in

Η Βραζιλία που είναι με τον Μπολσονάρο. Του Raúl Zibechi

Μετάφραση: Καλλιόπη Ράπτη, πηγή: Comune-info.net

Το 43% που συγκέντρωσε ο πρόεδρος Ζαΐρ Μπολσονάρο την Κυριακή 2 Οκτωβρίου δεν επιτρέπει απλοϊκές εξηγήσεις. Μετά από τέσσερα χρόνια αντιδημοκρατικών καταχρήσεων, φλερτ με την ανάμνηση του πραξικοπήματος του 1964, απειλών προς το δικαστικό σώμα, το κοινοβούλιο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης και μετά από μια τρομακτική διαχείριση της πανδημίας, που στοίχισε τη ζωή σε 700.000 Βραζιλιάνους, το αποτέλεσμα που προέκυψε είναι ένα χαστούκι σε όλους όσοι τοποθετούνται ενάντια στην ακροδεξιά.

Το να καταλάβουμε τι συνέβη, τους λόγους για τους οποίους ο μπολσοναρισμός είναι τόσο ριζωμένος στην κοινωνία, σημαίνει ότι δεν πρέπει να αρκεστούμε στις παραδοσιακές δικαιολογίες που αποδίδουν τις ήττες του προοδευτισμού και της αριστεράς στον ρόλο των μεγάλων μμε. Σε αυτήν την περίπτωση, πολλά από τα μεγάλα μμε τάχθηκαν κατά του Μπολσονάρο, όπως έκαναν τα Rede Globo, Folha de São Paulo και άλλα, παρόλο που ο μπολσοναρισμός είχε ως συμμάχους ένα μέρος των ισχυρών μμε των ευαγγελικών.

«Σε ολόκληρη την επικράτεια της Βραζιλίας είδαμε τη φρενήρη  ανάπτυξη ή την επιβεβαίωση μιας ευρείας και φαινομενικά σταθερής βάσης που ταλαντεύεται μεταξύ της δεξιάς και της ακροδεξιάς», λέει ο Βραζιλιάνος δημοσιογράφος Eric Nepomuceno (βλ. το άρθρο του: «Una victoria de Bolsonaro y la ultraderecha » ). Εάν ο Lula da Silva κερδίσει στον δεύτερο γύρο, ο ηγέτης του PT (Εργατικό Κόμμα) θα πρέπει να κυβερνήσει κόντρα στο ρεύμα, από τη στιγμή που η πλειοψηφία του Κογκρέσου και οι περισσότεροι κυβερνήτες είναι υποστηρικτές του Μπολσονάρο.

Ιδεολογία και οικονομία

Ο Róber Iturriet Avila, οικονομολόγος και καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων του Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου του Rio Grande do Sul, σε μια πρόσφατη δημοσίευση του Πανεπιστημίου Vale do Rio dos Sinos υποστηρίζει ότι «η ακροδεξιά είναι πολύ πιο ριζωμένη και πολύ ισχυρότερη από όσο πιστεύαμε. Ενισχύεται από επιχειρηματίες, παραγωγούς αγροτικών προϊόντων και διεθνείς οργανισμούς και έχει λάβει μια διάσταση χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της Βραζιλίας» (Instituto Humanitas Unisinos, 3-X-22).

Για τον οικονομολόγο, οι σημερινοί μπολσοναριστές «είναι οι ίδιοι που αντιτάχθηκαν στον Getúlio Vargas και τον Juscelino Kubitschek τη δεκαετία του 1950 και στον João Goulart τη δεκαετία του 1960», και έχουν αρκετή δύναμη για να σταματήσουν τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, συνεχίζοντας να «απειλούν τους δημοκρατικούς θεσμούς, ακόμα κι αν ο Lula κερδίσει στον δεύτερο γύρο». Ο Róber Iturriet Avila εφιστά την προσοχή στις  ριζοσπαστικοποιημένες ακροδεξιές ομάδες που επιδιώκουν να διαλύσουν το δημοκρατικό θεσμικό σύστημα του 1985 και το Σύνταγμα του 1988, τα οποία οδήγησαν στην διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων και των δημόσιων υπηρεσιών.

Αυτό το είδος ανάλυσης επισημαίνει τις συντηρητικές ιδεολογίες και αξίες, καθώς και τον αντι-ορθολογισμό της ακροδεξιάς. Όμως, αμέσως μετά, ο Iturriet Avila αναγνωρίζει ότι «ο πρωτογενής τομέας αποκόμισε κέρδη με την κυβέρνηση Μπολσονάρο» και ότι «υπήρξε αύξηση των πολιτικών της μεταφοράς του εισοδήματος» προς τα λαϊκά στρώματα, παρόλο που η μεσαία τάξη έχει χάσει στο επίπεδο της αγοραστικής της δύναμης και της πρόσβασης σε υποβαθμισμένες υπηρεσίες όπως η εκπαίδευση. Τους τελευταίους δύο μήνες σημειώθηκε βελτίωση της οικονομίας και η κυβέρνηση αποφάσισε μια μείωση της τιμής των καυσίμων κατά 40% μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων.

