Το καλοκαίρι του 2007 εργαζόμασταν με την Καλλιστώ σε ένα πρόγραμμα εθελοντικής δασοπροστασίας στα βουνά γύρω από τη Βάλια Κάλντα. Ένα πρόγραμμα που στήθηκε στα γρήγορα, όταν φάνηκε ότι θα είναι ένα πολύ δύσκολο καλοκαίρι – και όταν μάθαμε ότι όλη η ευρύτερη περιοχή, από τη Βοβούσα ως τη Λάιστα, καλυπτόταν από ένα μόνο πυροσβεστικό όχημα στους Μηλιωτάδες. Και όσο εμείς αράζαμε στα πυροφυλάκεια χαζεύοντας τα ατέλειωτα δάση της Βόρειας Πίνδου, ή βοηθούσαμε σε μικρές εστίες και τοπικές πυρκαγιές (συμπτωματικά, η σημαντικότερη ήταν πάλι στο ελατοδάσος του Μιτσικελίου, πάνω από το Δίκορφο), δίπλα μας καιγόταν ο Γράμμος, το Πήλιο, η Πάρνηθα, η Εύβοια, η Πελοπόννησος. Τρεισήμισι εκατομμύρια στρέμματα, το 2,5% της ελληνικής επικράτειας.
Όταν γυρνούσαμε το βράδυ στο καταφύγιο και βλέπαμε ειδήσεις, μας έπιανε απελπισία. Καλά τα πευκοδάση της νότιας Ελλάδας, εδώ βλέπαμε να κινδυνεύουν ακόμα και τα υγρά, βαθιά δάση της Βόρειας Πίνδου. Η φωτιά στο Γράμμο κράτησε για 15 ημέρες, καίγοντας ακόμα και οξιές. Η ξηρασία ήταν τέτοια, που οι οξιές είχαν αρχίσει να ξεραίνονται από τον Αύγουστο. Η κλιματική κρίση έδειχνε τα δόντια της. Έφτασα στο σημείο να σκέφτομαι ότι αυτό που κάναμε εκεί ήταν μάταιο, ότι κρατούσαμε απλά καθυστερήσεις για τα μάτια του κόσμου, απέναντι σε μια εξέλιξη τόσο αναπόδραστη, όσο ένα φυσικό φαινόμενο. Ένιωθες ότι το κλίμα αλλάζει οριστικά και ότι στη χώρα αυτή δεν αντιστοιχούν πια δάση – αργά ή γρήγορα, σε 10 ή 40 χρόνια, θα έχουν όλα καεί.
Το καλοκαίρι του ’07 πέρασε, ακολούθησε μια περίοδος περιβαλλοντικής αφύπνισης, μέχρι να βυθιστούμε για τα καλά στην οικονομική κρίση της επόμενης δεκαετίας και να ξεχαστεί. Το κλίμα συνέχισε να αλλάζει, τα δάση συνέχισαν να καίγονται, με πιο κανονικούς ρυθμούς, και ταυτόχρονα συνέχιζαν να αναγεννούνται και να αυξάνονται. Ναι, να αυξάνονται.
Ένας παρηγορητικός λόγος
Γιατί τα λέω αυτά τώρα; Προς Θεού, όχι για να σχετικοποιήσουμε, να μειώσουμε το μέγεθος της καταστροφής που συντελείται μπροστά στα μάτια μας. Τίποτα από αυτά δεν απαλύνει τον πόνο των ανθρώπων που χάσανε το δάσος, το σπίτι, τις ελιές, τα ζώα τους. Οι βιβλικές εικόνες που βλέπουμε χαράσσονται τόσο βαθιά στο συλλογικό μας ασυνείδητο, που καμιά στατιστική, καμιά περιγραφή των πραγματικών οικολογικών τάσεων δεν φτουράει μπροστά τους. Οι άνθρωποι γύρω μας νιώθουν ότι ζουν το τέλος του κόσμου. Η αγανάκτηση, ο θρήνος, το πένθος – και καλά κάνουν. Ακριβώς για αυτό όμως, πιστεύω ότι χρειαζόμαστε ένα λόγο παρηγοριάς, ένα λόγο που θα μας βοηθήσει να σταθούμε στα πόδια μας και να μετατρέψουμε σιγά-σιγά την απελπισία σε σχέδιο, ελπίδα, δημιουργία.
