Την παραμονή των εκλογών η Giorgia Meloni παρουσιάστηκε στα σόσιαλ μίντια με ένα βίντεο σπάζοντας την καθιερωμένη εκλογική σιωπή. Κρατούσε δύο πεπόνια με μια απολύτως trash χειρονομία και είπε τη φράση: «Τα είπα όλα». Χωρίς καμία αμφιβολία, η εκλογική νίκη φέρει το όνομά της. Κάτι παραπάνω: ταυτίζεται με αυτήν που έφτασε το κόμμα της στο ποσοστό 26% των ψηφοφόρων, επτά μονάδες παραπάνω από το δεύτερο ιταλικό κόμμα, το Δημοκρατικό.
Τα δύο πεπόνια που εμφάνισε στο σύντομο βίντεο έχουν επίσης τη δική τους σημασία πέρα από το λίγο ως πολύ λανθάνον νόημα που μεταφέρουν: είναι τα γλωσσικά της άβαταρ λόγω του επωνύμου*. Είναι μια μεταφορά για τα δύο στήθη της αρχηγού των Ιταλών αδελφών, της πρώτης γυναίκας που έγινε Πρωθυπουργός (Πρόεδρος του Συμβουλίου της Δημοκρατίας). Υπαινίσσονται αρσενικά χαρακτηριστικά σύμφωνα με την αρσενική έκφραση: Έχω δύο κοχόνες να! Και μετά η φράση: «Τα είπα όλα» είναι ενδεικτικό παράδειγμα, όχι μόνο του επικοινωνιακού στυλ της, αλλά και του χαρακτήρα της Giorgia Meloni.
Ωστόσο, τα δύο meloni (πεπόνια) -με m μικρό- είναι και το σύμβολο των δύο προσώπων που έχει η Μελόνι, με το Μ κεφαλαίο. Η Giorgia έχει σίγουρα αποδείξει ότι μπορεί να ανέβει τη σκάλα της εξουσίας και να φτάσει στο Palazzo Chigi** σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα: το κόμμα FdI (Αδελφοί της Ιταλίας) ιδρύθηκε πριν από δέκα χρόνια και τώρα κατακτά τον μεγαλύτερο αριθμό βουλευτών και γερουσιαστών του νέου Κοινοβουλίου.
Αυτό φάνηκε ήδη από τη νίκη των «5 Αστέρων», ενός νεότατου κόμματος, που στις προηγούμενες εκλογές, το 2018 κατέκτησε την πρωτιά με 32,2% στη Γερουσία και 32,7% στο Κοινοβούλιο.
Δύο κόμματα που εμπνέονται από τον λαϊκισμό, δύο ολοκαίνουργια κόμματα, ακόμα κι αν στην περίπτωση της Meloni υπάρχει από πίσω η ιστορία του ιταλικού νεοφασισμού – από το Κοινωνικό Κίνημα και τη μετέπειτα Εθνική Συμμαχία . Το σύμβολο του κόμματος γεννήθηκε από τα αποκαϊδια της φασιστικής Δημοκρατίας του Salò και παραμένει στο λογότυπο των FdI (Αδελφοί της Ιταλίας), κάτι που έκανε τις ξένες εφημερίδες να γράψουν: το πιο δεξιό κόμμα μετά την κατάκτηση της Ιταλίας από τον Μουσολίνι.
Σε αυτό το 26% δεν υπάρχουν μόνο οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι της Meloni, οι αιώνιοι Ιταλοί φασίστες, αλλά και ένα κομμάτι του εκλογικού σώματος που αποφάσισε, όπως είπε ο Filippo Ceccarelli, αστραπιαία: ας τη δοκιμάσουμε! Η Ιταλία είναι μια χώρα που για τουλάχιστον τριάντα χρόνια, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και μετά την επιχείρηση Καθαρά Χέρια (Mani pulite)***, αναζητά αντικαταστάτη για τη Χριστιανική Δημοκρατία (Democrazia Cristiana), το κόμμα που για δεκαετίες παρέμενε στο επίκεντρο του εκλογικού συστήματος και ως εκ τούτου και του πολιτικού. Επομένως, σε αυτό το κομμάτι του εκλογικού σώματος θα πρέπει τώρα να στρέψει την προσοχή της η Meloni των δύο meloni (των δύο πεπονιών).
