in , ,

«Ιστορίες πανεπιστημιακού ασύλου». Του Χρίστου Ταξιλτάρη

Ανοιχτή εκδήλωση «Νόημα και ιστορίες του πανεπιστημιακού ασύλου» Πλατεία Χημείου ΑΠΘ

Πρέπει πρώτα απ’ όλα να τονιστεί ότι το πανεπιστημιακό άσυλο είναι, βέβαια, άσυλο διδασκαλίας και έρευνας, ιδεών, σκέψης και εν τέλει ελεύθερης πολιτικής πράξης. Είναι συνεπώς πολιτικό άσυλο. Σε καμία-ευρωπαϊκή τουλάχιστον-νομοθεσία δεν νοείται ως άσυλο ποινικού εγκλήματος.

Το πανεπιστημιακό άσυλο δεν προστατεύει τον παραβάτη του κοινού ποινικού δικαίου, όπως από αρχαιοτάτων χρόνων συνέβαινε με το άσυλο του ναού ή ακόμη και το άσυλο της κατοικίας. Υπ’ αυτό το πρίσμα μπορεί να παραβληθεί με το άσυλο πολιτικά διωκόμενου σε διπλωματική αποστολή ξένης χώρας.

Το πανεπιστημιακό, λοιπόν, άσυλο αίρεται σχεδόν πάντοτε (είτε αυτεπαγγέλτως από την πολιτεία είτε κατόπιν πρόσκλησης ή απλής επίκλησής της εκ μέρους των πανεπιστημιακών αρχών) για την αντιμετώπιση μη ανεκτών από την κρατούσα πολιτική εξουσία συλλογικών πολιτικών πράξεων αμφισβήτησης ή διεκδίκησης, που κατά κανόνα, όσο κι αν ξενίζουν με τις μορφές και το ριζοσπαστικό ύφος τους την κοινωνικοπολιτική συντήρηση-της πανεπιστημιακής συμπεριλαμβανομένης-είναι ειρηνικές, καλοήθεις και δεν ενέχουν ποινικές παραβάσεις.

Η από τον Σεπτέμβριο 2019 νομοθετική κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου σηματοδοτεί μιαν ελληνική εξαίρεση. Σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές δημοκρατίες (δεν γνωρίζω τι συμβαίνει σήμερα στην Ουγγαρία ή την Πολωνία -μικρή σημασία έχει) υφίσταται είτε νομοθετημένο είτε εθιμικό πανεπιστημιακό άσυλο.

Στην κατάργηση ακριβώς του πανεπιστημιακού ασύλου θεμελιώνονται οι διατάξεις του διαβόητου νόμου Χρυσοχοϊδη-Κεραμέως για εγκατάσταση αστυνομικών αποσπασμάτων και τμημάτων στον πανεπιστημιακό χώρο.

Πριν περάσουμε, όμως, σε σημαδιακές ιστορίες πανεπιστημιακού ασύλου από τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ελλάδα, είναι απαραίτητη μια επισήμανση για την εξέλιξη του χαρακτήρα του σύγχρονου πανεπιστημίου, ώστε να αντιληφθούμε καλλίτερα ευθείες ή αντίστροφες αναλογίες αυτών των ιστοριών με τα τωρινά πανεπιστημιακά πράγματα.

Στους νεότερους χρόνους το πανεπιστήμιο διέπεται από καταστατικές αρχές που τις διατυπώνει, νωρίς τον 19ο αιώνα, ο Wilhelm von Humboldt. Είναι οι αρχές του ακαδημαϊκού πανεπιστήμιου. Δεδομένων των επαναλαμβανόμενων εκτροπών από αυτές, η Ένωση Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων τις αναδιατυπώνει ως Magna Charta Universitatum το 1988.

Θα παραθέσω τρεις καίριας σημασίας απ’ αυτές τις αρχές:

-Ισότητα διδασκόντων-διδασκομένων.
-Ανεξαρτησία του πανεπιστημίου από την πολιτεία και τις οικονομικές δυνάμεις.
-Καθήκον της πολιτείας και του ίδιου του πανεπιστημίου είναι να προστατεύουν την ανεξαρτησία του πανεπιστημίου.