Η κυβέρνηση, μικρή κι ασήμαντη κι ανίκανη και ιδιοτελής κι εγκληματική και συνένοχη απέναντι σε αυτό που συμβαίνει και που προφανώς την υπερβαίνει, δεν έχει κανένα δικαίωμα να προσπαθεί να μας παρηγορήσει. Η διαβεβαίωση ότι «τα δέντρα θα ξαναβγούν» από έναν Πρωθυπουργό που έχει την ευθύνη της διάλυσης της δασοπροστασίας, είναι μόνο κυνισμός. Τον παρηγορητικό λόγο που χρειαζόμαστε, πρέπει να τον βρει ο ένας από την άλλη. Και τον χρειαζόμαστε, πιστεύω, ακόμα περισσότερο από τις βρισιές και τις κατάρες που σήμερα -δικαίως- εκτοξεύουμε. Δεν χρειάζεται να πλειοδοτούμε στο πόσο μεγάλες καταστροφές ζούμε, δεν πρέπει να φουσκώνουμε τα πράγματα για να ευαισθητοποιήσουμε τα απαθή πλήθη. Είναι αρκετά δύσκολα από μόνα τους. Ο φόβος δεν είναι καλός σύμβουλος για την αλλαγή που χρειαζόμαστε – η γνώση είναι καλύτερος.
Γιατί τα δάση αυξάνονται…
Και η γνώση λοιπόν μας λέει ότι όχι, δεν κινδυνεύουμε να χάσουμε τα τελευταία μας δάση. Όσο περίεργο και να ακούγεται, ποτέ στην πρόσφατη ιστορία του, ο ελλαδικός χώρος δεν ήταν τόσο δασωμένος, από άκρη σε άκρη, όσο σήμερα. Ο λόγος είναι η απότομη εγκατάλειψη της υπαίθρου, κυρίως της ορεινής και της νησιώτικης, η ουσιαστική κατάργηση της ορεινής γεωργίας και της εκτατικής κτηνοτροφίας. Πολλοί και πολλές το αναγνωρίζουμε αυτό για ένα χωριό που ξέρουμε, αλλά σπάνια κάνουμε την αναγωγή στο σύνολο της χώρας. Το ίδιο ισχύει για πολλές άλλες ανεπτυγμένες, δυτικές χώρες – χωρίς φυσικά αυτή η αύξηση να αντισταθμίζει ούτε στο ελάχιστο τις τεράστιες απώλειες δασών στις τροπικές περιοχές ή τη ρωσική τάιγκα.
Τα δάση μας λοιπόν δεν είναι παρθένα, όπως συχνά λέμε. Τα περισσότερα είναι 40, 50, 60 ετών. Κάτω από τις φυλλωσιές, μπορείς ακόμα να διακρίνεις τις ξερολιθιές από τις παλιές πεζούλες. Και πολλά από αυτά βέβαια, ειδικά στα χαμηλά και ειδικά στο νότο, είναι πευκοδάση – όχι γιατί κάποιος έκανε ένα εγκληματικό λάθος στο σχεδιασμό των δενδροφυτεύσεων (αν και συνέβη αυτό τις δεκαετίες του ’50-70 ως ένα βαθμό), αλλά γιατί αυτό είναι το δέντρο που έχει την τάση να αποικίζει εύκολα γυμνές, εγκαταλελειμμένες εκτάσεις, ειδικά όταν αυτές υφίστανται μία μέτρια πίεση από βοσκή.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο, τα πεύκα -σίγουρα το έχετε διαβάσει κάπου – έχουν την τάση να καίγονται, προσπαθούν να καούν. Αν δεν καούν, «σύντομα» (με ό,τι αυτό σημαίνει για τον οικολογικό χρόνο) θα χάσουν τη μάχη της διαδοχής και θα αντικατασταθούν από άλλα είδη, τη δρυ ή την οξιά πχ, τα οποία δεν είναι ανθεκτικά στο γυμνό, στεγνό έδαφος, αλλά τα πάνε καλύτερα στη σκιά ενός ήδη ανεπτυγμένου δάσους. Η δασική πυρκαγιά στις μεσογειακές περιοχές δεν είναι ένα εξωτερικό γεγονός, μια «διαταραχή» που λέει η οικολογία, άλλα ένα προϋπολογισμένο φυσικό ενδεχόμενο, ήδη ενταγμένο στο παιχνίδι του ανταγωνισμού. Έτσι είναι η εξέλιξη στη φύση, ανταγωνιστική, αντιφατική κι ενδεχομενική, και όποιος ψάχνει στη φύση αρμονίες και ισορροπίες, απλά προβάλει σε αυτή τις δικές του ιδέες για τον κόσμο.