Και το άλλο φρούτο (η Meloni) του αναρριχώμενου φυτού της οικογένειας Cucurbitaceae (κολοκυνθοειδή) τι σημαίνει; Για να το καταλάβουμε αυτό, μας βοηθάει ένα βιβλίο δύο μελετητριών της επικοινωνίας που μόλις κυκλοφόρησε: «Η πολιτική της βαρβαρότητας» της Sara Bentivegna και Rossella Rega που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Laterza.
Ο όρος «βαρβαρότητα» υποδηλώνει το σύστημα της δαιμονοποίησης και της απαξίωσης των πολιτικών αντιπάλων που έχει αντικαταστήσει την πολιτική, με την στενή έννοια του όρου, τα τελευταία τριάντα χρόνια, την τέχνη, δηλαδή, της επίλυσης των διαφορών και των συγκρούσεων για το καλό της κοινότητας της οποίας αποτελούμε μέρος, δηλαδή της Ιταλίας.
Δεν το ξεκίνησε η Meloni, αλλά το έκανε με μια μοναδική δεξιοτεχνία, αποσιωπώντας τον κομματικό της ρόλο και επιδιώκοντας να μετατρέψει στα μάτια των ψηφοφόρων τον θυμό και την επιθυμία για εκδίκηση που υπήρχε μέσα της σε αποφασιστικότητα – είναι τα δύο πεπόνια με την φαλλοκρατική σημασία τους. Η περσόνα, όπως έδειξε η αυτοβιογραφία της, Εγώ είμαι η Τζιόρτζια (εκδ. Rizzoli), είναι περίπλοκα δομημένη.
Για να επιστρέψουμε στο βιβλίο των δύο μελετητριών της επικοινωνίας, το πρόβλημα είναι προφανές: η βαρβαρότητα, δηλαδή η προσβολή, ο χλευασμός, το ψέμα, οι ψευδείς ειδήσεις και άλλα, είναι «ένας στρατηγικός πόρος μεγάλης αξίας στα χέρια των ηθοποιών» που εμφανίζονται στην πολιτική αρένα, η οποία, δεν πρέπει να ξεχνάμε, λειτουργεί σαν παράσταση.
Χωρίς αυτή την «βαρβαρότητα» – όρος που συνοψίζει και ταυτόχρονα απλοποιεί το πρόβλημα που περιγράφει – η Giorgia Meloni δεν θα πετύχαινε το αποτέλεσμα που πέτυχε. Τα ψηφιακά μέσα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό αυτού του τύπου επικοινωνίας, που διχάζει και σίγουρα δεν ενώνει. Στην «αγορά της προσοχής», όπως την αποκαλούν οι δύο μελετήτριες, υιοθετώντας αμερικανικούς όρους, επιβάλλεται κανείς μέσω της «εκφραστικής» δύναμης, η οποία με τη σειρά της δημιουργεί συσπείρωση –το Εμείς εναντίον Αυτών- και ωθεί όσους την υποστηρίζουν να κινητοποιηθούν: Εμείς και Αυτοί.
Έχει να κάνει με το θέμα της οικοδόμησης του personal brand που συμπεριλαμβάνει την επιβεβαίωση μιας identity politics. Τον δρόμο του personal brand ακολούθησε και ο Matteo Salvini στο πρόσφατο παρελθόν αλλά δεν φαίνεται να απέδωσε στις τελευταίες εκλογές. Ο θυμός και η αγανάκτηση του Καπετάνιου**** απέναντι σε μετανάστες, ξένους, διαφορετικούς ανθρώπους λειτούργησαν μέχρι που εμφανίστηκε στο προσκήνιο ένα άλλο personal brand ικανό να τον ανταγωνιστεί.
Η Giorgia Meloni δεν υποστηρίζει αξίες που είναι πολύ διαφορετικές από αυτές του Salvini, αφού ορισμένα από τα συνθήματά της είναι αναμφίβολα κοινά, αλλά το έκανε με τρόπο που, προς το παρόν – στην περίπτωση των personal brand, όπως και για όλα τα brand, τα πάντα παραμένουν ρευστά και αβέβαια – φαίνεται να λειτουργεί καλύτερα.
Στην εκδήλωση με τίτλο Ιταλική Υπερηφάνεια στις 19 Οκτωβρίου 2019, η επικεφαλής των FdI (Αδελφοί της Ιταλίας) παρουσιάστηκε ως εξής: «Θα υπερασπιστούμε την ταυτότητά μας. Είμαι η Τζιόρτζια. Είμαι γυναίκα. Είμαι Ιταλίδα. Είμαι μητέρα. Είμαι χριστιανή. Δεν θα μου τα πάρετε». Ένα τέλειο σλόγκαν για να λανσάρει το δικό της personal brand, αφού καθεμία από τις «ποιότητες» ή τα «χαρίσματα» με τα οποία ορίζεται έχει ένα συγκεκριμένο και σημαντικό νόημα, κάτι που ο Salvini δεν μπόρεσε να δώσει με τα δικά του συνθήματα.
Όπως εξηγεί πολύ καλά το βιβλίο «Εγώ είμαι η Τζιόρτζια», το προσωπικό στοιχείο δημιουργεί μια ταύτιση, ή τουλάχιστον έναν σεβασμό, ακόμη και συναίνεση: γυναίκα, ιταλίδα, μητέρα, χριστιανή, είναι συστατικά μιας πιο σύνθετης ταυτότητας με μεγαλύτερη απήχηση από αυτήν που πρόβαλλε ο πρώην υπουργός των Εσωτερικών. Η identity ownership της Giorgia Meloni, όπως την αποκαλούν οι δύο μελετήτριες με τον αγγλοσαξονικό πολιτικό όρο, φαίνεται πιο ικανή να προσελκύσει. Γιατί;
Ενώ περιέχει ένα ποσοστό επιθετικότητας, όπως υπογραμμίζει η συντακτική διατύπωση της πρότασης, καταφέρνει να μεταμορφώσει τη βία της σε κάτι άλλο. Το κλειδί της επιτυχίας της Meloni έγκειται ακριβώς στο ότι μεταβιβάζει τον θυμό και τη δυσαρέσκεια ενός σημαντικού μέρους των Ιταλών σε μια επιβεβαίωση αξιών.
Αν και όλοι ζούμε σε μια πραγματικότητα στην οποία κυριαρχεί το personal brand (από τον Berlusconi μέχρι τον Salvini, περνώντας από τον Bossi), η δύναμη της Giorgia Meloni είναι να μεταμορφώνει το brand σε ιδεολογία χωρίς ωστόσο να το ομολογεί ανοιχτά. Η ιδεολογία είναι αυτή του νεοφασισμού από τον οποίο προέρχεται -το τμήμα του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος της συνοικίας Garbatella στη Ρώμη. Εξημερώθηκε και έγινε πιο friendly επειδή είναι γυναίκα, μητέρα, ιταλίδα, όλες αξίες, μαζί με τον χριστιανισμό, ο οποίος εκφράζεται εδώ ως ταυτοτικό χαρακτηριστικό που αποκλείει τους άλλους. Ο πυρήνας είναι αυτός, το κέλυφος, όμως, είναι διαφορετικό.
Υπάρχει κάτι από τον Craxi στη Meloni, κάτι από την ψυχή του στη λήψη των αποφάσεων, και εκφράστηκε για πρώτη φορά στην ιταλική πολιτική σκηνή από μια γυναίκα, της οποίας η προσωπική ζωή, όπως εξιστορείται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο, ήταν αυτή της λύτρωσης και της εκδίκησης. Όπως έγραψε μια εφημερίδα: Η πρώην μπέιμπι σίτερ έγινε Πρωθυπουργός. Η ιταλορωμαϊκή εκδοχή του αμερικάνικου ονείρου. Όχι μόνο ο γιος ενός μαύρου και μιας λευκής μπορεί να γίνει Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και ένα κορίτσι που εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα του και μεγάλωσε με τη μητέρα και τη γιαγιά του σε μια προλεταριακή συνοικία της Ρώμης μπορεί να ανέβει τη σκάλα του Παλατιού.
Η Meloni κληρονόμησε τις στρατηγικές της βάρβαρης πολιτικής της Lega του Bossi και του Salvini και γράπωσε τον ρευστό χώρο της απογοήτευσης από την παραδοσιακή πολιτική, ώστε να εμπνεύσει ένα αίσθημα ευθύνης γύρω από το πρόσωπό της – η λέξη κλειδί σήμερα είναι η «ευθύνη» .
Μετέτρεψε τον θυμό σε αποφασιστικότητα, όπως συμβαίνει στον αθλητισμό, ειδικά στο τόσο επιθετικό τένις. Το τένις είναι η τέλεια μεταφορά για την σημερινή σύγκρουση στις νεοκαπιταλιστικές κοινωνίες: είμαστε όλοι απορροφημένοι από το να πετάμε το μπαλάκι με δύναμη στην άλλη μεριά του γηπέδου, για να επιβιώσουμε, για να βεβαιωθούμε ότι δεν βλέπουμε στην κατάστασή μας τίποτα το ενοχλητικό.
