Το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας
Βασική υποχρέωση του εργαζόμενου, στο πλαίσιο της εργασιακής σύμβασης, είναι να παρέχει στον εργοδότη την εργασία του, ενώ κύρια υποχρέωση του εργοδότη είναι να καταβάλλει στον εργαζόμενο, ως αντάλλαγμα των παρεχόμενων υπηρεσιών του, το συμφωνημένο μισθό.
Εάν ο εργοδότης καθυστερεί την πληρωμή στο μισθωτό των οφειλόμενων αποδοχών του, αυτός έχει το δικαίωμα να προβεί σε επίσχεση της εργασίας του. Δικαιούται δηλαδή να δηλώσει ότι διακόπτει την εργασία του, μέχρις ότου του καταβληθούν οι καθυστερούμενοι μισθοί του.
Μετά τη δήλωση αυτή ο εργαζόμενος απέχει πλέον από την εργασία του, μέχρι να πληρωθεί τις αποδοχές που του οφείλονται, ενώ ο εργοδότης περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας, είναι δηλαδή υποχρεωμένος να καταβάλει τις αποδοχές και για το διάστημα που διαρκεί η επίσχεση.
Η 114/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου
Ο Άρειος Πάγος με την πρόσφατη με αριθμό 114/2017 απόφασή του (όμοιες είναι και οι 115/2017 και 116/2017 αποφάσεις του) έκρινε υπόθεση εργαζόμενης σε επιχείρηση αλυσίδας κομμωτηρίων στην Αθήνα, η οποία, μετά από τέσσερις μήνες απλήρωτης εργασίας, προχώρησε (μαζί με άλλες συναδέλφους της) σε επίσχεση εργασίας.
Ακολουθώντας προηγούμενη νομολογία, αποφάνθηκε ότι το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας «… πρέπει να ασκείται μέσα στα διαγραφόμενα από το άρθρο 281 Α.Κ. όρια. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη … Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη…».
Εξειδικεύοντας δε τις πιο πάνω κρίσεις του το ανώτατο ακυρωτικό Δικαστήριο, θεώρησε, όπως σαφώς συνάγεται από την απόφασή του, ότι η επίσχεση εργασίας είναι καταχρηστική, δηλαδή παράνομη:
α) αν ο εργαζόμενος δεν ειδοποιήσει έγκαιρα τον εργοδότη για την πρόθεσή του να ασκήσει το δικαίωμα της επίσχεσης, ώστε να δώσει σ’ αυτόν εύλογο χρόνο να τακτοποιήσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις,
β) αν η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών είναι για 3-4 μήνες, οπότε δεν θεωρείται αξιόλογη,
γ) αν ο εργοδότης είναι αξιόχρεος και αξιόπιστος και αν, εκτός από τους μισθούς, καθυστερεί να τακτοποιήσει τις οικονομικές υποχρεώσεις του και έναντι άλλων οφειλετών του,
δ) αν η πληρωμή των καθυστερούμενων μισθών δεν είναι σημαντική (το αν είναι όμως σημαντική ή όχι κρίνεται με βάση όχι μόνο τις ανάγκες του εργαζόμενου, αλλά και με βάση τις «λοιπές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης»),
ε) αν η καθυστέρηση στην πληρωμή των οφειλόμενων αποδοχών οφείλεται σε δικαιολογημένη ταμειακή δυσχέρεια του εργοδότη,
στ) αν η επίσχεση του εργαζόμενου προκαλεί δυσανάλογη ζημιά στον εργοδότη σε σχέση με το επιδιωκόμενο με την επίσχεση αποτέλεσμα.
Ο Άρειος Πάγος με την ίδια απόφαση έκανε επιπλέον δύο πολύ κρίσιμες παραδοχές:
α) ότι «… κατά κανόνα, η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται για το δανειστή [δηλαδή τον εργαζόμενο] τη μετάθεση του χρονικού σημείου εκπλήρωσης της οφειλόμενης προς αυτόν παροχής [δηλαδή καταβολής των οφειλόμενων αποδοχών], χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται η αξίωσή του…», και
β) ότι «… σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του, που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχεία ή στην … στράτευσή του, αλλά σε άλλη αιτία, όπως σε επίσχεση της εργασίας του, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργαζόμενου να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς γι’ αυτόν επιπτώσεις…».