Ένα καμένο πευκοδάσος, αν αφεθεί στην τύχη του, το πιο πιθανό είναι ότι σε ένα χρόνο θα είναι ένα υπέροχο λιβάδι με χιλιάδες μικρά φυτά (οι ρίζες των οποίων θα προστατεύουν το έδαφος από τη διάβρωση, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις περισσότερο από ό,τι των δέντρων), σε λίγα χρόνια θα γεμίσει νεαρά δέντρα και σε 30 ή 40 χρόνια θα είναι ένα νέο, πιο θαλερό δάσος. Ξέρω βέβαια ότι αυτό το «σε 30 χρόνια» δεν λέει τίποτα σε έναν άνθρωπο που έζησε μέσα σε ένα δάσος και καλείται να επιβιώσει σε ένα μαύρο τοπίο, όμως αυτή είναι η αλήθεια. Οι Θεσσαλονικείς, για παράδειγμα, δείτε το νεαρό πευκοδάσος που κατακλύζει σήμερα τις καμένες εκτάσεις του 1997 και παρατηρήστε πόσο πιο ζωντανό φαίνεται, πόσο πιο ανθεκτικό αποδείχθηκε από το διασωθέν τμήμα, απέναντι στην πρόσφατη επίθεση του φλοιοφάγου σκαθαριού. Αυτό συνέβη με τα περισσότερα δάση που κάηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, κάποια από τα οποία δυστυχώς καίγονται ξανά φέτος.
…και γιατί χρειάζονται προστασία
Αυτό όμως καθόλου δεν σημαίνει ότι «δεν πειράζει, θα ξαναβγούν». Πρώτο, γιατί το πεύκο μπορεί να ενισχύει τη φωτιά, αλλά δεν αυτοαναφλέγεται κιόλας. Οι εστίες των πυρκαγιών οφείλονται κατά συντριπτικό ποσοστό σε ανθρώπινους εμπρησμούς – όχι βέβαια σε σκοτεινά σχέδια πρακτόρων ή επενδυτών, αλλά σε καλώδια και οξυγονοκολλήσεις, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Έτσι, η συχνότητα των πυρκαγιών είναι τέτοια που αν μπορούσε το πεύκο μάλλον θα έπρεπε να ξανασκεφτεί την εξελικτική του στρατηγική.
Βέβαια, για να ζυγιάσουμε πάλι τα πράγματα, δεκαπλάσιες εστίες από τις φυσικές (αυτές δηλαδή από κεραυνό), δεν σημαίνει και 10πλάσιες καμένες εκτάσεις, αφού οι αραιότερες εστίες θα βρουν περισσότερο ύλη να κάψουν. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο «άνθρωπος» (σιχαίνομαι να χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη στην οικολογία) που προκαλεί τις φωτιές, είναι ο ίδιος που επιδιώκει να τις σβήσει. Χωρίς την παρουσία του ανθρώπου, τα εμπόδια που θέτει αυτή στην εξάπλωση της πυρκαγιάς, ή την συνειδητή προσπάθεια πυρόσβεσης, οι φυσικές πυρκαγιές καίνε όχι για ημέρες, αλλά για εβδομάδες και μήνες. Ακριβώς για αυτό το λόγο, όσο φυσικό φαινόμενο και να είναι οι πυρκαγιές, τόσο αναγκαία είναι η δασοπροστασία και τόσο εγκληματική η διαχρονική ανικανότητα όλων των κυβερνήσεων, τόσο θρασύ το «θα ξαναβγούν» του πρωθυπουργού.