Αυτό το σημείο ενσωματώνεται στο άρθρο 16 του Συντάγματος των Ελλήνων.
Οι εκτροπές αυτές παλιότερα και μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας 1960 ( στη Ελλάδα λόγω της δικτατορίας μέχρι τα τέλη της δεκαετίας 1970) αφορούσαν σε αποκλίσεις από την πρώτη παραπάνω αρχή. Το ακαδημαϊκό, δηλαδή πανεπιστήμιο τρεπόταν σε καθηγητικό πατερναλιστικό και συχνά αυταρχικό πανεπιστήμιο, όπου ο φοιτητής υποβιβαζόταν στη θέση του υπηκόου. Εξ ού και οι μεγάλες φοιτητικές εξεγέρσεις του ’68. Από το 1980 όμως και μετά το πανεπιστήμιο τείνει να υπαχθεί στην [καπιταλιστική] αγορά. Τρέπεται βαθμιαία σε επιχειρηματικό ίδρυμα παροχής υπηρεσιών κατάρτισης και παραγωγής καινοτομίας. Και αυτή τη μετάλλαξη εγγυάται το κράτος με την κατάλληλη νομοθεσία και την επιβολή της δια των μηχανισμών της εκτελεστικής εξουσίας. Οι φοιτητές είναι πια υπήκοοι και πελάτες. Ενώ, λοιπόν, το φοιτητικό και το ευρύτερο πανεπιστημιακό κίνημα αντιμετώπιζε τον παραδοσιακό πανεπιστημιακό αυταρχισμό κυρίως στο πεδίο της [κατά Γκράμσι] ηγεμονίας, το αναδυόμενο νέο πανεπιστημιακό κίνημα οφείλει να αντιμετωπίσει την σύγχρονη ανενδοίαστη σύμπραξη πανεπιστημιακών αρχών και δυνάμεων καταστολής ως αναγκαιότητα της ιδεολογικο-οικονομικής κυριαρχίας του μεταβιομηχανικού καπιταλισμού. Αυτή τη σιδηρά αναγκαιότητα καλείται να υπερνικήσει το νέο πανεπιστημιακό κίνημα.

1η ιστορία: Paul Ricoeur, Πανεπιστήμιο Nanterre (δυτικό παρισινό προάστιο)

Το Πανεπιστήμιο αυτό ιδρύθηκε το 1964 κατά την επιχείρηση αποκέντρωσης του Πανεπιστημίου των Παρισίων, της γνωστής Σορβόννης. Στη Nanterre καταφθάνουν αρκετοί γνωστοί προοδευτικοί δάσκαλοι και ερευνητές, όπως ο Henri Lefebvre ή ο Jean Baudrillard, αναζητώντας λιγότερο ασφυκτικό περιβάλλον απ’ αυτό της παραδοσιακής και συχνά ακραία συντηρητικής Σορβόννης. Μεταξύ τους και ο φιλόσοφος Paul Ricoeur. Πολιτικά συνοδοιπόρος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας αλλά ως διαλεκτικός διατηρεί δεσμούς και με την λεγόμενη άκρα (μαοϊκή και τροτσκιστική) αριστερά καθώς και με την αναδυόμενη αυτονομία.

Κατά τον Μάη του ’68 πήρε θέσεις υπέρ του φοιτητικού κινήματος και μάλιστα στο πειθαρχικό συμβούλιο της 6 Μαϊου 1968 υπερασπίστηκε τους κατηγορούμενους φοιτητές και στις 17 του ίδιου μήνα παραιτείται από τη διοίκηση του Τμήματος Φιλοσοφίας. Ένα χρόνο αργότερα εκλέγεται πανηγυρικά πρύτανης της Nanterre με ψήφους κυρίως των φοιτητών και των διδασκόντων κατώτερων βαθμίδων, συνήθως νεαρής ηλικίας, επιμελητών και βοηθών.