Στην πραγματικότητα, ο λόγος του Μπολσονάρο ενάντια στον κομμουνισμό και το Εργατικό Κόμμα, οι συντηρητικές αξίες όπως «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» και η απόρριψη μιας υποτιθέμενης ιδεολογίας του φύλου δεν θα αρκούσαν από μόνα τους για να συγκεντρώσει 50 εκατομμύρια ψήφους. Από την άλλη πλευρά, η πολυθρύλητη καταπολέμηση της διαφθοράς αποδείχθηκε ψευδής, καθώς οι ακροδεξιοί ψηφοφόροι έκαναν τα στραβά μάτια για την κυβερνητική διαφθορά. Πράγματι, παρέβλεψαν τα σκάνδαλα που συγκλονίζουν το κλαν Μπολσονάρο, από την παράτυπη αγορά ακινήτων έως τη συνωμοσία ενός από τους γιους του με τους δολοφόνους της Μαριέλ Φράνκο, μεταξύ άλλων.

Αυτό που λειτούργησε υπέρ του μπολσοναρισμού ήταν η πόλωση, η οποία εδραιώθηκε στο Παλάτι Planalto (έδρα της προεδρίας της δημοκρατίας) το 2018. Όλες οι αναλύσεις υποστηρίζουν ότι το φαινόμενο αυτό έχει ενταθεί στη Βραζιλία, όπως αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα της Κυριακής, με την ήττα του λεγόμενου τρίτου δρόμου και την πρακτική εξαφάνιση του PSDB (Βραζιλιάνικο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) του Fernando Henrique Cardoso.

Ανισότητα και μίσος για τους φτωχούς

Οι αγορές καλωσόρισαν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου με μια άνοδο σχεδόν 5% στο χρηματιστήριο του Σάο Πάολο και πτώση 4 μονάδων στη συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου. Και οι δύο αυτές τιμές είναι οι υψηλότερες μεταξύ αυτών που έχουν καταγραφεί σε αυτές τις περιοχές εδώ και πολύ καιρό και, σύμφωνα με την αρθρογράφο της O Globo, Miriam Leitão, οι μεγαλοεπιχειρηματίες γιορτάζουν το γεγονός ότι «ο Lula θα αναγκαστεί να οδεύσει προς το κέντρο» (O Globe, 3-X -22). Για το μεγάλο κεφάλαιο, δεν αρκεί η αυξανόμενη μετριοπάθεια που επέδειξε ο Lula αναθέτοντας την αντιπροεδρία σε έναν υπερασπιστή του νεοφιλελευθερισμού, όπως ο Geraldo Alckmin.

Είναι προφανές ότι ένα σημαντικό μέρος της βραζιλιάνικης κοινωνίας απορρίπτει την αριστερά, την οποία θεωρεί ως τη μόνη διεφθαρμένη δύναμη, ενώ ταυτόχρονα λατρεύει τους στρατιωτικούς και την αμφιλεγόμενη στρατιωτική αστυνομία. Αλλά υπάρχει επίσης ένα αυξανόμενο μίσος για τους φτωχούς, ειδικά τον μαύρο πληθυσμό και τους κατοίκους των φαβέλας. «Από τότε που υπερασπίστηκε την αστυνομική βία στις φαβέλες, ο Κυβερνήτης Cláudio Castro ανέβηκε στις δημοσκοπήσεις», παρατηρεί ο Timo Bartholl, γεωγράφος και καθηγητής στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Fluminense.

Ο καθηγητής Δικαίου  Ricardo Evandro Santos Martins βεβαιώνει ότι «αυτό που σκανδαλίζει τους μπολσοναριστές, ανεξάρτητα από το χριστοφασιστικό ηθικολογικό μοντέλο τους, είναι η μείωση της κοινωνικής ανισότητας, η φρίκη της παρουσίας των φτωχότερων τάξεων σε χώρους που προηγουμένως ανήκαν  μόνο στους προνομιούχους (από αεροδρόμια μέχρι πανεπιστήμια ). Πρόκειται για μια αληθινή απόρριψη των φτωχών, μια φοβία» (Instituto Humanitas Unisinos, 3-X-22).

