Στη συγκρότηση του πρώτου κλαδικόυ ΣΩΜατείου Εργαζομένων σε φορείς διαχείρισης του ΠΡΟσφυγικού / Μεταναστευτικού προχώρησαν εργαζόμενοι/ες από κάθε πεδίο του προσφυγικού.
Στη σχετική ανακοίνωσή τους αναφέρουν:
«Με την ιδιότητα μας ως εργαζόμενοι/ες θα επιχειρήσουμε να κάνουμε μια σύντομη σύνοψη της κατάστασης στο προσφυγικό όπως αυτή διαμορφώνεται σήμερα.
Η άφιξη προσφύγων και μεταναστών και η διαχείριση των αναγκών που προκύπτουν είναι ένα φλέγον ζήτημα τα τελευταία 6 χρόνια και απασχολεί μεγάλο αριθμό φορέων, οργανώσεων, οργανισμών και κρατών. Παραδοσιακά, οι ελληνικές κυβερνήσεις επιμένουν να παρουσιάζουν μια εικόνα που συχνά είναι, κυριολεκτικά, η ακριβώς αντίθετη από την πραγματικότητα. Στο προαποφασισμένο πλαίσιο αποτρεπτικής πολιτικής της ΕΕ (παρά τις ανθρωπιστικές διακηρύξεις) η Ελλάδα έχει αναλάβει έναν ρόλο εγκλωβισμού προσφύγων και “φύλακα των συνόρων”. Τα μέσα “φύλαξης”, δηλαδή οι παράνομες επαναπροωθήσεις και οι βίαιες αποτροπές, αποκρύπτονται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Είναι όμως μια σκληρή και απάνθρωπη πραγματικότητα που λαμβάνει χώρα κάθε μέρα και με κάθε μέσο: άνθρωποι εγκαταλείπονται στην θάλασσα ή σε ξερονήσια, σπρώχνονται σε φουσκωτές σχεδίες και εγκαταλείπονται στην μέση του πελάγους, πετιούνται στην άλλη όχθη του Έβρου, βασανίζονται, κακοποιούνται, πεθαίνουν. Ο χαρακτηρισμός της Τουρκίας ως “ασφαλούς χώρας” είναι ένας έμμεσος τρόπος στέρησης του δικαιώματος διεθνούς προστασίας σε ανθρώπους που ενδεχομένως πληρούν τις προϋποθέσεις, καθώς κάθε αιτών άσυλο θα πρέπει πρώτα να αποδείξει την αδυναμία αίτησης ασύλου στην Τουρκία προτού ζητήσει άσυλο στη χώρα μας. Οι εσκεμμένα χρονοβόρες διαδικασίες έκδοσης απόφασης στοχεύουν στην παγίδευση/περιορισμό των αιτούντων άσυλο και προσφύγων στο ελληνικό έδαφος για όσο μεγαλύτερο διάστημα γίνεται, εξ ου και οι νέες Κλειστές Ελεγχόμενες Δομές (ΚΑΔ) και τα Προαναχωρησιακά Κέντρα Κράτησης.
Το 2021 η διαχείριση της χρηματοδότησης του προσφυγικού πέρασε από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στο κράτος. Τα ευρωπαϊκά κονδύλια αξιοποιούνται με στόχο να κάνουν τον βίο αβίωτο για τους αιτούντες άσυλο και αναγνωρισμένους πρόσφυγες (θεωρώντας λανθασμένα ότι έτσι αποτρέπονται νέες αφίξεις) και ταυτόχρονα να μοιραστούν σε “ημέτερους”. Πολλές υπηρεσίες των δομών ιδιωτικοποιούνται, έχοντας παραχωρηθεί σε εταιρείες κολοσσούς όπως η ΤΕΡΝΑ, με μαζικές απολύσεις του υπάρχοντος προσωπικού. Κονδύλια σπαταλιούνται σε τσιμεντένιους φράχτες, συρματοπλέγματα, κάμερες και συστήματα παρακολούθησης και «ασφαλείας» με στόχο τον εγκλωβισμό, τον αποκλεισμό από κάθε επαφή των προσφύγων με τους ντόπιους και φυσικά, το φούσκωμα της τσέπης των εργολάβων. Τον Σεπτέμβρη του 2021 το ελληνικό κράτος ανέλαβε την διαχείριση του μηνιαίου επιδόματος που λαμβάνουν οι αιτούντες άσυλο. Αν και η μετάβαση αυτή είχε συμφωνηθεί μήνες πριν, το κράτος δεν έλαβε την παραμικρή πρωτοβουλία για να εξασφαλίσει την συνέχεια του προγράμματος ως όφειλε, με αποτέλεσμα χιλιάδες πρόσφυγες να μείνουν χωρίς την οικονομική στήριξη που επισήμως δικαιούνται, αδυνατώντας να καλύψουν βασικές ανάγκες ακόμα και σίτισης. Παρατηρούνται αυξανόμενα φαινόμενα επαιτείας, σχολικής διαρροής, αστεγίας, αναζήτησης τροφής στα σκουπίδια και πολλές άλλες ζοφερές εικόνες. Οι ιατρικές υπηρεσίες αποψιλώνονται, οι εργαζόμενοι μένουν μετέωροι χωρίς καμία ενημέρωση για το εργασιακό τους μέλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το προσωπικό του ΕΟΔΥ στα camp, οι ελάχιστοι εναπομείναντες μετά από μαζικές περικοπές, όπου όχι μόνο έλαβαν απλά μια διεκπεραιωτική παράταση των συμβάσεων μέχρι τέλος Φεβρουαρίου μετά από αλλεπάλληλες πιέσεις αλλά λαμβάνουν μειωμένες αποδοχές κατά 45% ήδη από τον Νοέμβριο του 2021. Ακολούθως, χιλιάδες άνθρωποι χάνουν την πρόσβαση σε πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, με όλους τους κινδύνους που αυτό εγκυμονεί για ευάλωτους πληθυσμούς. Η πανδημία, με τον ίδιο τρόπο αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό, χρησιμοποιήθηκε και αυτή ως ένας τρόπος περιορισμού δικαιωμάτων και έντασης του αποκλεισμού.
Το πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ ΙΙ (στέγαση εντός αστικού ιστού) τρέχει πλέον με καθαρά οικονομικά κριτήρια από «επιλεγμένες» ιδιωτικές εταιρείες ή ΜΚΟ που έχουν πλήρως υποταχθεί στις εντολές του υπουργείου. Στόχος είναι η ελαχιστοποίηση του κόστους με ραγδαία έκπτωση στη ποιότητα των υπηρεσιών, με όσο γίνεται λιγότερους εργαζομένους για όσο γίνεται περισσότερους εξυπηρετούμενους, με στοίβαγμά τους στα διαμερίσματα και έλλειψη βασικών ειδών διαβίωσης. Υπό την πίεση του Υπουργείου, οργανώσεις προχωρούν σε εξαναγκαστικές εξώσεις με αποτέλεσμα οικογένειες και άτομα με ευαλωτότητες, χωρίς πόρους και στηρίγματα, να αντιμετωπίζουν την αστεγία καθώς δεν υπάρχει κανένα εναλλακτικό και αποτελεσματικό πλάνο στέγασης. Ενώ απολύεται εξειδικευμένο προσωπικό και οι υπηρεσίες συνεχώς μειώνονται, οι δομές γεμίζουν από “security”, φρέσκιες ρουσφετολογικές προσλήψεις χωρίς ξεκάθαρη περιγραφή καθηκόντων, ως εργαλεία στα χέρια του κάθε διοικητή. Οι περισσότερες ΜΚΟ, στα πλαίσια της διεκδίκησης των χρηματοδοτήσεων που όλο και λιγοστεύουν, δεν προβάλλουν καμία αντίσταση στην εγκληματική κυβερνητική πολιτική, πέραν κάποιων υπογραφών σε συλλογικά κείμενα καταγγελίας/διαμαρτυρίας τόσο ανώδυνα, που δεν θορυβούν πλέον κανέναν. Οι συμβάσεις εργασίας σπάνια ξεπερνούν τους 3 μήνες ενώ οι εργαζόμενοι ενημερώνονται συχνά την τελευταία μέρα πριν την λήξη για την ανανέωση ή όχι του συμβολαίου τους, αγωνιώντας μέχρι την τελευταία στιγμή για το αν θα έχουν δουλειά. Οι πολύμηνες καθυστερήσεις στις πληρωμές αποτελούν τη νόρμα ενώ πάρα πολλές οργανώσεις προβαίνουν σε μαζικές απολύσεις, συχνά εκδικητικές και στοχευμένες. Κάποιοι/ες εκ των απολυμένων θα επαναπροσληφθούν με νέα συμβόλαια με ακόμα χειρότερους όρους από πριν, σε ένα παιχνίδι περαιτέρω εκμετάλλευσης των εργαζομένων και υποβάθμισης των υπηρεσιών. Οι απαιτήσεις του υπουργείου για δημιουργία Μητρώου Οργανώσεων οδηγούν στο ουσιαστικό φακέλωμα των εργαζομένων, ενώ πρόσφατα στον τύπο έχουν κυκλοφορήσει και δημοσιεύματα για παρακολούθηση προσώπων που συνδέονται με το προσφυγικό (δικηγόροι, δημοσιογράφοι, εργαζόμενοι/ες).
