοεθνείς του, αλλά και οι διωκόμενοι κάθε λαού που ζωγραφίζονται χωρίς εξιδανίκευση, χωρίς αγιοποίηση. Η ψυχογραφική του ικανότητα διεισδύει στον πυρήνα της ύπαρξής τους και φέρνει στην επιφάνεια την καυτή λάβα των εσωτερικών εντάσεων, των συγκρούσεων ανάμεσα στο χρέος και στο ατομικό συμφέρον, των ηθικών διλημμάτων, των ματαιώσεων αλλά και της ελπίδας για ελευθερία. Χάρη σε αυτή την ψυχογραφία, το έργο του διαρρηγνύει τα γεωγραφικά όρια της Παλαιστίνης και τα ιστορικά συγκείμενα και αποκτά οικουμενικό χαρακτήρα.
Στο δεύτερο διήγημα της συλλογής «Ένα φύλλο από τη Αλ Ράμλα» συμπυκνώνει την τραγωδία της εθνοκάθαρσης στο πρόσωπο του Άμπου Ούθμαν που θάβει τη δολοφονημένη γυναίκα του και την μικρή του κόρη και επιλέγει να κάνει Κούγκι το φυλάκιο των σιωνιστών, παραπέμποντάς μας σε σελίδες της δικής μας ιστορίας από τον αγώνα της Ανεξαρτησίας.
Στο «Ένα φύλλο από την Αλ Τίρα» δεν διστάζει να επικρίνει τους Άραβες στρατιωτικούς ηγέτες για την τακτική που ακολούθησαν, θεωρώντας τους υπεύθυνους για την απώλεια της Παλαιστίνης και με το στόμα του ήρωα του αναρωτιέται: «Πώς θέλουνε να πολεμήσουμε ανθρώπους σαν κι αυτούς, άραγε; Με λουλούδια;». Κρίσιμο και επίκαιρο το ερώτημα, αν αναλογιστούμε τα τωρινά γεγονότα. Η επιλογή της ένοπλης πάλης σχηματιζόταν ως μονόδρομος στη σκέψη του Καναφάνι.
Στη «Γη των πικραμένων πορτοκαλιών», η απώλεια της γης και η ατιμωτική προσφυγιά τρελαίνει τον πατέρα που στρέφεται στην αυτοχειρία, ενώ το μαραμένο πορτοκάλι γίνεται σύμβολο του γενέθλιου χώματος, του μαρασμού και της ανείπωτης πίκρας του ξεριζωμού.
Ο ανεκπλήρωτος έρωτας στο πρόσωπο της μαχήτριας Λάιλα που βιάζονταν επί εννέα μέρες, αποκαλύπτει το άλλο πρόσωπο του ανθρώπου, αυτού που συντρίβεται από την βία, το βαθιά ενοχικό για την αδυναμία του να αντισταθεί, του διανοούμενου που ψάχνει τη λύτρωση στα βιβλία και στην ποίηση, αλλά αδυνατεί να ησυχάσει τη συνείδησή του.
Στο «Κλεμμένο πουκάμισο» καταγγέλλει τη διαφθορά στους προσφυγικούς καταυλισμούς, στο πρόσωπο του απεχθή ομοεθνή του που κάνει αλισβερίσι με τον Αμερικανό διανομέα και κλέβει την επισιτιστική βοήθεια, στερώντας το ψωμί κυρίως από τα παιδιά. Στηλιτεύει την ηθική έκπτωση του ατόμου που σε συνθήκες λιμοκτονίας προτάσσει το προσωπικό κέρδος σε βάρος του λαού του.
Στον «Ορίζοντα πίσω απ’ την πύλη» η απόκρυψη από τον εξόριστο ήρωα του θανάτου της αδερφής, χαρίζοντας μάταιη ελπίδα στην μητέρα που αναμένει την επιστροφή της, είναι το βαρύ μυστικό που συνθλίβει τη ζωή του. Η σιωπή που ανοίγεται σαν τάφος, θάβει μέσα της τον ορίζοντα της ζωής.
Ξεχώρισα από τα 20 διηγήματα το «Ο θάνατος του κρεβατιού 12» γιατί, όχι μόνο σ’ αυτό, κατά τη δική μου γνώμη βεβαίως, φανερώνεται όλη η μαεστρία της γραφής του Καναφάνι και η στρατευμένη θέση του στην πλευρά των φτωχών και αδύναμων, αλλά και η επικαιρότητα της ιστορίας του, καθώς αφορά τη μετανάστευση και την τύχη των μεταναστών. Η απύθμενη φτώχεια, αιτία και της ερωτικής απογοήτευσης του νεαρού Μοχάμαντ Άλι Άκμπαρ από το Ομάν, τον οδηγεί προς αναζήτηση καλύτερης τύχης στο Κουβέιτ. Η απογοήτευση, όμως, θα έρθει γρήγορα, το όνειρο θα διαλυθεί και η ανίατη ασθένεια θα τον φέρει, μαζί με το σεντούκι του, τη μοναδική περιουσία του, δίπλα στο κρεβάτι του ασθενή συγγραφέα. Η περιγραφή του θαλασσινού ταξιδιού της φυγής στον Περσικό Κόλπο διόλου δεν απέχει από τη σύγχρονη περιπέτεια των μεταναστών και προσφύγων στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, τα νερά του πνιγμού.