Όμως στον απόηχο του Μάη του ’68 ο πολιτικός βρασμός συνεχίζεται και η Nanterre βρίσκεται στο επίκεντρο κατά την περίοδο 1969-70. Είναι πολύ συχνές οι συμπλοκές μεταξύ αριστερών φοιτητών και φασιστικών ομάδων που οργανώνουν επιδρομές κατά της Nanterre. Ενδιαμέσως σημειώνονται και συγκρούσεις μεταξύ “αριστεριστών“ και “ορθόδοξων” κομμουνιστών. Σ’ αυτό το κλίμα οι σχέσεις Ricoeur-φοιτητών (έστω μερίδας τους) οξύνονται και φθάνουν στο σημείο ο Ricoeur να καταγγέλλεται λόγω και έργω ως εκπρόσωπος της αντίδρασης.

Παρά τις συνεχείς πιέσεις των γκωλλικών υπουργών Παιδείας και Εσωτερικών (αντίστοιχων , δηλαδή, των Κεραμέως και Χρυσοχοϊδη) αρνείται την πρόσκληση της αστυνομίας για την εκκένωση κατειλημμένων κτιρίων του πανεπιστημίου.

Μεσολαβεί, όμως ο πολύ βαρύς τραυματισμός ενός εκπροσώπου της CGT (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) που πέφτει σε κώμα. Ωστόσο μετά από μία αποτυχημένη φασιστική επιδρομή, αναλαμβάνει η αστυνομία την εκπόρθηση των καταλήψεων, πατώντας σε μια δήλωση της συγκλήτου της Nanterre, ότι αδυνατεί πια να εξασφαλίσει την ασφάλεια στην πανεπιστημιούπολη.
Ο Ricoeur κατηγορείται, εν τέλει, για τη μη αποτροπή της αστυνομικής επέμβασης και παραιτείται στις 9 Μαρτίου 1970 συντετριμμένος και λίγο αργότερα εγκαταλείπει τη Γαλλία.
Συντελείται, επομένως, κάθαρσις ιδία βουλήσει.

2η ιστορία : Theodor Adorno, Institut für Sozialforschung (Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας) Φρανκφούρτη

Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε τη συμβολή της λεγόμενης Σχολής της Φρανκφούρτης στην εξέλιξη της Φιλοσοφίας και της Κοινωνιολογίας και ειδικότερα στην ανάπτυξη της κριτικής θεωρίας και τη γονιμοποίηση της μαρξικής σκέψης, μπολιάζοντάς την με την ψυχαναλυτική έρευνα. Εξ ού και η καταλυτική της επίδραση στα ριζοσπαστικά και ιδιαίτερα στα φοιτητικά και γενικότερα νεανικά κινήματα της δεκαετίας του ’60. Ο Theodor Adorno αλλά κυρίως ο Herbert Marcuse είναι οι κατ’ εξοχήν διανοούμενοι της πράξης, “κινηματικούς“ θα τους λέγαμε σήμερα.

Το Ινστιτούτο είναι ένας ανεξάρτητος ερευνητικός οργανισμός (βέβαια οργανώνει και κύκλους διδασκαλίας επί των ερευνητικών ευρημάτων του, κατά την αρχή ενότητα έρευνας και διδασκαλίας). Όμως είναι και οργανισμός συνδεδεμένος με το Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης κι όχι μόνον επειδή επιφανή μέλη του Ινστιτούτου είναι καθηγητές. Πάντως το Ινστιτούτο δεν καλύπτεται από την παράδοση του πανεπιστημιακού ασύλου.

Το 1969, που μας ενδιαφέρει εδώ, διαχειριστές του Ινστιτούτου είναι ο Adorno από κοινού με τον Ludwig von Friedenburg.