Η οργή που έχουν οι νέοι και οι αποκλεισμένοι ενάντια στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, στον οποίο έχουμε γίνει επιχειρηματίες του εαυτού μας, δεν μετατρέπεται σε πολιτικό πόρο, σε αίτημα αλλαγής. Ανάμεσα σε αυτήν και τον αντίπαλο – το ορθολογικό και ηττημένο Pd (Δημοκρατικό κόμμα) του Letta – η Giorgia Meloni μπόρεσε να βάλει ένα δίχτυ και μια απόσταση που ο θορυβοποιός καπετάνιος της Lega δεν είναι ικανός να το κρατήσει με τον φασαριόζικο ακτιβισμό ενός επιπόλαιου νεαρού, πολυλογά και ελάχιστα προικισμένου με πολιτικό ταλέντο.
Η Giorgia καθησύχασε τους πάντες με τα δύο πεπόνια στο χέρι, αν και η νεοφασιστική ιδεολογία από την οποία προέρχεται και η δική της προσωπικότητα μεταδίδουν μια αρκετά υψηλή αίσθηση επιθετικότητας. Είναι δυνατόν οι ψηφοφόροι της να μην το αντιλαμβάνονται; Αλλά όπως πάντα είναι δύσκολο να μπεις στη θέση των άλλων, να μπεις μέσα στο κεφάλι τους. Την ενσυναίσθηση στην πολιτική σφαίρα, όπως απέδειξε ο Letta, είτε την έχεις είτε δεν την έχεις. Ένας αληθινός ηγέτης πρέπει να την έχει, αλλιώς να ζητήσει βοήθεια για να την κατανοήσει από όποιον είναι γύρω του ή από όποιον τον συμβουλεύει. Ο θυμός και η αγανάκτηση είναι ένα εξαιρετικό καύσιμο, και αυτό το καύσιμο η Meloni μπόρεσε να το ρίξει στον κινητήρα της για να κάνει τη στροφή που έφερε τους κληρονόμους τον ρεπουμπλικίνου***** Μουσολίνι στο Palazzo Chigi, αν και με τροποποιημένη και αναθεωρημένη μορφή.
Σε αυτό προστίθεται η αφήγηση που έχτισε με τους δικούς της spin doctors και καταφεύγοντας στο ένστικτό της ως «γυναίκας της διπλανής πόρτας», ως άνθρωπος του λαού, ως προερχόμενη από την περιφέρεια, ως η αυθεντική trash πολιτικός. Εδώ χρησιμοποιεί τη δυσπιστία προς την πολιτική – ένα κεφάλαιο από το οποίο κερδίζουν και τα 5 αστέρια του Giuseppe Conte – την οποία οι πολιτικοί επιστήμονες αποκαλούν «ώθηση στον κυνισμό» (Dale Jamieson).
Η ιταλική κοινωνία είναι ιστορικά κυνική, όπως κατάλαβαν ο Macchiavelli, ο Guicciardini και οι διάδοχοί τους -για ιστορικούς αλλά και ανθρωπολογικούς λόγους- γιατί διαποτίστηκε από τον καθολικισμό, τη θρησκεία που εφηύρε το Καθαρτήριο, όπως μας εξήγησε ο Jacques Le Goff, και με το οποίο πλούτισε.
Τώρα ο νέος κυνισμός – επειδή ο κυνισμός έχει επίσης μια ιστορική διάσταση πέρα από την χαρακτηριολογική – είναι αυτός που είχε περιγράψει πολύ καλά ο Pasolini στην «ανθρωπολογική μετάλλαξη» της δεκαετίας του ’60 και του ’70. Ήταν διαυγής ο PPP (Pier Paolo Pasolini), αλλά χωρίς να δώσει κάποια εφαρμόσιμη λύση, αντ’ αυτού εγκλωβίστηκε στην Ιταλία του παρελθόντος. Το κράμα που επινοήθηκε, εντελώς ενστικτωδώς, από τη Giorgia Meloni και τους συμβούλους της – οξυδερκείς πολιτικοί, ορισμένοι με χριστιανοδημοκρατικές καταβολές- λειτουργεί και θα λειτουργήσει τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα.