Ρίο, καθρέφτης της Βραζιλίας

Η ανάγκη να διατηρηθούν οι κοινωνικές και οικονομικές διακρίσεις που σχετίζονται με το φυλετικό απαρτχάιντ φαίνεται να συμβαδίζει με την πλήρη υπεράσπιση της βίας από κατασταλτικούς μηχανισμούς όπως η Στρατιωτική Αστυνομία. Τα αποτελέσματα στο Ρίο ντε Τζανέιρο, μια από τις πιο βίαιες πόλεις της ηπείρου, οφείλονται σε αυτόν τον φυλετικό και ταξικό διαχωρισμό. Σχεδόν το 60% των ψήφων για την επιλογή κυβερνήτη πήγε στον Castro, σύμμαχο του Μπολσονάρο και διάδοχο του κυβερνήτη Wilson Witzel, ο οποίος απομακρύνθηκε κατηγορούμενος για διαφθορά την πρώτη επέτειο του διορισμού του.

Είναι πιθανό η πολιτεία του Ρίο και η ίδια η πόλη να είναι ο καθρέφτης της νέας Βραζιλίας που σιγοβράζει από το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας. Ο κοινωνιολόγος José Cláudio Alves, ο οποίος μελετά τις  παρα-αστυνομικές ομάδες, υποστηρίζει ότι οι σημερινές πολιτοφυλακές Carioca είναι κληρονόμοι των ταγμάτων θανάτου. Αναφέρει ότι «Πέντε δεκαετίες ομάδων εξόντωσης είχαν ως αποτέλεσμα το 70% των ψήφων υπέρ του  Μπολσονάρο στην Baixada Fluminense».

Η Baixada είναι το τεράστιο προάστιο του Ρίο με πληθυσμό 4 εκατομμυρίων ανθρώπων, που ζουν σε γειτονιές υπνωτήρια, με σοβαρά προβλήματα όσον αφορά τη στέγαση, τις υγειονομικές υπηρεσίες και  την εκπαίδευση. Οι πολιτοφυλακές ελέγχουν ήδη τουλάχιστον το 57% της επικράτειας του Ρίο, κάτι που ισοδυναμεί με σχεδόν 6 εκατομμύρια ανθρώπους στο έλεος των παραστρατιωτικών οργανώσεων, σύμφωνα με έρευνα της Ομάδας Μελέτης του Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου Fluminense και του Παρατηρητηρίου της Μητρόπολης του Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου του Ρίο ντε Τζανέιρο για τις νέες μορφές Νομιμότητας.

Για το λόγο αυτό, ο Alves υποστηρίζει ότι «στο Ρίο ντε Τζανέιρο η πολιτοφυλακή δεν είναι παράλληλη δύναμη. Είναι το Κράτος» (Público, 28-I-19). «Ο δολοφόνος νομιμοποιείται, ο πολιτοφύλακας νομιμοποιείται. Έχει άμεσες σχέσεις με το Κράτος. Είναι ο πράκτορας του Κράτους. Είναι το Κράτος. Μη μου λέτε λοιπόν ότι υπάρχει απουσία του Κράτους. Είναι το Κράτος που καθορίζει ποιος θα χειριστεί τον στρατιωτικοποιημένο έλεγχο και την ασφάλεια στην περιοχή αυτή». Εν ολίγοις, ο πολιτοφύλακας μπορεί να είναι βουλευτής, δήμαρχος ή υπουργός Περιβάλλοντος.

Αυτό το Κράτος πολιτοφυλακή ή παραστρατιωτικό κράτος, παρόμοιο, ίσως, με εκείνο που διαχειρίζεται και υποστηρίζεται από τον Álvaro Uribe στην Κολομβία, φαίνεται να είναι το μοντέλο που επεκτείνουν οι μπολσοναριστές σε ολόκληρη τη χώρα ως τρόπο για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, με την υποστήριξη ευρέων τομέων του επιχειρηματικού κόσμου και των ενόπλων δυνάμεων.

Μια ικανοποιητική σύνθεση προσφέρει ο κοινωνιολόγος José de Souza Martins, για τον οποίο η Βραζιλία έχει πάψει να είναι μια αναδυόμενη καπιταλιστική χώρα και έχει επιστρέψει σε έναν υποτελή και εξαρτημένο ρόλο: «Κομματικοποιημένη αλλά όχι πολιτικοποιημένη, η Βραζιλία είναι ιστορικά και πολιτικά μια χώρα προσανατολισμένη προς τη δεξιά, όπου η αριστερά ήταν πάντα μειοψηφία» (Instituto Humanitas Unisinos, 4-X-22). Και καταλήγει: «Εδώ η επιλογή δεν είναι ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά όπως στην Ευρώπη, αλλά ανάμεσα σε περισσότερη δεξιά και λιγότερη δεξιά».

πηγή:https://comune-info.net/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τι δουλειά έχει ο δημοσιογράφος στο ρεπορτάζ;

ΕΣΔΕΠ: Αναφορά στην Εισαγγελία για τα περιστατικά αστυνομικής βίας στο ΑΠΘ