Είναι αλήθεια πως παρά τη διατύπωση ριζοσπαστικών θέσεων κατά τη δεκαετία του ’60 [καταγγελία της γερμανικής υποστήριξης στην αμερικανική επίθεση στο Βιετνάμ καθώς και εναντίωση στους νόμους έκτακτης ανάγκης που θεσπίζει το ομοσπονδιακό κράτος], ο Adorno, σε αντίθεση με τον Marcuse, παίρνει αποστάσεις από την πολιτική δράση. Αυτή του η στάση προκαλεί αιτιάσεις για ασυνέπεια [καθώς, παρ’ ότι θεωρητικός της πράξης, του καταλογίζεται πως περιορίζεται στον ανώδυνο θεωρητικό λόγο] έως εκδηλώσεις οργής σε μερίδα του φοιτητικού κινήματος, ακόμα και σε μαθητές του, όταν εισάγει τον όρο αριστεροφασισμός. Κάποιοι μάλιστα απ’ αυτούς παίζουν ηγετικό ρόλο στην SDS (Γερμανική Σοσιαλιστική Φοιτητική Ένωση) όπως ο Hans-Jürgen Krahl, που εκπονεί διδακτορική έρευνα με επιβλέποντα τον Adorno. Παρεμποδίζονται διαλέξεις του στο Βερολίνο και αλλού, και τον Γενάρη του 1969 καθώς οι αντιθέσεις του με ριζοσπάστες φοιτητές παίρνουν χαρακτήρα σύγκρουσης, καταλαμβάνεται μια αίθουσα του Ινστιτούτου με πρωταγωνιστή τον Krahl, όπως ο ίδιος ο Adorno το αφηγείται στον Marcuse, σε επιστολή του της 14ης Φεβρουαρίου 1969. Τη στιγμή της κατάληψης είναι παρόντες, εκτός του ίδιου, ο Jürgen Habermas και ο Friedenburg. Ο Adorno καλεί την αστυνομία και η αστυνομία εκκενώνει το Ινστιτούτο με τη βία. Η αλληλογραφία Adorno- Marcuse διαρκεί 3-4 μήνες, έως τον Ιούνιο 1969. Αποτυπώνεται σ’ αυτήν η εντεινόμενη πολεμική των δύο με θέμα τη στάση που επιβάλλεται να κρατάει ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος απέναντι στους μαθητές του και κατ’ αντιπαραβολή απέναντι στην κρατική δύναμη. Η αλληλογραφία αυτή (δημοσιεύεται μεταφρασμένη στο Πανοπτικόν, τεύχος 16, Φεβρουάριος 2012) εντυπωσιάζει με τη μάλλον αμήχανη και με κάποια θλίψη, απολογητική θέση του Adorno, που ωστόσο υπερασπίζεται την απόφασή του να καλέσει την αστυνομία, σε σύγκριση με τον πολύ ζωηρό και φιλοφοιτητικό λόγο τού, κατά αρκετά χρόνια μεγαλύτερης ηλικίας, άλλοτε μάχιμου Σπαρτακιστή, Marcuse.

Μετά την εκκένωση του Ινστιτούτου, οι διαλέξεις του Adorno παρεμποδίζονται συστηματικά από ακτιβιστές φοιτητές και φοιτήτριες. Ο ίδιος αναγκάζεται να ματαιώσει το πρόγραμμά τους και αποσύρεται μακριά από τη Φρανκφούρτη, στις ελβετικές Άλπεις.

Επήλθε κάθαρσις.

Ο Adorno, θλιμμένος, πεθαίνει από καρδιακό επεισόδιο στις αρχές Αυγούστου 1969.

3η ιστορία: Κωνσταντίνος Κονοφάγος, ΕΜΠ

Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Κονοφάγος είναι πρύτανης του ΕΜΠ ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1973. Είναι επιστήμων διεθνούς εμβέλειας και διατηρεί σχέσεις με τη διεθνή κοινότητα των ομοτέχνων του μεταλλουργών-χημικών μηχανικών.

Η φήμη του, ως συντηρητικού μεν (είχε ήδη διατελέσει δήμαρχος Λαυρίου, ενώ μετά τη μεταπολίτευση εκλέχτηκε το 1974 βουλευτής της ΝΔ και διετέλεσε υπουργός Βιομηχανίας επί τριετία) αλλά έντιμου και αξιοπρεπούς ακαδημαϊκού δασκάλου, επιβεβαιώνεται με έμφαση στη διάρκεια της κατάληψης του ΕΜΠ που ξεκινάει στις 14 Νοέμβρη.