Όσον αφορά τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες, μόλις ένα μήνα μετά την απόφαση ασύλου τους, σταματά κάθε υποστήριξη και καλούνται να αυτονομηθούν χωρίς το κράτος να έχει διαθέσει τους πόρους και τα μέσα για την ουσιαστική προετοιμασία τους (εκμάθηση της γλώσσας, διαμονή, έκδοση απαραίτητων εγγράφων) θέτοντας τους ανθρώπους αυτούς σε μια γκρίζα ζώνη χωρίς επιλογές. Μια αδιέξοδη κατάσταση έχει διαμορφωθεί για τους ανθρώπους των οποίων η αίτηση ασύλου έχει απορριφθεί, καθώς βρίσκονται σε ένα νομικό κενό και έναν φαύλο κύκλο χωρίς χαρτιά και δικαιώματα, υπό τον συνεχή φόβο της απέλασης, θύματα της εγκληματικής πολιτικής ασύλου της ΕΕ. Η πρόσβαση των προσφυγόπουλων στην εκπαίδευση συχνά προσκρούει στα ίδια ακριβώς προβλήματα που αντιμετωπίζουν και τα ντόπια παιδιά, δηλαδή την υποστελέχωση των σχολείων και τα προβλήματα στην μετακίνηση· μόνο που στην περίπτωση των προσφυγόπουλων, αυτά οδηγούν σε αποκλεισμό. Ακόμα πιο δύσκολα είναι τα πράγματα για τα ασυνόδευτα ανήλικα, με το κλείσιμο των ξενώνων και την απόλυση εξειδικευμένου προσωπικού και το πισωγύρισμα σε εγκληματικές πολιτικές όπως είναι η “προστατευτική φύλαξη” (=κράτηση). Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η «ένταξη» την οποία ευαγγελίζεται η κυβέρνηση στο κείμενο της Εθνικής Στρατηγικής για την Κοινωνική Ένταξη, μοιάζει να έρχεται από κάποιο άλλο σύμπαν. Ποια ένταξη μπορεί να υπάρξει για τους πρόσφυγες όταν η κυρίαρχη πολιτική για όλη την κοινωνία οδηγεί στην αποσάθρωση της υγείας, της παιδείας και της πρωτοφανούς αύξησης τόσο της ανεργίας όσο και της εντατικής εργασίας; Ίσως αυτό που εννοεί η κυβέρνηση σαν «ένταξη» να είναι η «χρήση» των ανθρώπων αυτών σαν ακόμη πιο φθηνό, χωρίς δικαιώματα και επιλογές εργατικό δυναμικό που θα κληθεί να ξελασπώσει τμήματα της οικονομίας πχ αγροτική παραγωγή, τουρισμό. Ολοένα και περισσότερο, οι πρόσφυγες γίνονται ο αποδιοπομπαίος τράγος, ο στόχος ενός διάχυτου ρατσισμού που υποδαυλίζεται από την ίδια την κυβέρνηση για να καλύψει δικές της αποτυχίες και για να συσπειρώσει το ακροατήριό της. Ένα τέτοιο κοινωνικό κλίμα της αποφέρει πολιτικά οφέλη και είναι ουσιαστικά λευκή επιταγή για να μπορεί να συμπεριφέρεται στους πρόσφυγες όπως θέλει, χωρίς συνέπειες –ταυτόχρονα, σπαταλά το χρήμα με αδιαφανή τρόπο (ρουσφέτια και “αρπαχτές”), αντί να αξιοποιηθούν τα όποια χρήματα για την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης ντόπιων και προσφύγων, σε καινοτόμα προγράμματα συμπερίληψης και συμμετοχής και στην επίσπευση των διαδικασιών ασύλου.
Όλα αυτά αποτελούν μια πραγματικότητα που όλοι εμείς, οι εργαζόμενοι στο προσφυγικό, γνωρίζουμε, καταλαβαίνουμε και αντιμετωπίζουμε κάθε μέρα. Γράφουμε αυτό το κείμενο για να καταγράψουμε την πραγματικότητα· μια πραγματικότητα που γνωρίζουμε καλά γιατί είμαστε εμείς που έχουμε πάει στην Σάμο, στην Λέσβο, στα νησιά, στα καμπ, στα διαμερίσματα, τους ξενώνες, τις δομές, τις υπηρεσίες. Είμαστε εμείς που ζούμε, δουλεύουμε, αγωνιούμε, παλεύουμε μαζί με τους πρόσφυγες ενάντια στην απαράδεκτη και άδικη μεταχείριση όλων μας. Έχουμε ζήσει τις υποσχέσεις αλλά και τις διαψεύσεις τους. Αρνούμαστε να είμαστε απλοί εκτελεστές γραφειοκρατικών αποφάσεων που λύνουν ένα πρόβλημα και δημιουργούν ταυτόχρονα άλλα δέκα, χωρίς να υπολογίζεται η γνώμη, οι γνώσεις και η εμπειρία μας. Γνωρίζουμε καλά πως χωρίς εμάς, τίποτα δε θα ήταν εφικτό. Αντιλαμβανόμαστε ότι η εργασία μας είναι άρρηκτα δεμένη με τις ζωές των προσφύγων και πως η καταστολή που σήμερα δοκιμάζεται στους πρόσφυγες αύριο θα αφορά όλους/ες. Βιώνουμε καθημερινά τα αδιέξοδα της υφιστάμενης διαχείρισης του προσφυγικού ζητήματος που πολλαπλασιάζει τα προβλήματα. Οι πολιτικές μη-ένταξης, οι χρόνιοι εγκλεισμοί, οι μεγάλες και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στις αποφάσεις, οδηγούν σε ακραία φαινόμενα τα οποία στη συνέχεια αξιοποιούνται με δόλο ώστε να συνεχίσουν να εφαρμόζονται απάνθρωπες πρακτικές. Ζούμε πρωτοφανείς παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπου δε τηρείται καν ούτε η νομοθεσία ούτε υπάρχουν ηθικές αναστολές εκ μέρους όσων εκτελούν τις αποφάσεις ή όσων σκοπίμως ή μη, παραμένουν αμέτοχοι. Αναγνωρίζουμε τη σημασία κάθε επιχειρησιακού σωματείου και κάθε συλλογικής προσπάθειας να ακουστεί η φωνή των εργαζομένων, ειδικά αυτών της πρώτης γραμμής – του πεδίου.
Ως εργαζόμενες/οι, αντιλαμβανόμαστε την συγκρότηση σε Κλαδικό Σωματείο ως το αναγκαίο επόμενο βήμα για τη συνέχιση και περαιτέρω οργάνωση του αγώνα που έως τώρα δίνονταν σε μικρότερη κλίμακα και σε μεμονωμένους χώρους δουλειάς. Επιδιώκουμε κάθε εργαζόμενος/η, σε οποιαδήποτε θέση και με οποιοδήποτε είδος σχέσης εργασίας να έχει λόγο και δικαίωμα συμμετοχής σε οτιδήποτε αφορά τόσο τις εργασιακές συνθήκες όσο και την γενικότερη διαχείριση του προσφυγικού – μεταναστευτικού ζητήματος. Με στόχο την προώθηση των αιτημάτων μας, συμμετέχουμε σε όλες τις βαθμίδες του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος και συνδιαμορφώνουμε κοινά πλαίσια πάλης με συναφή σωματεία και οργανώσεις/συλλογικότητες.
Καλούμε όλους τους συναδέλφους/ισσες να ενωθούν μαζί μας!
Καλούμε την κοινωνία να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να συμβαδίσει μαζί μας σε κοινούς αγώνες διεκδίκησης!».
Στοιχεία επικοινωνίας:
[email protected]
6988290422