Στις 6 Σεπτεμβρίου του 2012, ένα καράβι γεμάτο ανθρώπους, πρόσφυγες από Συρία, το Ιράκ και την Παλαιστίνη εξόκειλε στα ανοιχτά της Σμύρνης καθ’οδόν προς την Σάμο, από ότι φαίνεται. Στο ναυάγιο πνίγηκαν 61 άνθρωποι, ανάμεσά τους 31 παιδιά. Με δεδομένο ότι οι χώρες προέλευσης ήταν κυρίως το Ιράκ και η Συρία, χώρες δηλαδή σε εμφύλιο πόλεμο, αν έπρεπε να προσδιορίσει κανείς την ιδιότητα των θυμάτων μάλλον το ορθό θα ήταν “πρόσφυγες”. Είναι μια επιλογή λέξης που δεν δυσκολεύτηκαν να κάνουν οι περισσότερες Αγγλικές π.χ. εφημερίδες, ούτεΡωσικά και Τουρκικά μίντια. Τούτου δοθέντος, εντύπωση προκαλεί πως στην περίπτωση των πνιγμένων στην Λαμπεντούσα τα Νέα αποφάσισαν να μην εστιάσουν στο νομικό καθεστώς της μη-εισόδου των νεκρών στην Ιταλία, αντίθετα με την πρώτη αντίδραση της εφημερίδας στα νέα από την Τουρκία.
Δεν είναι φυσικά μόνο αυτό. Παρότι η περσινή τραγωδία της Σμύρνης ήταν μικρότερη από την πρόσφατη στην Ιταλία, ήταν εξαιρετικά μεγάλης κλίμακας και ακόμα και σήμερα συγκαταλέγεται στα μεγαλύτερα σε αριθμό θυμάτων προσφυγικά ναυάγια. Κι όμως: μια ματιά στα πρωτοσέλιδα εκείνων των ημερών δείχνει πως μόνο στην Καθημερινή και στην Αυγή το θέμα παίζει στο πρωτοσέλιδο.
Αλλά και η ίδια η κάλυψη είναι αποκαλυπτική. Ενώ στην Ιταλία η τραγωδία αντιμετωπίζεται σαν τραγωδία πρώτα από όλα για τα ίδια τα θύματά της και οι κάτοικοι της Λαμπεντούσα, που έχουν σίγουρα δει εξίσου πολλούς μετανάστες να περνάνε με το μέσο Ελληνικό παραμεθόριο νησί, αποδοκιμάζουν τον Λέττα και τον Μπαρόσο επειδή αφήνουν το θανατικό να συνεχίζεται και έχουν την ευθύνη για τις ψυχές που χάνονται, εδώ, πέρυσι, η έμφαση ήταν αλλού. Στο ίδιο ρεπορτάζ που αναφέρεται η τραγωδία (στην Καθημερινή, που κράτησε από τις προσεκτικότερες στάσεις σε αυτά τα θέματα από όλο τον αστικό τύπο – αλλού είναι πολύ χειρότερα), οι Σύριοι (νεκροί και επιζώντες) αποκαλούνται “παράνομοι μετανάστες” (παράνομοι και στο επέκεινα, άραγε;), το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από την τραγωδία είναι πως “επιβεβαιώνει με τον πιο δραματικό τρόπο, ότι μετά την ενίσχυση της αστυνόμευσης στον Έβρο, καταγράφεται αύξηση της ροής παράνομων μεταναστών προς τα νησιά” και μνημονεύεται ο Δήμαρχος Λέρου που “απέστειλε επιστολή στον υπουργό Δημόσιας Τάξης κ. Νίκο Δένδια, στην οποία αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «τις τελευταίες ημέρες γίναμε ξανά μέρος του προβλήματος άφιξης παράνομων μεταναστών και στο νησί της Λέρου»”. Στη συνέχεια ο δήμαρχος εξεγείρεται για το “στίγμα” της παρουσίας κέντρου μεταναστών στο νησί.