Ήδη από τις 15 δέχεται επίμονες πιέσεις από τους επί κεφαλής της αστυνομίας πόλεων και τους πολιτικούς προϊσταμένους της, ώστε να ζητήσει την εκκένωση του ιδρύματος. Αρνείται κι αντιστέκεται σθεναρά. Οι πιέσεις κορυφώνονται στις 17 Νοέμβρη αλλά και πάλι αρνείται. Επί πλέον συγκαλεί τη σύγκλητο, η οποία του δίνει την ομόφωνη κάλυψή της. Όλα αυτά υπό δικτατορικό καθεστώς, που δεν κρύβεται πίσω από τις μαρκεζινικές μεταμφιέσεις του.

Μετά την εκπόρθηση του ΕΜΠ ο Κονοφάγος συλλαμβάνεται από την ΕΣΑ στις 18 Νοέμβρη, ως αντίπαλος του δικτατορικού καθεστώτος. Κρατείται αλλά αφήνεται ελεύθερος μετά από έντονες διεθνείς πιέσεις στις 20 Νοέμβρη 1973.

Οι δύο επόμενες ιστορίες διαδραματίζονται στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Τις έζησε ο γράφων.

4η ιστορία: Λυσίμαχος Μαυρίδης, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ

Είναι η λιγότερο γνωστή απ’ όλες τις ιστορίες, όχι όμως και η λιγότερο σημαντική.

Ο καθηγητής Αστρονομίας και Γεωδαισίας Λυσίμαχος Μαυρίδης είναι κοσμήτορας της Πολυτεχνικής Σχολής, όταν ήδη από τις αρχές του 1973 έχουμε συνεχείς κινητοποιήσεις στην Πολυτεχνική Σχολή. Πραγματοποιούνται 1-2 φορές την εβδομάδα γενικές συνελεύσεις, εννοείται παράνομες και υπό τη διαρκή παρακολούθηση των σμπίρων του σπουδαστικού της εθνικής ασφάλειας (Τετραδάκος, Μήτσου-γιός του γνωστού στρατηγού της υπόθεσης Λαμπράκη-Μπουζιάνης, Θάνος, Κωστόπουλος, τα ονόματα που θυμάται ο γράφων και θεωρεί χρήσιμο να μην ξεχαστούν) που καθημερινά προχωρεί σε τιμωρητικές συλλήψεις μετά πολύωρων βασανιστηρίων. Απόλυση και επανασύλληψη των ίδιων (συνήθως τεταρτοετών ή πεμπτοετών) συμφοιτητών μας μετά από καναδυό μέρες κι άντε πάλι από την αρχή. Αυτά τα παιδιά* τότε είχαν τον θαυμασμό των πρωτοετών, όπως ο γράφων και δευτεροετών φοιτητών της Πολυτεχνικής. Και μας έδιναν δύναμη, μας λύτρωναν απ’ το φόβο. Και παρ’ όλα αυτά αποφασιζόταν επαναλαμβανόμενη αποχή από μαθήματα και εξετάσεις προόδου, με διεκδικήσεις βελτίωσης των συνθηκών σπουδών. Σε μια συνέλευση, το πρωί, πιθανότατα, της 22ας Φεβρουαρίου, σε ανταπόκριση της κατάληψης της Νομικής στην Αθήνα, αποφασίζεται μονοήμερη κατάληψη της Πολυτεχνικής. Όταν το απόγευμα αποφασίζεται η έξοδος, οι εκπρόσωποί μας διαπραγματεύονται με τον κοσμήτορα Μαυρίδη την ασφαλή αποχώρηση. Κι αυτός δέχεται να εγγυηθεί έμπρακτα τη μη καταδίωξη των αποχωρούντων από τις αστυνομικές δυνάμεις. Με το αυτοκίνητό του, ένα VW σκαραβαίο, μπαίνει επί κεφαλής της φάλαγγας των 200-250 καταληψιών και τη συνοδεύει επί της Εγνατίας μέχρι τη διάλυσή της στην Καμάρα.

Ο κοσμήτορας Λ. Μαυρίδης λειτούργησε σ’ αυτήν την περίσταση έντιμα και τίμησε την ακαδημαϊκή δεοντολογία.

