in

Ιράν ‘79: Ισλάμ, Αριστερά και ο Φουκώ αφίσα στην Τεχεράνη. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Photo Credit: Mohammadreza Farzad

Michel Foucault, Maxime Rodinson, Είναι ανώφελο να εξεγείρεσαι; Κείμενα για την Ιρανική Επανάσταση και το πολιτικό Ισλάμ (επιλογή, μετάφραση, επίμετρο: Παναγιώτης Τριτσιμπίδας), Ακυβέρνητες Πολιτείες 2022, σσ.: 400  

Αν το σκεφτούμε κάπως δυτικοκεντρικά, ό,τι ζούμε στον εικοστό πρώτο αιώνα έχει ξεκινήσει από την Ευρώπη το «θαυμαστόν έτος» 1989 – με την πτώση του Τείχους. Αν ανοίγαμε, όμως, λίγο την εστίαση, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε μήπως τον τίτλο του «θαυμάσιου» (με την έννοια των καταιγιστικών εξελίξεων που εγκαινίασαν μια εποχή) τον αξίζει, το ίδιο και περισσότερο, το 19791: Το ’79 η Κίνα λανσάρει τη «σοσιαλιστική» οικονομία της αγοράς· η Θάτσερ γίνεται πρωθυπουργός στη Βρετανία· τέλη Δεκέμβρη του ’79 εισβάλλει η ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν· και Μάρτη του ‘79 ο Χομεϊνί γυρίζει από την εξορία στο Ιράν, καθώς η επανάσταση, αρχίζοντας το ’78, διώχνει τον σάχη, καταργεί τη μοναρχία και θεσπίζει «Ισλαμική Διακυβέρνηση», με ένα σαρωτικό 98,2% στο δημοψήφισμα.

Αν ρωτούσε κανείς σήμερα ανθρώπους της Αριστεράς, σε ποιες επαναστατικές παραδόσεις νιώθουν να βρίσκονται πιο κοντά, η ιρανική μετά βίας θα ήταν η τελευταία απάντηση. Στα χρόνια της, όμως, η Ιρανική Επανάσταση κατανοήθηκε ως κάτι σπουδαίο – και ήταν, για πολλούς λόγους.

Οι σημασίες της Ιρανικής Επανάστασης

* Το 1979, μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο, ένας άνθρωπος της Δύσης, ο σάχης Ρεζά Παχλαβί, χάνει την εξουσία, στη χώρα με τον πέμπτο στρατό στον κόσμο, μια σημαντική πετρελαιοβιομηχανία και στρατηγική θέση στη Μέση Ανατολή, στα νότια σύνορα της τότε ΕΣΣΔ.

Όσο ο Φουκώ γράφει ενθουσιασμένος ρεπορτάζ από το Ιράν στην ιταλική Corriere della Sera, ένας συντηρητικός φιλόσοφος, ο Ραιμόν Αρόν, προειδοποιεί στο γαλλικό περιοδικό Express ότι στην επανάσταση ηγείται το φιλοσοβιετικό ιρανικό ΚΚ –το Τουντέχ («Μάζες»)–, άρα ανατροπή του σάχη θα σημάνει ενίσχυση της ΕΣΣΔ, σε βάρος των ΗΠΑ και του δυτικού κόσμου. Ο Αρόν ανησυχεί και για τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των γυναικών. Το βασικό, όμως, είναι η «ερυθρά απειλή»2.

Ο ανταγωνισμός Ρωσίας-Δύσης για την επιρροή στο Ιράν πάει πίσω στον 19ο αιώνα, με τη χώρα να χωρίζεται σε ζώνες επιρροής του ρωσικού (στα βόρεια) και του βρετανικού παράγοντα. Το 1941, όταν οι ναζί εισβάλλουν στην ΕΣΣΔ, μια ρωσο-βρετανική επιχείρηση ανατρέπει τον τότε σάχη (αυτοκράτορα), τον Ρεζά Καν Παχλαβί, που θεωρείται φιλοναζιστής, και δίνει τη θέση του στο γιο του, Μοχαμάντ Ρεζά. 12 χρόνια μετά, το 1953, ένα αμερικανο-βρετανικό πραξικόπημα ανατρέπει τον πρωθυπουργό του νέου σάχη, τον μετριοπαθή εθνικιστή Μοσαντέκ, γιατί ο ίδιoς έχει εθνικοποιήσει την ιρανο-βρετανική πετρελαϊκή βιομηχανία.

* Με την επανάσταση του 1979, που εξορίζει τον τελευταίο των Παχλαβί, η μοναρχία τελειώνει στο Ιράν, έπειτα από 2508 χρόνια. Η τελευταία φάση της, η περίοδος του Μοχαμάντ Ρεζά Παχλαβί («Λευκή Επανάσταση») υλοποιεί έναν αστικό εκσυγχρονισμό απεχθή για τα πιο διαφορετικά στρώματα. Η ύπαιθρος ερημώνεται και ο κόσμος μεταναστεύει στις πόλεις για να βρει δουλειά. Το κράτος παρεμβαίνει στο παζάρι, δυσαρεστώντας τους εμπόρους. Η διαβοήτη μυστική αστυνομία (ΣΑΒΑΚ), εκπαιδευμένη από ΗΠΑ και Ισραήλ, είναι κράτος εν κράτει στη χώρα και ο αυταρχισμός της εξαγριώνει τη νεολαία και τους διανοούμενους. Η διαφθορά της διοίκησης δεν έχει φρένο, πράγμα που θυμώνει τα ανώτερα μεσαία στρώματα. Το καθεστώς προκαλεί ανοιχτά τον σιϊτικό κλήρο, εκδίδοντας διατάγματα με κανόνες ενδυμασίας, αποφασίζοντας αυτό ποιοι θα γίνονται κληρικοί, καταργώντας το προαιώνιο έθιμο της προσευχής στο πάτωμα με την τοποθέτηση καθισμάτων στα τζαμιά, απαγορεύοντας δημόσιους εορτασμούς του σιϊτικού εορτολογίου – και, προς απογοήτευση των μουλάδων, περιορίζοντας δραστικά τη χρήση της μαντίλας και δίνοντας δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες3.

* Ο εικοστός αιώνας, που για το Ιράν ξεκινά με μια κοσμική επανάσταση (αυτή του 1906, που ζητά Σύνταγμα), ολοκληρώνεται το 1979 με την πρώτη επανάσταση στη νεοτερικότητα που δίνει την πολιτική εξουσία σε κληρικούς – γεγονός-ορόσημο στη διεθνή άνοδο του πολιτικού Ισλάμ.

Μέχρι το 1979, η «Ισλαμική Δημοκρατία» είναι περισσότερο ένα σύνθημα που ενώνει τις ετερόκλητες δυσαρεστημένες από το σάχη ομάδες, κοινωνικές και πολιτικές, που ξέρουν τι δεν θέλουν, χωρίς να διαθέτουν πρόγραμμα διακυβέρνησης. Το προβάδισμα σε αυτές έχει, ωστόσο, ο κλήρος: είναι ιδιοκτήτης μεγάλων εκτάσεων και ελέγχει θρησκευτικά κληροδοτήματα και εισοδήματα από φιλανθρωπίες· τμήμα του βρίσκεται στο Ιράκ, όπου απολαμβάνει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων· ως εξόριστος από το 1963, ο Χομεϊνί προσωποποιεί την αντίσταση στον εκδυτικισμό και την ξένη εξάρτηση· σε αντίθεση με τα τζαμιά, η κομμουνιστική αντιπολίτευση στο σάχη είναι εκτός νόμου (οι διαδηλώσεις έχουν απαγορευτεί μετά το ’53).

Εξίσου σημαντικό: στο Ιράν κυριαρχεί το, μειοψηφικό στο Ισλάμ, σιϊτικό δόγμα, και ειδικότερα η τάση του που είναι γνωστή ως «δωδεκαδισμός». Στο δωδεκαδιστικό σιϊτικό Ισλάμ, η πολιτική εξουσία δεν νομιμοποιείται ούτε ελέω θεού, ούτε λόγω χαρίσματος: την εμπιστεύεται η κοινότητα μέχρι την επανεμφάνιση του «κρυμμένου» δωδέκατου ιμάμη (διαδόχου του Προφήτη Μωάμεθ). Μέχρι την επιστροφή αυτή, αυθεντικοί ερμηνευτές των ιερών κειμένων, άρα και πηγή νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας, είναι οι ουλεμάδες. Καθώς, σε αντίθεση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο σιϊτικός κλήρος βρίσκεται έξω από τους κύκλους της πολιτικής εξουσίας, η θέση του τού εξασφαλίζει ισχυρή κοινωνική επιρροή.

* Η επανάσταση του 1979 δεν είναι γεγονός με αποκλειστικά τοπική/εθνική ή θρησκευτική/δογματική σημασία. Το νέο ιρανικό Σύνταγμα γράφει πως «η Ισλαμική Δημοκρατία έχει σκοπό να προετοιμάσει τον σχηματισμό μιας ενιαίας παγκόσμιας κοινότητας μουσουλμάνων» και «να εξασφαλίσει τη συνέχιση της πάλης για την απελευθέρωση όλων των καταπιεσμένων και στερημένων λαών του κόσμου»4. Δεν θα τα καταφέρει. Αλλά η επικράτησή της, πέρα από το ισοζύγιο στο ψυχροπολεμικό πλαίσιο, έχει αντίκτυπο στο Ιράκ (το 1980 ο Σαντάμ Χουσεΐν θα εισβάλει στο Ιράν), τη Σ. Αραβία, την Αλγερία, την Αίγυπτο, τη Ν. Ασία.

* Αφήνω τελευταίες τις επιπτώσεις από την επιβολή ενός θεοκρατικού καθεστώτος στα δικαιώματα του ανθρώπου, τις πολιτικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των γυναικών – τόσο στο εσωτερικό, όσο όμως και διεθνώς. Μεταξύ 1981 και 1985 όλες οι εκδοχές της Αριστεράς τέθηκαν εκτός νόμου: η δίωξη μόνο των «Μουτζαχεντίν του Λαού» προκάλεσε περισσότερους από 9000 «μάρτυρες» (τα 2/3 της οργάνωσης). Διεθνοποιώντας την πολιτική αυτή, το 1989, λίγο πριν πεθάνει, ο Χομεϊνί εξέδωσε διάταγμα για τη δολοφονία του Βρετανο-ινδού συγγραφέα Σαλμάν Ρουσντί, για το βιβλίο Σατανικοί στίχοι, που απαγορεύτηκε ως «βλάσφημο» και συνδέθηκε με αιματηρές διαδηλώσεις σε μια σειρά από μουσουλμανικές χώρες.

Ισλάμ και καπιταλισμός: πέρα από το δίπολο «εκσυγχρονισμός/σάχης εναντίον Παράδοσης/Χομεϊνί»

Μέχρι την επικράτηση του Χομεϊνί, ο αστικός κόσμος στη Δύση θεωρούσε ότι καταλάβαινε το Ιράν, βλέποντάς το ως ένα ακόμα θέατρο στον ανταγωνισμό εκσυγχρονισμού –έστω αυταρχικού, έστω διεφθαρμένου– (αυτόν εκπροσωπούσε ο σάχης) και θεοκρατικής αγροτικής παράδοσης, που εμποδίζει τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό. Τόσο στο βιβλίο που επιμελήθηκε ο Παναγιώτης Τριτσιμπίδας, όσο και αλλού5, ο μαρξιστής κοινωνιολόγος και ιστορικός του Ισλάμ, Μαξίμ Ροντενσόν, εξηγεί πόσο πιο σύνθετη  από το σχήμα αυτό υπήρξε η πραγματικότητα:

Ο Ροντενσόν απορρίπτει καταρχάς το εξελικτικιστικό σχήμα, σύμφωνα με τον οποίο, πρώτα εμφανίστηκε ένας δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής· τον τρόπο αυτό ακολούθησε ο «φεουδαλισμός» (η δουλοπαροικία, που στηρίχθηκε στην ιδιοποίηση της έγγειας προσόδου – πρώτα σε εργασία, μετά σε είδος, μετά σε χρήμα)· και τάχα στο τέλος εμφανίστηκε ο καπιταλισμός. Στα πρώτα κράτη (και στον μουσουλμανικό κόσμο), λέει ο ίδιος, συνδυάστηκαν –«σε ατελείωτες ποικιλίες»– η ιδιωτική ιδιοκτησία της γης και τα δικαιώματα της κοινότητας επί της προσόδου.

Στην πραγματικότητα, λοιπόν, από τον 2ο αιώνα μετά την Εγίρα (718-815), και μέχρι τον 11ο αιώνα, ο μουσουλμανικός κόσμος διαθέτει μια ισχυρή εμπορική αστική τάξη. Μπορεί αυτή να μην καταλαμβάνει την πολιτική εξουσία, και μπορεί μικρό μόνο μέρος της παραγωγής να προορίζεται για τις ανάγκες αυτής της αγοράς. Η αστική τάξη αυτή, όμως, δημιουργεί μια εκτεταμένη «κοινή αγορά», τέτοια που ο ευρωπαϊκός καπιταλιστικός κόσμος δεν θα γνωρίσει, παρά από τον 16ο αιώνα. Αυτό συμβαίνει κυρίως χάρη στις στρατιωτικές κατακτήσεις του Ισλάμ και τους ισχυρούς ιδεολογικούς δεσμούς που ενοποιούν τον μουσουλμανικό κόσμο.

Σε αντίθεση με τα δυτικά σχήματα, η ισλαμική θρησκευτική πίστη κάθε άλλο παρά στάθηκε ανάχωμα στην ανάδυση του καπιταλισμού στον μουσουλμανικό κόσμο. Ενώ τόσο το Κοράνι (ο λόγος του Θεού που παραδόθηκε στον Μωάμεθ),όσο και η Σούνα (η Παράδοση που συγκροτήθηκε 2-3 αιώνες μετά το θάνατο του Μωάμεθ, με όσα θεωρείται ότι είπε και έκανε ο Προφήτης) γνώριζαν την ανάπτυξη του καπιταλισμού (το εμπόριο, τη μισθωτή εργασία, την έγγεια πρόσοδο), δεν επιδίωξαν να την εμποδίσουν. Αντίθετα, περιορίστηκαν στις προειδοποιήσεις ότι ο πλούτος απομακρύνει από την ευσέβεια, ενθάρρυναν μια μετριασμένη φιλανθρωπία, αλλά προέτρεψαν τους ανθρώπους να μη ζουν σαν παράσιτα Η Σούνα αναφέρει, για παράδειγμα, ότι «οι έμποροι είναι οι ταχυδρόμοι του κόσμου τούτου και οι πιστοί θεράποντες του Θεού». Στον δεύτερο διάδοχο (χαλίφη) του Μωάμεθ, στον Ομάρ, αποδίδεται η φράση: «Πουθενά δεν θα δεχόμουν πιο ευχάριστα το θάνατο, παρά εκεί που εμπορεύομαι για την οικογένειά μου». Ακόμα δε και η απαγόρευση της τοκογλυφίας (της «ρίμπα», δηλαδή του διπλασιασμού του οφειλόμενου ποσού, όταν ο οφειλέτης καθυστερεί να το επιστρέψει), προσπερνιέται στην πράξη από τα «χιγιάλ» – τις παρεκκλίσεις από τον κανόνα που επιτρέπουν οι σουνιτικές νομικές σχολές σκέψης, και κυρίως η χαναφιτική: «η ανάγκη επιτρέπει αυτό που απαγορεύεται».

Η Αριστερά σε μια καπιταλιστική χώρα: το Ιράν6

Ενώ η ισλαμική θρησκευτική παράδοση δεν αντιτάχθηκε στον καπιταλισμό, ο μουσουλμανικός κόσμος ανέπτυξε πρώιμη αντικαπιταλιστική σκέψη – και το Ιράν δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Ο Ροντενσόν αναφέρει πρωτοκομμουνιστές διανοούμενους πριν από τον Μωάμεθ, όπως ο Μασντάκ, καθώς και τον Αμπου Δαρ, σύντροφο του Μωάμεθ (και σημείο αναφοράς της Αριστεράς στον 20ό αιώνα), που προειδοποιούσε ότι η τιμωρία για όσους απείχαν από την ελεημοσύνη δεν θα εξαιρούσε τους μουσουλμάνους ηγέτες.

Η παραδοσιακή Αριστερά: το φιλοσοβιετικό ΚΚ (Τουντέχ)

Στον εικοστό αιώνα, διανοούμενοι όπως οι Ahmed Sultanzadeh και Haider Amou-Oghlou θα πάρουν μέρος στο δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, και θα συναντήσουν τον Λένιν. Το 1930 συγκροτείται η «Ομάδα των 53», με ηγέτη τον Ταγκί Ερανί: τα μέλη της συλλαμβάνονται λίγο αργότερα και ο Ερανί πεθαίνει στη φυλακή. Όμως η ομάδα θα αποτελέσει πρόδρομο της ίδρυσης του Τουντέχ (1941), του πρώτου ιρανικού κομμουνιστικού κόμματος που αναγνωρίζει η Σοβιετική Ένωση. Το 1949 ο σάχης απαγορεύει όλες τις αριστερές οργανώσεις. Επί πρωθυπουργίας Μοσαντέκ (1951-53), το Τουντέχ κατεβάζει στο δρόμο 100.000 κόσμο στην Τεχεράνη, και κάποιοι σχολιάζουν ότι, αν πέσει ο σάχης, το κόμμα θα πάρει την εξουσία ακόμα και χωρίς βία. Το ίδιο ακολουθεί τη σοβιετική πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης, αποφεύγοντας την ένοπλη αντιπαράθεση με το καθεστώς του σάχη, και προβάλλοντας λαϊκομετωπικές-δημοκρατικές διεκδικήσεις. Στην επανάσταση ταυτίζεται με τον Χομεϊνί: η «κριτική στήριξη» στην Ισλαμική Διακυβέρνηση είναι περισσότερο στήριξη και λιγότερο «κριτική» – γι’ αυτό και, σε αντίθεση με την ιρανική άκρα Αριστερά, δεν θα τεθεί εκτός νόμου πριν το 1983.

Η Νέα Αριστερά

Παρακολουθώντας τις εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα (Κουβανέζική Επανάσταση/1953-59, αποσταλινοποίηση/1956, διαμάχη Κίνας-ΕΣΣΔ/1964-69) και την άνοδο των εθνικοαπελευθερωτικών αντάρτικων, ένα τμήμα ακτιβιστών και διανοούμενων, με προέλευση κυρίως από το Τουντέχ, θα συγκροτήσει τις τρεις σημαντικότερες επαναστατικές οργανώσεις στο Ιράν από τα μέσα του ’60: τους Μουτζαχεντίν του Λαού του Ιράν, την Οργάνωση Ανταρτών Φενταγίν του Ιρανικού Λαού και τον Σύνδεσμο Ιρανών Κομμουνιστών.

Οι Μουτζαχεντίν του Λαού του Ιράν συγκροτήθηκαν στην τριετία 1965-1968, και διέθεταν περί τα 12-13.000 μέλη. Επρόκειτο για οργάνωση κυρίως ανδρών διανοουμένων. Στα πρώτα τους βήματα γύρισαν την αγροτική περιφέρεια και κατέληξαν ότι η αγροτική μεταρρύθμιση είχε εξαντλήσει την επαναστατική δυναμική του Ιράν, συνεπώς η αντίθεση στον σάχη θα κρινόταν στις πόλεις. Τα μέλη της είχαν επαφές με την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) και σχεδίασαν απαγωγές, βομβιστικές ενέργειες και επιθέσεις σε τμήματα. Παρότι στην πρώτη περίοδο συνδύασαν τον μαρξισμό με το Ισλάμ, το 1975 η πλειοψηφία κατήγγειλε το Ισλάμ ως «όπιο του λαού» και «μικροαστικό», συγχωνεύτηκε με μαοϊκές ομάδες, και το 1978 έφτιαξε το Paykar, που κατηγορήθηκε για «πραξικόπημα» από τη μειοψηφία της οργάνωσης. Το καθεστώς Χομεϊνί κατέσφαξε το Peykar, μεταξύ άλλων και για τη στάση του στον πόλεμο Ιράν-Ιρακ. Στο διάστημα 1997-2012 η οργάνωση βρέθηκε στις λίστες τρομοκρατικών οργανώσεων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Η Οργάνωση των Ανταρτών Φενταγίν του Ιρανικού Λαού εμφανίστηκε το 1971 και έφτασε περί τα 3.000 μέλη. Προέκυψε από τη συγχώνευση δύο ιρανικών ομάδων μαρξιστικού-λενινιστικού προσανατολισμού (της ομάδας Jazani-Zariffi [1963], και της ομάδας Ahmadzadeh-Poujan [1967], με τη δεύτερη να διατηρεί δεσμούς με το ιρανικό Εθνικό Μέτωπο). Επρόκειτο για πρώην μέλη της Νεολαίας του Τουντέχ, που συναντήθηκαν στη φυλακή το 1955. Τάσσονταν υπέρ του ένοπλου αγώνα και διέθεταν ένοπλο βραχίονα. Η οργάνωση απέρριπτε τη σοβιετική πολιτική της αποσταλινοποίησης/ειρηνικής συνύπαρξης, «βλέποντας» περισσότερο προς την Κίνα και τον γκεβαρισμό. Μέλη της εκπαιδεύτηκαν στρατιωτικά στην Παλαιστίνη και, μετά την αρχική φάση της οργάνωσης (έμφαση στον ιδεολογικό αγώνα), πέρασαν σε μια πιο συγκεντρωτική και στρατιωτικοποιημένη παρέμβαση, που δημιουργούσε αυστηρότερες απαιτήσεις για τη στρατολόγηση μελών.