Αντίθετα, η δήμαρχος της Λαμπεντούσα είχε από την αρχή της θητείας της, πέρυσι τον Νοέμβριο, επ’ αφορμή 11 πνιγμών μεταναστών εκφράσει με μια συγκλονιστική ανοιχτή επιστολή της την οργή της για το μακελειό του Φρουρίου Ευρώπη:
“Εξοργίζομαι με την φυσιολογικότητα που μοιάζει να έχει εξαπλωθεί παντού σαν επιδημία. Σκανδαλίζομαι με την σιωπή μιας Ευρώπης που μόλις έχει λάβει το Νόμπελ Ειρήνης και παρόλα αυτά στέκει σιωπηλή μπροστά σε μια σφαγή που έχει την κλίμακα ενός πραγματικού πολέμου. Πείθομαι όλο και περισσότερο πως η Ευρωπαϊκή πολιτική για τη μετανάστευση θεωρεί αυτή την θυσία ανθρώπινων ζωών έναν τρόπο για να περιορίσει τις ροές ανθρώπων, ή μια μέθοδο αποτροπής τους. Αλλά αν για τους ανθρώπους αυτούς, το ταξίδι σε τούτα τα καράβια παραμένει η μόνη δυνατότητα για να ελπίσουν, πιστεύω πως ο θάνατός τους στα κύματα θα πρέπει να είναι ένας λόγος για την Ευρώπη να νιώσει ντροπιασμένη και ατιμασμένη… Όλοι θα πρέπει να μάθουν πως είναι η Λαμπεντούσα με τους κατοίκους της, και τις μονάδες που αφιερώνει για να προσφέρει βοήθεια και φιλοξενία που προσφέρει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια στον κόσμο αυτό, που προσφέρει αξιοπρέπεια στην χώρα μας και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αν λοιπόν οι άνθρωποι αυτοί είναι απλά δικοί μας, θέλω να λάβω συλλυπητήρια τηλεγραφήματα για καθέναν από τους πνιγμένους που μου έχει παραδοθεί. Σαν να είχαν λευκό δέρμα, σαν να ήταν καθένας τους το παιδί κάποιου που πνίγηκε στις διακοπές του”
Η Λαμπεντούσα είναι ένα νησί με 6000 κατοίκους, που ζει και αυτό από τον τουρισμό. Αυτό δεν έχει εμποδίσει τους κατοίκους να δείχνουν την αλληλεγγύη τους στους πρόσφυγες με κάθε τρόπο, εδώ και καιρό, την ώρα που το νησί τους βρίσκεται στο μάτι του μεταναστευτικού κυκλώνα. Παρότι η Λέγκα του Βορρά προσπάθησε να κάνει το νησί θέατρο τρόμου , οι ίδιοι οι κάτοικοι αντιστάθηκαν και αντιστέκονται. Συνειδητοποίησαν πως η μη-μετατροπή του νησιού τους σε Μεσογειακό Αλκατράζ περνάει από την αλληλεγγύη στους συλληφθέντες και έσπευσαν όταν δραπέτευσαν και έκαναν πορεία στους δρόμους του νησιού κάποιοι από τους μετανάστες, να τους χειροκροτήσουν και να δηλώσουν την αλληλεγγύη τους.
Μετανάστευση και ξενοφοβία
Προφανώς τα πράγματα δεν είναι ειδυλλιακά και εκεί, αλλά ο τόνος που αναδύεται από τους κατοίκους (εν αντιθέσει με τους φασίστες της Λέγκα π.χ.) είναι δραματικά διαφορετικός από τον κυρίαρχο στην Ελλάδα (με σημαντικές εξαιρέσεις, σε νησιά): μοιάζει να υπάρχει συλλογικά η συνείδηση πως το πρόβλημα ξεκινά από πάνω, ο αντίπαλος δεν είναι ο είλωτας που θα φτάσει ικέτης στο νησί τους, αλλά η ίδια η πολιτική της ΕΕ, οι ίδιες οι ανισότητες του παγκόσμιου συστήματος. Στην Ελλάδα υπάρχει η μαζική παρανόηση ότι είναι δυνατόν να γίνεται πόλεμος στη γειτονιά μας και να ξεσπούν εμφύλιοι, να έχουμε συνυπογράψει οδηγία της ΕΕ που καθιστά την χώρα μας φράχτη και στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών, να έχει ταυτόχρονα στηριχθεί όλη η αναζωογονημένη αγροτική οικονομία του ευρωπαϊκού νότου σε μια ντε φάκτο “μετα-δουλοκτησία” μεταναστών, και να αποδίδουμε την κατά συρροή έλευση των κατεστραμμένων και την απόγνωσή τους σε σχέδιο “ισλαμικής αποσταθεροποίησης”, σε μπίλντερμπεργκ, σε ανθελληνισμό, σε εβραϊκή συνωμοσία και σε εξωγήινους.