Είναι γνωστό ότι μετά τη μεταπολίτευση κατηγορήθηκε για συνεργασία με το δικτατορικό καθεστώς και του επιβλήθηκε ποινή εξάμηνης αργίας. Αυτή η ελαφρή ποινή οφείλεται, ίσως, στη στάση του στο επεισόδιο της 22 Φλεβάρη 1973. Το παράδειγμά του δεν το ακολούθησαν οι πρυτανικές αρχές του ΑΠΘ μιαν άλλη 22α Φλεβάρη, αυτήν του 2021. Προτίμησαν το παράδειγμα της 5ης ιστορίας μας.
*Δεν μπορώ να λησμονήσω την Κλεοπάτρα και το Μίμη, τον Θωμά και τον Γιώργο, που έφυγαν απ’ τη ζωή, τον Χρίστο και τον Ηλία, τον Γεράσιμο και τον Πέτρο, τη Λένα και τον Λευτέρη…

5η ιστορία: Ευάγγελος Σδράκας, ΑΠΘ

Πρόκειται για τον γνωστό “πρύτανη των τανκς“.

Ας δοθεί ο λόγος στον ίδιο, όπως τον άρθρωσε κατά την έκτακτη συνεδρίαση της συγκλήτου στις 17 Νοέμβρη 1973 μετά την εκκένωση της κατειλημμένης Πολυτεχνικής Σχολής από μερικές χιλιάδες φοιτητών όλου του ΑΠΘ.

«…Το κτίριον της Πολυτεχνικής Σχολής κατελήφθη υπό πυρήνος 400 ατόμων. Ο πυρήν ούτος ενισχύθη αργότερον υπό φοιτητών ετέρων σχολών, συγκροτηθείς εκ 1.000 περίπου ατόμων. Τα άτομα ταύτα κατέλαβον το κτίριον και προέβησαν εις ενεργείας, αι οποίαι δεν αρμόζουν εις ανθρώπους του 20ού αιώνος. Αφού κατέλαβον το κτίριον και επροξένησαν πολλάς καταστροφάς, είχον σχέδιον να προχωρήσουν και να καταλάβουν και τα άλλα κτίρια του Πανεπιστημίου. Ημείς ήμεθα άοπλοι, εν τελεία απογνώσει. …{…}… Την 11 μ.μ. εκ της οικίας μου επεκοινώνησα μετά του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως και του Υφυπουργού ΠΔΚΔΜ κ. Σαράντη και εζήτησα την συνδρομήν των, έλαβον δε την απάντησιν ότι δεν δύνανται να έχουν ανάμιξιν και ότι το άσυλον του πανεπιστημίου πρέπει να διατηρηθεί διά παντός τρόπου. Εν συνεχεία επεκοινώνησα μετά του υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Σιφναίου, ζητήσας την συνδρομήν του, έλαβον δε την απάντησιν ότι δεν θα πρέπει να επέμβη η αστυνομία και ότι θα ήτο προτιμώτερον να κλείση το Πανεπιστήμιον. Επεκοινώνησα εν συνεχεία μετά του κ. Πρωθυπουργού και τω ανεκοίνωσα ότι κατόπιν των λεχθέντων υπό του κ.Υπουργού Παιδείας θα συγκαλέσω την Σύγκλητον ίνα αποφασίση εν προκειμένω. …{…}… Ακολούθως περί ώραν 2-3 π.μ. ειδοποιήθην υπό της Αστυνομίας ότι τα πράγματα εκτραχύνονται και ότι η κατάτασις εις το Ε.Μ.Π. είναι άκρως ανησυχητική. Κατόπιν τούτου ήλθον εις το Πανεπιστήμιον και ηναγκάσθην να καλέσω την αστυνομίαν να αποκαταστήση την τάξιν. Προς τούτο έδωσα εις τον Αστυνομικόν Διευθυντήν ιδιοχείρως σχετικήν αίτησιν. Εν συνεχεία μετέβημεν επί τόπου μετά του κ. Εισαγγελέως και των άλλων αρχών. Ο Εισαγγελεύς, ως πραγματικός πατήρ, με πόνον και πάθος, προέτρεπε τους φοιτητάς να εκκενώσουν το κτίριον προς όφελός των. Με την προσωπικήν ημών εμφάνισιν και με τας παρακλήσεις επετύχαμεν να εξέλθουν ησύχως. Ουδείς εκ των αστυνομικών εχειροδίκησεν ούτε έγινε χρήσις όπλων. Ηλθον και μερικά άρματα μάχης προς εκφοβισμόν. Ήκουσα ότι συνελήφθησαν περί τα 15-20 άτομα. …{…}… Η επιτυχία ήτο ότι εξεβλήθησαν του κτιρίου αναιμάκτως και ησύχως…».