Πόσο μάλλον, όταν μπροστά στα καμένα δάση, ξεχνάμε συνήθως να σκεφτούμε τις καμένες αγροτικές εκτάσεις. Το 2007 πχ, από τα 3,5 εκατομμύρια στρέμματα τα 2 ήταν αγροτικές και το 1,5 δασικές εκτάσεις. Μαζί τους κάηκαν 4,5 εκατομμύρια ελαιόδεντρα, 30.000 ζώα, 15.000 μελίσσια. Αντίστοιχα, φοβάμαι, θα είναι τα μεγέθη φέτος. Πολλές από τις «εκκενώσεις» που με ευκολία διέταξε η κυβέρνηση, θα είναι οριστικές. Να λοιπόν ένας επιπλέον λόγος που χρειαζόμαστε δασοπροστασία.
Μέσα λοιπόν από αυτό το σύμπλεγμα κοινωνικών και οικολογικών σχέσεων, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την εγκατάλειψη της αγροτικής γης, τις εξελικτικές επιλογές του πεύκου, την κλιματική κρίση, τη δασοπροστασία, τις ανεπάρκειές της και τόσα άλλα, τα δάση και καίγονται και ταυτόχρονα συνεχίζουν να αυξάνονται. Η οικολογία δεν μπορεί να πει τί είναι κακό και τί καλό, μπορεί μόνο να εξηγεί πως γίνεται. Από εκεί και πέρα, εμείς κρίνουμε. Οι φωτιές, λοιπόν, είναι κακό.
Από την άλλη, δεν ξέρω αν είναι πάντα καλό ή κακό που αυξήθηκαν έτσι τα δάση και σε κάποια βουνά κάλυψαν τα πάντα. Με στεναχωρεί η εγκατάλειψη της παραδοσιακής γεωργίας, η κυριολεκτική απερήμωση μιας χώρας που έφυγε και άφησε πίσω ξερολιθιές και ερείπια. Η εξέλιξη αυτή όμως ήταν αναπόδραστη και ως ένα βαθμό, επιλογή των ίδιων των ανθρώπων. Ένας κόσμος πραγματικά τελείωσε και τίποτα μάλλον δεν μπορεί να τον αναβιώσει. Δεν ξέρω ποιος θα άντεχε σήμερα να ζει με τον τρόπο που ζούσανε στα χωριά της Πίνδου ή της Καρπάθου, προτού φύγουν μετανάστες στην Αμερική.
Όπως και να έχει, η εγκατάλειψη επήλθε, η γη άλλαξε «χρήση» που λένε οι ειδικοί και έγινε πια δάσος. Μεσούσης μάλιστα της κλιματικής κρίσης, η «χρήση» αυτή είναι υπερπολύτιμη και για αυτό έχουμε κάθε λόγο να την διατηρήσουμε και να την προστατεύουμε. Άσε που προσφέρει και μια δυνατότητα δουλειάς σε όσους έχουν απομείνει στα ορεινά χωριά.