Δεν είναι Ελληνική ιδιαιτερότητα φυσικά η ξενοφοβία: τα τεράστια μεταναστευτικά ρεύματα που συνέρρευσαν στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες, προϊόν της φτώχειας και των ανισοτήτων του Τρίτου Κόσμου που επιτάθηκε με την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, οι καταστροφικές, ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές επεμβάσεις της Δύσης, η νέα παγκοσμιοποιημένη πολιτική οικονομία της φτηνής εργασίας και η γεωπολιτική αποσταθεροποίηση που σήμανε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, έχουν δημιουργήσει ιστορικής διάστασης ανθρώπινες ροές από τον – πάλαι ποτέ- Δεύτερο και Τρίτο στον Ανεπτυγμένο Κόσμο. Η ένταση του ρατσιστικού φαινομένου ποικίλλει, αλλά παντού αποτελεί ατμομηχανή ανάδειξης και ενίσχυσης μιας σκληρής ξενοφοβικής δεξιάς – της μαζικότερης από την εποχή του μεσοπολέμου – από την Ιταλία μέχρι την Φινλανδία και από την Νορβηγία μέχρι την Ελλάδα.
Η Ελληνική εμπειρία
Πέρα από τα παγκοσμίως ισχύοντα που αναφέραμε παραπάνω, η θεσμική προετοιμασία της Ελλάδος για τέτοιας πυκνότητας μεταναστευτικά ρεύματα, ο καπιταλισμός της αρπαχτής και της κομπίνας, η σύμπτωση της έλευσης των μεταναστών με την άνοδο της ηγεμονίας της πιο καταναλωτικής και ατομικιστικής δεξιάς του λάιφσταϊλ στην Ελληνική κοινωνία εναλλάξ με τον Χριστόδουλο και τον υπερεθνικισμό, ήρθε και έδεσε: Η σύγχρονη δεξιά πολιτισμική ηγεμονία στηρίζεται σε ένα κράμα εμμονικού ατομικισμού και μίσους για τον κατάλληλα προσδιορισμένο Άλλο, οπότε η κάθοδος των μεταναστών έκατσε ταμάμ στο νεοφιλελεύθερο σχέδιο μετασχηματισμού της Ελληνικής κοινωνίας, προσφέροντας (όπως παντού στον ένα ή τον άλλο βαθμό) το φτηνό εργατικό δυναμικό που θα άλλαζε την αξία της εργασίας στην χώρα, αλλά και τον προφανή και πολιτισμικά έτοιμο και προετοιμάσιμο αποδιοπομπαίο τράγο για τα, όλο και διευρυνόμενα, στρώματα πληθυσμού που έμεναν με όλο και λιγότερα στην νέα μεταψυχροπολεμική ανακατανομή πλούτου προς τα πάνω. Η εγκληματικότητα από πρόβλημα δημόσιας τάξης έγινε φυλετικό γνώρισμα, παρότι η συντριπτική πλειονότητα των μεταναστών ήταν μάλλον φιλήσυχοι και προσπαθούσαν να επιβιώσουν νόμιμα, η εγκληματική δράση ορισμένων γινόταν μέσα από τα ΜΜΕ στοιχείο συλλογικής εθνικής ευθύνης.
Ο μετανάστης χρησιμοποιήθηκε από το σύστημα των Μέσων Ενημέρωσης και το πολιτικό προσωπικό ως (ένα) εργαλείο πολιτισμικής εξαχρείωσης: μέσω του φόβου για τον μετανάστη προωθήθηκε στη Ελληνική κοινωνία το μίσος και την καχυποψία για τον άλλο, τον διαφορετικό, έγινε αποδεκτή η εργασιακή υπερεκμετάλλευση, η σκοπιά του εργοδότη έγινε η σκοπιά του “Έλληνα”, ενθαρρύνθηκε η απανθρωπιά και εγκαταστάθηκαν, όχι πρωτόγνωρα, αλλά πάντως σε πρωτοφανή βαθμό και ένταση, ρατσιστικά στερεότυπα. Η απαξίωση της ζωής του χειρώνακτα εργάτη έγινε πιο εύκολη όταν ταυτίστηκε από τα ΜΜΕ με τον ξένο εργάτη, παρότι παράλληλα εξέπιπταν και οι προστασίες και για την ανειδίκευτη χειρωνακτική εργασία και των Ελλήνων μαζί τους.
Κατασκευάζοντας τον νέο αποδιοπομπαίο τράγο ουσιαστικά δημιουργούσαν θύλακες έκπτωσης από την ανθρώπινη ιδιότητα λόγω της “ιδιαίτερης” υποτίθεται φύσης τους: είτε αυτές αφορούσαν τις γυναίκες από την Ανατολική Ευρώπη που έπεφταν στα χέρια του τράφικινγκ, των νταβατζήδων και των πελατών, είτε τους Αλβανούς και Πακιστανούς οικοδόμους που έπεφταν νεκροί ή σακατεμένοι στα εργοτάξια θανάτου των ολυμπιακών έργων και της οικοδομικής φούσκας, είτε τους εργάτες γης που απογυμνώθηκαν από κάθε ανθρώπινη ιδιότητα σε ένα νέο καθεστώς σκλάβου. Αυτές οι συμπεριφορές κανονικοποιήθηκαν και γενικεύθηκαν σιγά-σιγά: ο μνημονιακός κανιβαλισμός της στρατηγικής του δημόσιου εξευτελισμού όλο και περισσότερων κοινωνικών ομάδων και της καλλιέργειας της εμπάθειας και της εχθρότητας της μιας κοινωνικής κατηγορίας εναντίον της άλλης προετοιμάσθηκε στις πλάτες των μεταναστών, το μίσος προς τους οποίους αποτέλεσε μαθητεία στην εκ των άνωθεν καθαγιασμένη αγριότητα για μια ολόκληρη κοινωνία, ήδη ξαναμμένη από τη μέθη της καινοφανούς καταναλωτικής φρενίτιδας που έφερε ο κόσμος της ιδιωτικής τηλεόρασης και των φθηνών δανείων μετά, διεγερμένη από τον εθνικιστικό κατακλυσμό της διάλυσης της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας και ναρκωμένη από το όπιο του “τέλους των ιδεολογιών”.
Όλο αυτό το άθλιο μείγμα τράφηκε σε ένα τηλεοπτικό περιβάλλον όπου ο Κωνσταντίνος Πλεύρης δίδασκε “Iστορία”, ο Άδωνις Γεωργιάδης “Ελληνικά” και ο Δημοσθένης Λιακόπουλος “Ανθρωπολογία”. Ο παρανοϊκός – συνωμοσιολογικός τρόπος σκέψης ήταν στον πυρήνα της ανάπτυξής του μισανθρωπικού ατομικισμού και υποκατέστησε και υπονόμευσε κάθε κριτική σκέψη. Η επικράτηση σε πιο “υψηλό” επίπεδο μιας σχολής που ανήγαγε την ποπ-γεωπολιτική σε καθολική ηθική – και άρα αντιμετώπιζε τα ανθρώπινα ρεύματα των απελπισμένων σαν κάποιου είδους γεωπολιτικό όπλο π.χ. του “ισλαμικού τόξου” κτλ, συνέβαλε στο από καθέδρας κήρυγμα του, εντέλει, ρατσιστικού μίσους. Ήταν τέτοια μάλιστα η τυφλότητα, το σπουδαιογελοίο των αναλύσεων και των αναλυτών και η ετερότητα των σκοπών του ρατσιστικού πολιτικού και μιντιακού προτάγματος σε σχέση με τους δηλωθέντες, που όταν πέρναγε το Δουβλίνο 2 το 2003, παρότι μετέτρεπε την Ελλάδα σε στρατόπεδο κράτησης μεταναστών και προσφύγων χωρίς καμία μέριμνα καν για σχετικές υποδομές (και δεν μπορεί να μην ήταν αυτό ορατό, αν όχι από την κυβέρνηση, από τους μεταναστοφάγους της εποχής, με δεδομένο τον Πόλεμο στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ που προετοιμαζόταν) ουδείς από όσο ξέρω εξέφρασε εκείνη την εποχή, ουδεμία επιφύλαξη.