Για την αποκατάσταση της αλήθειας πρέπει να ειπωθεί ότι:

-Oι καταληψίες ήταν πάνω από 2.500.
-Καμιά καταστροφή δεν υπήρξε στις υποδομές και τον εξοπλισμό της σχολής, αν εξαιρεθούν μερικά σκαμπώ για τις ανάγκες της περιφρούρησης, όσο διαρκούσε η κατάληψη μέχρι την εκκένωση (το τετριμμένο μοτίβο περί καταστροφών είναι βαρετά χιλιοπαιγμένο ως και τις μέρες μας. Φαίνεται πως η “καταστροφή” πραγμάτων θεωρείται, από υπουργούς, αστυνομικές αρχές αλλά δυστυχώς και από κάποιες πρυτανικές αρχές, πολύ σημαντικότερη από το σπάσιμο κεφαλών των συλλαμβανόμενων).
-Οι ξυλοδαρμοί φοιτητών γύρω από το Παλαί ντε Σπορ ήταν μαζικοί και απερίγραπτης αγριότητας.
-Οι συλλήψεις ήταν τουλάχιστον δεκαπλάσιες από αυτές που «ήκουσεν» ο Σδράκας.
Ο Σδράκας στη μεταπολίτευση τιμωρήθηκε με οριστική απόλυση από το πανεπιστήμιο.

Η κάθαρσις συντελέστηκε.

Και μετά απ’ αυτό ολοκλήρωσε με συνέπεια την δημόσια παρουσία του αναλαμβάνοντας καθήκοντα υποστηρικτή και μάρτυρα υπεράσπισης στις δίκες των δικτατόρων και των οργάνων τους, όπως οι προαναφερθέντες του σπουδαστικού της Θεσσαλονίκης. Πολιτεύθηκε με ό,τι νεοφασιστικό δημιουργήθηκε μετά το 1974 (Εθνική Παράταξις, ΕΠΕΝ).

Μια 6η ιστορία με αναφορά και πάλι στο ΑΠΘ το 2021 τώρα γράφεται. Θα την αφηγηθούν σημερινοί φοιτητές μας, όπως τραγικά τη ζουν.

H νυν πρυτανική αρχή αγνόησε το παράδειγμα Μαυρίδη και εζήλωσε πολιτεία Σδράκα.
Αν και η 6η ιστορία παραλληλισθεί με τραγωδία, στις 22 Φεβρουαρίου 2021, με την πρώτη εισβολή της αστυνομίας στο ΑΠΘ, τις μαζικές συλλήψεις και την κακοποίηση φοιτητών και φοιτητριών, είχαμε τον πρόλογο της τραγωδίας.

Στις 11 Μαρτίου 2021, με τη δεύτερη εισβολή της αστυνομίας, την ομηρία και τις συλλήψεις φοιτητών και φοιτητριών, το μαζικό αστυνομικό χτύπημα της ογκωδέστατης διαδήλωσης και εν τέλει με τη διήμερη κατοχή του ΑΠΘ από την αστυνομία, ολοκληρώνεται το πρώτο στάσιμο της τραγωδίας.
Η έξοδος, δηλαδή η λύση της τραγωδίας, δεν έχει συντελεστεί ακόμη. Αλλά λύση συντελείται με την κάθαρσιν.

Το αναδυόμενο νέο πανεπιστημιακό κίνημα θα φροντίσει γι’ αυτό.

*Ο Χρ. Ταξιλτάρης είναι καθηγητής στο τμήμα Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών ΑΠΘ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Διαδήλωση για Υγεία, Παιδεία, Δουλειά και Κοινωνικά Δημοκρατικά Δικαιώματα

Διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη ενάντια στην αστυνομοκρατία και την κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας