Ο δημόσιος διάλογος σχετικά με την βραδυνή παρουσία εφήβων στην οδό Ικτίνου έληξε, τόσο αιφνίδια, όσο άνοιξε. Κατά τα φαινόμενα, οι μισοί από το πλήθος των νεαρών, μεταφέρθηκαν στην πλατεία της Ροτόντας, και οι άλλοι μισοί, επιμένουν κουβαλώντας απλώς τις ταυτότητες μαζί τους. Μια κλούβα της αστυνομίας που παρκάρει πίσω από το ιερό της Αγίας Σοφίας, μοιάζει με κινητή μονάδα άστεγων αστυνομικών, που δεν έχουν που αλλού να περάσουν την νύχτα τους. Όσοι κατήγγειλαν ναρκωτικά, ξυλοδαρμούς μέχρι και σκοτεινές υποθέσεις δολοφονιών αποσύρθηκαν, μαζί με την «ηθική» τους, αφού, προφανώς, οι… περίλυποι ναρκέμποροι αυτοκτόνησαν από έλλειψη πελατείας. Οι…δολοφονίες παρέμειναν ανεξιχνίαστες, όπως και άλλοι θρύλοι της πόλης. Όσοι διέσπειραν τις σχετικές φήμες μπορουν να απολαύσουν τους ξηρούς καρπούς των κόπων τους με κοκτέιλ. Οι γέροντες του κέντρου ξαναέμειναν μόνοι και φοβισμένοι σαν τους γέρους των απομακρυσμένων χωριών της μεθορίου. Με σαφείς διαφορές φυσικά στην ποιότητα της βουβαμάρας που τους πλακώνει.
Πάντως, η ταχύτητα με την οποία η κατάσταση εξελίχθηκε και, επειδή δεν μπορώ να δεχθώ ότι μια κλούβα νυσταγμένων αστυνομικών έλυσε το «θέμα» -αν ήταν έτσι θα είχαν λυθεί και άλλα σχετικά ζητήματα-, είπα να αρχίσω τις ερωτήσεις σχετικά με το τι συνέβη. Από τις απαντήσεις που έπαιρνα έμενα ανικανοποίητος μέχρι που, φίλος, λάτρης της λογοτεχνίας, μου έλυσε τις απορίες, παρότι αρχικά νόμιζα ότι αστειευόταν με την απάντησή του. «Άκου» μου είπε. «Το πρόβλημα το έλυσε εδώ και τρία χρόνια ένας ψυχίατρος από την Θεσσαλονίκη γράφοντας ένα μυθιστόρημα. Όπως ξέρεις η λογοτεχνία πρέπει να κοιτάει μπροστά, υποκρινόμενη πάντα ότι μιλά για πράγματα που μοιάζουν για καθαρές φαντασιοκοπίες». Και μου έδωσε το μυθιστόρημα του ψυχιάτρου Μόδη Γούναρη με τίτλο «Οι εχθροί της χαράς»* (εκδόσεις Πανοπτικόν) με τσακισμένη την εκατοστή τεσσαρακοστή τρίτη σελίδα του. Διαβάζοντας πληροφορήθηκα ότι η φαντασία του συγγραφέα είχε προοικονομήσει και το πρόβλημα και τη λύση, η οποία καθίσταται προφανές ότι εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην πόλη που ο συγγραφέας ζει. Τιμής ένεκεν, που λένε. Δεν ξέρω αν πήρε και ποσοστά, πράγμα που δεν νομίζω καθότι τον γνωρίζω και, δεν είδα καμμιά βελτίωση των οικονομικών του, εκτός και υποδύεται ακόμη τον πενόμενο και ασυμβίβαστο μέχρι να ξεχαστεί η υπόθεση και κατόπιν να απολαύσει κι αυτός τους ξηρούς καρπούς των κόπων του στην Ικτίνου.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Μόδη Γούναρη μια εταιρεία, παντελώς ανύπαρκτη πριν τρία χρόνια, αλλά απολύτως υπαρκτή σήμερα, κατασκεύασε ένα μηχάνημα εφοδιασμένο με μεγάφωνο, το οποίο εκπέμπει υπέρηχους που ακούνε μόνο οι έφηβοι και λειτουργεί απωθητικά, καλύτερα από τον πιο νταγλαρά ματατζή. Η περιγραφή μάλιστα που κάνει ο ήρωας με το χαρακτηριστικό όνομα Θανάσης Ωφελιμιάδης, καθιστά τον συγγραφέα ύποπτο, τουλάχιστον μαντικών ικανοτήτων.
Ο Ωφελιμιάδης λοιπόν εξηγεί σε ένα σκεπτικιστή φίλο του: «… Κοίτα, αυτοί οι μάγκες θέλουν να προωθήσουν αυτή τη συσκευή σε διάφορα μαγαζιά και υπηρεσίες ή και σε ιδιώτες ακόμη που στεγάζονται σε μεγάλους ανοιχτούς ή στεγασμένους χώρους και θέλουν να διώξουν τον νεαρόκοσμο. Πιο συγκεκριμένα, ξέρεις ότι πολλά εφηβάκια κυρίως των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων πάνε και μαζεύονται στους διαδρόμους των εμπορικών κέντρων ή έξω από μαγαζιά διασκέδασης ή ακόμα και σε κλιμακοστάσια πολυκατοικιών. Εκεί μ’ ένα κουτάκι μπύρα μπορούν να κάτσουν με τις ώρες και να σαχλαμαρίζουν, περνώντας την ώρας τους. Αφενός λοιπόν είναι φύρα για τους εμπόρους και αφετέρου ενοχλούν με τις φωνές τους ή τα χαζοπαιχνίδια τους που μερικές φορές εδώ που τα λέμε μπορεί να κινούνται σε τελείως αντικοινωνική κατεύθυνση. Αυτή η συσκευή λοιπόν εκπέμποντας τους υπέρηχους θα τους απωθεί γιατί, έστω κι αν δεν είναι αντιληπτοί από μεγαλύτερους ανθρώπους θα τους δημιουργεί έναν ανυπόφορο βόμβο. Καταλαβαίνεις; Θα ναι κάτι σαν εφηβοαπωθητικό, θα διώνει τους πιστσιρικάδες που μπορεί όπως είπαμε να’ χουν αντικοινωνικές συμπεριφορές». Γέλασε ο Ωφελιμιάδης και συνέχισε: «η τεχνολογία στην υπηρεσία της τάξης και της ομαλότητας…»
Ο ήρωας, με τον οποίο συνομιλεί ο Ωφελιμιάδης στο μυθιστόρημα, καθότι ιδεαλιστής, απορρίπτει την ιδέα ως απαράδεκτη αλλά, τα επιχειρήματά του ποσώς μας ενδιαφέρουν. Αυτό δα έλειπε να ακούμε και τους άλλους. Η ιδέα, είναι σούπερ ντούπερ και, φυσικά, δεν έμεινε ανεκμετάλλευτη. Η εταιρεία, για να τιμήσει τον συγγραφέα, εφάρμοσε την ιδέα του στην πόλη του. Συμπτωματικώς, ακόμη και ο εκδοτικός με την ονομασία «Πανοπτικόν», παραπέμπει πέραν πάσης αμφιβολίας, στην αναγκαιότητα να μετατραπούν ολόκληρες οι πόλεις και όχι μόνο οι πλατείες, σε κανονικό Πανοπτικό σύστημα, όπως ο Τζέρεμυ Μπένθαμ το είχε φανταστεί, με τα σέα και τα μέα του. Όλα αυτά δεν είναι τυχαία. Θαρρώ ότι απάντησα σε όλα τα ερωτήματα για το θέμα και κυρίως έδωσα λύση εφόσον βρεθούμε ποτέ μπροστά σε ανάλογο πρόβλημα. Ο μόνος φόβος που με διατρέχει είναι ένας. Μπας κι αυτοί οι δαιμονικοί πιτσιρικάδες εφεύρουν άλλο μηχάνημα, για να βομβαρδίζουν με ανυπόφορους βόμβους τους σαράντα και άνω που πίνουν κοκτέηλς στις καφετέριες των πλατειών, κάτι σαν αόρατο στυλολέηζερ, και τότε, το πλήγμα σε τούτη την παραγωγική διαδικασία θα είναι αγιάτρευτο. Μπορεί να εξαφανιστούν όλα τα τραπεζοκαθίσματα. Εκτός και αυτός ήταν ο βαθύτερος στόχος του Μόδη Γούναρη. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος με τους ψυχίατρους.
* Ο δημοσιογράφος του ρ/σ “Στο Κόκκινο 93,4” Απόστολος Λυκεσάς αρθρογραφεί καθημερινά στο alterthess.gr. Ακούστε ζωντανά στο “Κόκκινο 93,4” την εκπομπή “Ορθά- Κοφτά” με τον Απόστολο Λυκεσά Δευτέρα- Παρασκευή 11:00-12:00. Επικοινωνία με τον Απόστολο Λυκεσά στο [email protected].