Δεν ωφελεί να διαρρηγνύουμε τα ιμάτιά μας: ο ορθολογισμός του Δημοκρατικού Κόμματος και του Letta ανήκει στο παρελθόν. Στην κοινωνία του θεάματος, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, της αγοράς της προσοχής, το μελόνιο μείγμα της Giorgia λειτουργεί καλύτερα από το σύνθημα: «Διάλεξε!», το οποίο έχει μια αληθοφάνεια που δεν συνεπάγεται καμία απάντηση πραγματικά επιτελεστική. Η αφήγηση της Meloni έπεισε μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων, που δεν αποτελούν την απόλυτη πλειοψηφία, αλλά της επέτρεψαν να πετύχει το αποτέλεσμα που φιλοδοξούσε χάρη σε έναν κακοσχεδιασμένο και θλιβερό εκλογικό νόμο, τον οποίο κανείς δεν θέλησε να αλλάξει.
Δεν είναι εύκολο να καταλάβουμε τι θα συμβεί. Ωστόσο, υπάρχει μια λέξη που η Giorgia Meloni χρησιμοποίησε το βράδυ της προσωπικής της επιτυχίας και αποτελεί το ψυχολογικό και πολιτικό κλειδί για το δικό της, και το δικό μας άμεσο μέλλον: «ευθύνη». Το τι σημαίνει αυτό μένει να το δούμε, αλλά, καθώς η πρώην μπέιμπι σίτερ θέλει να μείνει στην εξουσία για όσο το δυνατόν περισσότερο, «ευθύνη» σημαίνει ότι θέλει να κυβερνήσει, δηλαδή να κάνει πολιτική, κάτι που ο προκάτοχός της δεν μπόρεσε να κάνει.
Ευθύνη σημαίνει διαμεσολάβηση; Μείωση των συγκρούσεων; Δεν το γνωρίζω. Σίγουρα η μαχητικότητα που είναι μέσα της, ο θυμός της ή το θράσος της, αν προτιμάτε, υπάρχει και θα συνεχίσει να μας προσφέρει την εικόνα των δύο πεπονιών: από τη μια η trash πολιτικός των σόσιαλ μίντια και από την άλλη η επίδοξη πολιτικός, μια στάση που θα πρέπει να υιοθετήσει αν θέλει να κάνει διάλογο με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Κάπως έτσι δεν ήταν και ο Μουσολίνι στο ξεκίνημά του; Με μαύρο πουκάμισο και με το κυλινδρικό καπέλο στο κεφάλι, όπως τον περιέγραψε θαυμάσια ο Italo Calvino σε ένα άρθρο του. Η δυαδικότητα είναι μια ιδιαιτερότητα πολλών πολιτικών κινημάτων του περασμένου αιώνα. Τώρα με αυτήν πρέπει να δούμε πού θα πέσει ο τόνος, τι θα επικρατήσει: το θυμωμένο trash stand των ιταλικών πλατειών ή αυτό με το φόρεμα prêt-à-porter με το οποίο θα παρουσιαστεί στις Βρυξέλλες. Και μετά, κυρίως, τι θα πει και τι θα κάνει το 74% που δεν την ψήφισε;
Τώρα το καστανό κορίτσι, βαμμένο ξανθό στο κομμωτήριο κάτω από το σπίτι, που λατρεύει τον Εντ Σίραν («Then we should all burn together, Watch the flames climb high into the night»), θα πρέπει να βρει ένα σχήμα για να κρατήσει το brand της ζωντανό και να κυβερνήσουν μαζί. Δεν είναι εύκολο χωρίς τη δημιουργία ενός καθεστώτος.
* meloni= πεπόνια (πληθ. αρ. της λέξης melone)
** Palazzo Chigi: η έδρα του Υπουργικού Συμβουλίου και η επίσημη κατοικία του πρωθυπουργού της Ιταλίας.
*** Operazione Mani pulite: ήταν μια δικαστική έρευνα για την πολιτική διαφθορά στην Ιταλία που πραγματοποιήθηκε τη δεκαετία του 1990, με αποτέλεσμα την κατάρρευση της λεγόμενης ” Πρώτης Δημοκρατίας ” και την εξαφάνιση πολλών πολιτικών κομμάτων. Ο Αντόνιο Ντι Πιέτρο ήταν ο εισαγγελέας που ανέλαβε την έρευνα.
**** Capitano: προσωνύμιο του Salvini την εποχή της κυριαρχίας του
***** Όρος που διαθόθηκε στην Ιταλία στα τέλη του 1943 για να υποδείξει πρώτα τους στρατιώτες που κλήθηκαν στα όπλα και μετά τους ηγέτες και γενικότερα τους υποστηρικτές και τους οπαδούς της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας του Σαλό.
πηγή:doppiozero.com