Το τέλος του δικού μας κόσμου
Έτσι, πιστεύω, είναι τα πράγματα στη σχέση κοινωνίας φύσης, σύνθετα, αντιφατικά, διαρκώς εξελισσόμενα. Σκεφτείτε για παράδειγμα τη δύσκολη εξίσωση ανάμεσα στην ανάπτυξη των ΑΠΕ, την απώλεια οικοτόπων και την κλιματική κρίση – χωρίς να θέλω καν να θίξω εδώ αυτό το θέμα. Και μέσα από αυτό το σύμπλεγμα οφείλουμε να απομονώνουμε ανάγκες, αιτήματα, προτάγματα, ώστε να αντιμετωπίζουμε τις μεγάλες προτεραιότητες της εποχής, όπως είναι η κλιματική κρίση. Άρα, ναι στην κρισιμότητα της δασοπροστασίας, χωρίς όμως να χρειάζεται να λέμε ότι «χάνουμε τα τελευταία δάση», γιατί δεν είναι αλήθεια και η αλήθεια είναι πάντα πιο χρήσιμη. Γιατί εκτός από εμάς που μένουμε στο Παγκράτι ή την Τούμπα, υπάρχουν άνθρωποι που μένουν στα χωριά και βλέπουν τα παλιά χωράφια τους να τα κατακλύζει το δάσος.
Κουράγιο λοιπόν σε όλους και όλες μας, οι δασικές πυρκαγιές δεν είναι το τέλος του κόσμου. Θα σταθούμε στα πόδια μας ξανά, όπως κάναμε και άλλες φορές, και σε άλλες κρίσεις. Θα φωνάξουμε, θα αγωνιστούμε, θα ψάξουμε ένα σχέδιο για να αλλάξουμε τον κόσμο, θα κερδίσουμε, θα χάσουμε.
Ακόμα και αυτή η μεγάλη, η τεράστια, κλιματική κρίση που αναδύεται πίσω από το μεταφυσικό σκηνικό της φωτιάς, δεν ξέρω αν είναι το τέλος του κόσμου, όπως φαίνεται ότι είναι πια πεισμένη η γενιά μας. Η οικολογία φωνάζει για το τέλος του κόσμου από τη δεκαετία του 1960. Όχι ότι έπεσε πολύ έξω, όχι ότι δεν είδαμε τεράστιες, ανυπολόγιστες καταστροφές. Όμως ο κόσμος μας αποδείχθηκε πολύ σύνθετος για να χωρέσει στα μοντέλα της αειφορίας και των άλλων μοντέρνων, αλλά βαθιά ανεπαρκών στατιστικών.
Μήπως όμως τώρα ήρθε πραγματικά η ώρα; Κανείς δεν μπορεί να το πει. Τα προηγούμενα χρόνια τσακωνόμουν ενάντια σε αυτή την καταστροφολογία, τον Αποκαλυπτικό Λόγο της κυρίαρχης οικολογίας. Πίστευα, πιστεύω ακόμα, ότι αντί να ξεσηκώνει όπως υποθέτει ή επιδιώκει, ο λόγος αυτός μάλλον καθηλώνει τους ανθρώπους απέναντι στον Υπέρτατο κίνδυνο. Αλλά αν αυτό νιώθουν οι άνθρωποι σήμερα, αν στον κατακόκκινο χάρτη της NASA με τις φωτιές σε όλο τον πλανήτη βλέπουν πράγματι μπροστά τους το τέλος του κόσμου, κανείς δεν μπορεί να τους μαλώσει για αυτό.
Όμως, ακόμα κι αν νιώθουμε ότι έρχεται το τέλος του κόσμου, να έχουμε στο μυαλό ότι αυτό θα αργήσει πολύ, το πιθανότερο για πάντα. Το μέλλον, καλό ή κακό, διαρκεί πολύ. Έχουμε όλο το χρόνο μπροστά μας, για το καλύτερο και για το χειρότερο. Ας μην το σπαταλήσουμε βρίζοντας αυτόν τον μηδαμινό τύπο. Ή τέλος πάντων ας τον βρίζουμε, σωστό και δίκιο είναι – να, Μητσοτάκη γαμιέσαι, το λέω κι εδώ – αλλά ας μην μείνουμε εκεί. Η αλλαγή θέλει σχέδιο, δουλειά, φαντασία, δημιουργικότητα και πάνω από όλα συλλογικότητα.