Ο Καναφάνι ανασυνθέτει αριστουργηματικά με δύο εκδοχές-επιστολές τη ζωή του 25χρονου Ομανέζου μετανάστη, αποδεικνύοντας το χάρισμα και το πλεονέκτημα της καλής λογοτεχνίας να πλάθει διαφορετικές και αντίθετες εκφάνσεις της ίδιας ιστορίας, άρα και διαφορετικές αναγνώσεις, μιλώντας τελικά για τον θάνατο που κλέβει τη ζωή και διαλύει το όνειρο. «Θέλω να σου μιλήσω για τον θάνατο. Για τον θάνατο που συμβαίνει μπροστά σου, όχι γι’ αυτόν που ακούς. Η διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δύο είδη θανάτου είναι τεράστια και μπορεί να την κατανοήσει μόνο όποιος έχει δει έναν άνθρωπο να συρρικνώνεται στο σεντόνι του κρεβατιού σφίγγοντας τα ταραγμένα του δάχτυλα, προσπαθώντας απεγνωσμένα να αντισταθεί στην ακατανίκητη ολίσθηση προς το χάος».
Και ο λογοτέχνης έχει δει πολλές φορές αυτόν τον θάνατο στην Παλαιστίνη και στην εξορία.
Να μη σας κουράσω όμως αναφερόμενη σε όλα τα διηγήματα της συλλογή, γιατί πρέπει να τα διαβάσετε και να ανακαλύψετε μόνοι και μόνες σας τις αρετές της γραφής του: να νιώσετε τον κόμπο στον λαιμό και τον λυγμό που ανεβαίνει από το στήθος, την οργή και την απαίτηση για δικαιοσύνη, καθώς μια αλυσίδα ιστοριών ξετυλίγει το κουβάρι της μακράς διαδρομής των δεινών της Παλαιστίνης και της αιμορραγούσας καρδιάς της. Κι αν δεν απομείνει ούτε ένα σπίτι, ούτε μια πορτοκαλιά ή μια ελιά στα χώματά της, θα μείνουν οι λέξεις του για να μνημονεύουν τη συστηματική σφαγή ενός λαού που συντελέστηκε και σήμερα συντελείται για τα συμφέροντα των παλιών και νέων αποικιοκρατών. Εκεί που το δοκίμιο περιορίζεται, αναφερόμενο σε γεγονότα, αιτίες και αποτελέσματα, έρχεται η λογοτεχνία ως πολιτική πράξη, για να αφυπνίσει συνειδήσεις και συναισθήματα και να χαράξει τον δρόμο της εξέγερσης. Η πεζογραφία του Καναφάνι συνιστά μια συνειδητή πράξη αντίστασης «ενάντια στη διαγραφή», σύμφωνα με τον έτερο σπουδαίο Παλαιστίνιο διανοούμενο, τον Έντουαρντ Σαΐντ, ο οποίος έγραψε πως «δεν ήταν απλά ένας συγγραφέας, ήταν ένας διανοούμενος-μαχητής, κάποιος που κατανοούσε πως ο πολιτισμός είναι πεδίο μάχης»
Επιλογικά, οφείλουμε να ευχαριστήσουμε τον μεταφραστή Νασίμ Αλατράς, όχι μόνο γιατί απέδωσε σε θαυμάσια ελληνικά τον πλούτο των διηγημάτων. Αλλά και γιατί φρόντισε, αφενός να μας εισαγάγει προλογικά στο ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο του βίου του συγγραφέα και στις ιδιαιτερότητες του ύφους του, καινοτομίες που τον απομακρύνουν από την παραδοσιακή αραβική πεζογραφία. Και αφετέρου να μας χαρίσει, στο τέλος, χρονολόγιο και λεπτομέρειες των ιστορικών γεγονότων, ώστε να κατανοήσουμε πρόσωπα, αποφάσεις και ενέργειες.
Κλείνοντας αυτήν την εισήγηση, παραθέτω ένα απόσπασμα από τον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του μυθιστορήματος του Η. Βενέζη, «Το νούμερο 31328», ως τεκμήριο της κοινής μοίρας των λαών που υπέστησαν την βία και τον εκτοπισμό:
«Το βιβλίο τούτο, είναι γραμμένο με αίμα…Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του…Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή. Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής. Όταν καίγεται, έτσι που καίγεται εδώ, με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, παντοδύναμη θεότητα υψώνεται αυτή, κι όλα τ’ άλλα σωπαίνουν. Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δε μπορεί να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο. Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία.. Όμως, αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες, αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος-και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο-αν τους ρωτήσεις θα μάθεις πως τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται. Το βιβλίο τούτο είναι ένα αφιέρωμα σε αυτόν τον πόνο» (1924)
Τα «Διηγήματα από τη Γη των Πικραμένων Πορτοκαλιών» είναι αναμφισβήτητα ένα βιβλίο γραμμένο με αίμα. Δεν είδαμε αυτά τα βασανισμένα σώματα στα λευκά σεντόνια της Γάζας, δεν τα είδαμε στα απισχνασμένα κορμιά των Παλαιστίνιων που έβγαιναν από τις φυλακές μετά από μακρόχρονο εγκλεισμό και δεν τα αναγνωρίσαμε τελικά στους ήρωες του Καναφάνι;
Και τι πιο ιερό από αυτά τα πρόσωπα;
Το κείμενο είναι η εισήγηση της Αθηνάς Παπανικολάου στην εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου που έγινε την Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025 στη Θεσσαλονίκη, στο χώρο του βιβλιοπωλείου των εκδόσεων ΣΑΛΤΟ. Στην εκδήλωση μίλησαν, επίσης, οι Γιώργος Αγγελόπουλος, Νασίμ Αλατράς Θωμάς Κοροβίνης και Απόστολος Λυκεσάς.