Η πορεία όλων αυτών των εξελίξεων οδήγησε σε έναν ιδιαίτερο αυτοεξευτελισμό της Ελληνικής κοινωνίας, όπως βλέπουμε σήμερα στην σχετική νωθρότητα των αντιδράσεων εναντίον της διάλυσης κάθε κοινωνικού συμβολαίου από τη μια, και την άνοδο μιας νεοναζιστικής, ρατσιστικής οργάνωσης, με το ένα πόδι στο οργανωμένο έγκλημα από την άλλη. Το τελευταίο αυτό, ήταν η κορύφωση μιας μακράς πορείας προς την απενοχοποιημένη αποκτήνωση της συμπεριφοράς ενός τμήματος του Ελληνικού πληθυσμού, την “νομιμοποίηση” στα μάτια του της κακοποίησης και της σφαγής των αδυνάτων, της επικράτησης του άνανδρου τσαμπουκά των πολλών εναντίον των λίγων, των φουσκωτών προσωποποιήσεων της ΚΔΟΑ, απέναντι σε όλους πλην των μεγιστάνων εργοδοτών τους. Ήταν επίσης μια, καλοδεχούμενη από το καθεστώς, διοχέτευση της γενικευμένης λαϊκής οργής εναντίον της εξαθλίωσης, προς την δαιμονοποίηση των αδυνάτων αντί των ισχυρών, σχολείο ενός κανιβαλισμού που συμβάλλει από πάρα πολλές πλευρές στη διατήρηση του παρόντος διεφθαρμένου και απονομιμοποιημένου συστήματος εξουσίας. Έφερε, για παράδειγμα, την διαπόμπευση των οροθετικών σαν τέχνασμα για τον κορεσμό της δίψας για το θέαμα του εξευτελισμού των άλλων, σαν τελετουργία εξορκισμού του καθολικού μας εξευτελισμού. Έφερε πάλι, σήμερα, την ανάσυρση των πλέον ρατσιστικών στερεοτύπων και ηθικών πανικών για τους Ρομά. Είναι μια διαδικασία εν δυνάμει χωρίς πάτο και όριο…
Το δυσοίωνο μέλλον
Όταν είχε συμβεί η τραγωδία της Σμύρνης με την οποία ξεκίνησε το κείμενο αυτό, κάποια ενημερωτικά σάιτ, ιστολόγια και φόρουμ είχαν την φωτογραφία ενός Τούρκου βατραχανθρώπου να βγάζει από τη θάλασσα το νεκρό πτώμα ενός νεαρού κοριτσιού (ούτε δεκάχρονου ίσως) μάλλον από τη Συρία. Ήταν μια συγκλονιστική φωτογραφία, ένα συμβολικό μνημείο της βαρβαρότητας της πολιτικής ασύλου της ΕΕ. Κάτω από πολλά από αυτά (και δε θα βάλω λινκ εδώ φυσικά) ο εμετός των σχολίων και η σχεδόν διθυραμβική νεκροφιλία διαφόρων “Ελληναράδων” η λυσσαλέα μισανθρωπία, η ανακούφιση που τους προσέφερε το θέαμα ενός νεκρού κοριτσιού απλά και μόνο εξαιτίας της καταγωγής του, ήταν ένα δείγμα από το μέλλον που έρχεται, από το είδος των εσωτερικών αντιπάλων που κάθε απόπειρα αναστήλωσης της κοινωνίας σε μια αλληλέγγυα και δίκαιη κατεύθυνση θα βρει μπροστά της …
… Διότι αυτή η έκπτωση δεν είναι ρηχή. Αν είναι αλήθεια, όπως πιστεύω, πως είναι οι κρίσεις στον πραγματικό κόσμο που αλλάζουν συνειδήσεις και αναδιαμορφώνουν τις κρατούσες ιδεολογίες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, τότε παράλληλα με την πραγματική επανάκαμψη της χαμένης αλληλεγγύης, της συντροφικότητας και των συλλογικών αιτημάτων, έχει γεννηθεί και διασπαρεί ένας τύπος πολίτη σε αυτήν την χώρα που χαρακτηριστικό του στοιχείο είναι η απενοχοποιημένη και δεδηλωμένη απανθρωπιά, και ο ωμότερος και ιδιοτελέστερος ατομικισμός. Αυτή την παγιωμένη βασική αποκτήνωση ενός ανησυχητικά μεγάλου τμήματος της Ελληνικής κοινωνίας έχω την φρικτή υποψία πως θα την κουβαλάμε όπως και να εξελιχθεί η ιστορία, για δεκαετίες ακόμα ως άχθος βαρβαρότητας και πηγή αθλιότητας στη χώρα, γενιές μετά τα σημερινά.
Πηγή: Αυγή