Η μικρότερη από τις τρεις σημαντικές ακροαριστερές οργανώσεις της εποχής ήταν ο Σύνδεσμος Κομμουνιστών, που συγκροτήθηκε στο διάστημα 1975-76, και στις αρχές του 1982 έφτανε τους 500 ένοπλους, μαζί με έναν κύκλο συμπαθούντων αντίστοιχου μεγέθους. Μέλη της οργάνωσης προέρχονταν από τη νεολαία του Τουντέχ, κάποιοι εκπαιδεύτηκαν στην Παλαιστίνη, ενώ η οργάνωση είχε σχέσεις με τους ιρανούς φοιτητές του εξωτερικού. Οι παράνομες εφημερίδες της πριν από την πτώση σου σάχη απηχούσαν έναν φιλο-αλβανικό (φιλοχοτζικό) προσανατολισμό, ενώ, μετά την επικράτηση του Χομεϊνί, η συμμαχία με άλλες μαρξιστικές-λενινιστικές ομάδες, για τη σύγκρουση με το νέο καθεστώς, ήταν από τα βασικά ζητήματα που απασχόλησαν την οργάνωση – και άργησαν να επιλυθούν. Τον Ιανουάριο του 1982, 100 αντάρτες κατέλαβαν την πόλη Αμόλ της Κασπίας. Μέσα σε δύο μέρες, μια ταξιαρχία 3000 από τον τακτικό στρατό, τους Φρουρούς της Επανάστασης, ανακατέλαβε την πόλη, τερματίζοντας το εγχείρημα.

Πώς εξηγείται η διάψευση του Φουκώ στο Ιράν;

Στα ρεπορτάζ του στην Corriere della Sera από τα δύο ταξίδια στο Ιράν, ο Φουκώ εμφανίζεται βέβαιος: η Επανάσταση είναι ο θρίαμβος της πολιτικής πνευματικότητας απέναντι στην πολιτική, ότι δεν έχει πρόγραμμα και ηγεσία, και ότι ο Χομεϊνι (που από τη δεκαετία του ’60 έχει διατυπώσει γενικόλογα το δόγμα «Βελαγιάτ-ε- Φακίχ»: καθοδήγηση από τον ανώτατο νομοδιδάσκαλο) δεν θα δημιουργήσει θεοκρατικό κράτος. Πώς εξηγείται τόσο ηχηρή διάψευση;

Λέω μια πρώτη σκέψη: Ο Φουκώ είναι από τους φιλοσόφους που συνήθως σκεφτόμαστε ως «σημαίες» του γαλλικού Μάη του ’68 – όμως ο ίδιος τον Μάη είναι στην Τυνησία. Τον Μάρτη του ’68 έχει παρακολουθήσει την εξέγερση Τυνήσιων φοιτητών και, ενώ ο ίδιος έχει πάρει αποστάσεις από τον μαρξισμό, σε κείμενά του εκθειάζει τον μαρξισμό των εξεγερμένων. Δεν το κάνει γιατί τον ενδιαφέρει ως θεωρητικό εργαλείο: αυτό που επισημαίνει είναι ότι, πέρα από το κείμενο, ο μαρξισμός αυτός είναι για τους εξεγερμένους πηγή ηθικής δύναμης – υπόβαθρο μιας υπαρξιακής (όπως λέει) δράσης. Το  πρώτο που αναρωτιέμαι, λοιπόν, είναι αν συνέβη κάτι παρόμοιο με τη στάση του Φουκώ απέναντι στο Ισλάμ, όχι πια στην Τυνησία, αλλά στο Ιράν, 11 χρόνια μετά.

Μια δεύτερη σκέψη: Ένας λόγος που ο Φουκώ έχει πάρει αποστάσεις από τον μαρξισμό, είναι γιατί, όπως όλα τα μεγάλα συστήματα σκέψης της νεωτερικότητας, ο μαρξισμός εξηγεί τις κοινωνικές σχέσεις με βάση τάσεις που ο Φουκώ θεωρεί υπερβολικά αφηρημένες και γενικευτικές, καθολικές και οικουμενικές. Αναζητώντας αυτές τις γενικές τάσεις –πάντα για τον Φουκώ–, ο μαρξισμός χάνει ή υποτάσσει στις τάσεις αυτές μερικότερα, περιφερειακά ή «περιθωριακά» φαινόμενα («μη κανονικές» περιπτώσεις, «τοπικές γνώσεις», την τρέλα, κ.ο.κ), λειτουργώντας έτσι ως αστυνομία της σκέψης, που «καταστέλλει»/αποκλείει μορφές γνώσης που έχει κατατάξει ως υποδεέστερες. Αυτό που σκέφτομαι, λοιπόν, μαζί με τον Ντανιέλ Μπενσαΐντ7, είναι μήπως η θετική στάση του Φουκώ απέναντι στην «ισλαμική διακυβέρνηση» –περισσότερο θετική απ’ ό,τι απέναντι στην ιρανική μαρξιστική Αριστερά—είναι μια περίπτωση αυτού του «αντι-οικουμενισμού» του. Το λέει πιο απλά στο γράμμα της, που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο, μια Ιρανής φεμινίστριας, που διαμαρτύρεται για τη στάση του Φουκώ. Η ίδια κατηγορεί τον Φουκώ ότι υποστηρίζει τον Χομεϊνί όταν πρόκειται για το Ιράν, αλλά πιθανότατα ο ίδιος δεν θα γενίκευε τη στάση του, δε θα υποστήριζε δηλαδή λύσεις τύπου Χομεϊνί και για τη Γαλλία, δεδομένης της στάσης των μουλάδων στο γυναικείο ζήτημα και τις πολιτικές ελευθερίες.

Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι

Αν και δίνει αφορμές να σκεφτούμε το αντίθετο, ο Φουκώ δεν είναι αφελής. Στη σχέση θρησκείας και πολιτικής στο Ιράν –εκεί δηλαδή που η δυτική σκέψη βλέπει απλά μια απόδειξη της «καθυστέρησης» και της καθήλωσης της ιρανικής κοινωνίας στην παράδοση–, ο Φουκώ φέρνει το παράδειγμα του θεολόγου Τόμας Μύντσερ, ο χριστιανισμός του οποίου υπήρξε πηγή ηθικής δύναμης στον «Πόλεμο των Χωρικών», στη Γερμανία των αρχών του 16ου αιώνα8. Αντίστοιχα, στο σύνθημα της «ισλαμικής διακυβέρνησης» βλέπει (και δείχνει) τη «σημαία» κάτω από την οποία ενώθηκαν ο αντιδυτικισμός του σιϊτικού κλήρου, ο αντιαμερικανισμός της ιρανικής Αριστεράς, η απόγνωση των ξεκληρισμένων αγροτών, των άστεγων στις πόλεις και των μικρών εμπόρων, η οργή των φοιτητών και των διανοουμένων για τη βία της ΣΑΒΑΚ, η αποστροφή των μεσαίων στρωμάτων για τη διαφθορά της διοίκησης του σάχη. Ο «λαϊκισμός» του Χομεϊνί (κι ας μην αναφέρεται έτσι στα ρεπορτάζ του Γάλλου φιλοσόφου) ήταν ο τρόπος να επανενταχτούν στην πολιτική οι πολλοί, σε μια χώρα όπου το καθεστώς απαγόρευε τις διαδηλώσεις επί 15 χρόνια ενώ, μέσα σε μια Παρασκευή, τον Σεπτέμβρη του ’78, έσφαζε εκατοντάδες. Το πρόβλημα με τον Φουκώ είναι ότι, όταν το ζήτημα της ηγεσίας στην επαναστατική διαδικασία μπαίνει στην ημερήσια διάταξη (και κρίνεται υπέρ του Χομεϊνί, που απορρίπτει τον συμβιβασμό με το καθεστώς, σε βάρος της συμβιβαστικής Αριστεράς του Τουντέχ, και πάνω από τα σώματα των αγωνιστών μιας μειοψηφικής επαναστατικής Αριστεράς), ο Φουκώ μένει στο λεξιλόγιο μιας ρομαντικής, οιονεί αναρχικής αντιπολιτικής.

Ακόμα και έτσι: στο επαναστατημένο Ιράν, ένα από τα άρθρα του Φουκώ, γραμμένο στα γαλλικά, δημοσιευμένο στα ιταλικά και μεταφρασμένο στα φαρσί, θα γινόταν αφίσα στο πανεπιστήμιο της Τεχεράνης, όταν αυτό θα ξανάνοιγε μέσα στην επανάσταση τον Οκτώβρη του ’78. Ήταν σα να είχαν αντιστραφεί για λίγο οι ρόλοι: ο Φουκώ που θαύμαζε την ηθική δύναμη των εξεγερμένων, επέστρεφε, με τη γραφή του, ένα μέρος αυτής της δύναμης στους εξεγερμένους, τη στιγμή που τη χρειάζονταν περισσότερο.

Το βιβλίο  «Είναι ανώφελο να εξεγείρεσαι;» παρουσιάστηκε την Τρίτη 21 Μαρτίου 2023, σε εκδήλωση που οργάνωσαν οι Ακυβέρνητες Πολιτείες στο καφέ-μπαρ Μανιφέστο, με ομιλητές τους Μάριο Εμμανουηλίδη, Παναγιώτη Τριτσιμπίδα και Δημοσθένη Παπαδάτο-Αναγνωστόπουλο. Το κείμενο στηρίζεται στην παρέμβαση αυτή και οφείλει στις παρατηρήσεις του μεταφραστή της έκδοσης.

 

 

  1. Για τον προβληματισμό αυτό, βλ. Σωτήρης Ρούσσος, «Η Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν», στο: Επανάσταση και εξέγερση στη Μέση Ανατολή, Gutenberg 2022. []
  2. Βλ. Σταύρος Ζουμπουλάκης, «Ο Φουκώ και η ιρανική εξέγερση, ξανά», Νέα Εστία, τεύχος Απριλίου 2011 (Αφιέρωμα στον Μισέλ Φουκώ) (διαθέσιμο εδώ: https://www.frenchphilosophy.gr/wp-content/uploads/2013/11/Zoumpoulakis-St.-O-Foucault-i-iraniki-exergesi-xana-2011.pdf []
  3. John McHugo, Σουνίτες και σιϊτες. Μια θρησκεία, δύο κόσμοι (μτφρ.: Αλέξανδρος Μανωλάτος), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2021. []
  4. John McHugo, Σουνίτες και σιίτες, ό.π., σ. 373 []
  5. Μαξίμ Ροντενσόν, Ισλάμ και καπιταλισμός (μτφρ: Δημοσθένης Κούρτοβικ), Καλβος 1980 (με ευχαριστίες στον Χρήστο Λάσκο για την υπόδειξη). []
  6. Πέρα από το έργο Ισλάμ και καπιταλισμός, του Μαξίμ Ροντενσόν, οι αναφορές στην ιρανική Αριστερά προέρχονται από: Evand Abrahamian, Radical Islam. The Iranian Mojahedin, I.B. Tauris & Co Ltd Publishers, London, 1989· Sepehr Zabih, Communist movement in Iran, University of California Press, Berkeley and Los Angeles, 1966· Sepehr Zabih, The Left in Contemporary Iran. Ideology, organisation and the Soviet connection, Croom Helm, London and Sydney – Hoover Institution Press, California, 1986· Muhammad Kamal, Iranian Left in political dilemma, Pakistan Horizon , Vol. 39, No. 3 (Third Quarter 1986), σσ.: 39-51. []
  7. Ντανιέλ Μπενσαΐντ, «(Α)πολιτικές του Φουκώ» (μτφρ.: Τάσος Μπέτζελος), Ουτοπία 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006. []
  8. Τις «συναντήσεις» μαρξισμού-χριστιανισμού στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική φωτίζει ο Μικαέλ Λεβί, διακρίνοντας ένα προοδευτικό ρεύμα στην Καθολική Εκκλησία των αρχών του 20ού αιώνα, σε αντίθεση με τον προτεσταντισμό, καθώς και τις απόψεις των Λούξεμπουργκ και Μαριατέγκι, που είδαν τον χριστιανισμό ως πηγή ηθικής δύναμης, ως «καρδιά σε έναν κόσμο χωρίς καρδιά», κατά τη γνωστή διατύπωση του Μαρξ, αντί απλοϊκά ως «όπιο», όπως λόγου χάρη ο Κάουτσκι. Βλ. Michael Löwy, Τhe War of Gods. Religion and politics in Latin America, Verso 1996. []

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μη σύννομη η απόφαση του δήμου Θεσσαλονίκης για την κοπή των δέντρων στην Αρχαία Αγορά

Ανταπόκριση από Γαλλία: «Δεν είναι απλά η αύξηση του συνταξιοδοτικού ορίου»