Αφελείς απορίες
Η παραπάνω απόφαση του Αρείου Πάγου προκαλεί εύλογα ερωτήματα, όπως π.χ.:
– Οι τρεις ή τέσσερις μήνες καθυστέρησης στην πληρωμή των αποδοχών (αυτό που τόσο ψυχρά αναφέρεται στην αρεοπαγιτική απόφαση ως «μετάθεση του χρονικού σημείου» καταβολής του μισθού), δεν είναι «χρονικά αξιόλογο» διάστημα, για να διεκδικήσει ένας εργαζόμενος το δικαίωμά του να αμειφθεί για την εργασία του, ώστε να μπορέσει να ζήσει την οικογένειά του και να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις του;
-Ένας εργοδότης που έχει απλήρωτους τους μισθωτούς του για μήνες, πόσο έγκαιρα πρέπει να ειδοποιηθεί, για να εκπληρώσει τις επιβαλλόμενες από το νόμο υποχρεώσεις του;
-Υπάρχει κάποια περίπτωση που οι εργοδότες δεν επικαλούνται την οικονομική κρίση, τις ταμειακές δυσχέρειες κ.λπ., ώστε να δικαιολογήσουν τη μη πληρωμή των εργαζομένων τους;
-Μετά από τόσες προϋποθέσεις και περιορισμούς, πότε τελικά μπορεί να είναι νόμιμη μια επίσχεση εργασίας;
Και παραπέρα:
-Αφού σε περίπτωση οικονομικής δυσπραγίας του εργοδότη οι εργαζόμενοι πρέπει να «συμπάσχουν», αποδεχόμενοι μειώσεις μισθών, καθυστερήσεις στην πληρωμή αποδοχών, μειωμένη απασχόληση κ.λπ., αυτό δεν συνεπάγεται ότι, σε περίπτωση κερδοφορίας της επιχείρησης, πρέπει να συμμετέχουν στα κέρδη της;
– Αν η οικονομική κρίση δικαιολογεί την τρίμηνη ή τετράμηνη καθυστέρηση καταβολής του μισθού, θα ήταν λαϊκιστικό να υποστηρίξει κανείς πως και το κράτος θα μπορούσε, επικαλούμενο τη δύσκολη οικονομική συγκυρία, να μη καταβάλει στους δικαστές τους μισθούς για τρεις ή τέσσερις μήνες;
– Η επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων ασφαλώς και δεν είναι έργο της δικαστικής εξουσίας. Μπορεί όμως αυτή να είναι κοινωνικά αποστασιοποιημένη; Δεν οφείλει, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο, να επιλέγει εκείνη τη λύση, που οδηγεί στην απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης;
– Η (δυσανεκτική στην -αυτονόητη στο δημοκρατικό πολίτευμα- κριτική στις δικαστικές αποφάσεις) «Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων» εξακολουθεί να υποστηρίζει και μετά την παραπάνω απόφαση αυτό, που με τόση σιγουριά ανέφερε σε πρόσφατη ανακοίνωσή της, ότι δηλαδή «… (η Δικαιοσύνη) αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο για κάθε αδικημένο πολίτη»;
Τυφλή ή ταξική η δικαστική εξουσία;
Μέσα στο εξαιρετικά δυσμενές εργασιακό περιβάλλον που διαμόρφωσε η μνημονιακή νομοθεσία (που -παρεμπιπτόντως- θεωρήθηκε σύμφωνη με το Σύνταγμα από τα δικαστήρια) και ενώ χιλιάδες εργαζόμενοι δουλεύουν απλήρωτοι για μήνες, ο Άρειος Πάγος, λίγες μόνο μέρες μετά την προηγούμενη απόφασή του, με την οποία έκρινε ότι η μακροχρόνια μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών δεν αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, με τη νέα απόφασή του στέλνει πολλαπλά μηνύματα:
α) στους εργοδότες: ότι μπορούν για 3-4 τουλάχιστον μήνες να καθυστερούν την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών των εργαζομένων τους, χωρίς να κινδυνεύουν από επισχέσεις και άλλα τέτοια ενοχλητικά για την επιχειρηματικότητα μέσα·
β) στους εργαζόμενους: ότι πρέπει να κάνουν υπομονή και να συνεχίσουν να δουλεύουν απλήρωτοι τουλάχιστον για 3-4 μήνες, χωρίς να διεκδικούν τους καθυστερούμενους μισθούς με επίσχεση εργασίας, γιατί έτσι κινδυνεύουν όχι μόνο να μην πάρουν τα χρήματά τους, αλλά και να θεωρηθεί ότι αποχώρησαν οικειοθελώς, δηλαδή ότι παραιτήθηκαν από τη δουλειά τους·
γ) στην κοινωνία: ότι καλά θα κάνει να αρκείται στα λίγα, γιατί μπορεί να έρθουν και χειρότερα!
*Ο Θέμης Αχτσιόγλους είναι Δικηγόρος