in

«Η UFAFILM και άλλες ιστορίες…» της Άννας Χατζησοφιά, που βάζουν το χαμόγελο να διώχνει το δάκρυ…

«Η UFAFILM και άλλες ιστορίες…» της Άννας Χατζησοφιά, που βάζουν το χαμόγελο να διώχνει το  δάκρυ…

Σα μια ραδιοφωνική ιστορία. Που «Τεχνηέντως»  μιλά για την Τέχνη τον Πολιτισμό, την Ψυχαγωγία, τα μικρά και τα μεγάλα της καθημερινότητας αλλά και την Ιστορία μητέρων, πατεράδων και προγόνων ως πίσω, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, έτσι ξετυλίγονται οι ιστορίες της Άννας Χατζησοφιά.

Γράφει ο Γιάννης Τσολακίδης

Ιστορίες που αγγίζουν το dna της καταγωγής μας, ιδεολογικά και συναισθηματικά- βιωματικά.  Παππούδες  και γιαγιάδες του ξεριζωμού της Μικρασίας, γονιοί που τυραννίστηκαν από την Κατοχή, τον Εμφύλιο και κυρίως- μετά από την ήττα- στα χρόνια της «επάρατης δεξιάς»… Της γενιάς μας αφού είμαστε η λεγόμενη γενιά της μεταπολίτευσης!…

Ιστορίες που γνωρίζουν καλά το σήμερα. Ένα  «σήμερα» που μοιάζει ίδιο κι όλο πιο ζοφερό μες στα χρόνια της Κρίσης. Αν και αναφέρεται στην προ-κυβερνητική ΣΥΡΙΖΑ  εποχή, αυτό το περιβάλλον των ιστοριών  δε λέει ν’ αλλάξει σε πολλά απ’ όσα γράφει στις ιστορίες της. Εδώ να κάνω μια παρενθεσούλα.

Η συνέχιση καταστάσεων που περιγράφει η Άννα Χατζησοφιά:  Η νέο-Φτώχια, η ανεργία, η νεολαία στα ξένα, οι πλειστηριασμοί, το περίφημο κοινωνικό μέρισμα,  κ.λπ. συμβαίνουν ακόμη, όχι βέβαια  γιατί η κυβέρνηση είναι κατά τις δημοσκοπήσεις ανίκανη, ρεβιζιονιστική και  ψεύτρα  ή – κατά την αντιπολίτευση ο κυβερνήτης ανίκανος, επικίνδυνος τυχοδιώκτης και δεν ξέρω τι άλλο,  αλλά  γιατί… πολύ ξεχάσαμε τον υποκειμενικό παράγοντα «Δεν είναι εύκολο ν’ αλλάξεις όταν χαλάσεις εντελώς, δεν έχεις μάτια να κοιτάξεις ποιος είναι ο δρόμος ο καλός» γράφει ο Άκης Πάνου στα 1982, αλλά και τον αντικειμενικό παράγοντα, το παγκόσμιο σύστημα,  όπου η μεταδημοκρατία και οι περίφημες αγορές διαφεντεύουν πια  αυτή την περιβόητη Ευρώπη –  “σαν σανίδα από θλιβερό ναυάγιο ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος…” έγραφε πριν χρόνια ο Τάσος Λειβαδίτης…

Παρενθεσάρα έγινε, λοιπόν…

Οι ιστορίες της Άννας ισορροπούν ανάμεσα στο δάκρυ και το χαμόγελο, είναι ολοφάνερο ότι γνωρίζει το μέτρο, το σενάριο, την ποσότητα συγκίνησης, όλα τα διαχειρίζεται πολύ εμπνευσμένα αλλά και δουλεμένα. Παίρνουν αφορμή από τους προσωπικούς της, άγνωστους σε μας, αφανείς ίσως γενικά, ήρωες κι από μικρά πραγματικά περιστατικά της ζωής της ή από διηγήσεις που άκουσε και πλάθονται σε μικρές ταινίες, με μυθοπλασία νεοελληνικού ρεαλισμού.

 

Υπάρχει μια μεγάλη άνεση στη χρήση της γλώσσας που αναδείχθηκε στη δεκαετία το ’90, (γλώσσα του «Κλικ» τη λέγαμε τότε) της ευρηματικότητας, του ευφυολογήματος, της γνώσης των όρων ζωής του αστού, άλλωστε πώς είναι δυνατόν να γράφεις σενάρια για σήριαλ αν δεν κατέχεις το σπορ.

Χωρίς όμως την υιοθέτηση ούτε σε μιαν αράδα της κυνικότητας και της ισοπέδωσης που πρότεινε ως κι επέβαλε για πολλά χρόνια αυτό το ευπώλητο και εμπορικό στιλ στα media αλλά και την καθημερινότητα. Πέτυχε να συνδυάζει την αντίληψη, τους κώδικες γλώσσας, το χιούμορ εκείνης της εποχής με μια suigeneris ηθική ακεραιότητα και ανταρτοσύνη  που αποδίδει στο τέλος  την αριστερά της ευαισθησίας και την υπέρ Αδυνάτου. Όπου η λέξη διαβάζεται διπλά και ως ο αδύνατος αλλά και ως το Αδύνατο.

Η Άννα δεν γράφει με ακατανόητη γλώσσα, με κώδικες λογοτεχνικούς για ολίγους κι εκλεκτούς αλλά ούτε με Κεφαλαία. Κάνει αναφορές σε έργα του Σέξπιρ, του Ταρκόφσκι ή  του Φελίνι, μας θυμίζει την ιστορία των Σάκο και Βαντσέτι ή την καύση των βιβλίων στο «Φαρενάιτ 451» ως να πρόκειται για κουβέντα συντροφιάς. Συχνά υποδύεται την παιδική σκέψη και γλώσσα (στα «εγώ θα γίνω καλύτερο παιδάκι του χρόνου»), που διαρκώς αναρωτιέται για το ΠΟΥ επιτέλους χάσαμε τη δουλειά, ή το μισθό μας και δεν τα βρίσκουμε, ή ποιο χωριό άραγε να είναι αυτή η «Δραχμή» που κάποιοι λέγαν ότι θέλαν ότι πρέπει να γυρίσουν.

Άλλωστε, «η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά» γράφει ο Ρασούλης αλλά κι η πρώτη πατρίδα είναι η παιδική ηλικία, αυτή η επιστροφή, ο νόστος, που ίσως να είναι η «αιώνια επιστροφή» προς το χαμένο παράδεισο ( σ’ εκείνη την πρώτη Αρχή της Ηδονής» που χάσαμε μέσα από την επικράτηση της «Αρχής της Πραγματικότητας» και το τελευταίο της πρώτης οχυρό είναι η Φαντασία με όπλο την Τέχνη,  για να δανειστώ όρους από το «Έρως και Πολιτισμός» του Χ. Μαρκούζε). Η επιστροφή, όρος αρχετυπικός, τόσο για τη Φιλοσοφία όσο και για την Τέχνη.

Είναι λοιπόν, εκείνες οι “μικρές (πικρές) ιστορίες», που μας αφήνουν στο τέλος μια γλυκιά γεύση κι ένα …γμτο που χαμογελά, αυτό, με δυο λόγια ήθελα να πω.

Τα τραγούδια που θα διάλεγα γι’ αυτή τη «ραδιοφωνική εκπομπή» με τις ιστορίες της Άννας είναι:

 τα «Πατώματα» για ξεκίνημα, στο πλαίσιο του ποτέ μη λες ποτέ πως δεν υπάρχει πιο κάτω (Μπ. Μπρεχτ, μτφρΜ. Πλωρίτης, μελοποίηση δυο πιτσιρικάδες οι Μιχάλης και Παντελής Καλογεράκης κι ερμηνεία από τη Μαρία Φαραντούρη) το «TheBoulevardofbrokendreams» των AlDubin/HarryWarren, μάλλον μεTonyBennett,  γι’ αυτές τις μεγάλες, χαμένες λεωφόρους των θρυμματισμένων μας ονείρων, το «CanzonneArrabbiata» του N. Rota, το «Μια μέρα θα στο πω» Μίκης- Λειβαδίτης, μια RosaBalistreri (ίσως το Lucunigghiu) εκεί στο «Επαναστάτης χωρίς ΕΡΤ3» και για το μπλουζάκι που φορούσα κατάσαρκα 2 χρόνια, μια Μάρλεν,  Ντίτριχ βεβαίως για τις τρεις Αδερφές και για αποφώνηση πάλι το “Theboulevard…” αυτή τη φορά ορχηστρικό και μέσα σ’ αυτό, ένα μικρό απόσπασμα λόγου:

Δυο αράδες  από την ιστορία «οι φίλοι μου δεν κοιμούνται τα βράδια», είναι οι τελευταίες και λένε: «Οι φίλοι μου δεν κοιμούνται τα βράδια από ελπίδα. Ελπίζω να κάνουμε την αγρύπνια τους να αξίζει».

Κοινή μας η ελπίδα. Κι η ανάγκη να βρούμε, μετά τις θρυμματισμένες λεωφόρους ένα σίγουρο μονοπάτι.

Γιάννης Τσολακίδης

* κείμενο  που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου της Άννας Χατζησοφιά «UFA films και άλλες ιστορίες»   στη Θεσσαλονίκη στις 12 Δεκέμβρη 2016

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΛΑΝΤΖΑ Θεσσαλονίκης: καταγγελία για τα εκφυλιστικά φαινόμενα στις εκλογές του ΣΕΤΕΠΕ

Η αύξηση των δημοτικών φόρων-τελών επιτείνει την Ύφεση και την Ανεργία. Του Θεόδωρου Κουτρούκη